ἄνανδρος: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
m (Text replacement - "ἁβρόβιος, ἁβρός, ἀνδρογύναιος, ἀνδρόγυνος, ἁπαλός, ἀπομάλακος, γυναικεῖος, γυναικίας, γυναικικός, [[γυνα...) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "ἁβρόβιος, ἁβρός, αἰσχροπαθής, ἀνδρογύναιος, ἀνδρογύνης, ἀνδρόγυνος, ἁπαλός, ἀπομάλακος, βάναυσος, [[γυνα...) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[effeminate]]=== | |trtx====[[effeminate]]=== | ||
Amharic: ሴታ ሴት; Arabic: مُخَنَّث; Armenian: կնաբարո, ղզիկ; Aromanian: muljirashcu; Bikol Central: babayinhon; Bulgarian: женствен; Chinese Cantonese: 乸型; Mandarin: 娘娘腔, 女人氣/女人气; Coptic: ⲙⲁⲗⲁⲕⲟⲥ; Czech: zženštilý; Danish: kvindagtig; Dutch: [[verwijfd]]; Esperanto: virineca, ineca; Finnish: naismainen, epämiehekäs, feminiininen; French: [[efféminé]], [[efféminée]]; Galician: afeminado; German: [[weibisch]], [[tuntig]], [[effeminiert]], [[verweichlicht]], [[verweiblicht]]; Greek: [[θηλυπρεπής]]; Ancient Greek: [[ἁβρόβιος]], [[ἁβρός]], [[αἰσχροπαθής]], [[ἀνδρογύναιος]], [[ἀνδρογύνης]], [[ἀνδρόγυνος]], [[ἁπαλός]], [[ἀπομάλακος]], [[βάναυσος]], [[γυναικάνηρ]], [[γυναικεῖος]], [[γυναικηρός]], [[γυναικίας]], [[γυναικικός]], [[γυναικοήθης]], [[γυναικόμιμος]], [[γυναικόμορφος]], [[γυναικοπαθής]], [[γυναικοτραφής]], [[γυναικόφρων]], [[γυναικώδης]], [[γύννις]], [[διακεκλασμένος]], [[διονῦς]], [[ἐκτεθηλυμμένος]], [[θηλυδρίας]], [[θηλυδρίης]], [[θηλυδριῶδες]], [[θηλυδριώδης]], [[θηλυκῶδες]], [[θηλυκώδης]], [[θηλύμορφος]], [[θηλύνους]], [[θηλύφρων]], [[θηλύψυχος]], [[θρυπτικός]], [[Ἰωνικός]], [[κατακεκλασµένος]], [[κατατεθηλυμμένος]], [[κατεαγός]], [[κατεαγώς]], [[μαλακός]], [[μαλακόσωμος]], [[μαλθακός]], [[μαλθάκων]], [[μεῖραξ]], [[μόλθακος]], [[ὄλολυς]], [[σαβακός]], [[σαλμακίς]], [[Σαλμακίς]], [[τρυφερόβιος]], [[τρυφερός]], [[τρυφῶν]], [[ὑπόθηλυς]], [[χλιδανός]]; Indonesian: banci, kemayu; Irish: baineanda, baineann, piteogach, piteánta; Italian: [[effemminato]]; Japanese: 女々しい; Korean: 유약; Kurdish Northern Kurdish: serejin, nemêr; Latin: [[eviratus]], [[perfluus]]; Macedonian: женствен; Manx: dendeaysagh, soailtagh, bwoirrin, benoil; Norwegian: kvinneaktig, umandig, jentete, jenteaktig, kvinnelig, femi, bløtaktig; Bokmål: feminin, fjollete; Nynorsk: feminin; Persian: امرد; Polish: zniewieściały, zbabiały, wydelikacony, babski, babski; Portuguese: [[afeminado]], [[efeminado]], [[mulheril]], [[adamado]], [[amulherado]], [[afemeado]], [[amaricado]], [[dengoso]], [[inviril]], [[mulherengo]], [[amulherengado]], [[paneleiro]], [[apaneleirado]], [[maricas]], [[mariconço]], [[bicha]], [[abichanado]], [[larilas]], [[panilas]], [[enerve]]; Romanian: afemeiat; Russian: [[женоподобный]]; Scottish Gaelic: boireannta; Slovak: zoženštený; Spanish: [[afeminado]], [[amanerado]], [[amujerado]], [[ahembrado]], [[adamado]], [[mujeril]], [[amariconado]]; Swedish: fjollig; Tagalog: binabae; Turkish: yumuşak, efemine; Ukrainian: жоновидий, жінкуватий; Uzbek: xotinchalish, xezalak; Welsh: merchetaidd | Amharic: ሴታ ሴት; Arabic: مُخَنَّث; Armenian: կնաբարո, ղզիկ; Aromanian: muljirashcu; Bikol Central: babayinhon; Bulgarian: женствен; Chinese Cantonese: 乸型; Mandarin: 娘娘腔, 女人氣/女人气; Coptic: ⲙⲁⲗⲁⲕⲟⲥ; Czech: zženštilý; Danish: kvindagtig; Dutch: [[verwijfd]]; Esperanto: virineca, ineca; Finnish: naismainen, epämiehekäs, feminiininen; French: [[efféminé]], [[efféminée]]; Galician: afeminado; German: [[weibisch]], [[tuntig]], [[effeminiert]], [[verweichlicht]], [[verweiblicht]]; Greek: [[θηλυπρεπής]]; Ancient Greek: [[ἁβρόβιος]], [[ἁβρός]], [[αἰσχροπαθής]], [[ἀνδρογύναιος]], [[ἀνδρογύνης]], [[ἀνδρόγυνος]], [[ἁπαλός]], [[ἀπομάλακος]], [[βακέλας]], [[βάκηλος]], [[βάναυσος]], [[γυναικάνηρ]], [[γυναικεῖος]], [[γυναικηρός]], [[γυναικίας]], [[γυναικικός]], [[γυναικοήθης]], [[γυναικόμιμος]], [[γυναικόμορφος]], [[γυναικοπαθής]], [[γυναικοτραφής]], [[γυναικόφρων]], [[γυναικώδης]], [[γύννις]], [[διακεκλασμένος]], [[διονῦς]], [[ἐκτεθηλυμμένος]], [[θηλυδρίας]], [[θηλυδρίης]], [[θηλυδριῶδες]], [[θηλυδριώδης]], [[θηλυκῶδες]], [[θηλυκώδης]], [[θηλύμορφος]], [[θηλύνους]], [[θηλύφρων]], [[θηλύψυχος]], [[θρυπτικός]], [[Ἰωνικός]], [[κατακεκλασµένος]], [[κατατεθηλυμμένος]], [[κατεαγός]], [[κατεαγώς]], [[μαλακός]], [[μαλακόσωμος]], [[μαλθακός]], [[μαλθάκων]], [[μεῖραξ]], [[μόλθακος]], [[ὄλολυς]], [[σαβακός]], [[σαλμακίς]], [[Σαλμακίς]], [[τρυφερόβιος]], [[τρυφερός]], [[τρυφῶν]], [[ὑπόθηλυς]], [[χλιδανός]]; Indonesian: banci, kemayu; Irish: baineanda, baineann, piteogach, piteánta; Italian: [[effemminato]]; Japanese: 女々しい; Korean: 유약; Kurdish Northern Kurdish: serejin, nemêr; Latin: [[eviratus]], [[perfluus]]; Macedonian: женствен; Manx: dendeaysagh, soailtagh, bwoirrin, benoil; Norwegian: kvinneaktig, umandig, jentete, jenteaktig, kvinnelig, femi, bløtaktig; Bokmål: feminin, fjollete; Nynorsk: feminin; Persian: امرد; Polish: zniewieściały, zbabiały, wydelikacony, babski, babski; Portuguese: [[afeminado]], [[efeminado]], [[mulheril]], [[adamado]], [[amulherado]], [[afemeado]], [[amaricado]], [[dengoso]], [[inviril]], [[mulherengo]], [[amulherengado]], [[paneleiro]], [[apaneleirado]], [[maricas]], [[mariconço]], [[bicha]], [[abichanado]], [[larilas]], [[panilas]], [[enerve]]; Romanian: afemeiat; Russian: [[женоподобный]]; Scottish Gaelic: boireannta; Slovak: zoženštený; Spanish: [[afeminado]], [[amanerado]], [[amujerado]], [[ahembrado]], [[adamado]], [[mujeril]], [[amariconado]]; Swedish: fjollig; Tagalog: binabae; Turkish: yumuşak, efemine; Ukrainian: жоновидий, жінкуватий; Uzbek: xotinchalish, xezalak; Welsh: merchetaidd | ||
}} | }} |
Revision as of 17:53, 23 March 2023
English (LSJ)
ον, (ἀνήρ): I = ἄνευ ἀνδρός, husbandless, of virgins and widows, A.Supp.287, Pers.289 (lyr.), S.OT1506, etc., and in Prose, as Hp.Mul.1.4, Pl.Lg.930c. 2 = ἄνευ ἀνδρῶν, without men, χρήματα ἄνανδρα A.Pers.166; πόλις S.OC939; ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου (a prolepsis, = ὥστε εἶναι ἄνανδρον) A.Pers.298. II wanting in manhood, cowardly, Hdt.4.142, Pl.Grg.522e, al.; τὸ ἄ., = ἀνανδρία, Th.3.82. 2 of things, unworthy of a man, δίαιτα Pl.Phdr.239d. 3 Adv. -δρως, opp. ἀνδρικῶς, Antipho 2.1.8, Pl.Tht.177b.
Spanish (DGE)
-ον
I 1falto de virilidad, impotente de un eunuco, Pall.V.Chrys.15(M.47.52).
2 que no se comporta como marido, que no es realmente marido Ἰωσὴφ ἄ. ἀνὴρ τῆς Μαρίας Epiph.Const.Hom.M.43.444A.
II falto de hombría, cobarde de un ciervo, Archil.53, de hombres (Ἴωνας ἐλευθέρους) ἀνανδροτάτους κρίνουσι εἶναι Hdt.4.142, cf. Pl.Grg.522e, E.Or.786, D.24.75, 59.12
•de cosas no viril ἁπαλῆς καὶ ἀνάνδρου διαίτης Pl.Phdr.239c, ἀνανδρότεραι καὶ ἡμερώτεραι αἱ γνῶμαι Hp.Aër.24.
III 1ref. a mujeres sin marido en gener. de las amazonas, A.Supp.287, de Antígona e Ismena, S.OT 1506, cf. Pl.Lg.937a, Hp.Mul.1.4, D.C.54.16.1, 30.5, POxy.899.44 (III a.C.)
•viuda Pl.Lg.930c.
2 ref. a cosas que carece de hombres, sin hombres τάξις A.Pers.298, πόλις S.OC 939, ἄνανδρος κοίτη lecho sin marido E.Med.435.
IV adv. -ως cobardemente ἀ. διαφθαρῆναι Antipho 2.1.8, πρὸς δὲ τοὺς ἐχθροὺς ἀ. ἔχοντες Isoc.4.152, ἀ. φυγεῖν Pl.Tht.177b, cf. Plb.3.94.8.
German (Pape)
[Seite 199] 1) ohne Ehemann, von Jungfrauen, wie von Wittwen, Aesch. Pers. 281; Ἀμαζόνες Suppl. 284; Soph. O. R. 1506; in Prosa, Plat. Legg. XI, 937 a; Plut. Rom. 29. – 2) ohne Männer, männerarm, χρημάτων ἀνάνδρων πλῆθος Aesch. Pers. 162; πόλις Soph. O. R. 943. – 3) am häufigsten in Prosa, unmännlich, feig, weibisch, ἁπαλὴ καὶ ἄν. δίαιτα Plat. Phaedr. 239 c; ἀνανδρότατος, neben κάκιστος Her. 4, 142; Dem. 59, 12. – Adv., ἀνάνδρως διακεῖσθαι Isocr. 4, 184; ἔχειν πρὸς τοὺς ἐχθρούς 4, 151.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. non viril, mou, lâche ; τὸ ἄνανδρον THC la lâcheté ; indigne d'un homme;
II. au fém. sans mari, càd :
1 qui n'a pas encore d'époux;
2 qui n'a plus d'époux, veuve;
3 qui vit sans époux;
III. sans hommes, dépourvu d'hommes : ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου θανών ESCHL par sa mort, il laissa son poste vide, litt. sans homme.
Étymologie: ἀ, ἀνήρ.
Syn. II. χήρα.
Russian (Dvoretsky)
ἄνανδρος:
1 лишенный мужчин или бедный мужчинами, безлюдный (πόλις Soph.): ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου θανών Aesch. с его смертью войско осиротело; χρημάτων ἀνάνδρων πλῆθος Aesch. множество богатств, но отсутствие людей;
2 не имеющая мужа, незамужняя (девица или вдова) Trag., Plat., Plut.;
3 лишенный мужества, малодушный, робкий, трусливый (ἄνθρωποι Her., Plut.); недостойный мужчины (δίαιτα Plat.; πρᾶξις Polyb.; βίος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄνανδρος: -ον, (ἀνήρ). Ι. = ἄνευ ἀνδρός, δηλ. συζύγου, ἐπὶ ἀγάμων γυναικῶν καὶ ἐπὶ χηρῶν, Τραγ., π. χ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 287, Πέρσ. 289, Σοφ. Ο. Τ. 1506 κτλ. καὶ παρὰ πεζοῖς ὡς Ἱππ. 592, 18, Πλάτ. Νόμ. 930C. 2) = ἄνευ ἀνδρῶν· χρήματα ἄνανδρα Αἰσχύλ. Πέρσ. 166· πόλις Σοφ. Ο. Κ. 939· ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου (πρόληψις, = ὥστε εἶναι ἄνανδρον) Αἰσχύλ. Πέρσ. 298. ΙΙ. ὁ μὴ ἀνδρεῖος, δειλός, Ἡρόδ. 4. 142, Πλάτ. Γοργ. 522E, καὶ ἀλλ.· τὸ ἄνανδρον = ἡ ἀνανδρία, Θουκ. 3. 82. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀνάρμοστος εἰς ἄνδρα, δίαιτα Πλάτ. Φαῖρδ. 239D. 3) Ἐπίρρ. ἀνάνδρως, ἀντίθ. τῷ ἀνδρικῶς, Ἀντιφῶν 116. 2, Πλάτ. Θεαίτ. 177B.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄνανδρος, -ον)
1. (για ανθρώπους) ο μη ανδρείος, δειλός, άτολμος
2. (για πράγματα) αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρα
αρχ.
1. αυτός που δεν διαθέτει άνδρες, ο δίχως άνδρες
2. (για γυναίκες) αυτή που δεν έχει σύζυγο, ανύπανδρη ή χήρα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄνανδρον
ανανδρία, δειλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄν- στερ. + -ανδρος < ἀνήρ (πρβλ: ἁρπάξανδρος, εὐανδρος, ἡμίανδρος, πολύανδρος, φίλανδρος κ.ά.).
ΠΑΡ. ανανδρία αρχ. ἀνανδροῦμαι νεοελλ. ανανδρικός].
Greek Monotonic
ἄνανδρος: -ον (ἀνήρ)·
I. ἄνευ ἀνδρός, αγαμία, κατάσταση άνευ συζύγου, σε Τραγ.
2. ἄνευ ἀνδρῶν, χωρίς άνδρες, στο ίδ.
II. αυτός από τον οποίο λείπει η ανδρεία, δειλός, σε Ηρόδ., Πλάτ.· τὸ ἄνανδρον = ἀνανδρία, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἀνήρ
I. = ἄνευ ἀνδρός husbandless, Trag.
2. = ἄνευ ἀνδρῶν, without men, Trag.
II. wanting in manhood, unmanly, Hdt., Plat.; τὸ ἄνανδρον = ἀνανδρία, Thuc.
English (Woodhouse)
effeminate, empty of men, of woman
Translations
effeminate
Amharic: ሴታ ሴት; Arabic: مُخَنَّث; Armenian: կնաբարո, ղզիկ; Aromanian: muljirashcu; Bikol Central: babayinhon; Bulgarian: женствен; Chinese Cantonese: 乸型; Mandarin: 娘娘腔, 女人氣/女人气; Coptic: ⲙⲁⲗⲁⲕⲟⲥ; Czech: zženštilý; Danish: kvindagtig; Dutch: verwijfd; Esperanto: virineca, ineca; Finnish: naismainen, epämiehekäs, feminiininen; French: efféminé, efféminée; Galician: afeminado; German: weibisch, tuntig, effeminiert, verweichlicht, verweiblicht; Greek: θηλυπρεπής; Ancient Greek: ἁβρόβιος, ἁβρός, αἰσχροπαθής, ἀνδρογύναιος, ἀνδρογύνης, ἀνδρόγυνος, ἁπαλός, ἀπομάλακος, βακέλας, βάκηλος, βάναυσος, γυναικάνηρ, γυναικεῖος, γυναικηρός, γυναικίας, γυναικικός, γυναικοήθης, γυναικόμιμος, γυναικόμορφος, γυναικοπαθής, γυναικοτραφής, γυναικόφρων, γυναικώδης, γύννις, διακεκλασμένος, διονῦς, ἐκτεθηλυμμένος, θηλυδρίας, θηλυδρίης, θηλυδριῶδες, θηλυδριώδης, θηλυκῶδες, θηλυκώδης, θηλύμορφος, θηλύνους, θηλύφρων, θηλύψυχος, θρυπτικός, Ἰωνικός, κατακεκλασµένος, κατατεθηλυμμένος, κατεαγός, κατεαγώς, μαλακός, μαλακόσωμος, μαλθακός, μαλθάκων, μεῖραξ, μόλθακος, ὄλολυς, σαβακός, σαλμακίς, Σαλμακίς, τρυφερόβιος, τρυφερός, τρυφῶν, ὑπόθηλυς, χλιδανός; Indonesian: banci, kemayu; Irish: baineanda, baineann, piteogach, piteánta; Italian: effemminato; Japanese: 女々しい; Korean: 유약; Kurdish Northern Kurdish: serejin, nemêr; Latin: eviratus, perfluus; Macedonian: женствен; Manx: dendeaysagh, soailtagh, bwoirrin, benoil; Norwegian: kvinneaktig, umandig, jentete, jenteaktig, kvinnelig, femi, bløtaktig; Bokmål: feminin, fjollete; Nynorsk: feminin; Persian: امرد; Polish: zniewieściały, zbabiały, wydelikacony, babski, babski; Portuguese: afeminado, efeminado, mulheril, adamado, amulherado, afemeado, amaricado, dengoso, inviril, mulherengo, amulherengado, paneleiro, apaneleirado, maricas, mariconço, bicha, abichanado, larilas, panilas, enerve; Romanian: afemeiat; Russian: женоподобный; Scottish Gaelic: boireannta; Slovak: zoženštený; Spanish: afeminado, amanerado, amujerado, ahembrado, adamado, mujeril, amariconado; Swedish: fjollig; Tagalog: binabae; Turkish: yumuşak, efemine; Ukrainian: жоновидий, жінкуватий; Uzbek: xotinchalish, xezalak; Welsh: merchetaidd