κατάπτυστος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(2b)
mNo edit summary
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataptystos
|Transliteration C=kataptystos
|Beta Code=kata/ptustos
|Beta Code=kata/ptustos
|Definition=ον, also η, ον <span class="bibl">Anacr.152</span>; <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be spat upon, abominable</b>, Anacr. l.c., <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>632</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">Eu.</span>68</span>; ὦ κ. κάρα <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>1024</span>: also in Com. and Prose, <span class="bibl">Anaxil.22.6</span>, <span class="bibl">D.18.33</span>, etc.</span>
|Definition=κατάπτυστον, also η, ον Anacr.152; to [[be spat upon]], [[abominable]], Anacr. [[l.c.]], A.''Ch.''632 (lyr.), ''Eu.''68; ὦ κ. κάρα E.''Tr.''1024: also in Com. and Prose, Anaxil.22.6, D.18.33, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1373.png Seite 1373]] zum Anspeien, verabscheuungswerth; Aesch. Ch. 623 Eum. 68; Eur. Tr. 1024; Anaxil. bei Ath. XIII, 558 b; in Prosa, Dem. 18, 33 u. öfter; Anacr. bildet das fem. καταπτύστη, Poll. 2, 103, was richtiger καταπτυστήν accentuirt würde. – Adv., Clem. Al.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1373.png Seite 1373]] zum Anspeien, verabscheuungswert; Aesch. Ch. 623 Eum. 68; Eur. Tr. 1024; Anaxil. bei Ath. XIII, 558 b; in Prosa, Dem. 18, 33 u. öfter; Anacr. bildet das fem. καταπτύστη, Poll. 2, 103, was richtiger καταπτυστήν accentuirt würde. – Adv., Clem. Al.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[conspué]], [[digne de mépris]].<br />'''Étymologie:''' [[καταπτύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατάπτυστος -ον, adj. verb. van καταπτύω, abject, verachtelijk.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάπτυστος:''' 2, Anacr. 3 достойный оплевания, презренный, отвратительный (αἱ κόραι = Γοργόνες, [[πάθος]] Aesch.): ὦ κατάπτυστον [[κάρα]]! Eur. о, презренная тварь!
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάπτυστος''': -ον, [[ἄξιος]] νὰ καταπτυσθῇ, [[βδελυρός]], [[ἀποτρόπαιος]], [[ὡσαύτως]] η, ον, Ἀνακρ. 120∙- ἐφ’ ὃν ἔπτυσέ τις, [[ἄξιος]] [[καταφρονήσεως]], Ἀνακρ. ἔνθ’ ἀνωτ. Αἰσχύλ. Χο. 632, Εὐμ. 68, Εὐρ. ἐν Τρῳ. 1024˙- [[ὡσαύτως]] παρὰ κωμ. καὶ πεζοῖς, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 6∙ μισθοῦται τὸν κ. τουτονὶ Δημ. 236. 22, κτλ.- «κατάπτυστον· εὐτελές, μισητὸν» Σουΐδ. Ἐπίρρ., -τως, Κλήμ. Ἀλ. 546.
|lstext='''κατάπτυστος''': -ον, [[ἄξιος]] νὰ καταπτυσθῇ, [[βδελυρός]], [[ἀποτρόπαιος]], [[ὡσαύτως]] η, ον, Ἀνακρ. 120∙- ἐφ’ ὃν ἔπτυσέ τις, [[ἄξιος]] [[καταφρονήσεως]], Ἀνακρ. ἔνθ’ ἀνωτ. Αἰσχύλ. Χο. 632, Εὐμ. 68, Εὐρ. ἐν Τρῳ. 1024·- [[ὡσαύτως]] παρὰ κωμ. καὶ πεζοῖς, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 6∙ μισθοῦται τὸν κ. τουτονὶ Δημ. 236. 22, κτλ.- «κατάπτυστον· εὐτελές, μισητὸν» Σουΐδ. Ἐπίρρ., -τως, Κλήμ. Ἀλ. 546.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />conspué, digne de mépris.<br />'''Étymologie:''' [[καταπτύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 31:
|lsmtext='''κατάπτυστος:''' -ον ([[καταπτύω]]), αυτός που καταπτύεται, [[βδελυρός]], [[απεχθής]], [[αξιοκαταφρόνητος]], [[ποταπός]], σε Αισχύλ., Ευρ., Δημ.
|lsmtext='''κατάπτυστος:''' -ον ([[καταπτύω]]), αυτός που καταπτύεται, [[βδελυρός]], [[απεχθής]], [[αξιοκαταφρόνητος]], [[ποταπός]], σε Αισχύλ., Ευρ., Δημ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=κατάπτυστος -ον, adj. verb. van καταπτύω, abject, verachtelijk.
|mdlsjtxt=[[κατάπτυστος]], ον [[καταπτύω]]<br />to be spat [[upon]], [[abominable]], [[despicable]], Aesch., Eur., Dem.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[abominable]], [[loathsome]], [[loathesome]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=γιά φτύσιμο, τιποτένιος). Ἀπό τό [[καταπτύω]] → [[κατά]] + [[πτύω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}
{{elru
{{trml
|elrutext='''κατάπτυστος:''' 2, Anacr. 3 достойный оплевания, презренный, отвратительный (αἱ κόραι = Γοργόνες, [[πάθος]] Aesch.): ὦ κατάπτυστον [[κάρα]]! Eur. о, презренная тварь!
|trtx====[[hateful]]===
Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: [[hatelijk]]; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: [[haineux]], [[odieux]]; German: [[häßlich]], [[gehässig]], [[hasserfüllt]]; Greek: [[μισητός]]; Ancient Greek: [[ἀνταῖος]], [[ἀξιομισής]], [[ἀπευκτός]], [[ἄπευκτος]], [[ἀπεχθήμων]], [[ἀπεχθής]], [[ἀποθύμιος]], [[ἀπόπτυστος]], [[ἀστεργής]], [[ἄφιλος]], [[δυσφιλής]], [[δυσχερής]], [[δυσώνυμος]], [[ἐπαχθής]], [[ἐπίκοτος]], [[ἐπίφθονος]], [[ἐχθοδοπός]], [[κατάπτυστος]], [[μεμισημένος]], [[μιαρός]], [[μισητός]], [[παντομισής]], [[στυγερός]], [[στυγητός]], [[Στύγιος]], [[στυγνός]]; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز‎, هودر‎; Polish: nienawistny; Russian: [[ненавистный]], [[полный ненависти]]; Spanish: [[odioso]]; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний
}}
}}

Latest revision as of 06:54, 11 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπτυστος Medium diacritics: κατάπτυστος Low diacritics: κατάπτυστος Capitals: ΚΑΤΑΠΤΥΣΤΟΣ
Transliteration A: katáptystos Transliteration B: kataptystos Transliteration C: kataptystos Beta Code: kata/ptustos

English (LSJ)

κατάπτυστον, also η, ον Anacr.152; to be spat upon, abominable, Anacr. l.c., A.Ch.632 (lyr.), Eu.68; ὦ κ. κάρα E.Tr.1024: also in Com. and Prose, Anaxil.22.6, D.18.33, etc.

German (Pape)

[Seite 1373] zum Anspeien, verabscheuungswert; Aesch. Ch. 623 Eum. 68; Eur. Tr. 1024; Anaxil. bei Ath. XIII, 558 b; in Prosa, Dem. 18, 33 u. öfter; Anacr. bildet das fem. καταπτύστη, Poll. 2, 103, was richtiger καταπτυστήν accentuirt würde. – Adv., Clem. Al.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
conspué, digne de mépris.
Étymologie: καταπτύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάπτυστος -ον, adj. verb. van καταπτύω, abject, verachtelijk.

Russian (Dvoretsky)

κατάπτυστος: 2, Anacr. 3 достойный оплевания, презренный, отвратительный (αἱ κόραι = Γοργόνες, πάθος Aesch.): ὦ κατάπτυστον κάρα! Eur. о, презренная тварь!

Greek (Liddell-Scott)

κατάπτυστος: -ον, ἄξιος νὰ καταπτυσθῇ, βδελυρός, ἀποτρόπαιος, ὡσαύτως η, ον, Ἀνακρ. 120∙- ἐφ’ ὃν ἔπτυσέ τις, ἄξιος καταφρονήσεως, Ἀνακρ. ἔνθ’ ἀνωτ. Αἰσχύλ. Χο. 632, Εὐμ. 68, Εὐρ. ἐν Τρῳ. 1024·- ὡσαύτως παρὰ κωμ. καὶ πεζοῖς, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 6∙ μισθοῦται τὸν κ. τουτονὶ Δημ. 236. 22, κτλ.- «κατάπτυστον· εὐτελές, μισητὸν» Σουΐδ. Ἐπίρρ., -τως, Κλήμ. Ἀλ. 546.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάπτυστος, -ον) καταπτύω
άξιος εμπτυσμού, άξιος περιφρόνησης, αχρείος.
επίρρ...
καταπτύστως και -α
με κατάπτυστο τρόπο.

Greek Monotonic

κατάπτυστος: -ον (καταπτύω), αυτός που καταπτύεται, βδελυρός, απεχθής, αξιοκαταφρόνητος, ποταπός, σε Αισχύλ., Ευρ., Δημ.

Middle Liddell

κατάπτυστος, ον καταπτύω
to be spat upon, abominable, despicable, Aesch., Eur., Dem.

English (Woodhouse)

abominable, loathsome, loathesome

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=γιά φτύσιμο, τιποτένιος). Ἀπό τό καταπτύωκατά + πτύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

hateful

Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: hatelijk; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: haineux, odieux; German: häßlich, gehässig, hasserfüllt; Greek: μισητός; Ancient Greek: ἀνταῖος, ἀξιομισής, ἀπευκτός, ἄπευκτος, ἀπεχθήμων, ἀπεχθής, ἀποθύμιος, ἀπόπτυστος, ἀστεργής, ἄφιλος, δυσφιλής, δυσχερής, δυσώνυμος, ἐπαχθής, ἐπίκοτος, ἐπίφθονος, ἐχθοδοπός, κατάπτυστος, μεμισημένος, μιαρός, μισητός, παντομισής, στυγερός, στυγητός, Στύγιος, στυγνός; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز‎, هودر‎; Polish: nienawistny; Russian: ненавистный, полный ненависти; Spanish: odioso; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний