ἄλσος: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 48: | Line 48: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[grove]], [[consecrated ground]], [[consecrated land]], [[enclosure round a temple]], [[precincts of a temple]], [[sacred enclosure]] | |woodrun=[[grove]], [[consecrated ground]], [[consecrated land]], [[enclosure round a temple]], [[precincts of a temple]], [[sacred enclosure]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[δάσος]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Πιθανόν ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό [[ἀλδαίνω]] (=[[αὐξάνω]]). Πιθανόν ἀπό ρίζα αρδ ([[ἀρδεύω]]). Πιθανόν ἀπό τό αλτ-jος (=[[ἄλσος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 14 October 2022
English (LSJ)
εος, τό, A grove, Il.20.8, Od.10.350: pl., Phanocl.1.3, Theoc. 1.117, etc. II esp. sacred grove, Od.6.291, Hes.Sc.99, Hdt.5.119, Pl.Lg.761c, etc.:—hence, any hallowed precinct, even without trees, Il.2.506, Sch.Pi.O.3.31, cf. B.3.19, S.Ant.844; Μαραθώνιον ἄλσος, of the field of battle, viewed as a holy place, A.Eleg.4: metaph., πόντιον ἄλσος = the ocean-plain, B.16.85, A.Pers.111. (Perh. for ἄλτιος (cf. Ἄλτις), i.e. alq-ios, cf. Goth. alhs 'temple'.)
Spanish (DGE)
-εος, τό
I soto, plantío, arboleda, bosque (νύμφαι) αἵ τ' ἄλσεα νέμονται Il.20.8, cf. Od.10.350, h.Ven.97, αἰγείρων ... ἦν ἄλσος había una chopera, Od.17.208, ἄλσεα λαχνάεντ' Ibyc.166.34S., ἄλση σκιερά Thgn.1252, cf. Hdt.2.133, σύσκια ἄλση Arist.HA 556a25, cf. Theoc.1.117, Phanocl.1.3, Luc.Bacch.6
•en ciudad heleníst. parque εἰσὶ δὲ οἷς ἄλση καὶ λειμῶνας ἀνέθηκεν para algunas (ciudades) creó parques y jardines I.BI 1.422, cf. 2.467, Plu.2.148b
•como n. de localidad καστέλλον Ἄλσους castillo del Soto, PLond.1177.112 (II a.C.).
II 1bosque sagrado dedicado a un dios ἄ. Φοίβου Od.9.200, cf. 20.278, Hes.Sc.70, 99, Ἀθήνης Od.6.291, cf. 321, de Perséfona Od.10.509, Hdt.9.65, E.HF 615, Call.Cer.25, Ἀφροδίτης Parm.B 20.3, Ἀρτέμιδος Theoc.2.67, de Bubastis, Hdt.2.138, Διὸς Νεμέοιο Theoc.25.169, Ἄρεος A.R.2.404, ἄλσεσιν θεῶν S.OC 10, en gener. h.Ap.76, Stesich.8.5, Sapph.2.2, 94.27, Pl.Lg.761c, Plb.16.1.6, ἐν τοῖς ἄλσεσιν μὴ ποιμαίνɛ̄ν μηδὲ κοπρ[εόɛ̄] ν SIG 986.3 (Cardamilas, Quíos V/VI a.C.)
•muy frec. en lit. judía, de los ’āšerah de la Afrodita cananea, Astarté περιεῖλον ... τὰς Βααλιμ καὶ τὰ ἄ. Ασταρωθ LXX 1Re.7.4 y por lo tanto ἄλσος, ἄλση (trad. de hebr. ’āšerah) abominados por los israelitas τὰ ἄ. αὐτῶν ἐκκόψετε LXX Ex.34.13, De.7.5, 12.3, καὶ ἐξωλέθρευσεν τὰ ἄ. LXX 4Re.18.4, κατέκαυσεν τὰ ἄ. LXX 4Re.23.15, cf. I.AI 4.192
•fig. de la cabellera de un joven ἄ. ἔρωτος Philostr.Ep.16.
2 recinto, lugar sagrado o consagrado a un dios: de la ciudad de Onquesto Ὀγχηστόν θ' ... Ποσιδήϊον ... ἄλσος Il.2.506, cf. h.Ap.230, del mar πόντιον ἄ. considerado como el recinto sagrado de Posidón, A.Pers.111, de Olimpia, Pi.O.5.10, cf. 10.45, de Egipto Δῖον πάμβοτον ἄλσος A.Supp.558
•del campo de batalla de Maratón considerado como lugar sagrado A.Eleg.3.3. • DMic.: a-se-e.
• Etimología: Tal vez deriv. de la raíz *al- crecer, cf. ἄναλτος.
German (Pape)
[Seite 110] εος, τό (mit ἀλδαίνω verw.), heiliger, einer Gottheit geweihter Hain, ἀγλαὸν ἄλσος Ἀθήνης αἰγείρων Od. 6, 291, κλυτὸν ἄλσος ἱρὸν Ἀθηναίης 321; ῷκει γὰρ ἐν ἄλσεϊ δενδρήεντι Φοίβου Ἀπόλλωνος 9, 200; ἄλσεα Περσεφονείης, μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι 10, 509; ἄλσος ὕπο σκιερὸν Ἀπόλλωνος 20, 278; ἀμφὶ δ' ἄρ' αἰγείρων ἦν ἄλσος 17, 208; – ἱερὸν ἄλσος Φοίβου Ἀπόλλωνος Hes. Sc. 99; θεῶν Soph. O. C. 10, u. öfter Tragg., Pind., Her. Später jeder Hain, Wäldchen, Theocr. 1, 117; Mosch. 3, 3; δένδρων Plat. Legg. XII, 947 c. Auch ganze Städte heißen ἄλσεα des von ihnen besonders verehrten Gottes, Hom. Iliad. 2, 506 Ὀγχηστόν θ' ἱερόν, Ποσιδήιον ἀγλαὸν ἄλσος; Ἄργος Ἰνάχου κόρης ἄλσος Soph. El. 5; Pind. Ol. 3, 19 Διὸς πάνδοκον ἄλσος; πόντιον ἄλσος die (Poseidon) heilige Meeresfläche Aesch. Pers. 111 vgl. Suppl. 848.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 bois, particul. bois sacré;
2 tout emplacement consacré ; πόντιον ἄλσος ESCHL le pré sacré de la mer.
Étymologie: R. Ἀλδ, développement de la R. Ἁλ, nourrir, d'où faire croître, croître.
Russian (Dvoretsky)
ἄλσος: εος τό
1) священная роща, священное (заповедное) место, святилище (Ἀθηναίης Hom.; Φοίβου Ἀπόλλωνος Hes.; Διός Pind.): πόντιον ἄ. Aesch. морская святыня, т. е. море;
2) роща, лесок (ἄ. πυκνόν Her.; ἄ. συσκίων δένδρων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄλσος: -εος, τό, = δάσος, τόπος κατάφυτος ἐκ δένδρων καὶ χλόης, Ἰλ. Υ. 8, Ὀδ. Κ. 350. ΙΙ. ἰδίως ἱερὸν ἄλσος. Ὀδ. Ζ. 291, Ἡσ. Ἀσπ. 99, Ἡρόδ. 5. 119, Πλάτ., κτλ.: - ἐντεῦθεν = τέμενος, οἱοσδήποτε ἱερὸς τόπος ἢ περίβολος, ἔτι καὶ ἄνευ δένδρων, Ἰλ. Β. 506, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Ο. 3. 19· οὕτω Μαραθώνιον ἄλσος, περὶ τοῦ ἐκεῖ πεδίου τῆς μάχης, θεωρουμένου ὡς τόπου ἱεροῦ ἐν ἐπιγράμμ. ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Αἰσχύλ. (Ἀνθ. Π. παράρτ. 3)· μεταφ., πόντιον ἄλσος, τὸ τοῦ Κικέρωνος Neptunia prata, ὠκεάνιος λειμών, Αἰσχύλ. Πέρσ. 111, πρβλ. ἁλίρρυτος, (πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς «ῥίζης, ἐξ ἧς τὰ «ἀλδαίνω, ἀλδήσκω, = τόπος δροσερός, χλοάζων: - κατὰ τὸν Döder] ἐκ τοῦ ἄλλομαι, ὡς τό Λατ. saltus ἐκ τοῦ salio).
English (Autenrieth)
εος: grove (lucus), usually with an altar, and sacred to a divinity, Il. 2.506, Od. 6.321.
English (Slater)
ἄλσος precinct, sanctuary, domain (cf. Strabo, 9. 2. 33, οἱ δὲ ποιηταὶ κοσμοῦσιν, ἄλση καλοῦντες τὰ ἱερὰ πάντα, κἂν ᾖ ψιλά· τοιοῦτόν ἐστι καὶ… fr. 51a.; but trees are implied in (O. 8.9), (Pae. 18.2) ) (ἄλσος, -ει, -ος, -ος; -έων, -εα) Διὸς αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα at Olympia (O. 3.18) ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν temple of Athene in Kamarina (O. 5.10) τεῦξαν δ' ἀπύροις ἱεροῖς ἄλσος ἐν ἀκροπόλει temple of Athene in Lindos (O. 7.49) ἀλλὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ' Ἀλφεῷ ἄλσος (O. 8.9) σταθμᾶτο ζάθεον ἄλσος πατρὶ μεγίστῳ sanctuary of Zeus at Olympia (O. 10.45) Αἰακιδᾶν τ' εὐερκὲς ἄλσος (O. 13.109) κτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν (P. 5.89) Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει (N. 2.5) ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι of Apollo at Delphi (N. 7.44) γαῖαν ἀνὰ σφετέραν, τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος at Olympia I. (I. 2.28) τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα (I. 1.57) καὶ μυχοὺς διζάσατο βαλλόμενος κρηπῖδας ἀλσέων (sc. Ἀπόλλων.) fr. 51a. 4. κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος at Delphi Πα. . 1. ὦ Κύπου δέσποινα, τεὸν δεῦτ' ἐς ἄλσος φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν λτ;γτ;ενοφῶν ἐπάγαγ temple of Aphrodite Ourania at Corinth fr. 122. 18. ἐν Τυν] δαριδᾶν ἱερῷ [τεμέ]νει πεφυτευμένον ἄ[λσος (supp. Lobel.) at Argos (Pae. 18.2) cf. Σ. fr. 140a. 13. met., κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος (τοὺς οἴκους φησὶ τὸ ἑστάναι ὡς τὰ ἄλση. Σ.) (O. 5.13)
Greek Monolingual
το (Α ἄλσος)
μικρή ή μεγάλη δασωμένη έκταση, τόπος κατάφυτος
νεοελλ.
μικρό ή τεχνητό δάσος, κήπος για περίπατο, πάρκο
αρχ.
1. δάσος ιερό, αφιερωμένο στους θεούς (πρβλ. τέμενος)
2. οποιοσδήποτε χώρος, ακόμη και δίχως δέντρα, που ανήκει στους θεούς
3. «Μαραθώνιον ἄλσος», η πεδιάδα του Μαραθώνα που τή θεωρούσαν ιερή, λόγω της γνωστής μάχης
«πόντιον ἄλσος», θαλασσινό λιβάδι, δηλ. θάλασσα, ωκεανός
4. στη μυκην. η λ. μαρτυρείται με το τοπωνύμιο Ἄλσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο συσχετισμός της λ. με το ιερό της Ολυμπίας Ἄλτις οδηγεί στη σύνδεσή της με Τ. ἀλτ-yo. Σύμφωνα με άλλη άποψη η λ. ἄλσος συνδέεται με ρίζα ἀλ- «τρέφω» (πρβλ. και ἀλδαίνω, ἀλθαίνω), ετυμολογία που δεν ικανοποιεί σημασιολογικά.
ΠΑΡ. αλσώδης
αρχ.
ἀλσηίς, ἄλσωμα, ἀλσών
μσν.
ἀλσαῖος νεοελλ. αλσύλλιο.
ΣΥΝΘ. αλσοκόμος
νεοελλ.
αλσοβριθής, αλσοδίαιτος, αλσόπολη, αλσοφύλακας, αλσοφύλαξ.
Greek Monotonic
ἄλσος: -εος, τό, αλσύλιο ή ξέφωτο δάσους, Λατ. saltus, σε Όμηρ.· ξέφωτο, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: sacred grove (Il.).
Derivatives: ἀλσίνη a plant, (Dsc.); André, Noms de plantes; cf. CEG 6.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The name of the temple-area in Olympia, Ἄλτις f., would be identical with ἄλσος, Paus. 5, 10, 1; on this basis one reconstructs *ἄλτι̯ος for ἄλσος. Fur. 249, 253 accepts the equation, but interprets it in the context of other instances of dental/sibilant in substr. words (ἄννηθον/ ἄνησον). S. ἄλμα.
Middle Liddell
[deriv. uncertain].]
a glade or grove, Lat. saltus, Hom.; grove, Od., Hdt., etc.
Frisk Etymology German
ἄλσος: {álsos}
Grammar: n.
Meaning: ‘(heiliger) Hain, geweihte Stätte’ (seit Il.).
Derivative: Ableitungen: ἀλσώδης zum Hain gehörig (E. in lyr., Thphr. usw.), ἀλσηΐδες νύμφαι (A. R., nach Νηρηΐδες usw.); ἀλσίνη Parietaria lusitanica (Thphr., Dsk.); ἄλσωμα und ἀλσών = ἄλσος (Aq.).
Etymology: Unerklärt. Der Name des hl. Tempelbezirks in Olympia Ἄλτις f., der nach Paus. 5, 10, 1 mit ἄλσος gleichbedeutend ist, legt für ἄλσος eine Grundform *ἄλτι̯ος nahe; das synonyme ἄλμα (Lyk.) erklärt sich formal am einfachsten aus ἀλ- nähren (s. ἀλδαίνω, ἀλθαίνω). Ἄλτις und ἄλσος mithin eigentlich Verbalnomina "Wuchs, Wachstum", was indessen semantisch ziemlich blaß und nichtssagend wäre. S. außer Bq WP. 1, 90 A. 1, wo auch andere Deutungen erörtert werden.
Page 1,79
English (Woodhouse)
grove, consecrated ground, consecrated land, enclosure round a temple, precincts of a temple, sacred enclosure
Mantoulidis Etymological
(=δάσος). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό ἀλδαίνω (=αὐξάνω). Πιθανόν ἀπό ρίζα αρδ (ἀρδεύω). Πιθανόν ἀπό τό αλτ-jος (=ἄλσος).