συνθήκη: Difference between revisions
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνθήκη:''' ἡ ([[συντίθημι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σύνθεση]], [[συνδυασμός]], λέγεται για λέξεις και προτάσεις, σε Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[συμφωνία]] που προκύπτει από αμοιβαία [[συναίνεση]], [[συνθήκη]], [[σύμβαση]], [[σύμφωνο]], σε Πλάτ., Αριστ.· <i>ἐκ συνθήκης</i>, Λατ. ex [[composito]], σύμφωνα με τη [[συνθήκη]], με αμοιβαία [[συμφωνία]], σε Πλάτ.· <i>κατὰ συνθήκην</i>, με αμοιβαία [[συναίνεση]], συμβατικά, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[άρθρο]], όρος συμφωνίας ή συνθήκης, σε Θουκ.· κατά κανόνα στον πληθ., άρθρα, όροι μιας συμφωνίας και, περιληπτικά, [[συμφωνία]], [[σύμβαση]], [[σύμφωνο]], [[συμβόλαιο]], [[συνθήκη]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>συνθήκας ποιέσθαί τινι</i>, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· ἐκ [[τῶν]] συνθηκῶν, σύμφωνα με όσα απορρέουν από τις συνθήκες, σε Ισοκρ.· κατὰ | |lsmtext='''συνθήκη:''' ἡ ([[συντίθημι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σύνθεση]], [[συνδυασμός]], λέγεται για λέξεις και προτάσεις, σε Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[συμφωνία]] που προκύπτει από αμοιβαία [[συναίνεση]], [[συνθήκη]], [[σύμβαση]], [[σύμφωνο]], σε Πλάτ., Αριστ.· <i>ἐκ συνθήκης</i>, Λατ. ex [[composito]], σύμφωνα με τη [[συνθήκη]], με αμοιβαία [[συμφωνία]], σε Πλάτ.· <i>κατὰ συνθήκην</i>, με αμοιβαία [[συναίνεση]], συμβατικά, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[άρθρο]], όρος συμφωνίας ή συνθήκης, σε Θουκ.· κατά κανόνα στον πληθ., άρθρα, όροι μιας συμφωνίας και, περιληπτικά, [[συμφωνία]], [[σύμβαση]], [[σύμφωνο]], [[συμβόλαιο]], [[συνθήκη]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>συνθήκας ποιέσθαί τινι</i>, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· ἐκ [[τῶν]] συνθηκῶν, σύμφωνα με όσα απορρέουν από τις συνθήκες, σε Ισοκρ.· κατὰ τὰς συνθήκας, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:45, 6 December 2022
English (LSJ)
ἡ, (συντίθημι) A compounding, especially of words and sentences, Luc.Hist.Conscr.46, Hermog.Id.1.1,3, Philostr.VS1.17.4, Herm. in Phdr.p.175 A.: in concrete sense, a compound, Luc.Prom.Es5:— but in early writers, II convention, compact, σ. καὶ ὁμολογία Pl. Cra.384d, cf. 433e; ὁ νόμος σ. καὶ ἐγγυητὴς ἀλλήλοις τῶν δικαίων Arist.Pol.1280b10, cf. Rh.1376a33; ἐκ συνθήκης = by agreement, Lat. ex composito Pl.Lg. 879a; διὰ συνθήκης Arist.APr.50a18; κατὰ συνθήκην = conventionally, opp. φύσει, Id.EN1133a29; so συνθήκῃ ib.1134b32: pl., συνθήκας ποιεῖσθαι τὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν ἄλληλα Epicur.Sent.32. 2 article of a compact or treaty, τὴν ξ. προφέροντες ἐν ᾗ εἴρητο Th.5.31, cf. 1.78: also, treaty, σ. καὶ συμμαχία SIG421.1 (Thermon, iii B.C.): but in this signf. mostly in plural, articles of agreement, and hence, covenant, treaty, between individuals or states, A.Ch.555, Ar.Lys. 1267, Isoc.4.176, etc.; συνθῆκαι περὶ εἰρήνης X.Mem.4.4.17; γάμων συνθῆκαι Plu.Luc.18; συνθῆκαι κύριαι, συνθῆκαι ἄκυροι, Lys.18.15; ἐπ' ἄλλους στρατεύειν οὐκ εἶναι ἐν ταῖς σ. X.HG7.5.4, cf. SIG135.1 (Olynthus, iv B.C.), al.; ξυνθῆκαι Λακεδαιμονίων πρὸς βασιλέα... σπονδὰς εἶναι καὶ φιλίαν κατὰ τάδε Foed. ap. Th.8.37, cf. IG12.90.21, Pl.Cri.54c, D.15.29; συνθήκας ποιεῖσθαι Hdt.6.42, Ar.Pax1065, X.HG7.1.2; ὑπὲρ τῶν βαρβάρων Isoc.4.177; ποιεῖν τινι πρός τινα between them, X.Lac. 15.1; σ. συνεθέμεθα Lys.13.88; γράψαι, γράφασθαι, D.48.10, D.S.1.66; ἀναιρεῖν, λύειν, Isoc.17.31, 18.24; παραβῆναι Pl.Cri. l.c.; ὑπερβαίνειν Aeschin.1.164; παρ' οὐδὲν ἡγεῖσθαι Decr. ap. D.18.164; συνθήκαις ἐμμένειν Isoc.4.81; ἐκ τῶν συνθηκῶν according to the covenant, ib.179; κατὰ τὰς ξυνθήκας Th.1.144, cf. Pl.Tht.183c; opp. παρὰ τὰς συνθήκας Id.Cri.52d. III = θήκη, coffin, v.l. in Lib.Or.8.11.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 arrangement de mots, construction oratoire;
2 convention ; article d'une convention, d'un traité ; αἱ συνθῆκαι articles d'un traité, traité, pacte entre individus ou entre États.
Étymologie: συντίθημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-θήκη -ης, ἡ Att. ook ξυνθήκη [συντίθημι] overeenkomst, afspraak, contract:; συνθήκη καὶ ὁμολογία een afspraak of conventie Plat. Crat. 384d; vaak plur. verdrag, met πρός + acc. met:; ξυνθῆκαι ἐγένοντο Λακεδαιμονίων... πρὸς Τισσαφέρνην er kwam een verdrag tot stand van de Spartanen met Tissaphernes Thuc. 8.58.1; ἐμμενῶ ταῖς ξυνθήκαις ik zal me houden aan dit verdrag Thuc. 5.18.9; met epexeg. inf.. ὅτι συνθῆκαι σφίσιν αὐτοῖς εἶεν... βοηθεῖν dat ze zelf een verdrag hadden om te helpen Xen. Hell. 7.5.4. later Gr. samenstelling, combinatie; met ἐκ + gen. van:. ἔστι... ἐκ δύο καλῶν ἀλλόκοτον τὴν ξυνθήκην εἶναι het is mogelijk dat de combinatie van twee mooie dingen het tegenovergestelde is Luc. 71.5. opslagplaats. Hp.
German (Pape)
ἡ, Zusammensetzung, bes. stylistische Komposition, Rhett. – Gew. Übereinkunft, Vertrag, Aesch. Ch. 548; συνθήκας ποιεῖσθαί τινι, Ar. Pax 1030; Thuc. 5.31, 8.36; συνθήκας ποιεῖσθαι πρός τινα, Lys. 3.22; ξυνθήκας τὰς πρὸς ἡμᾶς παραβάς, Plat. Crit. 54c; καὶ ὁμολογία, Crat. 384d; ἐκ συνθήκης, wie κατὰ συνθήκην, nach der Verabredung, Legg. IX.879a, Theaet. 183c und Folgde, wie Pol. oft.
Russian (Dvoretsky)
συνθήκη: ἡ
1 сочетание, связывание (τῶν ὀνομάτων Luc.);
2 тж. pl. условие, соглашение, договор: ἐκ συνθήκης Plat. и διὰ συνθήκης Arst. в соответствии с договором; συνθήκῃ и κατὰ συνθήκην Arst. по договору; παρὰ τὰς συνθήκας Plat. вопреки договору.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνθήκη και ηλειακός τ. συνθήνα Α συντίθημι
1. συμφωνία και, κυρίως, σύμβαση μεταξύ προσώπων ή κρατών για τη ρύθμιση πολιτικών, οικονομικών ή άλλων προβλημάτων (α. «οι δύο χώρες υπέγραψαν συνθήκη για αμοιβαία οικονομική βοήθεια» β. «συνθήκας γραψάμενοι περὶ τῆς πρὸς ἀλλήλους ὁμονοίας καὶ πίστεως», Διόδ.)
2. τα άρθρα συμφωνίας (α. «οι δύο πρωθυπουργοί διάβασαν τη συνθήκη και συμφώνησαν» β. «τὴν ξυνθήκην προφέροντες ἐν ᾗ εἴρητο», Θουκ.)
νεοελλ.
1. στον πληθ. όροι, καταστάσεις, περιστάσεις που επικρατούν σε μια ορισμένη στιγμή ή σε ένα χρονικό διάστημα («ευνοϊκές συνθήκες»)
2. μαθημ. α) απαίτηση σχέσης η εξίσωση μεταξύ τών δεδομένων και τών αγνώστων για τη λύση ενός προβλήματος
β) (γεωμ.) η γνώση ορισμένων στοιχείων ή και το δεδομένο στοιχείο
3. φρ. α) «κατά συνθήκη» — σύμφωνα με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία
β) «τα κατά συνθήκην ψεύδη» — κοινωνικά έθιμα και τύποι που γίνονται σιωπηρά αποδεκτοί παρά το γεγονός ότι είναι ψευδείς και υποκριτικοί
γ) «κανονικές συνθήκες»
φυσ. η θερμοκρασία 0°C και πίεση 760 χιλιοστομέτρων στήλης υδραργύρου
δ) «οριακές συνθήκες»
(μαθημ.-φυσ.) συνθήκες, περιορισμοί που επιβάλλονται απο τη φύση ενός προβλήματος και οι οποίες χρησιμοποιούνται προκειμένου να επιλεγεί η λύση εκείνη η οποία ανταποκρίνεται προς το θεωρούμενο φυσικό πρόβλημα
ε) «συνθήκη αναγκαία και ικανή» — η περίπτωση κατά την οποία δύο προτάσεις διατυπώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε η μία να έπεται κατ' ανάγκη της άλλης και αντιστρόφως και η καθεμιά από αυτές να είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη ως προς την άλλη, όπως λ.χ. η πρόταση δύο αριθμοί είναι ετερόσημοι είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη της πρότασης το γινόμενο τών δύο αριθμών είναι αρνητικό
στ) «συνθήκη ειρήνης» — ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών μετά από πόλεμο
ζ) «καταγγελία συνθήκης» — βλ. καταγγελία
η) «διεθνής συνθήκη»
διεθν. δίκ. η έγγραφη έκφραση συμφωνίας τών κρατών για την αναγνώριση ενός κανόνα ως κανόνα του διεθνούς δικαίου ή για την τροποποίηση και κατάργηση κανόνων που ισχύουν
μσν.
εκκλ. υπόσχεση μοναχού ή μοναχής για οριστική αφιέρωση στον Χριστό
μσν.-αρχ.
συνδυασμός διαφορετικών υποστάσεων
αρχ.
1. σύνθεση, ιδίως λέξεων και προτάσεων
2. το αποτέλεσμα μιας σύνθεσης («ἔστιν γοῦν ἐκ δύο καλῶν ἀλλόκοτον τὴν ξυνθήκην εἶναι», Λουκιαν.)
3. θήκη για τοποθέτηση νεκρών
4. συνάθροιση ανθρώπων στον ίδιο τόπο
5. τρόπος λεκτικής έκφρασης, ύφος
6. αμοιβαία υπόσχεση που δίνεται κατά τη διάρκεια της τελετής του γάμου
7. φρ. «ἐκ συνθήκης» και «διὰ συνθήκης» και «κατὰ συνθήκην» — με αμοιβαία συνεννόηση, με συμφωνία (Πλάτ.).
Greek Monotonic
συνθήκη: ἡ (συντίθημι),
I. σύνθεση, συνδυασμός, λέγεται για λέξεις και προτάσεις, σε Λουκ.
II. 1. συμφωνία που προκύπτει από αμοιβαία συναίνεση, συνθήκη, σύμβαση, σύμφωνο, σε Πλάτ., Αριστ.· ἐκ συνθήκης, Λατ. ex composito, σύμφωνα με τη συνθήκη, με αμοιβαία συμφωνία, σε Πλάτ.· κατὰ συνθήκην, με αμοιβαία συναίνεση, συμβατικά, σε Αριστ.
2. άρθρο, όρος συμφωνίας ή συνθήκης, σε Θουκ.· κατά κανόνα στον πληθ., άρθρα, όροι μιας συμφωνίας και, περιληπτικά, συμφωνία, σύμβαση, σύμφωνο, συμβόλαιο, συνθήκη, σε Ηρόδ., Αττ.· συνθήκας ποιέσθαί τινι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· ἐκ τῶν συνθηκῶν, σύμφωνα με όσα απορρέουν από τις συνθήκες, σε Ισοκρ.· κατὰ τὰς συνθήκας, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συνθήκη: ἡ, (συντίθημι) σύνθεσις, μάλιστα λέξεων καὶ προτάσεων, καὶ μὴν καὶ συνθήκῃ τῶν ὀνομάτων εὐκράτῳ καὶ μέσῃ χρηστέον Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 46, πρβλ. Α. Β. 368, Φωτ. Βιβλ. 127· ― ἀλλὰ συνήθως, ΙΙ. κατὰ συναίνεσιν συμφωνία, σύμβασις, σ. καὶ ὁμολογία Πλάτ. Κρατ. 384Ε, πρβλ. 433Ε· ὁ νόμος σ. καὶ ἐγγυητὴς ἀλλήλοις τῶν δικαίων Ἀριστ. Πολιτ. 3. 9, 8, πρβλ. Ρητ. 1. 15, 21· ἐκ συνθήκης, ex composito, κατὰ ἀμοιβαίαν συνεννόησιν, συμφωνίαν, Πλάτ. Νόμ, 879Α· διὰ συνθήκης Ἀριστ. Ἀν. Πρότ. 1. 44, 1· κατὰ συνθήκην, κατ’ ἀμοιβαίαν συναίνεσιν, ἀντίθετ. τῷ φύσει, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 5. 5, 12, κ. ἀλλ.· οὕτω, συνθήκῃ αὐτόθι 5. 7, 4. 2) ἄρθρον συμφωνίας ἢ συνθήκης, τὴν ξ. προφέροντες ἐν ᾗ εἴρητο Θουκ. 1. 78· ― ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὰ ἄρθρα τῆς συμφωνίας, καὶ περιληπτικῶς, συμφωνία, συνθήκη, σύμβασις μεταξὺ προσώπων ἢ πόλεων (πρβλ. συνάλλαγμα ΙΙ), Αἰσχύλ. Χο. 555, Ἀριστοφ. Λυσ. 1268, Ἰσοκρ. 77Ε, κλπ.· συνθῆκαι περὶ εἰρήνης Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 17· γάμων σ. Πλουτ. Λούκουλλ. 18· σ. κύριαι, ἄκυροι Λυσ. 150. 35· σ. εἰσί... βοηθεῖν, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ταῖς σ. στρατεύειν Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 4, πρβλ. Ἐπιγραφ. παρὰ τῷ Sauppe Inscr. Maced. iv. σ. 15· ξυνθῆκαι Λακεδαιμονίων πρὸς βασιλέα… σπονδὰς εἶναι καὶ φιλίαν κατὰ τάδε Θουκ. 8. 37, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 54C, Δημ. 199. 9· συνθήκας ποιέεσθαί τινι Ἡρόδ. 6. 42, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1063, Ξεν., κλπ.· ὑπέρ τινος Ἰσοκρ. 78Α· ποιεῖν τινι πρός τινα, μεταξὺ τῶν δύο, Ξενοφ. Λακ. 15. 1· σ. συνθέσθαι Λυσί. 138. 17· γράφειν, γράφεσθαι Δημ. 1170. 9, Διόδ. 1. 76· ἀναιρεῖν, λύειν Ἰσοκρ. 365Α, 37Β· παραβαίνειν Πλάτ. Κρίτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὑπερβαίνειν Αἰσχίν. 23. 20· παρ’ οὐδὲν ἡγεῖσθαι Δημ. 282. 12· συνθήκαις ἐμμένειν Ἰσοκρ. 57Α· ἐκ τῶν σ., κατὰ τὰς συνθήκας, ὁ αὐτ. 78C· κατὰ τὰς σ. Θουκ. 1. 144, Πλάτ. Θεαίτ. 183C· ἀντίθετ. τῷ παρὰ τὰς σ., ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 52D. ― Πρβλ. συνθεσία, σύνθεσις ΙΙΙ, συνημοσύνη. 3) συμφωνία ἢ ὑπόσχεσις μοναχοῦ ἢ μοναχῆς, τάξιμον εἰς τὸν Χριστόν, αὐτὰς ἀπαρνῇ τὰς πρὸς τὸν ἀληθινὸν νυμφίον συνθήκας Βασιλ. τοῦ Μεγ. Ἐπιστ. πρ. παρθένον ἐκπεσοῦσαν. ΙΙΙ. = θήκη, νεκροθήκη, εἰ γὰρ δὴ μήτε ὄψεται τοὺς ἐν ταῖς συνθήκαις ἐκείνους μήτε λεγόντων τι καὶ παραινούντων ἀκούσεται Λιβάν. Ι, 253. 12.
Middle Liddell
συνθήκη, ἡ, συντίθημι
I. a composition, of words and sentences, Luc.
II. a conventional agreement, convention, compact, Plat., Arist.; ἐκ συνθήκης, ex composito, by agreement, Plat.; κατὰ συνθήκην conventionally, Arist.
2. the article of a compact or treaty, Thuc.:—mostly in plural the articles of agreement, and collectively, a contract, compact, covenant, treaty, Hdt., attic; συνθήκας ποιέεσθαί τινι Hdt., Ar.; ἐκ τῶν συνθηκῶν according to the covenant, Isocr.; κατὰ τὰς ς. Thuc.
Mantoulidis Etymological
(=συμφωνία). Ἀπό τό συντίθημι → σύν + τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.