πέρα
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
English (LSJ)
(A), Adv.
A beyond, further, μέχρι τοῦ μέσου καθιέναι, π. δ' οὔ Pl. Phd.112e; μέχρι τούτου... π. δὲ μή Id.R.423b : with Art., τὸ π. λέγειν Id.Phdr.241d. 2 c. gen., π. ὅρου ἐλαύνειν further than, Lex ap.D. 23.44; τούτου μὴ π. προβαίνειν Arist.Pol.1319b14, cf. Pl.Ti.29d. II of Time, longer, οὐκέτι π. ἐπολιόρκησαν X.An.6.1.28 : with Art., τὸ π. καθεύδειν τοῦ πρέποντος Aeschin.Socr.52. 2 c. gen., π. μεσούσης τῆς ἡμέρας X.An.6.5.7 ; τῶν πεντήκοντα π. γεγονότας above fifty years old, Pl.Lg.670a (v.l. πέραν). III freq. metaph., beyond measure, extravagantly, π. λέξαι, φράσαι, S.El.633, Ph.332, cf. E.Hipp. 1033 ; Ζεύς . . με λυπήσει πέρα Ar.Av.1246 ; π. ματεύειν S.OC211 (lyr.); μέλεα καὶ π. παθεῖν E.El.1187 (lyr.); οἵ τοι π. στέρξαντες οἵδε καὶ π. μισοῦσιν Trag.Adesp.78 ; τὸ π. Arr.Fr.123J.; but π. is f.l. in S.OC1745 (lyr.). 2 c. gen., more than, beyond, exceeding, π. δίκης, καιροῦ π., A.Pr.30,507; τοῦ εἰκότος π. S.OT74; π. τῶν νῦν εἰρημένων Id.OC257 ; π. τῶν νόμων Id.El.1506 ; π. τοῦ προσήκοντος Antipho 5.1 ; π. ὧν προσεδεχόμεθα Th.2.64 ; π. τοῦ δέοντος, π. τοῦ μετρίου, Pl.Grg.487d, Ti.65d ; π. τοῦ μεγίστου φόβου Id.Phlb.12c ; θαυμάτων π. more than marvels, E.Hec.714 ; δεινὸν καὶ π. δεινοῦ D.45.73; π. μεδίμνου more than a medimnus, Is.10.10; ἐλπίδος π. Plu.Sull.11. b abs., more, further, οὐδὲν ἐρρήθη π. E.IT91 ; ἄπιστα καὶ π. κλύων things incredible, and more than that, Ar.Av. 417 ; πᾶν τολμήσασα καὶ π. S.Fr.189. 3 as Comp., folld. by ἤ, Id.OC651, Ph.1277. IV above, higher than, τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν μ' ἔνερθεν ὄντ' ἀνέστησας π. ib.666 ; π. ἀνθρώπου, π. τέχνης, Philostr. Her.18.1, 19.4.—In all senses πέρα may stand either before or after the gen., but commonly before.—Comp. περαίτερος, α, ον, Adv. περαίτερον and -τέρω (qq. v.); cf. sq.
(B), ἡ,
A = ἡ περαία, (περαῖος), the land on the other side. ἐκ πέρας Ναυπακτίας A.Supp.262 ; Χαλκίδος πέραν ἔχων Id.Ag.190(lyr.):—hence πέρανδε, to a foreign city, SIG 56.13 (Argos, V B.C.).
German (Pape)
[Seite 561] (vgl. πέραν), darüber hinaus, über einen gewissen Raum hinaus, weiter; φράσῃς μοι μὴ πέρα, Soph. Phil. 332; παῦε, μὴ λέξῃς πέρα, 1259; oft auch c. gen., φωνεῖν πέρα τῶν πρὸς σὲ νῦν εἰρημένων, O. C. 258; θρασεῖα καὶ πέρα δίκης ἄρχω, über das Recht hinaus, El. 511; τοῦ γὰρ εἰκότος πέρα ἄπεστι πλείω τοῦ καθήκοντος χρόνου, O. R. 74, d. i. anders als wahrscheinlich, wider Erwarten; θαυμάτων πέρα, Eur. Hec. 714; μή γε πέρα προβῇς τῶνδε, Hipp. 501; ἐμοὶ οὐ θέμις λέγειν πέρα, mehr zu sagen, wie μηδ' ἐρωτήσῃς πέρα I. T. 554; u. in Prosa: μηδὲν ἔτι πέρα ζητεῖν, Plat. Tim. 29 d; μέχρι τοῦ μέσου καθιέναι, πέρα δ' οὔ, Phaed. 112 e; auch mit dem Artikel, οὐκέτ' ἂν τὸ πέρα ἀκούσαις ἐμοῦ λέγοντος, Phaedr. 241 d; πέρα τοῦ δέοντος σοφώτεροι γενόμενοι, Gorg. 487 d, weiser als nöthig ist; πέρα τῶν ἀναγκαίων, Rep. VI, 493 d; ἡ πέρα τούτων ἐπιθ υμία, VIII, 559 b, u. öfter; von der Zeit, οὐκέτι πέρα ἐπολιόρκησαν τὴν πόλιν, nicht länger, Xen. An. 5, 9, 28; ἤδη δὲ πέρα μεσούσης τῆς ἡμέρας, über Mittag hinaus, 6, 3, 7, vgl. 6, 1, 28; πέρα τοῦ καιροῦ, Hell. 5, 3, 5; ὁ νόμος κωλύει παιδὶ μὴ ἐξεῖναι συμβάλλειν πέρα μεδίμνου κριθῶν, Is. 10, 10; u. bei Folgdn; πέρα τοῦ δέοντος, Pol. 5, 104, 3, wie πέρα τοῦ καθήκοντος, 22, 1, 5, u. öfter. – Uebertr., über ein gewisses Maaß hinaus, wie ὃς τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν μ' ἔνερθεν ὄντ' ἀνέστησας πέρα, du hast mich über meine Feinde erhoben, der ich ihnen unterlag, Soph. Phil. 662; daher = übermäßig, μόγος ἔχει τοτὲ πέρα, τοτὲ δέ γ' ὕπερθεν, O. C. 1742; πέρα γε παθοῦσα, Eur. El. 1186; ἄπιστα καὶ πέρα κλύειν vrbdt Ar. Av. 416, eigentl. was über das Hören hinausgeht, mehr als man je gehört hat; – πέρα ἀνθρώπ ου, über den Menschen hinaus, über seine Kraft, Philostr. – Geradezu für πλήν, außer, Xen. Conv. 8, 19, l. d. – In allen Vrbdgn steht es sowohl vor, als hinter dem genit. – Den comp. περαίτερος, περαιτέρω s. unten besonders. ἡ, ungebrauchte Form statt πέρας, s. πέραν, am Ende.
Greek (Liddell-Scott)
πέρᾱ: Ἐπίρρ., πέραν, περαιτέρω, Λατ. ultra, μέχρι τοῦ μέσου καθιέναι π. δ’ οὒ Πλάτ. Φαίδων 112Ε· μέχρι τούτου …, π. δε μὴ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 423Β μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ π. λέγειν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 241D 2) μετὰ γεν., Ἀτλαντικῶν π. φεύγειν ὅρων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 234· π. ὅρου ἐλαύνειν Νόμ. παρὰ Δημ. 634. 13 κἑξ.· τούτου μὴ π. προβαίνειν Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 4, 17. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, πέραν, περαιτέρω, κατόπιν, μακρότερον, ἐπὶ πλέον, οὐκέτι π. ἐπολιόρκησαν Ξεν. Ἀν. 6. 1, 28. 2) μετὰ γεν., π. μεσούσης ἡμέρας αὐτόθι 6. 5. 7· π. τοῦ καιροῦ ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 3, 5· τῶν πεντήκοντα π. γεγονότας, ἡλικίας ὑπὲρ τὰ πεντήκοντα ἔτη, Πλάτ. Νόμ. 670Α. ΙΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφορ., πέραν τοῦ μέτρου, εἰς ὑπερβολή, ὑπερβολικῶς, πέρα λέγειν, φράζειν Σοφ. Ἠλ. 633, Φιλ. 322, 1275, πρβλ. Valck. εἰς Ἱππ. 1032· π. λυπεῖν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1246· π. ματεύειν, ζητεῖν Σοφ. Ο. Κ. 211, Πλάτ. Τίμ. 29D· π. παθεῖν Εὐρ. Ἠλ. 1185· οἵ τοι π. στέρξαντες, οἱ δὲ καὶ π. μισοῦσιν Τραγικ. παρ᾿ Ἀριστ. Πολιτ. 7. 7, 8· μόγος ἔχει…τοτὲ μὲν ἄπορα, τοτὲ δ᾿ ὕπερθεν Σοφ. Ο. Κ. 1745· οὕτω, τὸ πέρα Πλάτ. Φαῖδρ. 241D, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. πέρα. 2) μετὰ γεν., πλέον τοῦ, π. δίκης, καιροῦ Αἰσχύλ. Πρ. 30, 507· τοῦ εἰκότος π. Σοφ. Ο. Τ. 74· π. τῶν νῦν εἰρημένων ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 257· π. τῶν νόμων ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1506· π. τοῦ προσήκοντος Ἀντιφῶν 129. 29· π. ὧν προσεδεχόμεθα Θουκ. 2. 64· π. τοῦ δέοντος, π. τοῦ μετρίου Πλάτ. Γοργ. 487D, Τίμ. 65D· π. τοῦ μεγίστου φόβου ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 12C· θαυμάτων π. Εὐρ. Ἑκ. 714· δεινὸν καὶ π. δεινοῦ Δημ. 1123. 22· π. μεδίμνου Ἰσαῖ. 80. 30· ἐλπίδος π. Πλουτ. Σύλλ. 11· - ἐνίοτε ἡ γεν. παραλείπεται, οὐδὲν ἐρρήθη πέρα, οὐδὲν πλέον, Εὐρ. Ι. Τ. 91· ἄπιστα καὶ πέρα κλύων, πράγματα, ἀπίστευτα, καὶ κἄτι περισσότερον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 416· πᾶν τολμήσασα καὶ π. Σοφ. Ἀποσπ. 195. 3) ὡσαύτως ὡς συγκρ. ἑπομένου τοῦ ἤ, Σοφ. Ο. Κ. 651, Φ. 1277. IV. ὑπεράνω, τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν μ᾿ ἔνερθεν ὄντ᾿ ἀνέστησας π. Σοφ. Φ. 666· π. ἀνθρώπου, π. τέχνης Φιλόστρ. 726. 733. - Κατὰ πάσας τὰς σημασίας του τὸ πέρα δύναται νὰ τεθῇ ἢ πρὸ τῆς γεν. ἢ μετ᾿ αὐτήν, ἀλλὰ συνήθως πρὸ αὐτῆς. - Συγκρ. περαίτερος, -α, -ον, ἐπίρρ., περαίτερον καὶ -τέρω, ἃ ἴδε: - τὸ πέρα ἀπαντᾷ κατὰ πρῶτον παρ᾿ Ἀττ., ὅθεν δὲν ὑπάρχει Ἰων. τύπος πέρη, ὅπερ ἠδύνατό τις νὰ συμπεράνῃ ἐκ τοῦ πέρην, Ἰων. ἀντὶ πέραν. - Περὶ τῆς διαφορᾶς μεταξὺ τοῦ πέραν καὶ πέρα, ἴδε πέραν ἐν τέλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 244, 246, 250.
French (Bailly abrégé)
1adv. et prép.
au delà :
1 avec idée de lieu, avec le gén. au delà de;
2 avec idée de temps, avec le gén. πέρα μεσούσης ἡμέρας XÉN après le milieu du jour ; καιροῦ πέρα ESCHL ou πέρα τοῦ καιροῦ XÉN au delà du temps marqué ou nécessaire;
3 avec idée de mesure : πέρα δίκης ESCHL au delà de ce qui est juste, contrairement à la justice ; πέρα τοῦ δέοντος PLUT au mépris du devoir ; πέρα ἤ SOPH au delà de ce que, plus que;
Cp. παραιτέρω ou περαίτερον.
Étymologie: DELG vaste famille avec παρά, περί, πείρω, πόρος, etc.
2ας (ἡ) :
c. περαία.
Greek Monolingual
ΝΑ
επίρρ.
1. τοπ. επέκεινα κάποιου τοπικού ορίου, πιο μακριά από κάτι (α. «μένω πέρα από το ποτάμι» β. «Ἀτλαντικών πέρα φεύγειν ὅρών», Ευρ.)
2. χρον. α) επέκεινα κάποιου χρονικού ορίου, για περισσότερο καιρό («οὐκέτι πέρα ἐπολιόρκησαν», Ξεν.)
β) κατόπιν, μετά, έπειτα από κάτι (α. «πέρα από τα πενήντα» β. «πέρα μεσούσης τῆς ἡμέρας», Ξεν.)
3. περισσότερο από κάτι (α. «αυτό που λες είναι πέρα από τη λογική» β. «ἐλπίδος πέρα», Πλούτ.)
4. μτφ. (με θετ. ή αρνητ. σημ.) ακόμα πιο πολύ, περισσότερο, επί πλέον ή υπερβολικά («Ζεύς... με λυπήσει πέρα», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. (ως τοπ.) α) εφεξής («από τον σταθμό και πέρα θα πάμε με το αυτοκίνητο»)
β) στο απέναντι μέρος, αντίκρυ («να' χα νεράντζι να' ριχνα στο πέρα παραθύρι», δημ. τραγούδι)
γ) με άλλα τοπικά επιρρήματα χρησιμοποιείται για να δηλώσει κατεύθυνση ή απόσταση μακρινή ή να επιτείνει τη σημασία ενός άλλου επιρρήματος, όπως λ.χ. στις φρ. ίσα πέρα και ισαπέρα και σαπέρα, εκεί πέρα και εκειπέρα και κει πέρα, εδώ πέρα και δωπέρα και εδωπέρα, αυτού πέρα (α. «κοίταξε κει πέρα και θα τον δεις»
β) «το αυτοκίνητο μου βρίσκεται ίσα πέρα» γ. «θα πάω εκεί πέρα» δ. «έλα δωπέρα» ε. «κάθισε αυτού πέρα και μη μιλάς καθόλου»)
2. φρ. α) «πέρα βρέχει»
μτφ. λέγεται γι' αυτόν που αποφεύγει να απαντήσει σε κάτι ή γι' αυτόν που αδιαφορεί εντελώς για κάτι
β) «πέρα δῶθε» — μία προς τη μια κατεύθυνση και μία προς την άλλη, παλινδρομικώς
γ) «πέραπέρα» ή «πέρα για πέρα» ή «πέρα και πέρα»
i) (με τοπ. σημ.) από τη μια άκρη ώς την άλλη ή από την αρχή ώς το τέλος
ii) (με χρον. σημ.) όλο τον χρόνο
iii) (με μτφ. σημ.) εντελώς («άναψε ο καβγάς πέρα για πέρα»)
δ) «τά βγάζω πέρα» — κατορθώνω να φέρω σε αίσιο πέρας ένα δύσκολο έργο που ανέλαβα
δ) «δεν τά βγάζω πέρα» — δεν έχω αναγκαίους, επαρκείς πόρους για να ζήσω
αρχ.
1. (ως συγκριτ. οπότε και ακολουθείται από το ἤ) πιο πολύ παρά, πιο πολύ από
2. πάνω από, υπεράνω («τῶν ἐμῶν ἐθχρών μ' ἔνερθεν ὄντ' ἀνέστησας πέρα», Σοφ.)
3. (με αρθρ. ουδ. ως ουσ.) τὸ πέρα
το επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πέρα έχει προέλθει από αρχ. οργανική πτώση ενός προσηγορικού πέρα ενώ ο παρλλ. τ. πέραν από την αττ. πτώση του ίδιου ονόματος, το οποίο ανάγεται στον ΙΕ τ. per (βλ. λ. παρ-ά, περί) και συνδέεται με: αρχ. ινδ. parā, αβεστ. para και αρχ. περσ. para- «απ' την άλλη πλευρά, πέρα». Στην ίδια οικογένεια ανήκουν και τα: πέρ-νημι, πείρω, πέρας. Τα παράγωγα του επιρρ. πέρα έχουν τη σημ. «πέρασμα», συχνότερα διά μέσου θαλάσσης, σε ορισμένα όμως φαίνεται η επίδραση τών πέρας / περαίνω (πρβλ. περαιώνω «περαίνω, αποπερατώνω»)].
Greek Monotonic
πέρα: ἡ, βλ. πέραν, ενικ. τέλ.
• πέρᾱ: επίρρ.,
I. 1. πέρα, κατά μήκος ή πιο πέρα, περαιτέρω, Λατ. ultra, σε Πλάτ.
2. με γεν., Ἀτλαντικῶν πέρα ὅρων, σε Ευρ.
II. 1. λέγεται για χρόνο, επιπλέον, μακρύτερα, σε Ξεν.
2. με γεν., πέρα μεσούσης ἡμέρας, στον ίδ.
III. 1. πέρα από το μέτρο, υπερβολικά, υπέρμετρα, πέρα λέγειν, φράζειν, σε Σοφ. κ.λπ.
2. με γεν., πλέον, πέραν, παραπέρα, πέραν δίκης καιροῦ, σε Αισχύλ.· πέραν τῶν νῦν εἰρημένων, σε Σοφ.· θαυμάτων πέραν, πέρα από τους μύθους, σε Ευρ.· ενίοτε η γεν. παραλείπεται, ἄπιστα καὶ πέρα, πράγματα απίστευτα και ακόμα πιο πολύ, σε Αριστοφ.
3. επίσης ως συγκρ. ακολουθ. από ἤ, σε Σοφ.
IV. ψηλότερα, πιο πάνω από, τῶν ἐχθρῶν πέρα, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέρα -ας, ἡ zie πέραιος.
πέρᾱ adv., verder abs., van plaats verder:; μέχρι τοῦ μέσου..., πέρα δ ’ οὔ tot het midden, maar niet verder Plat. Phaed. 112e; van tijd langer:; Ζεύς εἰ με λυπήσει πέρα als Zeus me nog langer kwelt Aristoph. Av. 1246; οὐκέτι πέρα ἐπολιόρκησαν zij zetten de belegering niet langer voort Xen. An. 6.1.28; overdr. meer, erger:. ἄπιστα καὶ πέρα κλύειν ongelooflijke dingen en nog erger horen Aristoph. Av. 417. met comp. constr. (met gen. of ἤ ), van plaats verder dan:; τούτου μὴ πέρα προβαίνειν niet verder dan dit punt voortgaan Aristot. Pol. 1319b14; van tijd later dan:; πέρα μεσούσης τῆς ἡμέρας na de middag Xen. An. 6.5.7; overdr. meer dan, erger dan:; καιροῦ π. bovenmatig Aeschl. PV 507; π. δίκης meer dan gerechtvaardigd is Aeschl. PV 30; π. τῶν νόμων meer dan de wetten toestaan Soph. El. 1506; π. τοῦ δέοντος meer dan nodig Plat. Grg. 487d; π. ὧν προσεδεχόμεθα erger dan wij verwachtten Thuc. 2.64.1; met ἤ. καὶ πέρα γ ’ ἴσθ ’ ἢ λέγω ja en, geloof me, nog meer dan ik kan zeggen Soph. Ph. 1277.
Russian (Dvoretsky)
πέρα: I ἡ Aesch. = περαία.
πέρᾱ: II и πέρᾳ adv. (compar. περαίτερον и περαιτέρω)
1) дальше, больше, свыше: μέχρι τοῦ μέσου, π. δ᾽ οὔ Plat. до середины, но не дальше; οὐκέτι π. ἐπολιόρκησαν τὴν πόλιν Xen. (лакедемоняне) прекратили осаду города; οὐκέτ᾽ ἂν π. ἀκούσαις ἐμοῦ λέγοντος Plat. больше ты от меня ничего не услышишь; φράσῃς μοι μὴ π. Soph. не говори мне больше ничего; Ζεὺς εἴ με λυπήσει π. Arph. если Зевс и впредь будет меня мучить; ἄπιστα καὶ π. Arph. вещи невероятные и (даже) более того;
2) чрезвычайно, крайне: π. παθεῖν Eur. жестоко страдать; οἵ τοι π. στέρξαντες, οἱ δὲ καὶ π. μισοῦσιν Arst. кто сильно любит, тот сильно и ненавидит.
πέρα: III praep. cum gen. сверх, свыше, тж. за пределы или за пределами: Ἀτλαντικῶν π. ὅρων Eur. за атлантические пределы; π. μεσούσης τῆς ἡμέρας Xen. после полудня; π. μεδίμνου Isocr. свыше медимна; τῶν πεντήκοντα π. γεγονότες Plat. люди старше пятидесяти лет; π. τοῦ δέοντος Plat. больше, чем нужно; τοῦ εἰκότος π. Soph. больше обычного; π. τοῦ μεγίστου φόβου Plat. с необычайным благоговением (досл. страхом).