εὐφραίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
(2b)
(1ab)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐφραίνω:''' эп. ἐϋφραίνω (fut. εὐφρᾰνῶ, aor. ион. εὔφρανα; pass.: fut. εὐφρανθήσομαι, aor. ηὐφράνθην)<br /><b class="num">1)</b> радовать, веселить (τινὰ ἐπέεοι, νόημά τινος Hom.; θυμόν τινος Pind.; τινὰ διά τι Plat.); pass. радоваться, веселиться, быть довольным (τινι Pind., Plat., NT; ἐπί τινι Arph., Xen., NT; διά и [[ἀπό]] τινος Xen.; ἐπί τι и ἔν τινι NT): [[μηδέν]] τι [[μᾶλλον]] ἢ νοσῶν εὐφραίνεται Soph. его настроение нисколько не улучшилось после болезни;<br /><b class="num">2)</b> доставлять удовольствие, быть приятным (ὁ λιβανωτὸς ἀπολλύμενος εὐφραίνει Arst.).
|elrutext='''εὐφραίνω:''' эп. ἐϋφραίνω (fut. εὐφρᾰνῶ, aor. ион. εὔφρανα; pass.: fut. εὐφρανθήσομαι, aor. ηὐφράνθην)<br /><b class="num">1)</b> радовать, веселить (τινὰ ἐπέεοι, νόημά τινος Hom.; θυμόν τινος Pind.; τινὰ διά τι Plat.); pass. радоваться, веселиться, быть довольным (τινι Pind., Plat., NT; ἐπί τινι Arph., Xen., NT; διά и [[ἀπό]] τινος Xen.; ἐπί τι и ἔν τινι NT): [[μηδέν]] τι [[μᾶλλον]] ἢ νοσῶν εὐφραίνεται Soph. его настроение нисколько не улучшилось после болезни;<br /><b class="num">2)</b> доставлять удовольствие, быть приятным (ὁ λιβανωτὸς ἀπολλύμενος εὐφραίνει Arst.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[cheer]], [[delight]], [[gladden]], Hom., Trag., etc.<br /><b class="num">II.</b> Pass. to make [[merry]], [[enjoy]] [[oneself]], be [[happy]], Od., Hdt.; ἐπί τινι Ar.; ἔν τινι, διά τινος, ἀπό τινος Xen.; c. [[part]]., εὐφράνθη [[ἰδών]] was rejoiced at [[seeing]], Pind.
}}
}}

Revision as of 23:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφραίνω Medium diacritics: εὐφραίνω Low diacritics: ευφραίνω Capitals: ΕΥΦΡΑΙΝΩ
Transliteration A: euphraínō Transliteration B: euphrainō Transliteration C: effraino Beta Code: eu)frai/nw

English (LSJ)

Ep. ἐϋφρ-, fut. Att.

   A εὐφρᾰνῶ A.Ch.742, etc., Ion. and Ep. εὐφρανέω Il.5.688, ἐϋφρανέω 7.297: aor. 1 εὔφρᾱνα or ηὔφρ-Simon. 155.12, Pi.I.7(6).3, E.Or.217, etc.; Ep. εὔφρηνα Il.24.102, subj. ἐϋφρήνῃς 7.294:—Pass., with fut. Med. εὐφρᾰνοῦμαι X.Smp.7.5; Ion. 2sg. εὐφρανέαι (v.l. -έεαι) Hdt.4.9; also Pass. εὐφρανθήσομαι Ar.Lys. 165, Aeschin.1.191, Men.Pk.68: aor.1 εὐφράνθην or ηὐ- Pi.O.9.62, Ar. Ach.5: (εὔφρων):—cheer, gladden, εὐφρανέειν ἄλοχον Il.5.688; ἐϋφραίνοιτε γυναῖκας Od.13.44; ἀνδρὸς ἐϋφραίνοιμι νόημα 20.82; εὐ. θυμόν τινος Pi.I.7(6).3; νόον, φρένα, A.Ch.742, Supp.515; [τινὰ] ἐπέεσσι Il. 24.102; τινὰ δι' ἀρετήν Pl.Mx.237a; τινά τι Agatho 12; πλεῖστα X. Mem.2.4.6.    II Pass., make merry, enjoy oneself, εὐφραίνεσθαι ἕκηλον Od.2.311, cf. Hdt.4.9, Ev.Luc.16.19, etc.; τινι at or in a thing, Pi.P.9.16, Ar.Nu.561, Pl.Lg.796b; ἐπί τινι Ar.Ach.5, X.Smp.7.5, Aeschin.1.191; ἔν τινι X.Hier.1.16; διά τινος ib.8; ἀπό τινος ib.4.6: c. part., εὐφράνθη ἰδών was rejoiced at seeing, Pi.O.9.62, cf. Men.Pk. 68; εἰ πεπαυμένος μηδέν τι μᾶλλον ἢ νοσῶν εὐφραίνεται S.Aj.280, cf. E.Med.36; τὰ ἐμὰ εὐ. enjoy a pleasure in my stead, Luc.DMar.13.2.

French (Bailly abrégé)

impf. εὔφραινον, f. εὐφρανῶ, ao. ηὐφρανα, pf. inus.
Pass. f. εὐφρανθήσομαι, ao. εὐφράνθην;
réjouir, charmer : τινα qqn ; Pass. être charmé ; avec un part. être charmé de.
Étymologie: εὖ, φρήν.

English (Autenrieth)

(φρήν), fut. εὐφρανέω, aor. εὔφρηνα: cheer, gladden, mid., take one's pleasure, Od. 2.311.

English (Slater)

εὐφραίνω (εὐφραίνοισιν: aor. εὔφρᾶνας: aor. pass. εὐφράνθη; εὐφρανθεῖσα.)
   a act. delight τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων μάλιστα θυμὸν τεὸν εὔφρανας; (I. 7.3) ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι, τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά fr. 221. 1.
   b pass., be delighted εὐφράνθη τε ἰδὼν ἥρως θετὸν υἱόν (O. 9.62) Ναὶς εὐφρανθεῖσα Πηνειοῦ λέχει Κρέοισ' ἔτικτεν (i. e. τῇ τοῦ Πηνειοῦ μίξει Σ.) (P. 9.16)
   c dub. frag. ]ευφρᾳ[ ?fr. 333e. 2.

Spanish

alegrarse

English (Strong)

from εὖ and φρήν; to put (middle voice or passively, be) in a good frame of mind, i.e. rejoice: fare, make glad, be (make) merry, rejoice.

English (Thayer)

passive, present ἐυφραίνομαι; imperfect εὐφραινόμην (ἠυφραίνω (cf. WH's Appendix, p. 162)); 1st aorist εὐφράνθην and L T Tr WH ηὐφράνθην (εὐδοκέω, at the beginning); 1future εὐφρανθήσομαι; (εὖ and φρήν); in the Sept. very often actively for שִׂמַּח to make joyful, and passive for שָׂמַח to be joyful, sometimes for רָנַן to sing; in Greek writings from Homer down; to gladden, make joyful: τινα, λύπειν). Passive to be glad, to be merry, to rejoice: absolutely, ἐν τίνι, to rejoice in, be delighted with, a thing, Xenophon, Hier. 1,16); ἐπί τίνι, L T Tr WH (for ἐπ' αὐτήν); of the merriment of a feast, λαμπρῶς added, to live sumptuously: Homer, Odyssey 2,311; Xenophon, Cyril 8,7, 12).

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐφραίνω, Α επικ. τ. ἐϋφραίνω) εύφρων
1. δημιουργώ, προξενώ σε κάποιον ευφροσύνη, χαροποιώ, καλοκαρδίζω (α. «με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις», Βαλαωρ.
β. «ἐϋφραίνοιτε γυναῑκας», Ομ. Οδ.)
2. και μέσ. ευφραίνομαι
αισθάνομαι ευφροσύνη, γεμίζω χαρά (α. «απ' την άνοιξη, που εγύρισε, ουρανός και γης ευφράνθη», Σολωμ.
β. «ἔχαιρεν εὐφραινόμενος ὥσπερ ἐν παραδείσῳ», Διγεν. Ακρ.
γ. «αὐτή τε εὐφρανέαι καὶ τὰ ἐντεταλμένα ποιήσεις», Ηρόδ.)
μσν.
ευχαριστιέμαι, χαίρομαιμόλις εἶδον πίνακα ζωμὸν ἔχοντα πλεῑστον καὶ δράξας εἰς τὰς χεῑράς μου ηὔφρανε ἡ καρδία μου», Πρόδρ.).

Greek Monotonic

εὐφραίνω: Επικ. ἐϋ-φρ-, μέλ. Αττ. εὐφρᾰνῶ, Ιων. και Επικ. εὐφρανέω, ἐϋφρανέω· αόρ. αʹ ἔφρᾱνα ή ηὔφρ-, Επικ. εὔφρηνα — Παθ., με Μέσ. μέλ. εὐφρᾰνοῦμαι, Ιων. βʹ ενικ. εὐφράνεαι, Παθ. εὐφρανθήσομαι· αόρ. αʹ εὐφράνθην ή ηὐ- (εὔφρων
I. ευθυμώ, χαροποιώ, ενθουσιάζω, ευαρεστώ, καλοκαρδίζω, σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.
II. Παθ., γίνομαι χαρούμενος, ευαρεστούμαι, τέρπομαι, ευχαριστιέμαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ἐπί τινι, σε Αριστοφ.· ἔν τινι, διά τινος, ἀπό τινος, σε Ξεν.· με μτχ., εὐφράνθη ἰδών, αγαλλίασε όταν αντίκρυσε, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐφραίνω: эп. ἐϋφραίνω (fut. εὐφρᾰνῶ, aor. ион. εὔφρανα; pass.: fut. εὐφρανθήσομαι, aor. ηὐφράνθην)
1) радовать, веселить (τινὰ ἐπέεοι, νόημά τινος Hom.; θυμόν τινος Pind.; τινὰ διά τι Plat.); pass. радоваться, веселиться, быть довольным (τινι Pind., Plat., NT; ἐπί τινι Arph., Xen., NT; διά и ἀπό τινος Xen.; ἐπί τι и ἔν τινι NT): μηδέν τι μᾶλλον ἢ νοσῶν εὐφραίνεται Soph. его настроение нисколько не улучшилось после болезни;
2) доставлять удовольствие, быть приятным (ὁ λιβανωτὸς ἀπολλύμενος εὐφραίνει Arst.).

Middle Liddell


I. to cheer, delight, gladden, Hom., Trag., etc.
II. Pass. to make merry, enjoy oneself, be happy, Od., Hdt.; ἐπί τινι Ar.; ἔν τινι, διά τινος, ἀπό τινος Xen.; c. part., εὐφράνθη ἰδών was rejoiced at seeing, Pind.