ἀλέα: Difference between revisions Search Google

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
mNo edit summary
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 45: Line 45:
{{trml
{{trml
|trtx====[[remedy]]===
|trtx====[[remedy]]===
Arabic: تِرْيَاق‎; Moroccan Arabic: دْوا‎; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: [[remedie]]; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: [[remède]]; Galician: remedio; German: [[Heilmittel]]; Greek: [[γιατρικό]]; Ancient Greek: [[ἀδιουτώριον]], [[ἄκεσις]], [[ἄκεσμα]], [[ἄκεστρον]], [[ἄκημα]], [[ἄκος]], [[ἀλαλκτήριον]], [[ἀλέα]], [[ἀλέξημα]], [[ἀλέξησις]], [[ἀλεξητήριον]], [[ἀλέξιον]], [[ἀλεξιφάρμακον]], [[ἀλθεστήρια]], [[ἄλθος]], [[ἄλκαρ]], [[ἀλκτήριον]], [[ἀλκτήριον φάρμακον]], [[ἀντίδοτον]], [[ἀντίλυτρον]], [[ἀντιπάθιον]], [[ἀντίτομον]], [[ἁρμονία]], [[ἀφορμία]], [[βοήθημα]], [[βοήθησις]], [[δύναμις]], [[ἐγκυητήριον]], [[ἔλαρ]], [[ἐξάλειπτρον]], [[εὕρεμα]], [[εὕρημα]], [[ἴαμα]], [[ἴασις]], [[ἰατρεῖον]], [[ἰάτρευμα]], [[ἰάτρευσις]], [[ἴημα]], [[ἴησις]], [[ἰητρεῖον]], [[μῆχος]], [[παρηγόρημα]], [[σχετήριον]], [[τέκμαρ]], [[τέκμωρ]], [[τὸ ἀλεξητήριον]], [[τὸ ἀντιπαθές]], [[τὸ ἄρκιον]], [[τὸ βοηθηματικόν]], [[φαρμακεία]], [[φαρμάκευμα]], [[φαρμάκιον]], [[φάρμακον]], [[χραισμήϊον]], [[χραίσμημα]], [[χραίσμησις]]; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר‎; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: [[rimedio]], [[medicamento]]; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: [[remedium]]; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان‎; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: [[remédio]]; Romanian: remediu; Russian: [[лекарство]], [[средство]]; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ‎; Spanish: [[remedio]]; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde
Arabic: تِرْيَاق‎; Moroccan Arabic: دْوا‎; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: [[remedie]]; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: [[remède]]; Galician: remedio; German: [[Heilmittel]]; Greek: [[γιατρικό]]; Ancient Greek: [[ἀδιουτώριον]], [[ἄκεσις]], [[ἄκεσμα]], [[ἄκεστρον]], [[ἄκημα]], [[ἄκος]], [[ἀλαλκτήριον]], [[ἀλέα]], [[ἀλέξημα]], [[ἀλέξησις]], [[ἀλεξητήριον]], [[ἀλέξιον]], [[ἀλεξιφάρμακον]], [[ἀλθεστήρια]], [[ἄλθος]], [[ἄλκαρ]], [[ἀλκτήριον]], [[ἀλκτήριον φάρμακον]], [[ἀντίδοτον]], [[ἀντίλυτρον]], [[ἀντιπάθιον]], [[ἀντίτομον]], [[ἁρμονία]], [[ἀφορμία]], [[βοήθημα]], [[βοήθησις]], [[δύναμις]], [[ἐγκυητήριον]], [[ἔλαρ]], [[ἐξάλειπτρον]], [[εὕρεμα]], [[εὕρημα]], [[ἴαμα]], [[ἴασις]], [[ἰατρεῖον]], [[ἰάτρευμα]], [[ἰάτρευσις]], [[ἴημα]], [[ἴησις]], [[ἰητρεῖον]], [[μῆχος]], [[παρηγόρημα]], [[σχετήριον]], [[τὸ ἀλεξητήριον]], [[τὸ ἀντιπαθές]], [[τὸ ἄρκιον]], [[τὸ βοηθηματικόν]], [[φαρμακεία]], [[φαρμάκευμα]], [[φαρμάκιον]], [[φάρμακον]], [[χραισμήϊον]], [[χραίσμημα]], [[χραίσμησις]]; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר‎; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: [[rimedio]], [[medicamento]]; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: [[remedium]]; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان‎; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: [[remédio]]; Romanian: remediu; Russian: [[лекарство]], [[средство]]; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ‎; Spanish: [[remedio]]; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde
}}
}}

Revision as of 19:58, 12 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλέα Medium diacritics: ἀλέα Low diacritics: αλέα Capitals: ΑΛΕΑ
Transliteration A: aléa Transliteration B: alea Transliteration C: alea Beta Code: a)le/a

English (LSJ)

(A), [ᾰλ], Ion. ἀλέη, ἡ, (ἄλη, ἀλέομαι) avoiding, escape, ἐγγύθι μοι θάνατος . . οὐδ' ἀλέη Il.22.301 (not in Od.); οὐκ ἔστιν ἀ. οὐδὲ σκέπη Hp.Aër.19: c.gen., shelter from athing, ὑετοῦ Hes. Op.545.—Ep.and Ion. word. ἀλέα

(B), [ᾰλ], Ion. ἀλέη, ἡ, contr. ἀλῆ Androm. ap. Gal.14.33, cj. in Babr.18.11:—warmth, heat, of fire, Od.17.23 (not in Il.), Jul.Mis.341c; generally, warmth, or warm spot, ἐν ἀλέῃ γενέσθαι Hp.VM16, cf. Diocl.Fr.141; ἐσενεγκὼν ἐς ἀ. Hp.Aër.8; χρέεσθαι περιπάτοις ἐν ἀ. Id.Vict.3.68; ἐν ἀ. κατακείμενος Ar.Ec.541; ἀλέας καὶ ψύχους in heat and cold, Pl.Erx.401d, cf. Arist.EN1148a8; πνῖγος καὶ ἀλέα Id.Metaph.1026b34; ἐν ταῖς ἀ. in the hot season, Id.Pr.939b9: later, animal, bodily heat, Plu.2.131d, Ael.NA3.20, Aristid.Or.48 (24).22; generally, source of warmth, τὸ ἔριον ἡμῖν κόσμος καὶ ἀ. Porph.Abst.1.21, etc.: in plural, fomentations, Alex. Trall.Febr.3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀλέη
• Prosodia: [ᾰ-]
1 escapatoria, salvación, remedio, ἐγγύθι μοι θάνατος ... οὐδ' ἀλέη Il.22.301.
2 protección, abrigo c. gen. ὑετοῦ Hes.Op.545, abs. τὸ ἔριον ... ἡμῖν κόσμος καὶ ἀλέα Porph.Abst.1.21.
3 arq., prob. galería, pasaje a la entrada de un templo ἀλέαν εἰς τὸ θύρωμα κοίλαν ICallatis 35.39 (III a.C.).
• Etimología: Cf. ἀλέομαι.
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀλέη Od.17.23, Hp.VM 16; contr. ἀλῆ Babr.18.11
• Prosodia: [ᾰ-]
1 calor, Od.l.c., ἀλέας καὶ ψύχους Pl.Erx.401d, ἀλέα ἰσχύουσα σήπει Arist.HA 570a23, cf. PA 652a8, Ael.NA 3.20, ὁ δ' ἥλιος ... προσῆγε τὴν ἀλέαν πλείω Babr.18.11, cf. Aesop.46.1, ἐν ταῖς ἀλέαις en verano Arist.Pr.939b9
en sent. local op. αἰθρίη: ἐν ἀλέῃ γενέσθαι estar al calor Hp.l.c., εἰσενεγκεῖν εἰς ἀλέην Hp.Aër.8, cf. 19, Aret.CA 1.1.1, ἐν ἀλέᾳ κατακείμενος Ar.Ec.541
calor corporal ἡ ἀ. τῆς ζωῆς τοῦ σκήνεος Aret.CA 1.4.2, cf. Plu.2.131d
fig. vestido Ar.Fr.591.68.
2 en plu. paños calientes, fomentos Gal.11.60, Alex.Trall.1.347.14.
• Etimología: Suele compararse a lituan. svìltiquemar’ y c. otro vocalismo εἵλη, aaa. schwelen, as. swelanquemar lentamente’.

German (Pape)

[Seite 91] ἡ (att. ἁλέα, vgl. εἵλη, ἥλιος), Sonnenwärme, Hom. cinmal, Od. 17, 23; Ar. Eccl. 541; übh. Wärme, Gegensatz ψῦχος, Plat. Eryx. 401 d; Plut. de prim. frig. 4. ἡ, das Vermeiden, Hom. einmal, ll. 22, 801; ὑετοῦ ἀλἐη, Schutz gegen den Regen, Hes. O. 543.

French (Bailly abrégé)

2ας (ἡ) :
chaleur.
Étymologie: DELG cf. a.-sax. swelan « brûler lentement », vha. schwelen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλέα -ας, ἡ, Ιοn. ἀλέη warmte, hitte; uitbr. warme plaats.

Russian (Dvoretsky)

ἀλέα:
I ион. ἀλέη (ᾰλ) ἡ теплота, тепло Hom., Arph., Plat., Arst.: καὶ πρὸς ἀλέαν κακῶς πεφυκώς, καὶ πρὸς κρύος Plut. плохо переносящий как жару, так и холод.
ион. ἀλέη (ᾰλ) ἡ ἀλέομαι и ἀλεύω убегание, спасение: οὐδ᾽ ἀ. Hom. нет спасения; ἀ. ὑετοῦ Hes. убежище от дождя.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: f.
Meaning: warmth, spec. of the sun (Hom.).
Other forms: Ion. ἀλέη. Also ἁλέα?, cf. ἀλεαίνειν below.
Compounds: ἐπαλής s. s.v.
Derivatives: ἁλυκρός lukewarm (Nic.), after θαλυκρός (or from fals split θἁλυκρός?). Cf. ἀλυκτρόν εὔδινον H.; ἀλεόν θερμὸν η χλιαρόν H.; ἀλεής (S. Ph. 859; not ἀδεής with Reiske). - Denom. verb: ἀλεαίνω warm (oneself) (Hp.), in Attic aspirated acc. to Eust. 1636: ἁλ-.
Origin: IE [Indo-European] [1045] *suelH- singe, burn
Etymology: With suffix -έα (Chantr. Form. 91) from the verb seen in Germanic and Baltic: OE swelan burn slowly, NHG schwelen, Lith. svìlti singe (intr.). So *hϜαλ- < *su̯l̥H-. S. εἵλη. - Rejected by Szemerényi, Gnomon 43 (1971) 653, who connects MIr. allas sweat [?] and Hitt. alliyanzi they get warm; also Lat. adoleo.
2. See also: ἀλέομαι

Middle Liddell

[for A., see ἀλέομαι
A. an escape, Il.; c. gen. shelter from ὑετοῦ Hes.
B. warmth, heat, Od., Ar. (Deriv. uncertain.)

Greek Monolingual

(I)
ἀλέα, η (Α)
1. διαφυγή, διέξοδος, απόδραση
2. καταφύγιο, σκέπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. ἀλεF- (< θ. του ρημ. ἀλέομαι)
πιθ. αναλογικός σχηματισμός κατά το φυγή.
(II)
ἀλέα, η (Α)
1. (για τη φωτιά ή τον ήλιο) ζέστη, θερμότητα
2. θερμό μέρος
(«ποιέεσθαι περιπάτους ἐν ἀλέᾳ», Ιπποκράτης)
3. αιτία, πηγή θερμότητας
4. θερμότητα ζωική ή σωματική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέα, λόγω της καταλήξεώς της (-έα), πρέπει να προέρχεται από ρηματική ρίζα (πρβλ. λ.χ. γενεά < γίγνομαι, δωρεά < δωρῶ. ἰδέα < ἰδεῖν). Τέτοια ρίζα δεν μαρτυρείται στα Ελληνικά, αλλά απαντά σε γερμανικές και βαλτικές γλώσσες. Συγκεκριμένα η λ. συνδέεται συνήθως με το αγγλοσαξον. swelan, νεώτερο γερμαν. schwelen «σιγοκαίω, καίγομαι», λιθ. svilti «καψαλίζω, -ομαι». Η ετυμολογική αυτή σύνδεση ενισχύεται από τη γενικότερα αποδεκτή άποψη ότι η λ. ἀλέα αρχικά δασυνόταν (επομένως ο τ. ἀλέα, προέκυψε με ιωνική ψίλωση), καθώς και από το γεγονός ότι δεν μαρτυρείται παρουσία αρχικού F στα Ελληνικά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεάζω, ἀλεαίνω, ἀλεεινός, ἀλεής.
(III)
η
δενδροστοιχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. allee «διάδρομος κήπου»].

Greek Monotonic

ἀλέα: (Α) [ᾰ], Ιων. ἀλέη, (ἀλέομαι), διαφυγή, απόδραση, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., καταφύγιο, άσυλο από, ὑετοῦ, σε Ησίοδ.
ἀλέα: (Β) [ᾰ], Ιων. ἀλέη, , θερμότητα, ζέστη, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλέα: [ᾰλ], (Α), Ἰων. ἀλέη, ἡ, (ἄλη, ἀλέομαι) ἄλυξις, διαφυγή, ἀπόδρασις, ἐγγύθι μοι θάνατος ... οὐδ’ ἀλέη, Ἰλ. Χ. 301 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.): - μετὰ γεν., προφυλακτήριον, σκέπη, ὑετοῦ, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 543· πρβλ. ἀλεωρή. Ἐπ. λέξις.

Frisk Etymology German

ἀλέα: 1. (ἀλέα?, vgl. ἀλεαίνειν unten), ion. ἀλέη
{aléa}
Meaning: Wärme, insbes. Sonnenwarme (ep., ion. att.).
Derivative: Ableitungen: ἀλεεινός heiß, der Sonne ausgesetzt (ion., X., Arist. u. a.), nach φαεινός usw. gebildet (Chantraine Formation 196); ἁλυκρός lauwarm (Nik., EM), nach θαλυκρός (oder daraus durch falsche Interpretation als θ’ἁλυκρός entstanden? Debrunner GGA 1910, 6), vgl. ἀλυκτρόν· εὔδινον H.; ἀλεόν· θερμὸν ἢ χλιαρόν H.; nicht völlig sicher ἀλεής (S. Ph. 859 lyr.; ἀδεής Reiske). — Denominative Verba: 1. ἀλεαίνω erwärmen, sich wärmen (Hp., Archil., Ar., Arist., Men.), im Attischen nach Eust. 1636 aspiriert: ἁλ-; davon ἀλεαντικός zur Erwärmung geeignet (S. E.). — 2. ἀλεάζω warm sein, auch erwärmen (Arist., Gal., H.).
Etymology: ἀλέα ist vermittels des Suffixes -έα von einem Verb abgeleitet, das im Griechischen verloren gegangen ist, aber im Germanischen und Baltischen fortlebt, z. B. ags. swelan langsam verbrennen, nhd. schwelen (Hochstufe), lit. svìlti sengen (intr.; Schwundstufe wie im Griech.). Fick4 1, 580, Sommer Lautst. 111. Weiteres s. εἵλη.
Page 1,65-66
2. ion. ἀλέη
{aléa}
Meaning: das Ausweichen, Entrinnen, Schutz (ep.ion.)
Etymology: aus *ἀλέϝα (nach φυγή? Porzig Satzinhalte 232). Verbalnomen von ἀλέομαι aus *ἀλέϝομαι, vgl. ἀλεύω (Trag. in lyr.), Aor. ἀλεύασθαι neben ἀλέασθαι ausweichen, entfliehen (ep. ion.). Ein anderes Verbalnomen ist ἀλεωρή das Ausweichen, Schutz (ep. ion., hell.), aus *ἀλεϝωλή mit Dissimilation (Chantraine Formation 243, Schwyzer 258). Denominatives Verb: ἀλεείνω = ἀλέομαι (ep.), wahrscheinlich von einem Nomen *ἀλεϝεν- (vgl. Schwyzer 521); der komplettierende r-Stamm in ἄλεαρ· ἀλεωρίαν H. Eine Bildung auf -άζω, entweder denominativ von ἀλέα oder deverbativ von ἀλέομαι, ist bewahrt in ἀλεάζειν· κρύπτειν ἢ προβάλλειν, καὶ εἴργειν, ἀφανίζειν H. Neben *ἀλεϝομαι steht mit anderem Ablaut in derselben Bedeutung ἀλύσκω (ep., trag., sp. Prosa), Fut. ἀλύξω mit analogisch eingeführtem ξ (Schwyzer 708 A. 5, vgl. Debrunner Mélanges Boisacq 1, 252f.). Erweiterungen davon: ἀλυσκάζω und ἀλυσκάνω (ep.). ἀλέομαι und ἀλύσκω werden gewöhnlich zu ἀλύω und weiterhin zu ἀλάομαι (Erweiterung ευ: υ) gestellt, s. dd.
Page 1,66

Translations

remedy

Arabic: تِرْيَاق‎; Moroccan Arabic: دْوا‎; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: remedie; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: remède; Galician: remedio; German: Heilmittel; Greek: γιατρικό; Ancient Greek: ἀδιουτώριον, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἄκεστρον, ἄκημα, ἄκος, ἀλαλκτήριον, ἀλέα, ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήριον, ἀλέξιον, ἀλεξιφάρμακον, ἀλθεστήρια, ἄλθος, ἄλκαρ, ἀλκτήριον, ἀλκτήριον φάρμακον, ἀντίδοτον, ἀντίλυτρον, ἀντιπάθιον, ἀντίτομον, ἁρμονία, ἀφορμία, βοήθημα, βοήθησις, δύναμις, ἐγκυητήριον, ἔλαρ, ἐξάλειπτρον, εὕρεμα, εὕρημα, ἴαμα, ἴασις, ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἴημα, ἴησις, ἰητρεῖον, μῆχος, παρηγόρημα, σχετήριον, τὸ ἀλεξητήριον, τὸ ἀντιπαθές, τὸ ἄρκιον, τὸ βοηθηματικόν, φαρμακεία, φαρμάκευμα, φαρμάκιον, φάρμακον, χραισμήϊον, χραίσμημα, χραίσμησις; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר‎; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: rimedio, medicamento; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: remedium; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان‎; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: remédio; Romanian: remediu; Russian: лекарство, средство; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ‎; Spanish: remedio; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde