ὅπου: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(5)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὅπου:''' Ιων. [[ὅκου]], αναφορ. επίρρ. του τόπου, κανονικά γεν. μιας απαρχαιωμένης αντων. <i>ὅπος</i>, συσχετικό προς το [[ποῦ]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> ως αναφορ., σε Ηρόδ., Αττ.· ορισμένες φορές με γεν. του τόπου, [[ὅπου]] γῆς, Λατ. [[ubi]] terrarum, σε Πλάτ.· ἔσθ' [[ὅπου]], [[κάπου]], σε καποια μέρη, Λατ. est [[ubi]], σε Αισχύλ., Δημ.· με άλλα μόρια, [[ὅκου]] δή, [[κάπου]] ή [[αλλού]], Λατ. [[nescio]] [[ubi]], σε Ηρόδ.· [[ὅπου]] iν ή [[ὅπουπερ]] ἄν, [[οπουδήποτε]], με υποτ., στους Τραγ., Λατ. ubicunque, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> σε πλάγιες ερωτήσεις, [[ὄφρα]] [[πύθηαι]] πατρός, [[ὅπου]] [[κύθε]] [[γαῖα]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με ρήματα κίνησης, συνεκδοχικά, αντίθ. προς το [[ὅποι]] χρησιμ. με ρήματα που δηλώνουν [[στάση]], [[κεῖνος]] δ' [[ὅπου]] βέβηκεν, <i>οὐδεὶς οἶδε</i>, σε Σοφ.· ως [[απάντηση]] μιας ερώτησης, ἡ [[Λακεδαίμων]] [[ποῦ]] 'στιν; Απάντ. [[ὅπου]] 'στίν· (ρωτάς) πού βρίσκεται; σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για χρόνο ή [[περίσταση]], όπως το Λατ. [[ubi]], σιγᾶν [[ὅπου]] [[δεῖ]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τρόπο, οὐκ ἔσθ' [[ὅπου]], δεν υπάρχει [[κανένας]] [[τρόπος]] με τον οποίο, είναι αδύνατον να, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[αιτία]], [[επειδή]], [[καθώς]], Λατ. [[quando]], [[quoniam]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ὅπουγε</i>, Λατ. [[quandoquidem]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ὅπου:''' Ιων. [[ὅκου]], αναφορ. επίρρ. του τόπου, κανονικά γεν. μιας απαρχαιωμένης αντων. <i>ὅπος</i>, συσχετικό προς το [[ποῦ]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> ως αναφορ., σε Ηρόδ., Αττ.· ορισμένες φορές με γεν. του τόπου, [[ὅπου]] γῆς, Λατ. [[ubi]] terrarum, σε Πλάτ.· ἔσθ' [[ὅπου]], [[κάπου]], σε καποια μέρη, Λατ. est [[ubi]], σε Αισχύλ., Δημ.· με άλλα μόρια, [[ὅκου]] δή, [[κάπου]] ή [[αλλού]], Λατ. [[nescio]] [[ubi]], σε Ηρόδ.· [[ὅπου]] iν ή [[ὅπουπερ]] ἄν, [[οπουδήποτε]], με υποτ., στους Τραγ., Λατ. ubicunque, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> σε πλάγιες ερωτήσεις, [[ὄφρα]] [[πύθηαι]] πατρός, [[ὅπου]] [[κύθε]] [[γαῖα]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με ρήματα κίνησης, συνεκδοχικά, αντίθ. προς το [[ὅποι]] χρησιμ. με ρήματα που δηλώνουν [[στάση]], [[κεῖνος]] δ' [[ὅπου]] βέβηκεν, <i>οὐδεὶς οἶδε</i>, σε Σοφ.· ως [[απάντηση]] μιας ερώτησης, ἡ [[Λακεδαίμων]] [[ποῦ]] 'στιν; Απάντ. [[ὅπου]] 'στίν· (ρωτάς) πού βρίσκεται; σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για χρόνο ή [[περίσταση]], όπως το Λατ. [[ubi]], σιγᾶν [[ὅπου]] [[δεῖ]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τρόπο, οὐκ ἔσθ' [[ὅπου]], δεν υπάρχει [[κανένας]] [[τρόπος]] με τον οποίο, είναι αδύνατον να, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[αιτία]], [[επειδή]], [[καθώς]], Λατ. [[quando]], [[quoniam]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ὅπουγε</i>, Λατ. [[quandoquidem]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὅπου:''' ион. [[ὅκου]] adv. relat.<br /><b class="num">1)</b> где (ὅ. τὰ δώματ᾽ ἐστὶν Οἰδίπου Soph.): ὅ. ἂν τύχῃ τῶν λεγομένων Plat. в любом месте (досл. где придется в) речи; ὅ. γῆς Plat. (лат. [[ubi]] terrarum) где на свете, где именно; ἐσθ᾽ ὅ. Aesch. бывает кое-где, т. е. иногда; οὐκ ἔσθ᾽ ὅ. Dem. нигде или никогда не бывает, т. е. невозможно, немыслимо; [[ὅκου]] δή Her. где-то;<br /><b class="num">2)</b> куда (ὅ. βέβηκεν, οὐδεὶς οἶδε Soph.);<br /><b class="num">3)</b> когда: ὅ. τις [[λόγος]] γένοιτο περὶ Σπαρτιατῶν Xen. когда речь заходила о спартанцах; ὅ. [[μέν]] … ὅ. δέ … Plut. в одних случаях … в других случаях … (см. тж. в 1: ἔσθ᾽ ὅ. и οὐκ ἔσθ᾽ ὅ.);<br /><b class="num">4)</b> (преимущ. с γέ) так как, поскольку, если: ὅ. γε καὶ [[ἡμῶν]] ἑκάστῳ τοσαῦτα δέδωκεν Xen. (Кир очень богат), поскольку (или если) каждому из нас он столько дал.
}}
}}

Revision as of 14:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅπου Medium diacritics: ὅπου Low diacritics: όπου Capitals: ΟΠΟΥ
Transliteration A: hópou Transliteration B: hopou Transliteration C: opou Beta Code: o(/pou

English (LSJ)

Ion. ὅκου, Relat., indirect interrog., and indef. Adv. of Place, correlat. to ποῦ:    I as a Relat., sts. c. gen. loci, τῆς πόλεως ὅπου κάλλιστον στρατοπεδεύσασθαι Pl.R.415d, cf. Hdt.2.172 ; ὅπου βούλοιτο τοῦ δρόμου X.HG2.4.27 ; ἔσθ' ὅπου in some places, A.Eu.517 (lyr.), Fr.302 : standing for the Relat. Adj., μέλη, ὅπου (i. e. ἐν οἷς) χελιδὼν ἦν τις ἐμπεποιημένη Ar.Av.1301 : with other Particles, ὅκου δή somewhere or other, Hdt.3.129 ; ὅπου ἄν wherever, with subj., IG 12.76.11, etc.; in Trag. the ἄν may be omitted, as ὅπου δ' Ἀπόλλων σκαιὸς ᾖ, τίνες σοφοί; E.El.972, etc. (never in Att. Prose): c. gen., ὅπου ἂν τύχῃ τῶν λεγομένων Pl.Prt.342e ; ὁπουοῦν anywheresoever, Id.Cra.403c ; ὅπουπερ c. opt., wherever, X.Cyr.3.3.5 ; ὅπου ποτέ S.OC 12 ; ὁπουδάν, = ὅπου δὲ ἄν, anywhere, D.C.Fr.109.21 ; ὁπουδήποτε, = ubicumque, Dosith.p.410 K. ; ὁπουδηποτοῦν anywheresoever, J.Ap. 2.15.    2 in indirect questions, ὄφρα πύθηαι πατρός, ὅπου κύθε γαῖα Od.3.16, cf. 16.306, S.OT924, etc.: with Verbs of motion in pregnant sense, ὅκου ἐτράπετο, οὐκέτι εἶχον εἰπεῖν Hdt.2.119 ; κεῖνος δ' ὅπου βέβηκεν, οὐδεὶς οἶδε S.Tr.40, v.l. in X.Cyr.3.1.37, etc.: in many passages editors have in this sense restd. ὅποι, mostly from codd. ; in repeating a question, ἡ Λακεδαίμων ποῦ 'στιν; Answ. ὅπου 'στίν; (do you ask) where it is? Ar.Nu.214 : c. gen., εἰδότες ὅκου γῆς εἴη Hdt.4.150, cf. Pl.R.403e.    II the strict local sense occasionally passes into,    1 a sense involving Time or Occasion, ὅ. τιν' ἴδῃ Thgn.922, cf. 999, X.HG3.3.6 ; σιγᾶν θ' ὅ. δεῖ καὶ λέγειν τὰ καίρια A.Ch.582, cf. Eu.277 ; οὐκ ἔσθ' ὅ. there is no case in which, i.e. in no case. S.OT448, Aj.1069, E.HF186, D.3.35 ; so ἔστιν ὅ.; as a question, Id.18.22.    2 of Cause, whereas, Hdt.1.68, 4.195, Antipho 1.7; ὅ. γὰρ ἐγὼ . . ὁμολογῶ D.21.205 ; ὅκου γε, Lat. quandoquidem or quippe, Hdt.7.118 ; ὅπου γε X.Cyr.2.3.11, etc.    B later as a demonstr. Adv., only in the phrase ὅ. μέν... ὅ. δέ . . here... there . ., Plu.2.427c, S.E.P.1.53, etc.

German (Pape)

[Seite 363] ion. ὅκου, correl. zu ποῦ, relativ u. indirect fragend, wo; Od. 3, 16 (ὅθι που, wo etwa, 19, 411); σιγᾶν θ' ὅπου δεῖ καὶ λέγειν τὰ καίρια, Aesch. Ch. 575, vgl. Eum. 267; ὅπου δώματ' ἐστὶν Οἰδίπου, Soph. O. R. 924, öfter; Plat. Gorg. 507 b u. sonst; – c. opt. in indirecter Rede; Soph. O. C. 12; εἰσάπαξ εἰπεῖν, ὅπου μηδεὶς ἐῴη, auch wenn keiner es erlaubte, wie ubi, Phil. 441; – mit ἄν und conj., in Beziehung auf die Gegenwart, ὅπου ἂν οἴηται ὄψεσθαι τὸν ἔχοντα τὸ κάλλος, überall wo er meint, Plat. Phaedr. 251 e; – auch c. gen., τῆς ἑωυτοῦ χώρης οἰκῆσαι ὅκου βούλονται, Her. 1, 163; μὴ εἰδέναι ὅπου γῆς ἐστι, Plat. Rep. III, 403 e; ὅπου τῆς πόλεως ἵδρυται, IV, 429 a; ὅπου ἂν τύχῃ τῶν λεγομένων, Prot. 342 e. – Auch bei τίθημι, vgl. ponere in loco, ὅπου ἄν τις αὐτὰ θῇ, Plat. Euthyphr. 11 c, vgl. ibd. ὅπου ἂν ἱδρυσώμεθα αὐτόν; Soph. vrbdt auch κεῖνος ὅπου βέβηκεν, οὐδεὶς οἶδε, Trach. 40 (vgl. βαίνω). – Selten ist es causal zu nehmen, εἴπερ εἶδες τόπερ ἐγώ, κάρτα ἂν ἐθωΰμαζες, ὅκου νῦν οὕτω τυγχάνεις θώϋμα ποιεύμενος, da du jetzt schon, Her. 1, 68; so ὅπου γε Xen. Cyr. 2, 3, 11. 8, 4, 31; vgl. Antiph. 1, 7; Sp., wie Plut. Rom. 25. – Ἔσθ' ὅπου, es ist wo, es giebt Gegenden wo, d. i. hier u. da, an manchen Orten, alicubi, Eur. I. A. 929; οὐκ ἔσθ' ὅπου, in keinem Falle, Soph. O. R. 448 Ai. 1048. 1082; Eur. Herc. Fur. 186, niemals; – ὅπου μέν – ὅπου δέ, hier – dort, Plut. Def. or. 32; S. Emp. oft.

Greek (Liddell-Scott)

ὅπου: Ἰων. ὅκου, ἀναφορ. ἐπίρρ. τόπου (πρβλ. ὅθι, ὁπόθι), κυρίως γενικ. ἀχρήστου ἀντων., ἐξ ἧς παράγονται καὶ τὰ ὅπη, ὅποι, κτλ.· συσχετικὸν τοῦ ποῦ, καὶ ἐν χρήσει σχεδὸν ὡς τὸ οὗ. Ι. ὡς ἀναφορ., παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· - ἐνίοτε μετὰ γεν. τόπου, ὅπου φῆς, Λατ. ubi terrarum, Πλάτ. Πολ. 403Ε· τῆς πόλεως ὅπου κάλλιστον στρατοπεδεύσασθαι αὐτόθι 415D, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 172· ὅπου βούλοιτο τοῦ δρόμου Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 27· - ἔσθ’ ὅπου, ἐνιαχοῦ, εἴς τινα μέρη, Λατ. est ubi, ὃ ἔστιν alicubi, Αἰσχύλ. Εὐμ. 517, Ἀποσπ. 287· οὐκ ἔστιν ὅπου· οὐδαμοῦ, Δημ. 38. 19· οὕτως, ἔστιν ὅπου ..., ἐν ἐρωτήσει, ὁ αὐτ. 232. 21, ἴδε κατωτ. 11. 2· - ἀντικαθιστᾷ τὴν ἀναφορικὴν ἀντωνυμίαν, μέλη, ὅπου (δηλ. ἐν οἷς) χελιδὼν ἦν τις ἐμπεποιημένη Ἀριστοφ. Ὄρν. 1301· μετ’ ἄλλων μορίων, ὅκου δή, κἄπου, Λατ. nescio ubi, Ἡρόδ. 3. 129· ὅπου ἂν ἢ ὅπουπερ ἄν, ὁπουδήποτε, μεθ’ ὑποτακτ., Τραγ.· παρ’ οἷς καὶ παραλείπεται τὸ ἄν, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 141, ἀλλ’ οὐδέποτε οὕτως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ· μετὰ γεν., ὅπου ἂν τύχῃ τῶν λεγομένων Πλάτ. Πρωτ. 342Ε· - ὁπουοῦν, Λατ. ubicunque, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 403C· οὕτως, ὅπουπερ Ξεν. Κύρ. 3. 3, 5· ὅπου ποτὲ Σοφ. Ο. Κ. 12. 2) ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, ὄφρα πύθηαι πατρὸς, ὅπου κύθε γαῖα Ὀδ. Γ. 16, πρβλ. Π. 306, Σοφ. Ο. Τ. 924, κτλ· - μετὰ ῥημάτων κινήσεως βραχυλογικῶς, ἀκριβῶς ὡς ἀντιστρόφως κεῖται τὸ ὅποι, μετὰ ῥημάτων στάσεως, ὅκου ἐτράπετο, οὐκέτι εἶχον εἶπαι Ἡρόδ. 2. 119· κεῖνος δ’ ὅπου βέβηκεν, οὐδεὶς οἶδε Σοφ. Τρ. 40, πρβλ. Αἴ. 1237, ἀλλ’ ἐν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 37, Ἀπομν. 1. 6, 6, κτλ., οἱ ἐκδόται ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ἀποκατέστησαν τὸ ὅποι, τὸ πλεῖστον ἐξ Ἀντιγράφων: - ἐπὶ ἐπαναλήψεως τῆς αὐτῆς ἐρωτήσεως, ἡ Λακεδαίμων ποῦ ’στιν; Ἀπόκρ. ὅπου ’στιν· (ἐρωτᾷς) ποῦ εἶναι; Ἀριστοφ. Νεφ. 214· - μετὰ γεν., εἰδότες ὅκου γῆς εἴη Ἡρόδ. 4. 150. ΙΙ. Ἐκ τῆς αὐστηρῶς τοπικῆς σημασίας ἡ λέξις μεταβαίνει ἐνίοτε,
1) εἰς σημασίαν ἐμφαίνουσαν χρόνον ἢ περίστασιν, ὡς τὸ Λατ. ubi, ὅπου τιν’ ἴδῃ Θέογν. 922, πρβλ. 999· σιγᾶν θ’ ὅπου δεῖ καὶ λέγειν Αἰσχύλ. Χο. 582, πρβλ. Εὐμ. 277, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 6. 2) τρόπον, οὐκ ἔσθ’ ὅπου, δὲν ὑπάρχει τρόπος καθ’ ὅν..., ἀδύνατον εἶναι νά..., Σοφ. Ο. Τ. 448, Αἴ. 1069, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 186. 3) αἰτίαν, ἀφοῦ, ἐπειδή, Λατ. quando, quoniam, Ἡρόδ. 1. 68, 4. 195, Ἀντιφῶν 112. 17· ὅπου γὰρ ἐγὼ ... ὁμολογῶ Δημ. 580. 17· οὕτως, ὅκου γε, Λατ. quandoquidem ἢ quippe, Ἡρόδ. 7. 118· ὅπουγε Ξεν. Κύρ. 2. 3, 11, κτλ.· ὅπου γε μὴ … Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 7, 3. Β. Παρὰ μεταγεν. ὡς δεικτικὸν ἐπίρρ., μόνον ἐν τῇ φράσει, ὅπου μὲν ..., ὅπου δὲν ..., ἐνταῦθα μέν.., ἐκεῖ δέ..., Πλούτ. 2. 427C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv. relat.
1 avec idée de lieu où, en quel lieu ; avec un gén. : ὅπου γῆς PLAT en quel lieu de la terre ; τῆς πόλεως ὅπου PLAT, τῆς πόλιος ὅκου HDT dans le lieu de la ville où ; ὅκου δή HDT, ὅπου περ XÉN en un lieu qcque, n’importe où ; fig. où, à quel point ; qqf avec mouv., c. ὅποι;
2 avec idée de temps quand, lorsque (cf. lat. ubi) : σιγᾶν ὅπου δεῖ ESCHL se taire quand il le faut ; ἔσθ’ ὅπου ESCHL il y a des cas où, dans beaucoup de cas, souvent ; οὐκ ἔσθ’ ὅπου SOPH en aucun cas, jamais ; ὅπου μέν, ὅπου δέ PLUT en certains cas, en d’autres, etc.
3 avec idée de cause en tant que, puisque, comme.
Étymologie: ὅς, ποῦ.

English (Autenrieth)

where. (Od.)

English (Strong)

from ὅς and πού; what(-ever) where, i.e. at whichever spot: in what place, where(-as, -soever), whither (+ soever).

English (Thayer)

(from ποῦ and the relative ὁ) (from Homer down), where;
1. adverb of place,
a. in which place, where; α. in relative sentences with the indicative it is used to refer to a preceding noun of place; as, ἐπί τῆς γῆς, ὅπου etc. T WH omit; Tr brackets), 48; ἐκεῖ or ἐκεῖσε to be mentally supplied in what precedes or follows: ἐκεῖ expressed in what follows: שָׁם אֲשֶׁר (ὅπου ἐκεῖ, G T Tr WH), 14 (see ἐκεῖ, a.); ὅπου ... ἐπ' αὐτῶν, ὅπου also refers to men, so that it is equivalent to with (among) whom, in whose house: Winer s Grammar, § 54,7 at the end); in which state (viz. of the renewed man), wherein (A. V. whereas), Xenophon, mem. 3,5, 1). ὅπου ἄν, whereverwith imperfect indicative (see ἄν, II:1), Tdf. ἐάν); with aorist subjunctive (Latin future perfect), L T Tr WH ὅπου ἐάν); T WH ὅπου ἐάν); also ὅπου ἐάν (see ἐάν, II.), L Tr ὅπου ἄν); with subjunctive present β. in indirect questions (yet cf. Winer's Grammar, § 57,2at the end), with subjunctive aorist: ὅποι, into which place, whither (see ἐκεῖ, b.): followed by the indicative, T Tr WH (see below)); ὅπου ἄν, where (whither) soever, with indicative present, L Tr WH (cf. below), cf. Buttmann, § 139,30; with subjunctive present, R G T WH (others, ὅπου ἐάν, see below); R G L); R G T (see above); ὅπου ἐάν, with subjunctive present, L Tr in if (in case that, in so far as (A. V. whereas (cf. Clement of Rome, 1 Corinthians 43,1 [ET], and often in Greek writings; cf. Grimm on 1 Corinthians 3:3; (Müller on the Epistle of Barnabas 16,63).

Greek Monolingual

επίρρ. βλ. όπου.

Greek Monotonic

ὅπου: Ιων. ὅκου, αναφορ. επίρρ. του τόπου, κανονικά γεν. μιας απαρχαιωμένης αντων. ὅπος, συσχετικό προς το ποῦ·
I. 1. ως αναφορ., σε Ηρόδ., Αττ.· ορισμένες φορές με γεν. του τόπου, ὅπου γῆς, Λατ. ubi terrarum, σε Πλάτ.· ἔσθ' ὅπου, κάπου, σε καποια μέρη, Λατ. est ubi, σε Αισχύλ., Δημ.· με άλλα μόρια, ὅκου δή, κάπου ή αλλού, Λατ. nescio ubi, σε Ηρόδ.· ὅπου iν ή ὅπουπερ ἄν, οπουδήποτε, με υποτ., στους Τραγ., Λατ. ubicunque, σε Πλάτ.
2. σε πλάγιες ερωτήσεις, ὄφρα πύθηαι πατρός, ὅπου κύθε γαῖα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με ρήματα κίνησης, συνεκδοχικά, αντίθ. προς το ὅποι χρησιμ. με ρήματα που δηλώνουν στάση, κεῖνος δ' ὅπου βέβηκεν, οὐδεὶς οἶδε, σε Σοφ.· ως απάντηση μιας ερώτησης, ἡ Λακεδαίμων ποῦ 'στιν; Απάντ. ὅπου 'στίν· (ρωτάς) πού βρίσκεται; σε Αριστοφ.
II. 1. λέγεται για χρόνο ή περίσταση, όπως το Λατ. ubi, σιγᾶν ὅπου δεῖ, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. λέγεται για τρόπο, οὐκ ἔσθ' ὅπου, δεν υπάρχει κανένας τρόπος με τον οποίο, είναι αδύνατον να, σε Σοφ., Ευρ.
3. λέγεται για αιτία, επειδή, καθώς, Λατ. quando, quoniam, σε Ηρόδ., Αττ.· ὅπουγε, Λατ. quandoquidem, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὅπου: ион. ὅκου adv. relat.
1) где (ὅ. τὰ δώματ᾽ ἐστὶν Οἰδίπου Soph.): ὅ. ἂν τύχῃ τῶν λεγομένων Plat. в любом месте (досл. где придется в) речи; ὅ. γῆς Plat. (лат. ubi terrarum) где на свете, где именно; ἐσθ᾽ ὅ. Aesch. бывает кое-где, т. е. иногда; οὐκ ἔσθ᾽ ὅ. Dem. нигде или никогда не бывает, т. е. невозможно, немыслимо; ὅκου δή Her. где-то;
2) куда (ὅ. βέβηκεν, οὐδεὶς οἶδε Soph.);
3) когда: ὅ. τις λόγος γένοιτο περὶ Σπαρτιατῶν Xen. когда речь заходила о спартанцах; ὅ. μέν … ὅ. δέ … Plut. в одних случаях … в других случаях … (см. тж. в 1: ἔσθ᾽ ὅ. и οὐκ ἔσθ᾽ ὅ.);
4) (преимущ. с γέ) так как, поскольку, если: ὅ. γε καὶ ἡμῶν ἑκάστῳ τοσαῦτα δέδωκεν Xen. (Кир очень богат), поскольку (или если) каждому из нас он столько дал.