ἐκλύω: Difference between revisions

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
(10)
(4)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐκλύω]])<br /><b>1.</b> [[λύνω]], [[απελευθερώνω]] κάποιον ή [[κάτι]] από ό,τι τον κρατούσε δεμένο ή περιορισμένο<br /><b>2.</b> [[χαλαρώνω]], [[εξασθενίζω]]<br /><b>3.</b> (για τα ήθη) [[χαλαρώνω]], [[καθιστώ]] λιγότερο αυστηρά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> (για [[ενέργεια]]) αποδεσμεύομαι και διαχέομαι στο [[περιβάλλον]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[λύνω]], [[απελευθερώνω]] [[τελείως]]<br /><b>2.</b> [[απολυτρώνω]] κάποιον από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐκλύομαι στόμαχον» — [[κάνω]] εμετό<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[διαλύω]], [[αποσυνδέω]]<br /><b>2.</b> [[καταργώ]]<br /><b>3.</b> [[διαλύω]] κάποια [[ουσία]] [[μέσα]] σε [[υγρό]]<br />II. <b>μέσ.</b> <i>ἐκλύομαι</i><br /><b>1.</b> (για [[ομάδα]]) διαλύομαι<br /><b>2.</b> (για [[χρέος]]) εξοφλούμαι<br /><b>3.</b> (για ύφος του λόγου) διακρίνομαι από [[χαλαρότητα]].
|mltxt=(AM [[ἐκλύω]])<br /><b>1.</b> [[λύνω]], [[απελευθερώνω]] κάποιον ή [[κάτι]] από ό,τι τον κρατούσε δεμένο ή περιορισμένο<br /><b>2.</b> [[χαλαρώνω]], [[εξασθενίζω]]<br /><b>3.</b> (για τα ήθη) [[χαλαρώνω]], [[καθιστώ]] λιγότερο αυστηρά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> (για [[ενέργεια]]) αποδεσμεύομαι και διαχέομαι στο [[περιβάλλον]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[λύνω]], [[απελευθερώνω]] [[τελείως]]<br /><b>2.</b> [[απολυτρώνω]] κάποιον από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐκλύομαι στόμαχον» — [[κάνω]] εμετό<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[διαλύω]], [[αποσυνδέω]]<br /><b>2.</b> [[καταργώ]]<br /><b>3.</b> [[διαλύω]] κάποια [[ουσία]] [[μέσα]] σε [[υγρό]]<br />II. <b>μέσ.</b> <i>ἐκλύομαι</i><br /><b>1.</b> (για [[ομάδα]]) διαλύομαι<br /><b>2.</b> (για [[χρέος]]) εξοφλούμαι<br /><b>3.</b> (για ύφος του λόγου) διακρίνομαι από [[χαλαρότητα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκλύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], Παθ. παρακ. <i>ἐκλέλῠμαι</i>, αόρ. αʹ ἐξελύθην [ῠ]·<br /><b class="num">I.</b> [[λύνω]], [[αφήνω]] ελεύθερο κάποιον, [[ελευθερώνω]] από [[κάτι]], με γεν., σε Αισχύλ., Σοφ. — Παθ., απελευθερώνομαι, σε Πλάτ. — Μέσ., [[ελευθερώνω]] κάποιον, [[αποδεσμεύω]], [[λυτρώνω]] από, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[χαλαρώνω]], [[λύνω]] τη [[χορδή]] ενός τόξου, σε Ηρόδ.· ἐκλύσων [[στόμα]], [[επιρρεπής]] στην [[αθυροστομία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[τελειώνω]], στον ίδ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[χαλαρώνω]], [[εξασθενώ]] — Παθ., [[λιποψυχώ]], χάνω το [[θάρρος]] μου, [[παραλύω]], σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> [[καταβάλλω]], [[καταθέτω]] χρήματα, [[εξοφλώ]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 19:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλύω Medium diacritics: ἐκλύω Low diacritics: εκλύω Capitals: ΕΚΛΥΩ
Transliteration A: eklýō Transliteration B: eklyō Transliteration C: eklyo Beta Code: e)klu/w

English (LSJ)

[ῡ,

   A v. λύω], set free, πόνων from labours, A.Pr.328; release, ὕδατα PTeb.49.6 (ii B. C.):—Pass., to be set free, ἐκλέλυμαι πόθου Thgn. 1339; ἐκ δεσμῶν Pl.Phd.67d:—Med., get one set free, release, ἀλλ' ἄγε δή σε κακῶν ἐκλύσομαι Od.10.286; τοῦ φόβου σ' ἐξελυσάμην S.OT 1003; θανάτου νιν ἐκλύσασθε E.Andr.818; ἐξελυσάμην βροτοὺς τὸ μὴ μολεῖν A.Pr.237: c. acc. pers. only, ἐξελύσαντο τοὺς Ἀργείους X.HG 7.1.25: abs., ἐξελυσάμην I delivered him from danger, S.Aj.531.    II unloose, ἐ. τόξα unstring a bow, Hdt.2.173; ἐ. ἁρμούς E.Hipp.825; σκαιὸν ἐκλύσων στόμα likely to let loose a foolish tongue, S.Aj.1225.    2 make an end of, ἐξέλυσας..σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμόν paid it off, Id.OT 35; ἐπίπονον ἁμέραν Id.Tr.654; μόχθον E.Ph.695; ἔριν καὶ φιλονικίαν D.9.14; ἐξελύσατε (v.l. -λύσασθε) τὰς παρασκευάς Id.18.26.    3 relax, Arist.HA610a27; τῆς φροντίδος τὸ ἀκριβές Luc.Dom. 17:— Pass., to be faint, fail, Hp.Aph.2.41, Isoc.15.59, D.19.224, Phld.Ir. p.69 W., etc.; πρὸς τὸν πόλεμον Isoc.4.150; ἐκλυθῆναι τοῖς σώμασι, τῇ ψυχῇ, Arist.Fr.144, Plb.29.17.4 (so intr. in Act., J.BJ1.33.5), etc.; of things, to be unserviceable, τὰ τῶν πλοίων ἐκλελυμένα Arist.Pol. 1320b37; ἐκλύεται ὁ ῥοῦς, τὰ ῥεύματα, cease, Plb.4.43.9, 4.41.5.    4 Medic., ἐ. κοιλίαν relax the bowels, Dsc.4.169.    5 pay in full, δάνειον Plu.Caes.12 (Pass.).    b purchase, Herod.6.91.    6 resolve a doubt, in Pass., A.D.Synt.176.24; also τὰ ὑπ' ἀμφιβολίαν πίπτοντα ἐκλύεται τοῦ ἀμφιβόλου ib.311.11.    7 dissolve, τι ὄξει Gal.11.106.    III intr., to break up, depart, LXX 2 Ma.13.16.

German (Pape)

[Seite 768] (s. λύω), 1) auslösen, erlösen; ὥσπερ ἐκ δεσμῶν Plat. Phaed. 67 d; befreien, τινὰ πόνων Aesch. Prom. 339; μόχθων Eur. El. 1353; ἑαυτὸν ἐκ τοῦ κινδύνου Pol. 16, 6, 12, wie Plat. Phaed. 67 d. – Häufiger im med., σὲ κακῶν ἐκλύσομαι ἠδὲ σαώσω Od. 10, 286; ἐξελυσάμην βροτοὺς τοῦ μὴ μολεῖν Aesch. Prom. 235; eigtl., αὐτός τ' ἔδησα καὶ παρὼν ἐκλύσομαι Soph. Ant. 1099; μάχης τινά Tr. 21; φόβου O. R. 1003; θανάτου Eur. Andr. 818; τῆς ἀπορίας Plat. Lach. 194 c; Belagerte befreien, Xen. Hell. 7, 1, 25. – 2) auflösen, öffnen; ἁρμούς Eur. Hipp. 819 u. A.; στόμα Soph. Ai. 1204, Schol. λόγους ἀνιέναι; σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμόν, aufheben, O. R. 35, vgl. Trach. 651; ἐξελύσασθε τὰς παρασκευὰς τοῦ πολέμου, ihr stelltet die Rüstungen ein, Dem. 18, 26; τὰς ταραχάς, endigen, Plut. Anton. 58. Dah. erschlaffen machen, entkräften, Arist. H. A. 9, 1; bes. im pass., ἐκλελυμένος πρὸς τὸν πόλεμον Isocr. 4, 150; ἐκλυθέντα βέλη, matte, Luc. Nigr. 36, wie ἐκλυόμενος ὁ ῥοῦς Pol. 4, 43, 9; δάνειον, bezahlen, Plut. Caes. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλύω: μέλλ. -ύσω, ῡ, ἴδε τὸ ῥῆμα λύω· λύω, ἀπολύω, ἀφίνω ἐλεύθερον, ἐλευθερῶ, ἀπαλλάσσω, πόνων Αἰσχύλ. Πρ. 326, πρβλ. Σοφ. Τρ. 654: - Παθ., ἀπελευθεροῦμαι, ἐκ δεσμῶν Πλάτ. Φαίδων 67D: - Μέσ. ἐλευθερῶ, λυτρώνω, προφυλάσσω τινὰ ἐκ κακοῦ τινος, ἀλλ’ ἄγε δή σε κακῶν ἐκλύσομαι ἠδὲ σαώσω Ὀδ. Κ. 286, πρβλ. Θέογν. 1339, κτλ.· τοῦ φόβου σ’ ἐξελυσάμην Σοφ. Ο. Τ. 1003· θανάτου νιν ἐκλύσασθε Εὐρ. Ἀνδρ. 818· ἐξελυσάμην βροτοὺς τὸ μὴ μολεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 235: μόνον μετ’ αἰτιατ. προσ., ἐξελύσαντο τοὺς Ἀργείους Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 25· ἀπολ. ἐξελυσάμην, ἀπελύτρωσα αὐτὸν ἐκ κινδύνου, Σοφ. Αἴ. 531. ΙΙ. λύω ἐντελῶς, ἐκλ. τόξα, λύω τὴν νευρὰν τόξου, Ἡρόδ. 2. 173· ἐκλ. ἁρμοὺς Εὐρ. Ἱππ. 809· σκαιὸν ἐκλύσων στόμα Σοφ. Αἴ. 1225. 2) φέρω τι εἰς πέρας, ἐξέλυσας... σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμὸν ὁ αὐτ. Ο. Τ. 35· μόχθον Εὐρ. Φοίν. 695· ἔριν καὶ φιλονικίαν Δημ. 114. 7: - καὶ ἐν τῷ μέσ., ἐκλύσασθαι τὰς παρασκευὰς ὁ αὐτ. 234. 2. 3) χαλαρώνω, ἐξασθενῶ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, ἐν τέλει: - Παθ., λιποψυχῶ, χάνω τὸ θάρρος μου, παραλύομαι, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἰσοκρ. 322Α, Δημ. 411. 5, κτλ.· πρός τι Ἰσοκρ. 72Α· ἐκλυθῆναι τοῖς σώμασι, ταῖς ψυχαῖς Ἀριστ. Ἀποσπ. 172, Πολύβ., κτλ.: - ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι ἄχρηστος, ἀνωφελής, τὰ τῶν πλοίων ἐκλελυμένα Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 6, 4· ἐκλύεται ὁ ῥοῦς, τὰ ῥεύματα Πολύβ. 4. 43, 9, κτλ. 4) Ἰατρικ., ἐκλ. κοιλίαν, χαλαρώνω τὴν κοιλίαν, προξενῶ διάρροιαν· μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκουρ. 5) ἐκτίνω, πληρώνω, Πλουτ. Καῖσ. 12. ΙΙΙ. ἀμεταβ., διαλύομαι, ἀναχωρῶ, Ἑβδ. (Β. Μακκ. ΙΓ΄, 16).

French (Bailly abrégé)

délier :
1 délivrer, affranchir : τινά τινος, ἔκ τινος qqn de qch;
2 relâcher : ἐκλ. τόξα HDT détendre un arc ; στόμα SOPH laisser échapper des paroles (litt. délier la bouche) ; Pass. être relâché, être épuisé, fatigué ; ἐκλελυμένος πρὸς τὸν πόλεμον ISOCR épuisé et sans force pour la guerre;
3 dissoudre ; fig. ἐκλ. ἔριν DÉM faire cesser une querelle ; δάνειον PLUT acquitter une dette;
Moy. ἐκλύομαι délivrer, affranchir : τινά τινος qqn de qch ; mettre fin à.
Étymologie: ἐκ, λύω.

English (Autenrieth)

mid. fut. ἐκλύσομαι, pass. aor. ἐξελύθη, Il. 5.293 (v. l. ἐξεσύθη): loose from, mid., set free from, w. gen., Od. 10.286.

Spanish (DGE)

• Grafía: inscr. y pap. frec. ἐγλ-

• Prosodia: [-ῡ-, pero -ῠ- en Thgn.1339]

• Morfología: [perf. ind. 3aplu. ἐκλέλυκαν PTeb.54.16 (I a.C.)]
A tr.
I gener. c. suj. de pers., indic. separación
1 c. ac. de pers. o anim. dejar en libertad, liberar τὸν ἐκλύσοντ' ἐμέ el (relato) que permitirá mi liberación A.Pr.781, πόσιν ἐκλύσασ' E.Alc.36, καὐχένας ἵππων ἔκλυον Ar.Pax 1283
tb. en v. med. llevarse consigo, rescatar, a veces como sinón. de poner a salvo τὸν οὐκ ἐκλύσεται no se lo llevará (a Orestes) dicen las Erinis, A.Eu.174, αὐτὸν ἐξελυσάμην lo he sacado fuera del peligro a Teucro, S.Ai.531, ὃς (Ζεύς) ... ἐκλύεταί με ref. Deyanira, S.Tr.21, νεκρούς E.Supp.346, πολιορκουμένους ... τοὺς Ἀργείους X.HG 7.1.25
fig. disipar la atención, desconectar τοῖς ὀνόμασι παίζειν ... ἐκλύει ... τὸν ἀκροατήν el hacer juegos de palabras disipa la atención del oyente, e.d., lo despista Thphr.Lex.p.109.
2 c. ac. de pers. y gen. separat. librar, liberar πειράσομαι ... τῶνδέ σ' ἐκλῦσαι πόνων A.Pr.326, cf. E.El.1353, ἐκλῦσαι δουλοσύνης Ἐλέαν AP 7.129.2 (D.L.), en v. pas. οὕστε ... ἐς πάντουν ἐγλυθεῖ τοῦν δανείουν (ἁ πόλις) de modo que (la ciudad) sea liberada de todas sus deudas, ISE 99.18 (Cranón II a.C.)
tb. en v. med. ἄγε δή σε κακῶν ἐκλύσομαι Od.10.286, cf. Phoc.16, τί ... οὐχὶ τοῦδε τοῦ φόβου σ' ... ἐξελυσάμην; S.OT 1003, θανάτου νιν E.Andr.818, ἡμᾶς τε τῆς ἀπορίας Pl.La.194c, σφᾶς ... ζημιῶν Pl.Lg.948c, ἐ[κ τηλι] κούτων ... φόβων τὸν ὑὸν ἐκ[λυσά] μενος Men.Fab.Incert.44, ηὔχοντο ... αὐτοὺς ἐκλύσασθαι τῶν κακῶν Longus 3.4
c. dos ac., de pers. y de cosa ἐξέλυσας ἄστυ ... ἀοιδοῦ δασμόν S.OT 35, de pers. y abstr. ἐξελυσάμην βροτοὺς τὸ μὴ ... εἰς ᾍδου μολεῖν A.Pr.235
abs. Ἄρης ... ἐξέλυσ' ἐπιπόνων ἁμερᾶν Ares ha puesto fin a unos días penosos S.Tr.653, (ὁ Ἡρακλῆς) νόσων τε ἁπασῶν ἐκλύεται Aristid.Or.40.12
tb. c. suj. de abstr. eximir τὴν δὲ σὴν ἀμαρτίαν τὸ μὴ εἰδέναι ... ἐκλύει κάκης la ignorancia libra de culpa tu error E.Hipp.1335, τούτους ... ἐκλύει τῶν δεινῶν τοῦτο τὸ ῥῆμα D.37.59.
3 c. ac. de cosas desatar, desligar, soltar ἐκλύεθ' ἁρμούς abrid los cerrojos E.Hipp.809, τὰ τόξα Hdt.2.173, cf. Longus 4.34.1, τοὺς κάλως Epicr.9, cf. Longus 2.13.1, οἱ δράκοντες ... δεσμὸν ἐπιχειροῦσιν ἐκλύειν Ph.2.512, cf. Gr.Nyss.V.Macr.404.7, c. constr. prep. ἐκλύσεις τὸν ζυγὸν αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ τραχήλου σου LXX Ge.27.40, en v. pas. τὰ τῶν πλοίων ἐκλελυμένα los barcos desvencijados Arist.Pol.1320b37, δεσμὰ σιδηρᾶ δόκιμ[α τὰ] ἐκ τῶν λίθων ἐγλυθέντα IG 22.1627.285 (IV a.C.)
en v. med. mismo sent. ἐκλύσαιο γύαια AP 10.1 (Leon.)
soltar, dejar ir τ[ὰ] ἐν τῇ ἑαυτοῦ γῇ ὕδατα PTeb.49.6 (II a.C.), cf. 54.16 (I a.C.)
c. ac. de partes del cuerpo, fig. desatar, soltar σκαιὸν ἐκλύσων στόμα para desatar su infausta lengua S.Ai.1225, μὴ ἐκλύσῃς τὰς χεῖράς σου ἀπὸ τῶν παίδων σου LXX Io.10.6, de la muerte ἡνίκ' ἂν ἐκλύῃς φύσεως κεκρατημένα δεσμά Orph.H.87.4
medic. aflojar οἱ κλῶνες ... ἑφθοὶ κοιλίαν ἐκλύουσι Dsc.4.169.
II c. idea de aminoración
1 gener. c. suj. abstr. disolver, debilitar, agotar manifestaciones corporales y anímicas (ἡ ψυχή) τὰ ... τοῦ σώματος ... ἐξέλυσε ταῖς μέθαις Democr.B.159, λέγων τὸν οἶνον ἐκλύειν τὴν ἰσχύν Ath.10b, cf. 32f, τὸ γὰρ ἄγαν πολὺ ἐκλύει τῆς δυνάμεως el exceso (de calor) resta mucho vigor Arist.Pr.880a19, cf. HA 610a27, (ἡ φιληδονία) τοὺς τῆς ψυχῆς ἐκλύει τόνους Ph.2.201, cf. 1.179, I.AI 10.119, τῆς φροντίδος τὸ ἀκριβές Luc.Dom.17, πέφυκεν ἀποδημία τὸν πόθον ἐκλύειν Aristaenet.1.12.31, en v. pas. de la salud ZPE 14.1974.21 (Atrage III a.C.), ἐκλυόμενον ὑπὸ τῆς μέθης ... τὸν θυμόν Plu.2.133a, ἡ γὰρ ἕξις ἐκλύεται pues el hábito se debilita Arr.Epict.2.18.13.
2 ret. debilitar, disminuir en sent. negat. ἐκλύει τὴν δεινότητα ἡ ... τερθρεία el excesivo amaneramiento debilita la vehemencia Demetr.Eloc.27, τὰ ... ἐκλύοντα ... τὴν δύναμιν ... ἔστι τὰ ψυχρὰ ἀντίθετα D.H.Dem.20.6, en v. pas. ἡ ἀπακμὴ τοῦ πάθους ... εἰς ἦθος ἐκλύεται la relajación de la pasión se disuelve en (una descripción de) caracteres Longin.9.15, μήτε τὸ ἐνεργὸν τῆς τέχνης ἐκλύοιτο ὑπὸ τῆς ἀδολεσχίας Philostr.Gym.25
en sent. posit. lenificar, relajar, suavizar τὰς ὁρμὰς τῶν νοημάτων ἐκλύων τοῖς τῆς ἑρμηνείας ῥυθμοῖς Philostr.VS 607.
3 cien. disolver, deshacer ὀποπάνακος ... τὸ λιπαρώτατον ὄξει δριμυτάτῳ ἐκλύων Gal.11.106.
III c. idea de término
1 eliminar, poner fin, acabar con καίτοι ποδῶν σῶν μόχθον ἐκλύει παρών (Κρέων) E.Ph.695, τὴν πρὸς ἀλλήλους ἔριν D.9.14, τὰς παρασκευὰς τὰς τοῦ πολέμου D.18.26, τῶν Ῥωμαίων τὴν φιλοτιμίαν Plb.3.98.7, ὀλοφύρσεις ἐκλύσασα Eun.VS 504, tb. c. suj. abstr. ἡ δὲ διάνοια ... τοὺς ... φόβους ἐκλύσασα Epicur.Sent.[5] 20, en v. pas. ἀφαιρουμένης ... συναναστροφῆς ἐκλύεται τὸ ἐρωτικὸν πάθος Epicur.Sent.Vat.[6] 18, cf. D.Chr.34.53, ἤσχαλλον οἱ Ἀθηναῖοι ὡς ἐκλυομένης τῆς ἀκροάσεως Philostr.VS 571
en v. med. mismo sent. βουληθέντα δὲ ἐκλύσασθαι τὰ νείκη E.Ep.5.81
medic. eliminar, suprimir ref. síntomas τὸν πυρετὸν ψυκτηρίῳ φαρμάκῳ Hp.Loc.Hom.27, σφε μήτηρ ... ὠδῖνας ἐξέλυσε Lyc.1198, cf. 830, en v. pas. ἢν ... ἐκλύηται δὲ τὸ νοσεῖν ποιέον si lo que causa la enfemedad es eliminado Hp.Loc.Hom.41
econ. saldar, zanjar en v. pas. ἄχρι ἂν οὕτως ἐκλυθῇ τὸ δάνειον Plu.Caes.12.
2 econ. librar con dinero, rescatar, hacerse con ὅτ' οὐχὶ τοὺς δύ' εἶχες ἐκλῦσαι (βαυβῶνας) puesto que no era posible hacerte con los dos (consoladores) Herod.6.91.
3 gram. resolver en v. pas. τὰ ἀμφίβολα πρὸς τῶν συντασσομένων ἐκλύεται A.D.Synt.176.24, cf. 311.11.
B intr., gener. en v. med.-pas.
I indic. separación
1 c. gen. librarse de ἐκλέλυμαι δὲ πόθου Thgn.l.c., (τὴν ψυχήν) ἐκλυομένην ὥσπερ δεσμῶν ἐκ τοῦ σώματος Pl.Phd.67d
fig. desligarse, distanciarse τὸ δὲ δεύτερον μέρος ... ἐκλυόμενον μᾶλλον τῆς λαμπηδόνος διὰ τὰς ῥανίδας ἁλουργές la segunda porción (del arco iris), más distanciada de la luz del sol por causa de las gotas, es purpúrea, Placit.3.5.8.
2 uso esp. en v. act. partir, marcharse sin rég. ἐξέλυσαν εὐημεροῦντες LXX 2Ma.13.16.
II sin separación de elem.
1 de pers. y partes del cuerpo debilitarse, aflojarse, desfallecer sent. fís. ἵν' οὖν μὴ παντάπασιν ἐκλυθῶ por la vejez, Isoc.15.59, οἱ ἀφροδισιάζοντες ἐκλύονται καὶ ἀσθενέστεροι γίνονται Arist.Pr.879a4, cf. 877a16, por hambre μήποτε ἐκλυθῶσιν ἐν τῇ ὁδῷ Eu.Matt.15.32, cf. Eu.Marc.8.3, ἐν βαλανείῳ ἐκλυθείς Vett.Val.123.13, por enfermedad PTeb.798.7 (II a.C.), ἐξελύθη τὰ νεῦρα βραχιόνων LXX Ge.49.24, πᾶσα χεὶρ ἐκλυθήσεται LXX Is.13.7, c. rég. prep. ὄχλος ἄτακτος ... πρὸς μὲν τὸν πόλεμον ἐκλυόμενος Isoc.4.150, σῶμα ... ἐκλελυμένον πρὸς τοὺς πόνους Arist.Pr.862b3, cf. Fr.144, I.AI 5.134, c. dat. τοῖς σώμασιν ἐξελύθησαν Plb.20.4.7
sent. anímico μηδὲ ἐκλύου ... ἐλεγχόμενος LXX Pr.3.11, μὴ ἐκλυέσθω ἡ καρδία ὑμῶν LXX De.20.3, c. dat. ὁ Περσεὺς ... ἐξελύετο τῇ ψυχῇ Plb.29.17.4, c. ac. de rel. οἱ ... ἐκλυθέντες τὰς ψυχάς D.S.20.1.4, τοὺς τόνους ... ἐκλυθείς Ph.2.389, τὰ φρονήματα ἐκλελυμένοι I.AI 17.263, c. rég. prep. ἐκλύομαι ... ὑπὸ τῆς ἀπορίας Aristaenet.1.28.2, tb. en v. act., Phld.Ir.33.30
desvanecerse, desmayarse οἱ ἐκ ῥίγεος μετὰ κεφαλαλγίης ἐκλυόμενοι Hp.Coac.29, cf. Aph.2.41, κατέχειν τινὲς κελεύουσι τὸ πνεῦμα τὸν ἐκλυόμενον Thphr.Ign.15, cf. Fr.10.1, tb. en v. act., I.BI 1.657.
2 de cosas perder la fuerza ἐκλύεται τὰ ῥεύματα las corrientes (del río Danubio) pierden su fuerza Plb.4.41.5, cf. 4.43.9, τὰ βέλη ... ἐκλυθέντα καταπίπτει Luc.Nigr.36.
3 sent. moral disiparse, pervertirse τοὺς δὲ βραχὺ καὶ ἄνισον (βαίνοντας) ... ἐκλελυμένους los que (caminan) con paso breve y desigual (son) disolutos Aristid.Quint.83.32
neutr. subst. τὸ ἐκλυόμενον disipación, libertinaje Plu.2.997b.
4 c. or. de inf. ser remiso en, dudar en ἕως τίνος ἐκλυθήσεσθε κληρονομῆσαι τὴν γῆν ...; LXX Io.18.3.

English (Strong)

from ἐκ and λύω; to relax (literally or figuratively): faint.

English (Thayer)

(passive, present ἐκλύομαι); perfect participle ἐκλελυμένος; 1st aorist ἐξελυθην; 1future ἐκλυθήσομαι; often in Greek writings from (Homer), Aeschylus down;
1. to loose, unloose (cf. German auslösen), to set free: τινα τίνος and ἐκ τίνος.
2. to dissolve; metaphorically, to weaken, relax, exhaust (the Sept. Aristotle, h. an. 9,1at the end (p. 610a, 27); Josephus, Antiquities 8,11, 3; 13,8, 1). Commonly in the passive a. "to have one's strength relaxed, to be enfeebled through exhaustion, to grow weak, grow weary, be tired out" (often so in Greek writings): of the body, עָיֵף, רָפָה, μή ἐκλυόμενοι if we faint not, namely, in well-doing). Cf. Grimm on to despond, become faint-hearted: ταῖς ψυχαῖς added, τοῖς σωμασι, ταῖς ψυχαῖς, Polybius 20,4, 7; τῇ ψυχή, 29,6, 14; 40,12, 7; cf. Grimm on 2 Maccabees 3:24.

Greek Monolingual

(AM ἐκλύω)
1. λύνω, απελευθερώνω κάποιον ή κάτι από ό,τι τον κρατούσε δεμένο ή περιορισμένο
2. χαλαρώνω, εξασθενίζω
3. (για τα ήθη) χαλαρώνω, καθιστώ λιγότερο αυστηρά
νεοελλ.
μέσ. (για ενέργεια) αποδεσμεύομαι και διαχέομαι στο περιβάλλον
αρχ.-μσν.
1. λύνω, απελευθερώνω τελείως
2. απολυτρώνω κάποιον από κάτι
3. φρ. «ἐκλύομαι στόμαχον» — κάνω εμετό
αρχ.
Ι. 1. διαλύω, αποσυνδέω
2. καταργώ
3. διαλύω κάποια ουσία μέσα σε υγρό
II. μέσ. ἐκλύομαι
1. (για ομάδα) διαλύομαι
2. (για χρέος) εξοφλούμαι
3. (για ύφος του λόγου) διακρίνομαι από χαλαρότητα.

Greek Monotonic

ἐκλύω: μέλ. -ύσω [ῡ], Παθ. παρακ. ἐκλέλῠμαι, αόρ. αʹ ἐξελύθην [ῠ]·
I. λύνω, αφήνω ελεύθερο κάποιον, ελευθερώνω από κάτι, με γεν., σε Αισχύλ., Σοφ. — Παθ., απελευθερώνομαι, σε Πλάτ. — Μέσ., ελευθερώνω κάποιον, αποδεσμεύω, λυτρώνω από, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
II. χαλαρώνω, λύνω τη χορδή ενός τόξου, σε Ηρόδ.· ἐκλύσων στόμα, επιρρεπής στην αθυροστομία, σε Σοφ.
2. φέρνω εις πέρας, τελειώνω, στον ίδ., Ευρ.
3. χαλαρώνω, εξασθενώ — Παθ., λιποψυχώ, χάνω το θάρρος μου, παραλύω, σε Δημ.
4. καταβάλλω, καταθέτω χρήματα, εξοφλώ, σε Πλούτ.