ἄμμος: Difference between revisions
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
(T22) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἡ, [[sand]]; [[see]]. to a [[Hebrew]] [[comparison]] [[ἄμμος]] τῆς θαλάσσης and [[ἄμμος]] ἡ [[παρά]] τό [[χεῖλος]] τῆς θαλάσσης are used for an [[innumerable]] [[multitude]], [[sandy]] [[ground]], [[Xenophon]], [[Plato]], Theophrastus [[often]], [[Plutarch]], the Sept. [[often]].) | |txtha=ἡ, [[sand]]; [[see]]. to a [[Hebrew]] [[comparison]] [[ἄμμος]] τῆς θαλάσσης and [[ἄμμος]] ἡ [[παρά]] τό [[χεῖλος]] τῆς θαλάσσης are used for an [[innumerable]] [[multitude]], [[sandy]] [[ground]], [[Xenophon]], [[Plato]], Theophrastus [[often]], [[Plutarch]], the Sept. [[often]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἄμμος]], η<br />Μ και [[ἄμμος]], ο<br />Α και ἅμμος, η)<br />σωροί [[κόκκων]] ή λεπτών θραυσμάτων ορυκτών ή βράχων, που απαντώνται στους γιαλούς, στον βυθό θάλασσας ή λίμνης, στην [[κοίτη]] ή στις εκβολές ποταμού ή που καλύπτουν εκτάσεις ξηράς στις ερήμους<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>νεοελλ.</b> «σαν την άμμο», <b>μσν.</b> «σὰν (τον) ἄμμον» ή «[[ὑπὲρ]] τὸν ἄμμον», για [[δήλωση]] αναρίθμητου πλήθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αμμώδης]] [[έκταση]], [[αμμουδιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[χτίζω]] στην άμμο», [[δημιουργώ]] [[κάτι]] [[επάνω]] σε ασταθή θεμέλια, σε αμφίβολη [[βάση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ομαλό αμμώδες [[έδαφος]] κατάλληλο για ιπποδρομίες<br /><b>2.</b> [[αμμοκονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ως [[προς]] τη [[χρήση]] της λ. [[ἄμμος]] αξίζει να σημειωθεί ότι πρωτοεμφανίζεται στον Πλάτωνα. Παλαιότερα, στον Όμηρο, με τη [[σημασία]] της <i>ἄμμου</i> χρησιμοποιείται [[κυρίως]] η λ. [[ψάμαθος]], σπάνια δε τα [[ἄμαθος]] και [[ψάμμος]]. Η λ. [[ἄμμος]] πλάστηκε πιθ. από το [[ἄμαθος]] με αναλογική [[επίδραση]] του [[ψάμμος]] (ή, [[αλλιώς]], με συμφυρμό τών [[ἄμαθος]] <span style="color: red;">+</span> [[ψάμμος]]). Πρβλ. αντιστρόφως και ετυμολ. του [[ψάμαθος]] από αναλογική [[επίδραση]] του [[ἄμαθος]]. Το [[γένος]] της λ. μεταπλάστηκε αργότερα σε [[αρσενικό]] (<i>ο [[ἄμμος]]), [[γιατί]] η κατάλ. -<i>ος</i> θεωρήθηκε χαρακτηριστική τών αρσενικών ουσιαστικών (<b>[[πρβλ]].</b> και ἡ [[πλάτανος]] > <i>ὁ [[πλάτανος]], ἡ [[θόλος]] > <i>ὁ [[θόλος]] <b>κ.τ.ό.</b>). Διαλεκτικώς σχηματίστηκε και [[περιττοσύλλαβος]] πληθ. σε -<i>ουδες</i> (<i>ἄμμουδες</i><br /><b>[[πρβλ]].</b> [[ἆθος]]-<i>ἄθουδες</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμμώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἄμμινος]], [[ἄμμιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άμμουδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αμμόγειος]], [[αμμόδρομος]], [[αμμοδύτης]], [[αμμοκονία]], [[αμμοσκοπία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμμοβάτης]], [[ἀμμόνιτρον]], [[ἀμμόχρυσος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ἀμμόχωστος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἀμμοπλύνω</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμμοαργιλλώδης]], [[αμμόγη]], [[αμμοδίαιτος]], [[αμμοδιυλιστήριο]], [[αμμοδοχείο]], <i>αμμοδόχη</i>, [[αμμοειδής]], <i>αμμοθεραπεία</i>, <i>αμμοθήκη</i>, [[αμμοθύελλα]], [[αμμοκάικο]], [[αμμοκονίαμα]], <i>αμμόλιθος</i>, [[αμμόλουτρο]], [[αμμόλοφος]], [[αμμομαντεία]], [[αμμοσκέπαστος]], [[αμμοσκεπής]], [[αμμότοπος]], [[αμμόφιλος]], [[αμμοχάλικο]], [[αμμόχορτο]], [[αμμωρολόγιον]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), or ἅμμος (cf. ὕφ-αμμος), ἡ,
A sand, Pl.Phd.110a, etc. II sandy ground, racecourse, X.Mem. 3.3.6. (Related to ἄμαθος as ψάμμος to ψάμαθος.)
ἄμμος (B), Aeol.
A = ἁμός (A), q. v.
German (Pape)
[Seite 126] ἡ, wie ψάμμος, Sand, obgleich Moeris letztere Form für attisch erklärt, Plat. Phaed. 110 a; Sandplatz zum Reiten, Xen. Mem. 3, 3, 6; Mörtel, Theophr.; Puzzolanerde, Strab. V, 245.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμμος: ἢ ἅμμος, (πρβλ. ὕφαμμος) ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Φαίδων 110Α, κτλ. ΙΙ. ἀμμῶδες ἔδαφος, κατάλληλον δηλονότι πρὸς ἱπποδρομίαν, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 6. (συγγεν. τῷ ἄμαθος ὡς τὸ ψάμμος πρὸς τὸ ψάμμαθος).
French (Bailly abrégé)
1ου (ἡ) :
1 sable;
2 arène sablée.
Étymologie: DELG v. ἄμαθος.
2éol. c. ἁμός.
Spanish (DGE)
v. ἁμός, -ά ,-όν.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
• Morfología: [τὸ ἄ. Ep.Rom.4.18 (ap. crít.)]
1 arena Pl.Phd.110a, Arist.HA 543b18, MA 698b16, Aen.Tact.18.3, 4, Lyc.247, BGU 1506.2 (III a.C.), Hero Aut.2.9, Plu.Fab.6, LXX Ex.2.12, Aq.De.33.19, Sm.De.33.19, D.C.Epit.9.23.2
•frec. en comparaciones y como símbolo de una magnitud incontable τοὺς ἀστέρας ὁπόσοι εἰσί, καὶ τὴν ἄμμον; Pl.Euthd.294b, ὡς ἡ ἄμμος τῆς γῆς LXX Ge.28.14, λαὸς ὡς ἡ ἄ. ἡ παρὰ τὴν θάλασσαν τῷ πλήθει LXX 1Re.13.5, cf. Ge.22.17, 28.14, Aq.3Re.4.20, Sm.3Re.4.20, Thd.Ie.33.22, Ep.Hebr.11.12
•en otras comparaciones τὸ δὲ σοφίας γένος ἄμμῳ γῆς ἐξομοιοῦται Ph.1.647.
2 arenal ἐπάγειν τοὺς πολεμίους ἐπὶ τὴν ἄμμον κελεύσεις, ἔνθαπερ εἰώθατε ἱππεύειν X.Mem.3.3.6, cf. SB 9792.4 (II a.C.), PRyl.153.5 (II a.C.).
3 gravilla, arena de construcción, mortero Mitteis Chr.1.273.12 (II/III a.C.), PMich.620.135 (III a.C.).
• Etimología: Cf. ἄμαθος.
English (Strong)
perhaps from ἅμα; sand (as heaped on the beach): sand.
English (Thayer)
ἡ, sand; see. to a Hebrew comparison ἄμμος τῆς θαλάσσης and ἄμμος ἡ παρά τό χεῖλος τῆς θαλάσσης are used for an innumerable multitude, sandy ground, Xenophon, Plato, Theophrastus often, Plutarch, the Sept. often.)
Greek Monolingual
η (AM ἄμμος, η
Μ και ἄμμος, ο
Α και ἅμμος, η)
σωροί κόκκων ή λεπτών θραυσμάτων ορυκτών ή βράχων, που απαντώνται στους γιαλούς, στον βυθό θάλασσας ή λίμνης, στην κοίτη ή στις εκβολές ποταμού ή που καλύπτουν εκτάσεις ξηράς στις ερήμους
μσν.- νεοελλ.
φρ. νεοελλ. «σαν την άμμο», μσν. «σὰν (τον) ἄμμον» ή «ὑπὲρ τὸν ἄμμον», για δήλωση αναρίθμητου πλήθους
νεοελλ.
1. αμμώδης έκταση, αμμουδιά
2. φρ. «χτίζω στην άμμο», δημιουργώ κάτι επάνω σε ασταθή θεμέλια, σε αμφίβολη βάση
αρχ.
1. ομαλό αμμώδες έδαφος κατάλληλο για ιπποδρομίες
2. αμμοκονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ως προς τη χρήση της λ. ἄμμος αξίζει να σημειωθεί ότι πρωτοεμφανίζεται στον Πλάτωνα. Παλαιότερα, στον Όμηρο, με τη σημασία της ἄμμου χρησιμοποιείται κυρίως η λ. ψάμαθος, σπάνια δε τα ἄμαθος και ψάμμος. Η λ. ἄμμος πλάστηκε πιθ. από το ἄμαθος με αναλογική επίδραση του ψάμμος (ή, αλλιώς, με συμφυρμό τών ἄμαθος + ψάμμος). Πρβλ. αντιστρόφως και ετυμολ. του ψάμαθος από αναλογική επίδραση του ἄμαθος. Το γένος της λ. μεταπλάστηκε αργότερα σε αρσενικό (ο ἄμμος), γιατί η κατάλ. -ος θεωρήθηκε χαρακτηριστική τών αρσενικών ουσιαστικών (πρβλ. και ἡ πλάτανος > ὁ πλάτανος, ἡ θόλος > ὁ θόλος κ.τ.ό.). Διαλεκτικώς σχηματίστηκε και περιττοσύλλαβος πληθ. σε -ουδες (ἄμμουδες
πρβλ. ἆθος-ἄθουδες).
ΠΑΡ. ἀμμώδης
αρχ.
ἄμμινος, ἄμμιον
νεοελλ.
άμμουδα.
ΣΥΝΘ. αμμόγειος, αμμόδρομος, αμμοδύτης, αμμοκονία, αμμοσκοπία
αρχ.
ἀμμοβάτης, ἀμμόνιτρον, ἀμμόχρυσος
μσν.- νεοελλ.
ἀμμόχωστος
μσν.
ἀμμοπλύνω
νεοελλ.
αμμοαργιλλώδης, αμμόγη, αμμοδίαιτος, αμμοδιυλιστήριο, αμμοδοχείο, αμμοδόχη, αμμοειδής, αμμοθεραπεία, αμμοθήκη, αμμοθύελλα, αμμοκάικο, αμμοκονίαμα, αμμόλιθος, αμμόλουτρο, αμμόλοφος, αμμομαντεία, αμμοσκέπαστος, αμμοσκεπής, αμμότοπος, αμμόφιλος, αμμοχάλικο, αμμόχορτο, αμμωρολόγιον].