ἅμιλλα

From LSJ
Revision as of 16:44, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅμιλλα Medium diacritics: ἅμιλλα Low diacritics: άμιλλα Capitals: ΑΜΙΛΛΑ
Transliteration A: hámilla Transliteration B: hamilla Transliteration C: amilla Beta Code: a(/milla

English (LSJ)

ης, ἡ, A contest for superiority, conflict, τῶν νεῶν ἅμιλλαν . . ἰδέσθαι Hdt.7.44; ἅ. ἵππων horse-race, ib.196, cf. Pi.O.5.6, I.5(4).6; ῥιμφαρμάτοις ἁμίλλαις in racing of swift chariots, S.OC1063, cf. El. 861; ἅ. ἀγαθῶν ἀνδρῶν contest of brave men, D.20.108; μειρακίων Ar. Eq.556; χορῶν Pl.Lg.834e; of boat-races, IG22.1028.20, Pl.Com. 183. 2 c.gen.rei, ἰσχύος trial of strength, Pi.N.9.12 (pl.); πτερύ γων ἁμίλλαις A.Pr.129; ποδοῖν, λόγων, φρονήματος, E.IA212, Med. 546, Andr.214; ἀρετῆς Pl.Lg.731b: c. gen. obj., ἅ. λέκτρων contest for marriage, E.Hipp.1141; ἔρωτος Gorg.Hel.5: abs., eager desire, Herod.6.68 (s.v.l.):—also ἅ. περί τινος Isoc.10.15; freq.in Poets with Adj., ἅ. φιλόπλουτος, πολύτεκνος striving after wealth or children, E. IT411, Med.557: with gen.in adjectival sense, ἅ.αἵματος, = αἱματόες σα, Id.Hel.1155:—phrases: ἅμιλλαν τιθέναι, προτιθέναι propose contest, Id.Andr.1020, Med. l.c.; ἅ. ποιεῖσθαι contend eagerly, ὅκως . . Hdt.8.10; ἅ. ἐποιοῦντο they had a race, Th.6.32; ἅ. ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Pl.Lg.830d; εἰς ἅ. ἔρχεσθαι, ἐξελθεῖν, E.Tr.621, Hec.226; πρὸς ἅ. ἐλθεῖν Id.Med.1083; ἅ. γίγνεται ὅπως . . struggle arises, Th.8.6.

German (Pape)

[Seite 125] ἡ (ἅμα, nicht mit ἴλη zsgstzt, wo Mehrere etwas zusammen thun), Wettkampf, oft Pind. u. Tragg.; ῥιμφάρματοι, der Wagen, Soph. O. C. 1066; πτερύγων, im Fluge, Aesch. Prom. 129; χειρῶν Eur. Hec. 226; λόγων, Wettstreit, 546; Suppl. 428; ποδοῖν Iph. A. 213; φρονήματος Andr. 213; χαρίτων Iph. T. 1147; κυλίκων Rhes. 361; αἵματος, blutiger Kampf, Hel. 1170; λέκτρων Hipp. 1141, um die Vermählung; βακχία, bacchischer Tanz, Soph. Tr. 219. In Prosa übh. Wetteifer, πρός τι, in Beziehung auf etwas, Plat. Phaedr. 271 a; ἀρετῆς Legg. V, 731 b; ἅμιλλαν ποιεῖσθαι πρός τινα, mit Einem wetteifern, VIII, 830 d; vgl. Her. 7, 196; Thuc. 6, 32; ἅμ. γίγνεται 8, 6; ἐπὶ δωρεαῖς, um Geschenke, Dem. 20, 108; περί τινος Isocr. 4, 85; τῆς εὐεργεσίας Polyb. 3, 98; ἐξ ἁμίλλης, um die Wette, Plut.; Alciphr.

Greek (Liddell-Scott)

ἅμιλλα: -ης, -ἡ, (ἐκ τοῦ ἅμα, - οὐδεμίαν ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ ἴλη). Ἀγὼν περὶ ὑπερισχύσεως, περὶ ὑπεροχῆς, συμπλοκή, τῶν νεῶν ἅμιλλαν... ἰδέσθαι, περὶ πλαστῆς ναυμαχίας, Ἡρόδ. 7. 44· ἅμ. ἵππων, ἱπποδρομία, ἀγὼν ἱπποδρομίας, αὐτόθι 196· ἀκολούθως παρὰ Πινδ. καὶ Ἀττ.: ῥιμφαρμάτοις... ἁμίλλαις, ἐν ἀγῶσι ταχέων ἁρμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 1063, πρβλ. Ἠλ. 861· ἅμ. ἀγαθῶν ἀνδρῶν, ἀγὼν γενναίων ἀνδρῶν, Δημ. 490. 1· χορῶν Πλάτ. Νόμ. 834Ε. 2) μ. γεν. πράγ., ἰσχύος ἅμ., δοκιμὴ ἰσχύος, Πινδ. Ν. 9. 27· πτερύγων ἁμίλλαις Αἰσχύλ. Πρ. 124· ποδοῖν, λόγων, φρονήματος, Εὐρ. Ι. Α. 212, Μήδ. 546, Ἀνδρ. 214: ἀρετῆς Πλάτ. Νόμ. 731Β· μ. γεν. ἀντικειμ. ἅμ. λέκτρων, ἀγὼν περὶ γάμου. Εὐρ. Ἱππ. 1141, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 556, Θουκ. 8. 6: - ἀντὶ τοῦ πρώτου ὡσαύτως ἔχομεν καὶ ἅμ. περί τινος Ἰσοκρ. 215Α· ἀντὶ δὲ τοῦ δευτέρου ἐπίθετον συχνάκις εἶναι ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς, ἅμ. φιλόπλουτος, πολύτεκνος, ἀγὼν περὶ πλούτου ἢ τέκνων, Εὐρ. Ι. Τ. 412, Μήδ. 557· - ἡ γεν. ἐνίοτε εὕρηται ἀντὶ ἐπιθ., ἅμ. αἵματος = αἱματόεσσα, ὁ αὐτ. Ἑλ. 1115. 3) ἅμιλλαν τιθέναι, προτιθέναι, προτείνειν ἀγῶνα, Εὐρ. Ἀνδρ. 1020, Μήδ. 546· ἅμιλλαν ποιεῖσθαι, ἀγωνίζεσθαι προθύμως, φιλοτιμεῖσθαι, ὅκως... Ἡρόδ. 8. 10· ἅμ. ἐποιοῦντο, ἡμιλλῶντο, ἐφιλοτιμοῦντο τις νὰ περάσῃ τὸν ἄλλον, Θουκ. 6. 32: ἅμ. ποιεῖσθαι πρός τινα Πλάτ. Νόμ. 830D· εἰς ἅμ. ἔρχεσθαι, ἐξελθεῖν, Εὐρ. Τρῳ. 617, Ἑκ. 226· πρὸς ἅμ. ἐλθεῖν ὁ αὐτ. Μήδ. 1082· ἅμιλλα γίγνεται, ἀγὼν ἐγείρεται, Θουκ. 8. 6.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 combat, lutte ; ἅμιλλα νεῶν, ἵππων lutte de navires, de chevaux (à la course) ; avec le gén. de l’objet de la lutte : ἅμιλλα λέκτρων EUR rivalité pour un mariage ; poét. (au plur.) ἐς ἁμίλλας χαρίτων EUR pour lutter de grâce (avec des compagnes) ; ἐξ ἁμίλλης à l’envi;
2 effort.
Étymologie: ἅμα.

English (Slater)

ᾰμιλλα
   1 competition, contest ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε (O. 5.6) νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (N. 9.12) καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶλτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται (I. 5.6) πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον (I. 7.50)

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
I 1competición, competencia, esfuerzo, rivalidad, emulación c. gen. obj. de abstr. ἅμιλλαν ἔρωτος τῇ ψυχῇ παρέδωκε Gorg.B 11.19, νυμφιδία ... λέκτρων ἅμιλλα competencia juvenil por los amores E.Hipp.1141, (χρή) ἅμιλλάν τ' οὐκ ἔχειν φρονήματος E.Andr.214, ἅ. ἀρετῆς Pl.Lg.731b, τῶν πρωτείων ἅ. competición por los primeros puestos Plb.6.47.8, ἅμιλλαν ποιήσεσθαι τῆς ... εὐεργεσίας Plb.3.98.10
c. constr. equivalentes al gen. obj.: c. adj. en textos poét. πώλοισιν ἢ ῥιμφαρμάτοις φεύγοντες ἁμίλλαις rivalizando en huir sobre caballos o rápidos carros S.OC 1063, εἰς ἅμιλλαν πολύτεκνον σπουδὴν ἔχων teniendo afán en la competencia por los muchos hijos E.Med.557, φιλόπλουτος ἅμιλλα esfuerzo por enriquecerse E.IT 411
c. giro prep. ἅμιλλαν περὶ τῆς ἀρετῆς ἐποίησεν Isoc.10.35, ἡ ἐν τοῖς κινδύνοις ἅ. Plb.6.39.8
c. ὅκως: ἅμιλλαν ἐποιεῦντο ὅκως ... hicieron una competición de manera que ... Hdt.8.10
c. inf. (Ἀθηνᾶ ... καὶ Ποσειδῶν) ἅμιλλαν εἶχον πόλιν κτίσαι Gp.9.1.1, cf. Paus.2.22.9
abs. πολλὴ ἅμιλλα ἐγίγνετο Th.8.6, κακῷ κακὸν γὰρ εἰς ἅμιλλαν ἔρχεται una desgracia viene a rivalizar con otra E.Tr.621, θόρυβος ... καὶ ἅ. καὶ ἱδρώς Pl.Phdr.248b, ὅπου γὰρ ἅ., ἐνταῦθα καὶ νίκη ἔστιν en donde hay competición hay victoria Arist.Rh.1371a6, conpetitio ἅμιλλα Gloss.2.111
tb. c. gen. subjet. ἡ τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν ἅ. D.20.108, o c. gen. conten. γοητείας ἅμιλλαν ποιητέον hay que hacer una prueba consistente en seducciones (de vario tipo), Pl.R.413d.
2 esp. de enfrentamientos verbales o en agones musicales enfrentamiento, disputa, debate gener. c. gen. de esta clase de palabras λόγων E.Med.546, Fr.334.3, Fr.23.4Sn.A., Ph.1.447, ὁ δ' ἄλλος ὡς βοιωτὸς οὐκ ἔχων ἴσην λόγοις ἅμιλλαν el otro, que como beocio, no tenía la misma capacidad dialéctica Babr.15.12, ἔχει πρὸς ἐμὲ σοφίας ἅμιλλαν Amasis 2 (= Plu.2.151b), τραγῳδία ἐστὶ ποίησις ἔμμετρος πρὸς ἅμιλλαν ᾠδῆς Sch.Pl.R.394c
tb. c. gen. subjet. τῶν φιλοσόφων Heraclit.All.46, τῶν ῥητόρων PLond.354.19 (I a.C.)
de juegos musicales ἐν ἑορταῖς ἅ. χορῶν Pl.Lg.834e
controversia πρὸς ἁμίλλας ἦλθον μείζους ἢ χρὴ γενεὰν θῆλυν ἐρευνᾶν E.Med.1083.
II en gener. de enfrentamientos fís. lucha, combate, enfrentamiento c. gen. subjet. νεῶν Hdt.7.44, ἵππων Hdt.7.196, χερῶν E.Hec.226, χειρῶν Plu.2.644a
c. gen. conten. ἅ. αἵματος enfrentamiento sangriento E.Hel.1155, ἀλκῆς Plu.Caes.44, μάχης Onas.1.13
c. gen. subjet. y adj. φονίους ἀνδρῶν ἁμίλλας ἔθετ' E.Andr.1020
c. giro c. prep. εἰκὸς ... τὴν λήθην πρὸς ἀντίπαλον ἅμιλλαν ἐξωρμηκέναι es lógico que el olvido presente batalla a su contrario Heraclit.All.55.
III en sent. agonal de juegos atléticos c. varias constr. ejercicio, deporte (esp. carrera), juego, lucha c. gen. subjet. u obj. ἰσχύος τ' ἀνδρῶν ἅ. Pi.N.9.12, πτερύγων θοαῖς ἁμίλλαις προσέβα A.Pr.129, ἅ. ποδοῖν E.IA 212, ἅ. ... τῶν νεῶν regata Pl.Com.183, μειρακίων θ' ἅμιλλα λαμπρυνομένων ἐν ἅρμασιν Ar.Eq.556, ἅ. πυγμῆς boxeo, AP 11.81 (Lucill.), ἅ. κολύμβου Paus.2.35.1, ἅ. τοῦ ἀκινητὶ μένειν Poll.9.115, ἅ. ἵππων D.C.39.38.1, 50.10.3
c. adj. ὠκυδινάτοις ἐν ἀμίλλαισι Pi.I.5.6, cf. ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις ἵπποις ἡμιόνοις τε Pi.O.5.6, χαλάργοις ἐν ἁμίλλαις S.El.861, δεῖν μηδεμίαν ἅμιλλαν σωματικὴν εἴργειν no se debe impedir ningún deporte corporal, IPr.112.80 (I a.C.), ἐν ... ταῖς ἱππικαῖς ἁμίλλαις D.H.7.73
c. giro c. prep. ἅμιλλαν ἤδη μέχρι Αἰγίνης ἐποιοῦντο Th.6.32, ἁμίλλας τε πρὸς ἀλλήλους ποιουμένους Pl.Lg.830d
abs. ὥστε ... ἵππος ... ἐς ἅμιλλαν ἔβα Ibyc.6.7, ἀφεῖτο εἰς ἅμιλλαν τοῖς ἵπποις se reservaba (un hipódromo) a los caballos para la carrera Pl.Criti.117c, θεωροῦντες δὲ τοὺς ἀγῶνας καὶ τὰς ἁ. Isoc.2.48, cf. IG 22.1028.20.

• Etimología: Comp. de ἅμα y la raíz que se encuentra en ἴλη q.u.

Greek Monolingual

η (Α ἅμιλλα)
1. αγώνας για την υπεροχή, προσπάθεια δύο ή περισσοτέρων για υπερτέρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός
2. αμοιβαίος ζήλος, αγώνας, προσπάθεια
αρχ.
1. (με επίθ.) «ἅμιλλα φιλόπλουτος, πολύτεκνος» — αγώνας για πλούτη, για παιδιά
2. φρ. «ἅμιλλα ἵππων», αγώνας ιπποδρομίας
«ἅμιλλαν τίθημιπροτίθημι», προτείνω αγώνα
«ἅμιλλαν ποιοῦμαι», αμιλλώμαι, διαγωνίζομαι, αγωνίζομαι, πρόθυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστη στον Όμηρο με ιδιαίτερα συχνή χρήση στους λοιπούς ποιητές και στους Αττικούς πεζογράφους. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται συνήθως σε αρχικό τ. ἅμ-ιλ-, από όπου προήλθε με αφομοίωση (πρβλ. και τις λ. θύελλα, άμαλλα). Η ακριβής όμως προέλευση τών επιμέρους στοιχείων της λ. είναι άγνωστη. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. με α΄ συνθ. το επίρρ. ἅμα «μαζί» και β΄ συνθ. το ουσ. ἴλη «ομάδα ανθρώπων, όμιλος, τμήμα ιππικού». Το β΄ συνθετικό δημιουργεί προβλήματα και λόγω της σημασίας του και λόγω της υπάρξεως αρκτικού F στον αρχικό τύπο της λέξεως. Προτιμότερη θεωρείται άλλη άποψη, σύμφωνα με την οποία το μόρφημα -ιλ- της λ. αποτελεί στοιχείο της καταλήξεως.
ΠΑΡ. ἁμιλλῶμαι].

Greek Monotonic

ἅμιλλα: -ης, ἡ (ἅμα),
1. αγώνας για επικράτηση, συμπλοκή, σύγκρουση, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. με γεν. πράγμ., ἰσχύος ἅμ., δοκιμή ισχύος, σε Πίνδ.· ποδοῖν, λόγων ἅμ., σε Ευρ.· ἀρετῆς, σε Πλάτ.· με γεν. αντικ., ἅμ. λέκτρων, συναγωνισμός για γάμο, σε Ευρ.· ομοίως με επίθ., ἅμ. φιλόπλουτος, πολύτεκνος, αγώνας για απόκτηση πλούτου ή παιδιών, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἅμιλλα: (ᾰμ) ἡ
1) состязание, соревнование, борьба (νεῶν, ἵππων Her.; ἅ. περί τινος Isocr. и ἐπί τινι Dem.): ἅ. τινος Aesch., Eur., Plat. соперничество в чем-л.; ἅ. αἵματος Eur. кровавая борьба; ἅμιλλαν (προ)τιθέναι Eur. предлагать (вступить в) состязание; ἅμιλλαν ποιεῖσθαι πρός τινα Plat. вести борьбу с кем-л.; ἐξ ἁμίλλης Plut. наперебой или взапуски;
2) стремление: φιλόπλουτος ἅ. Eur. погоня за богатством;
3) удар: αὐτοσίδαρος διὰ σαρκὸς ἅ. Eur. удар мечом насквозь.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: contest (Pi).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Could be from *ἅμ-ιλ-ι̯α (cf. θύελλα, ἄμαλλα, Schwyzer 475, Chantr. Form. 99). Connection with ἅμα etc. is possible but uncertain. Wrong Adrados Emerita 17, 119ff. (ἅμα and ἴλη). For the form cf. ἀμίλλακαν οἶνον H. All words in -ιλλ(α) look non-IE; an IE suffix is very doubtful (cf. Benveniste Or. 41).

Middle Liddell

[ἅμα]
1. a contest for superiority, a conflict, Hdt., etc.
2. c. gen. rei, ἰσχύος ἅμ. a trial of strength, Pind.; ποδοῖν, λόγων ἅμ. Eur.; ἀρετῆς Plat.; c. gen. objecti, ἅμ. λέκτρων a contest for marriage, Eur.; so with an adj., ἅμ. φιλόπλουτος, πολύτεκνος a striving after wealth or children, Eur.

Frisk Etymology German

ἅμιλλα: {hámilla}
Grammar: f.
Meaning: Wettkampf, Kampf (ion. att., nicht bei Homer belegt).
Derivative: Denominatives Verb: ἁμιλλάομαι wettkämpfen, sich eifrig bemühen (ion. att.); davon ἁμιλλητήρ wettrennend (S.), ἁμιλλητήριος zum Wettkampf gehörend (Philostr., Aristid.); ἁμιλλητικός ib. (Pl.); ἁμίλλημα Wettkampf (S. in lyr., Inschr. Kyr.).
Etymology : Aus *ἅμι̯λια (vgl. θύελλα, ἄμαλλα usw., Schwyzer 475, Chantraine Formation 99, Specht Ursprung 328), ι̯α-Ableitung eines l-Stammes, der zu der Sippe von ἅμα, εἷς, ὁμός gehört; genauer Ausgangspunkt nicht bekannt. — Verfehlt Adrados Emerita 17, 119ff. (zu ἅμα und ἴλη).
Page 1,93

English (Woodhouse)

competition, conflict, contest, dispute, rivalry, strife, struggle, gymnastic contest

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)