περιρρέω: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> περιρρεύσομαι, <i>ao.2</i> περιερρύην, <i>pf.</i> περιερρύηκα;<br /><b>1</b> couler autour de, acc. ; <i>Pass.</i> être entouré par un courant (d'eau, <i>etc.</i>) : περιρρεόμενος αἵματι PLUT ruisselant de sang;<br /><b>2</b> tomber en glissant autour : περιρρεῖν ἐλέφαντος PLUT tomber en glissant le long d'un éléphant;<br /><b>3</b> [[couler en abondance]], [[affluer]], [[être abondant]] <i>ou</i> superflu : σοὶ περιρρείτω [[βίος]] SOPH que la vie te soit facile et abondante ; οὐδενὸς περιρρέοντος PLUT rien n'étant superflu.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ῥέω]]. | |btext=<i>f.</i> περιρρεύσομαι, <i>ao.2</i> περιερρύην, <i>pf.</i> περιερρύηκα;<br /><b>1</b> [[couler autour de]], acc. ; <i>Pass.</i> être entouré par un courant (d'eau, <i>etc.</i>) : περιρρεόμενος αἵματι PLUT ruisselant de sang;<br /><b>2</b> tomber en glissant autour : περιρρεῖν ἐλέφαντος PLUT tomber en glissant le long d'un éléphant;<br /><b>3</b> [[couler en abondance]], [[affluer]], [[être abondant]] <i>ou</i> superflu : σοὶ περιρρείτω [[βίος]] SOPH que la vie te soit facile et abondante ; οὐδενὸς περιρρέοντος PLUT rien n'étant superflu.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ῥέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 17:35, 7 December 2022
English (LSJ)
fut. A -ρεύδομαι Arist.Cael.287b10: aor. 1 inf. περιρρεῦσαι Lycurg.96 (s.v.l.): aor. 2 περιερρύην (v. infr.): pf. περιερρύηκα Pl.Criti. 111b: I c. acc., flow round, τὸν δ' αἷμα περίρρεε Od.9.388; νῆδον π. ὁ Νεῖλος Hdt.2.29, cf. 127; νήσους, ἃς περιρρεῖν τὸν ἀέρα Pl.Phd. 111a; κύκλῳ… τὸν τόπον περιρρεῦσαι τὸ πῦρ Lycurg.l.c. codd.; of persons, ἅπαντες π. ἡμᾶς κύκλῳ Pl.Chrm. 155d:—Pass., to be surrounded by water, X.An.1.5.4, Arist.Mu.393a11, al. II abs., flow round, Στρυμόνος ἐπ' ἀμφότερα περιρρέοντος Th.4.102, cf. X.HG4.1.16 (v.l.), Arist.Cael. l.c. 2 fall away, περιερρυηκυίας τῆς γῆς Pl.Criti.l. c.; waste away, πῆχυς ὅλος περιερρύη Hp.Epid.3.4, cf. LXX 4 Ma.9.20; fall off, of flowers, Thphr.HP4.8.9. 3 slip from off a thing, ἡ ἀσπὶς περιερρύη ἐς τὴν θάλασσαν slipped off his arm into the sea, Th.4.12; [αἱ πέδαι] αὐτῷ αὐτόμαται π. X.An.4.3.8; [αἱ πέδαι] π. Plu.2.304b; οἱ στέφανοι π. Luc.VH2.11: c. gen., ἵππου π. slip off it, Plu.Art. 15, cf. Id.2.970d; τροχοὶ π. τῶν ἁρμάτων Parth.6.4. 4 overflow on all sides, σοὶ περιρρείτω βίος let thy means of living abound, S.El.362; of excessive wealth, Diog.Oen.60; οὐδενὸς περιρρέοντος being in excess, Plu.Per.16:—Pass., to be all running or dripping, ἱδρῶτι with sweat, Id.Aem.25; δάκρυσι Suid. s.v. ἄναυδος: freq. metaph., abound, περιρρεομένη ἀφθονία ἀγαθῶν Ph.2.455; of persons, c. dat., περιρρεόμενος ταῖς ἐκτὸς οὐσίαις Id.1.592, cf. 2.445; περιρρέονται μαθηταῖς have a crowd of pupils about them, Lib.Or.64.90.
French (Bailly abrégé)
f. περιρρεύσομαι, ao.2 περιερρύην, pf. περιερρύηκα;
1 couler autour de, acc. ; Pass. être entouré par un courant (d'eau, etc.) : περιρρεόμενος αἵματι PLUT ruisselant de sang;
2 tomber en glissant autour : περιρρεῖν ἐλέφαντος PLUT tomber en glissant le long d'un éléphant;
3 couler en abondance, affluer, être abondant ou superflu : σοὶ περιρρείτω βίος SOPH que la vie te soit facile et abondante ; οὐδενὸς περιρρέοντος PLUT rien n'étant superflu.
Étymologie: περί, ῥέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ρρέω act. met acc. om... heen stromen:; τὸν δ’ αἷμα περίρρεε eromheen (om de paal) stroomde het bloed Od. 9.388; pass. omgeven zijn (door water):; περιερρεῖτο δ ' αὕτη ὑπὸ τοῦ Μάσκα die (de stad) was omgeven door de rivier de Mascas Xen. An. 1.5.4; overdr.. ἱδρῶτι πολλῷ περιρρεομένους druipend van het vele zweet Plut. Aem. 25.3. act. intrans., overdr. overvloedig stromen:. σοί... περιρρείτω βίος laat jouw leven in overvloed verlopen Soph. El. 362; οὐδενός... περιρρέοντος terwijl er niets overvloedigs is Plut. Per. 16.5. med.-pass. intrans. wegstromen, wegglijden:. πῆχυς ὅλος περιερρύη de gehele onderarm was weggerot Hp. Epid. 3.4; ἔδοξε... αὗται αὐτῷ αὐτόμαται περιρρυῆναι hij droomde dat die (de boeien) automatisch van hem waren afgevallen Xen. An. 4.3.8; ἵππου π. van een paard afglijden Plut. Art. 15.4.
German (Pape)
(ῥέω),
1 rings umfließen, umströmen; c. acc., τὸν δ' (μοχλόν) αἷμα περίρρεε, Od. 9.388; Her. 2.29; Thuc. 4.102; pass., Xen. An. 1.5.4; ἃς περιρρεῖν τὸν ἀέρα, Plat. Phaed. 111a; und übertragen, οἱ ἐν τῇ παλαίστρᾳ ἅπαντες περιέρρεον ἡμᾶς κύκλῳ κομιδῇ, Charm. 155d; λέγεται κύκλῳ τὸν τόπον περιρρεῦσαι τὸ πῦρ, Lycurg. 96; pass. ἱδρῶτι περιρρεόμενοι, S.Emp. pyrrh. 1.238, wie αἵματι, von Blut triefend, Plut. Aem. 26.
2 intr., herumfließen, von allen Seiten herunterfließen od. -gleiten, z.B. von Fesseln, Xen. An. 4.3.8; vgl. Thuc. 4.12; Luc. D.D. 4.1, 19.1; ἐλέφαντος περιρρυῆναι, hinunterfallen, Plut. Alex. 60, vgl. Artax. 15.
übertragen, σοὶ δὲ πλουσία τράπεζα κείσθω καὶ περιρρείτω βίος, Soph. El. 354, dir ströme das Leben, der Lebensbedarf über, du magst im Überfluß leben; οὐδενὸς περιρρέοντος, Nichts war überflüssig, Plut. Per. 16.
Russian (Dvoretsky)
περιρρέω: (fut. περιρρεύσομαι, impf. περιέρρεον - эп. περίρρεον, aor. 2 περιερρύην, pf. περιερρύηκα)
1 течь со всех сторон, обтекать (νῆσον Her.): τὸν δ᾽ αἷμα περίρρεε Hom. кровь облила его; π. ἐπ᾽ ἀμφότερα Thuc. протекать с обеих сторон; ἱδρῶτι πολλῷ περιρρεόμενος Plut. весь в поту;
2 окружать, обступать (τινα κύκλῳ Plat.);
3 стекать или соскальзывать отовсюду: περιερρυηκυῖα ἡ γῆ Plat. смытая со всех сторон земля; ἡ ἀσπὶς περιερρύη εἰς τὴν θάλασσαν Thuc. щит (Брасида) соскользнул в море; ἐλέφαντος περιρρυῆναι Plat. упасть со слона;
4 притекать отовсюду, течь в изобилии: σοὶ περιρρείτω βίος Soph. пусть жизнь твоя течет в изобилии; οὐδενὸς περιρρέοντος Plut. поскольку ни в чем избытка не было.
English (Autenrieth)
(σρέω), ipf. περίρρεε: stream around, w. acc., Od. 9.388†.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. (για υγρό) ρέω, κυλώ γύρω από κάποιον ή από κάτι, περιβρέχω, περιχύνω κάποιον ή κάτι («νῆσον περιρρέει Νεῖλος», Ηρόδ.)
2. παθ. περιρρέομαι
περιβάλλομαι από νερό, περιβρέχομαι («περιερρεῖτο δ' αὕτη ὑπὸ τοῦ Μάσκα κύκλῳ», Ξεν.)
αρχ.
1. (για τον αέρα) περιβάλλω («τοὺς δὲ ἐν τοῖς νήσοις ἃς περιρρεῖν τὸν ἀέρα πρὸς τῇ ἠπείρῳ οὔσας», Πλάτ.)
2. (για φωτιά) περικυκλώνω («κύκλῳ τὸν τόπον ἐκεῖνον περιρρυῆναι τὸ πῡρ», Λυκούργ.)
3. μτφ. (για πλήθος ανθρώπων) στέκομαι γύρω γύρω («ἅπαντες περιέρρεον ἡμᾶς κύκλῳ», Πλάτ.)
4. α) πλημμυρίζω, γεμίζω από όλα τα μέρη
β) μτφ. έχω αφθονία («σοὶ δὲ πλουσία τράπεζα κείσθω καὶ περιρρείτω βίος», Σοφ.)
5. αφανίζομαι, γίνομαι φτωχός σε κάτι, χάνω ουσιώδη στοιχεία («περιερρυηκίας τῆς γῆς», Πλάτ.)
6. φθείρομαι, ξηραίνομαι, αδυνατίζω, χωνεύω («πῆχυς ὅλος περιερρύη», Ιπποκρ.)
7. (για άνθη) μαραίνομαι, φυλλορροώ
8. πέφτω κάτω, γλιστρώ, ξεφεύγω («ἡ ἀσπὶς περιερρύη εἰς τὴν θάλασσαν», Θουκ.)
9. (για δεσμά) χαλαρώνομαι, λύνομαι («αὗται δὲ αὐτόμαται [αἱ πέδαι] περιρρυῆναι», Ξεν.)
10. φρ. α) «οὐδενὸς περιρρέοντος» — χωρίς να υπάρχει τίποτε σε υπερβολικό βαθμό, δηλ. περιττό, Πλούτ.
β) «περιρρέονται μαθηταῑς» — έχουν αφθονία μαθητών (Λιβάν.).
Greek Monotonic
περιρρέω: μέλ. -ρεύσομαι, παρακ. -ερρύηκα, Παθ. αορ. βʹ (με Ενεργ. σημασία) -ερρύην·
I. με αιτ., ρέω ολόγυρα, τὸν δ' αἷμα περίρρεε, σε Ομήρ. Οδ.· νῆσον περιρρέει ὁ Νεῖλος, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., περιβάλλομαι από νερό, σε Ξεν.
II. 1. γλιστρώ, πέφτω, διαρρέω ολόγυρα σε όλες τις πλευρές, ἡ ἀσπὶς περιερρύη εἰς τὴν θάλασσαν, γλίστρησε από το χέρι του και έπεσε στη θάλασσα, σε Θουκ.· (αἱ πέδαι) αὐτόμαται περιρρέουσιν, σε Ξεν.
2. υπερχειλίζω από όλες τις πλευρές, σοὶ περιρρείτω βίος, αφθονούν τα αγαθά στην ζωή σου, σε Σοφ.· οὐδενὸς περιρρέοντος, χωρίς τίποτα να είναι περιττό, σε Πλούτ. — Παθ., στάζω από παντού, ἱδρῶτι, με ιδρώτα, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
περιρρέω: μέλλ. -ρεύσομαι· πρκμ. -ερρύηκα· ἀόρ. -ερρύην· Ι. μετ’ αἰτ., ῥέω περί τινα ἢ περί τι, τὸν δ’ αἷμα περίρρεε Ὀδ. Ι. 388· νῆσον π. ὁ Νεῖλος Ἡρόδ. 2. 29, πρβλ. 127· νήσους, ἃς περιρρεῖν τὸν ἀέρα Πλάτ. Φαίδων 111Α· κύκλῳ... τὸν τόπον περιρρεῦσαι τὸ πῦρ Λυκοῦργ. 160. 1· ἐπὶ προσώπων, ἅπαντες π. ἡμᾶς κύκλῳ Πλάτ. Χαρμ. 155D. ― Παθητ., περιερρεῖτο δ’ αὕτη (δηλ. ἡ πόλις Κορσωτὴ) ὑπὸ τοῦ Μάσκα κύκλῳ Ξεν. Ἀνάβ. 1, 5, 4, Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 2, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀπολ., ῥέω ὁλόγυρα, π. ἐπ’ ἀμφότερα ὁ Στρυμὼν Θουκ. 4. 102, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 16, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 4, 12. 2) διαρρέω ὁλόγυρα, περιερρυηκυίας τῆς γῆς Πλάτ. Κριτί. 111Β· ἐκπίπτω, φθείρομαι, ξηραίνομαι, βραχίων π. ὅλος Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1083. 3) ἐκφεύγω ἔκ τινος, ἡ ἀσπὶς περιερρύη εἰς τὴν θάλασσαν, ἐξέφυγεν ἐκ τῆς χειρὸς αὐτοῦ καὶ ἔπεσεν εἰς τὴν θάλασσαν, Θουκ. 4. 12· Ξενοφῶν δὲ ὄναρ εἶδεν· ἔδοξεν ἐν πέδαις δεδέσθαι, αὗται δὲ αὐτῷ αὐτόμαται περιρρυῆναι Ξεν. Ἀν. 4. 3, 8· αἱ ζῶναι π. Πλούτ. 2. 304Β· οἱ στέφανοι Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 11· μετὰ γεν., ἵππου περιρρυέντα, πεσόντα, Πλουτ. Ἀρτοξ. 15. πρβλ. 2. 970D· τροχοὶ π. τῶν ἁρμάτων Παρθέν. 6. 4. 4) πλημμυρῶ πανταχόθεν, σοὶ δὲ πλουσία τράπεζα κείσθω καὶ περιρρείτω βίος, καὶ ὁ βίος σου ἔστω πλήρης παντὸς ἀγαθοῦ, Σοφ. Ἠλ. 362· οὐδενὸς περιρρέοντος, ὄντος περιττοῦ, Πλουτ. Περικλ. 16. ― Παθητ., ἵππους πολλῷ περιρρεομένους ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 25· δάκρυσι Σουΐδ. ἐν λέξ. ἄναυδος.
Middle Liddell
fut. -ρεύσομαι perf. -ερρύηκα aor2 pass. -ερρύην
I. c. acc. to flow round, τὸν δ' αἷμα περίρρεε Od.; νῆσον π. ὁ Νεῖλος Hdt., etc.:—Pass. to be surrounded by water, Xen.
II. to slip away on all sides, ἡ ἀσπὶς περιερρύη εἰς τὴν θάλασσαν slipped off his arm into the sea, Thuc.; [αἱ πέδαι] αὐτόμαται π. Xen.
2. to overflow on all sides, σοὶ περιρρείτω βίος may thy means of living abound, Soph.; οὐδενὸς περιρρέοντος being superfluous, Plut.:—Pass. to be all dripping, ἱδρῶτι with sweat, Plut.