уничтожать: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(7)
 
(DvTab)
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[προσαναιρέω]], [[ἐλεφαίρομαι]], [[ἐκκόπτω]], [[ἐκκρούω]], [[ἀναρπάζω]], [[φθινύθω]], [[διόλλυμι]], [[καταφθείρω]], [[κηραίνω]], [[καταφθίω]], [[ἐκφθίνω]], [[ἀπόλλυμι]], [[καταφθινύθω]], [[λεαίνω]], [[λειαίνω]], [[ἐσθίω]], [[λαφύσσω]], [[λαφύττω]], [[προλυμαίνομαι]], [[κατορύσσω]], [[κατορύττω]], [[ἀλαπάζω]], [[ἐπαναιρέω]], [[συγκατατρίβω]], [[ἐκκηραίνω]], [[ἐγκλάω]], [[ἐνικλάω]], [[ἐξαλείφω]], [[διακείρω]], [[διαλυμαίνομαι]], [[κολούω]], [[προσδιαφθείρω]], [[συγκαταφθείρω]], [[συνδιαφθείρω]], [[συνεξαλείφω]], [[καταρρίπτω]], [[πέρθω]], [[καταργέω]], [[ἁλιόω]], [[ἀπωθέω]], [[ἐξαλαπάζω]], [[ῥαχίζω]], [[κατατήκω]], [[κατατάκω]], [[κακοποιέω]], [[καταμάχομαι]], [[ἀποφθινύθω]], [[καταδαπανάω]], [[διεσθίω]], [[διαρραίω]], [[διασκεδάννυμι]], [[διαλύω]], [[κεραΐζω]], [[συγκόπτω]], [[πορθέω]], [[ἀποφθείρω]], [[ἐρείπω]], [[διαφθείρω]], [[ἀμαλδύνω]], [[καταλυμαίνομαι]], [[ἐκπέρθω]], [[διαμαθύνω]], [[ἐκπορθέω]], [[διαπορθέω]], [[δάπτω]], [[δηλέομαι]], [[δαλέομαι]], [[νέμω]], [[διατρίβω]], [[καταναλίσκω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀναλόω]], [[προσαπόλλυμι]], [[καταίθω]], [[ἐπικείρω]], [[ἐξεργάζομαι]], [[διεργάζομαι]], [[συμφθείρω]], [[συγκαθαιρέω]], [[συγκαταιρέω]], [[ἐδαφίζω]], [[ἀποκείρω]], [[ἀποδρύπτω]], [[ἀποδρύφω]], [[παρατρίβω]], [[μαραίνω]], [[σβέννυμι]], [[σβεννύω]], [[ἐξεναίρω]], [[ἐκκοκκίζω]], [[ἀποφθίνω]], [[ὀλέκω]], [[κατόλλυμι]], [[ἀϊστόω]], [[φθείρω]], [[ἐναφανίζω]], [[διαϊστόω]], [[ἐκκορίζω]], [[καταξαίνω]]
|rueltext=[[συναιρέω]], [[φθίω]], [[περιγράφω]], [[κείρω]], [[νέμω]], [[ἀνατρέπω]], [[παραγράφω]], [[κακόω]], [[συγχέω]], [[ἀμάω]], [[τρίβω]], [[προσαναιρέω]], [[ἐλεφαίρομαι]], [[ἐκκόπτω]], [[ἐκκρούω]], [[ἀναρπάζω]], [[φθινύθω]], [[διόλλυμι]], [[καταφθείρω]], [[κηραίνω]], [[καταφθίω]], [[ἐκφθίνω]], [[ἀπόλλυμι]], [[καταφθινύθω]], [[λεαίνω]], [[λειαίνω]], [[ἐσθίω]], [[λαφύσσω]], [[λαφύττω]], [[προλυμαίνομαι]], [[κατορύσσω]], [[κατορύττω]], [[ἀλαπάζω]], [[ἐπαναιρέω]], [[συγκατατρίβω]], [[ἐκκηραίνω]], [[ἐγκλάω]], [[ἐνικλάω]], [[ἐξαλείφω]], [[διακείρω]], [[διαλυμαίνομαι]], [[κολούω]], [[προσδιαφθείρω]], [[συγκαταφθείρω]], [[συνδιαφθείρω]], [[συνεξαλείφω]], [[καταρρίπτω]], [[πέρθω]], [[καταργέω]], [[ἁλιόω]], [[ἀπωθέω]], [[ἐξαλαπάζω]], [[ῥαχίζω]], [[κατατήκω]], [[κατατάκω]], [[κακοποιέω]], [[καταμάχομαι]], [[ἀποφθινύθω]], [[καταδαπανάω]], [[διεσθίω]], [[διαρραίω]], [[διασκεδάννυμι]], [[διαλύω]], [[κεραΐζω]], [[συγκόπτω]], [[πορθέω]], [[ἀποφθείρω]], [[ἐρείπω]], [[διαφθείρω]], [[ἀμαλδύνω]], [[καταλυμαίνομαι]], [[ἐκπέρθω]], [[διαμαθύνω]], [[ἐκπορθέω]], [[διαπορθέω]], [[δάπτω]], [[δηλέομαι]], [[δαλέομαι]], [[διατρίβω]], [[καταναλίσκω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀναλόω]], [[προσαπόλλυμι]], [[καταίθω]], [[ἐπικείρω]], [[ἐξεργάζομαι]], [[διεργάζομαι]], [[συμφθείρω]], [[συγκαθαιρέω]], [[συγκαταιρέω]], [[ἐδαφίζω]], [[ἀποκείρω]], [[ἀποδρύπτω]], [[ἀποδρύφω]], [[παρατρίβω]], [[μαραίνω]], [[σβέννυμι]], [[σβεννύω]], [[ἐξεναίρω]], [[ἐκκοκκίζω]], [[ἀποφθίνω]], [[ὀλέκω]], [[κατόλλυμι]], [[ἀϊστόω]], [[φθείρω]], [[ἐναφανίζω]], [[διαϊστόω]], [[ἐκκορίζω]], [[καταξαίνω]], [[ἀμαυρόω]], [[ἐξαιρέω]], [[ἀνύω]], [[παραιρέω]], [[δαμάζω]], [[ἀφανίζω]], [[ἐκπράσσω]], [[ἀποχράω]]
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 15 October 2019

Russian > Greek

συναιρέω, φθίω, περιγράφω, κείρω, νέμω, ἀνατρέπω, παραγράφω, κακόω, συγχέω, ἀμάω, τρίβω, προσαναιρέω, ἐλεφαίρομαι, ἐκκόπτω, ἐκκρούω, ἀναρπάζω, φθινύθω, διόλλυμι, καταφθείρω, κηραίνω, καταφθίω, ἐκφθίνω, ἀπόλλυμι, καταφθινύθω, λεαίνω, λειαίνω, ἐσθίω, λαφύσσω, λαφύττω, προλυμαίνομαι, κατορύσσω, κατορύττω, ἀλαπάζω, ἐπαναιρέω, συγκατατρίβω, ἐκκηραίνω, ἐγκλάω, ἐνικλάω, ἐξαλείφω, διακείρω, διαλυμαίνομαι, κολούω, προσδιαφθείρω, συγκαταφθείρω, συνδιαφθείρω, συνεξαλείφω, καταρρίπτω, πέρθω, καταργέω, ἁλιόω, ἀπωθέω, ἐξαλαπάζω, ῥαχίζω, κατατήκω, κατατάκω, κακοποιέω, καταμάχομαι, ἀποφθινύθω, καταδαπανάω, διεσθίω, διαρραίω, διασκεδάννυμι, διαλύω, κεραΐζω, συγκόπτω, πορθέω, ἀποφθείρω, ἐρείπω, διαφθείρω, ἀμαλδύνω, καταλυμαίνομαι, ἐκπέρθω, διαμαθύνω, ἐκπορθέω, διαπορθέω, δάπτω, δηλέομαι, δαλέομαι, διατρίβω, καταναλίσκω, ἀναλίσκω, ἀναλόω, προσαπόλλυμι, καταίθω, ἐπικείρω, ἐξεργάζομαι, διεργάζομαι, συμφθείρω, συγκαθαιρέω, συγκαταιρέω, ἐδαφίζω, ἀποκείρω, ἀποδρύπτω, ἀποδρύφω, παρατρίβω, μαραίνω, σβέννυμι, σβεννύω, ἐξεναίρω, ἐκκοκκίζω, ἀποφθίνω, ὀλέκω, κατόλλυμι, ἀϊστόω, φθείρω, ἐναφανίζω, διαϊστόω, ἐκκορίζω, καταξαίνω, ἀμαυρόω, ἐξαιρέω, ἀνύω, παραιρέω, δαμάζω, ἀφανίζω, ἐκπράσσω, ἀποχράω