ἡγεμονεύω: Difference between revisions
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
m (Text replacement - "elsewh." to "elsewhere") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=igemoneyo | |Transliteration C=igemoneyo | ||
|Beta Code=h(gemoneu/w | |Beta Code=h(gemoneu/w | ||
|Definition=Dor. ἁγ-, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lead the way]], προτὶ Ἴλιον <span class="bibl">Il.16.92</span>; <b class="b3">πρὸς δώματα, ἀγορήνδε, λέχοσδε, δεῦρο</b>, <span class="bibl">Od.3.386</span>, <span class="bibl">8.4</span>, <span class="bibl">23.293</span>, <span class="bibl">17.372</span>; πρόσθ' ἡγεμόνευεν <span class="bibl">22.400</span>, <span class="bibl">24.155</span>; αὖλιν ἐφ' ἡμετέρην <span class="bibl">Theoc. 25.60</span>; ἐπιθυμίας καὶ ἔρωτος ἡγεμονεύσαντος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>197a</span>: </span><span class="sense"><span class="bld">c</span> dat. pers., <span class="bibl">Od.3.386</span>, <span class="bibl">8.4</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>387</span>, etc.; τῇ ἴμεν, ᾗ κεν δὴ σὺ . . ἡγεμονεύῃς <span class="bibl">Il.15.46</span>; <b class="b3">ὁδὸν ἡ</b>. [[to lead]] the way, ἐγὼ δ' ὁδὸν ἡγεμονεύσω <span class="bibl">Od.6.261</span>, cf. <span class="bibl">Parm.1.5</span>: twice in Hom., c. dat. et acc., τοῖσι γέρων ὁδὸν ἡγεμόνευε <span class="bibl">Od.24.225</span>; <b class="b3">ὕδατι ῥόον ἡ</b>. [[make]] a course for the water, <span class="bibl">Il.21.258</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[lead]] in war, [[rule]], [[command]], once in Hom., c. dat., Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε . . Ἕκτωρ <span class="bibl">2.816</span>: | |Definition=Dor. ἁγ-, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lead the way]], προτὶ Ἴλιον <span class="bibl">Il.16.92</span>; <b class="b3">πρὸς δώματα, ἀγορήνδε, λέχοσδε, δεῦρο</b>, <span class="bibl">Od.3.386</span>, <span class="bibl">8.4</span>, <span class="bibl">23.293</span>, <span class="bibl">17.372</span>; πρόσθ' ἡγεμόνευεν <span class="bibl">22.400</span>, <span class="bibl">24.155</span>; αὖλιν ἐφ' ἡμετέρην <span class="bibl">Theoc. 25.60</span>; ἐπιθυμίας καὶ ἔρωτος ἡγεμονεύσαντος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>197a</span>: </span><span class="sense"><span class="bld">c</span> dat. pers., <span class="bibl">Od.3.386</span>, <span class="bibl">8.4</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>387</span>, etc.; τῇ ἴμεν, ᾗ κεν δὴ σὺ . . ἡγεμονεύῃς <span class="bibl">Il.15.46</span>; <b class="b3">ὁδὸν ἡ</b>. [[to lead]] the way, ἐγὼ δ' ὁδὸν ἡγεμονεύσω <span class="bibl">Od.6.261</span>, cf. <span class="bibl">Parm.1.5</span>: twice in Hom., c. dat. et acc., τοῖσι γέρων ὁδὸν ἡγεμόνευε <span class="bibl">Od.24.225</span>; <b class="b3">ὕδατι ῥόον ἡ</b>. [[make]] a course for the water, <span class="bibl">Il.21.258</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[lead]] in war, [[rule]], [[command]], once in Hom., c. dat., Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε . . Ἕκτωρ <span class="bibl">2.816</span>: elsewhere, c. gen., <b class="b3">Λοκρῶν δ' ἡ. Αἴας</b> ib.<span class="bibl">527</span>, cf. <span class="bibl">552</span>, <span class="bibl">Hdt.7.99</span>, <span class="bibl">160</span>, etc.; <b class="b3">ἡγεμόνων ἡ</b>. <span class="bibl">X. <span class="title">Ages.</span>1.3</span>, etc.; <b class="b3">ἡ. τῆς σκέψεως</b> [[to take the lead]] in it, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>351e</span>: abs., to have or [[take the command]], <span class="bibl">Hdt.8.2</span>; ἡ. ἐν πόλει <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>474c</span>:— Pass., to [[be ruled]], ὑπό τινος <span class="bibl">Th.3.61</span>.—Signf. ''ΙΙ'' never occurs in Od., and signf. ''1'' rarely in Il. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> to [[be governor]], τῆς Συρίας <span class="title">Eu. Luc.</span>2.2: abs., <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>302.7</span>(i A.D.), <span class="title">IGRom.</span>3.162 (Ancyra, ii A.D.), etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:40, 27 July 2022
English (LSJ)
Dor. ἁγ-, A lead the way, προτὶ Ἴλιον Il.16.92; πρὸς δώματα, ἀγορήνδε, λέχοσδε, δεῦρο, Od.3.386, 8.4, 23.293, 17.372; πρόσθ' ἡγεμόνευεν 22.400, 24.155; αὖλιν ἐφ' ἡμετέρην Theoc. 25.60; ἐπιθυμίας καὶ ἔρωτος ἡγεμονεύσαντος Pl.Smp.197a: c dat. pers., Od.3.386, 8.4, Hes.Th.387, etc.; τῇ ἴμεν, ᾗ κεν δὴ σὺ . . ἡγεμονεύῃς Il.15.46; ὁδὸν ἡ. to lead the way, ἐγὼ δ' ὁδὸν ἡγεμονεύσω Od.6.261, cf. Parm.1.5: twice in Hom., c. dat. et acc., τοῖσι γέρων ὁδὸν ἡγεμόνευε Od.24.225; ὕδατι ῥόον ἡ. make a course for the water, Il.21.258. II lead in war, rule, command, once in Hom., c. dat., Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε . . Ἕκτωρ 2.816: elsewhere, c. gen., Λοκρῶν δ' ἡ. Αἴας ib.527, cf. 552, Hdt.7.99, 160, etc.; ἡγεμόνων ἡ. X. Ages.1.3, etc.; ἡ. τῆς σκέψεως to take the lead in it, Pl.Prt.351e: abs., to have or take the command, Hdt.8.2; ἡ. ἐν πόλει Pl.R.474c:— Pass., to be ruled, ὑπό τινος Th.3.61.—Signf. ΙΙ never occurs in Od., and signf. 1 rarely in Il. III to be governor, τῆς Συρίας Eu. Luc.2.2: abs., PTeb.302.7(i A.D.), IGRom.3.162 (Ancyra, ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1149] ein ἡγεμών sein, vorangehen, auf einem Wege, mit der Nebenbeziehung, daß man Anderen dadurch den Weg zeigt u. sie auffordert, nachzufolgen, τινί, z. B. τοῖσιν δ' ἡγεμόνευε – Νέστωρ – ἑὰ πρὸς δώματα Od. 3, 386; 8, 4. 421. 23, 293; auch πρόσθ' ἡγεμονεύειν, 22, 400; ὁδόν, den Weg vorangehen, den Weg zeigen, Od. 6, 261. 7, 30. 10, 501; αὐτὰρ ὁ τοῖσι γέρων ὁδὸν ἡγεμόνευεν 24, 225; ähnlich ῥόον ὕδατι ἡγεμονεύειν, dem Wasser ein Bett, einen Ablauf zeigen, bereiten, Il. 21, 258; vgl. Pind. ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ἐπίστανται, Ol. 6, 25; ἁγεμονεῦσαι κωμάζοντι 9, 3; bei Ar. Pax 1059 ist ἐγὼ δ' ὁδὸν ἡγεμόνευον im Orak. eine Reminiscenz aus Homer; sp. D., δαίμων ἕτερον πλόον ἡγεμονεύσει Ap. Rh. 2, 421; ἐγὼ δέ τοι ἡγεμονεύσω αὖλιν ἐς ἡμετέρην Theocr. 25, 60. – In der Il. tritt die Bdtg. "dem Heere vorangehen, es führen", gebieten, befehlen, mehr hervor, Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε – Ἕκτωρ, eigtl. den Troern zog voran, Il. 2, 816, wie Hes. ὅππη μὴ κείνοις θεὸς ἡγεμονεύει Theog. 387; gewöhnlicher c. gen., wie die anderen Wörter, die ein Befehlen, Gebieten bedeuten, Λοκρῶν δ' ἡγεμόνευεν Αἴας Il. 2, 527; 552. 620 u. öfter; στόλου Ap. Rh. 1, 704. Auch Plat., πότερον σὺ βούλει ἡγεμονεύειν τῆς σκέψεως ἢ ἐγὼ ἡγῶμαι; Prot. 351 e; καὶ ἄρχειν Phaed. 80 a. Ggstz ἕπομαι, 94 e; ἡγεμονεύειν ἐν τῇ πόλει Rep. V, 474 c; ἡγεμόνων ἡγεμονεύουσι Xen. Ages. 1, 3. – Thuc. braucht auch das pass., ὑπό τινος, 3, 61.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγεμονεύω: Δωρ. ἁγεμ-, εἶμαι ἢ ἐνεργῶ ὡς ἡγεμών, προπορεύομαι, ὁδηγῶ, προτὶ Ἴλιον Ἰλ. Π. 92· πρὸς δώματα, ἀγορήνδε, λέχοσδε, δεῦρο Ὀδ.· πρόσθ’ ἡγεμόνευεν Χ. 400· Ω 155· ἐπ’ αὖλιν Θεόκρ. 25. 60· μετὰ δοτ. προσ., προπορεύομαί τινος, ὁδηγῶ τινα, Ὀδ. γ. 386, Θ. 4. κτλ.· τῇ ἴμεν, ᾗ κεν δὴ σὺ... ἡγεμονεύεις Ἰλ. Ο. 46· ἀλλ’ ὡσαύτως, ὁδὸν ἡγ., προπορεύομαι, ἐγὼ δ’ ὁδὸν ἡγεμονεύσω Ὀδ. Ζ. 261, πρβλ. Η. 30 κ. ἀλλ.· πλῆρες, τοῖσι γέρων ὁδὸν ἡγεμόνευεν, προεπορεύετο αὐτῶν, ὡδήγει αὐτούς, Ω. 225· οὕτω, ῥόον ὕδατι ἡγεμονεύω, ἀνοίγω αὔλακα διὰ τὸ ὕδωρ, διευθύνω τὸν ῥοῦν αὐτοῦ, Ἰλ. Φ. 258 (τὰ μόνα χωρία παρ’ Ὁμ. μετὰ δοτ. καὶ αἰτ.). ΙΙ. ὁδηγῶ ἐν πολέμῳ, εἶμαι ἡγεμών, ἀρχηγός, ἅπαξ παρ’ Ὁμ. μετὰ δοτ., Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε... Ἕκτωρ Ἰλ. Β. 816, πρβλ. Ἡσ. Θ. 387· ἀλλαχοῦ, ὡς τὰ πλεῖστα τῶν τοῦ ἄρχειν σημαντικῶν ῥημάτων (ἄρχω, κρατέω, κτλ.), μετὰ γεν., Λοκρῶν δ’ ἡγ. Αἴας Ἰλ. Β. 527, πρβλ. 552, 620, κτλ.· - οὕτω παρὰ πεζοῖς, Ἡρόδ. 7. 99, 160, κτλ.· ἡγεμόνων ἡγ. Ξεν. Ἀγησ. 1, 3, κτλ.· ἡγ. τῆς σκέψεως, διευθύνων τὴν συζήτησιν, Πλάτ. Πρωτ. 351Ε· - ἀπολ., ἔχω τὴν ἀρχηγίαν, Ἡρόδ. 8. 2· ἡγ. ἐν πόλει Πλάτ. Πολ. 474C· ἐπιθυμίας καὶ ἔρωτος ἡγεμονεύσαντος αὐτόθι 197Α. -Παθ., κυβερνῶμαι. ὑπό τινος Θουκ. 3. 61. - Ἡ σημασ. ΙΙ οὐδαμοῦ εὕρηται ἐν τῇ Ὀδ., καὶ ἡ σημασ. Ι σπανίως ἐν τῇ Ἰλ. ΙΙΙ. εἶμαι κυβερνήτης, τῆς Συρίας, Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 2.
French (Bailly abrégé)
1 être le guide de : τινί de qqn ; ὁδόν OD montrer le chemin ; τινι ὁδόν OD montrer à qqn le chemin ; ῥόον ὕδατι ἡγ. IL tracer à l’eau un courant;
2 conduire, diriger, commander : τινός, τινί, à qqn ; Pass. ἡγεμονεύεσθαι ὑπό τινος THC être sous la domination de qqn.
Étymologie: ἡγεμών.
English (Autenrieth)
(ἡγεμών), fut. -εύσω: be leader, lead the way (w. dat.), command an army (w. gen.), (Il.); τοῖσι γέρων ὁδὸν ἡγεμόνευεν, Od. 24.225; ὕδατι ῥόον, Il. 21.258; ἑτέρης (στιχός), Il. 16.179 (dat. Il. 2.816).
English (Strong)
from ἡγεμών; to act as ruler: be governor.
English (Thayer)
(ἡγεμών); (from Homer down);
a. to be leader, to lead the way.
b. to rule, command: with the genitive of a province (cf. Buttmann, 169 (147)), to be governor of a province, said of a proconsul, Luke 3:1.
Greek Monolingual
(AM ἡγεμονεύω, Α δωρ. τ. ἁγεμονεύω)
1. είμαι ηγεμόνας, κυβερνήτης, έχω ηγεμονική εξουσία, βασιλεύω, κυβερνώ («ἡγεμονεύειν ἐν πόλει», Πλατ.)
2. μτφ. έχω τα σκήπτρα, κατέχω την πρώτη θέση, κυριαρχώ, δεσπόζω, πρυτανεύω
3. παθ. ηγεμονεύομαι
κυβερνώμαι από κάποιον
αρχ.
1. είμαι οδηγός, οδηγώ, προπορεύομαι («προτὶ Ἴλιον ἡγεμονεύειν», Ομ. Ιλ.)
2. διοικώ στρατό στον πόλεμο, είμαι στρατηγός στον πόλεμο («Τρωσί μὲν ἡγεμόνευε... Ἔκτωρ», Ομ. Ιλ.)
3. έχω την αρχηγία
4. διευθύνω συζήτηση ή σύσκεψη («ἡγεμονεύειν τῆς σκέψεως», Πλάτ.)
5. φρ. α) «ὁδόν ἡγεμονεύω» — προπορεύομαι
β) «ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύω» — διευθύνω τη ροή του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών, κατά το βασιλεύω κ.ά.].
Greek Monotonic
ἡγεμονεύω: Δωρ. ἁγεμ-, μέλ. -σω,
I. είμαι ή συμπεριφέρομαι σαν ηγεμόνας, προηγούμαι, προπορεύομαι, δείχνω το δρόμο, σε Όμηρ.· ὁδὸν ἡγεμονεύω, σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ. προσ., προπορεύομαι, δείχνω το δρόμο σε κάποιον· ῥόονὕδατι ἡγεμόνευεν, άνοιξε αυλάκι για το νερό, σε Ομήρ. Ιλ.
II. οδηγώ σε πόλεμο, διατάζω, ηγούμαι, εξουσιάζω, με δοτ., στο ίδ.· αλλού, όπως τα περισσότερα εξουσίας σημαντικά ρήματα, με γεν., στο ίδ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., έχω ή παίρνω το πρόσταγμα, έχω την αρχηγία, σε Ηρόδ., Πλάτ. — Παθ., εξουσιάζομαι, ὑπό τινος, σε Θουκ.· είμαι κυβερνήτης, τῆς Συρίας, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἡγεμονεύω: (дор. impf. ἁγεμόνευον)
1) идти впереди (кого-л.), быть провожатым, вести: Τηλέμαχος πρόσθεν ἡγεμόνευεν Hom. Телемах шел впереди (Эвриклеи); υἱάσι καὶ γαμβροῖσιν ἡγεμόνευε Νέστωρ ἑὰ πρὸς δώματα Hom. сыновей и зятьев повел Нестор в свой дом;
2) (о провожатом) указывать (ὁδόν τινι Hom.): ὕδατι ῥόον ἡ. Hom. отводить воду;
3) предводительствовать, быть во главе, командовать (Τρωσί, Λοκρῶν Hom.): κατὰ θάλασσαν ἡ. Her. командовать на море, т. е. командовать флотом; τοῦ πεζοῦ ἡ. Her. командовать сухопутными силами; ἡγεμόνων ἡ. Xen. начальствовать над начальниками, т. е. быть первым из первых;
4) править, управлять (ἐν τῇ πόλει Plat.; τῆς Συρίας NT): ἡ. τῆς σκέψεως Plat. руководить обсуждением; ἡγεμονεύεσθαι ὑπό τινος Thuc. подчиняться кому-л.; ἡ. ἐπιθυμίας (gen.) Plat. управлять (своими) страстями.
Middle Liddell
ἡγεμονεύω,
I. to be or act as ἡγεμών, to go before, lead the way, Hom.; ὁδὸν ἡγ. Od.; c. dat. pers. to lead the way for him, ῥόον ὕδατι ἡγεμόνευεν made a course for the water, Il.
II. to lead in war, to rule, command, c. dat., Il.; elsewhere, like most Verbs of ruling, c. gen., Il., Hdt., etc.:—absol. to have or take the command, Hdt., Plat.:—Pass. to be ruled, Thuc.; to be governor, τῆς Συρίας NTest.
Chinese
原文音譯:¹gemoneÚw 赫給摩扭哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:帶領
字義溯源:統治者的行動,作首領,作巡撫,統治,治理;源自(ἡγεμών)=領導者);而 (ἡγεμών)出自(ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)=引領), (ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)出自(ἄγω)*=帶領)
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編:
1) 作⋯巡撫(1) 路3:1;
2) 巡撫(1) 路2:2