ἐνθυμέομαι

From LSJ
Revision as of 18:13, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθῡμέομαι Medium diacritics: ἐνθυμέομαι Low diacritics: ενθυμέομαι Capitals: ΕΝΘΥΜΕΟΜΑΙ
Transliteration A: enthyméomai Transliteration B: enthymeomai Transliteration C: enthymeomai Beta Code: e)nqume/omai

English (LSJ)

fut. A -ήσομαι Lys.12.45, later ἐνθυμηθήσομαι Philostr.VS2.26.3, Epict.Ench.21, etc.: aor. ἐνεθυμήθην Ar.Ra.40, Th.2.62, Lys.31.27, etc.: pf. ἐντεθύμημαι Th.1.120: plpf. ἐνετεθύμητο Lys.12.70:—lay to heart, ponder, ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα Th.2.40; ἄξιον ἐνθυμηθῆναι Antipho6.20; πρὸς ἐμαυτόν And.1.50; ἐ. καὶ λογίζεσθαι freq. joined in D., as 1.21,al. b c. gen., ἐνθυμεῖσθαί τινος think much of or think deeply of, τοῦ θανόντος Semon.2; τούτων οὐδὲν ἐ. Hermipp.41; τῶν λεγομένων Antipho 5.6; ὧν ἐνθυμηθέντες Th.1.42, cf. Pl.Mx. 249c, X.Mem.1.1.17; τῶν προγόνων ἐ. ὅτι . . Lys.16.20; also περί τινος Pl.R.595a. c followed by a relat., ἐ. ὅτι .. notice or consider that... Ar.Nu.820, Th.5.111, etc.; ὡς .. how... Ar.Ra.40, X.Mem.4.3.3, etc.; εἰ . . Isoc.15.60; μὴ . . Pl.Euthd. 279c, Hp.Ma.300d. d c. part., οὐκ ἐντεθύμηται ἐπαιρόμενος is not conscious that he is becoming excited, Th.1.120, cf.6.78, X.HG4.4.19. 2 take to heart, be concerned or angry at, τι A.Eu.222; ξυμφοράν Th.7.18, cf. 5.32 (v. ἐνθυμίζομαι) ; εἰ μηδεὶς ὑμῶν μήτ' ἐνθυμεῖται μήτ' ὀργίζεται D. 4.43: abs., to be concerned, Hp.Aër.22; = ἐνθύμιον ποιεῖσθαι, D.C. 57.4. 3 form a plan, κράτιστος ἐνθυμηθῆναι Th.8.68, cf. 2.60; take care, see to it, ἐ. ἵνα μηθεὶς ἀδικῇ PSI4.436.9 (iii B. C.). 4 infer, conclude, τί οὖν ἐκ τούτων . . ἐνθυμεῖσθαι δεῖ; D.21.54. II Act., ἐνθυμέω Epich.99.4, Aen.Tact.37.6 (s. v.l.); ἐνθυμέομαι, in pass. sense, to be in a person's thoughts, to be desired, κρατεῖν τῶν ἐνθυμουμένων App.BC5.133: pf. (cf. 1.3), ταυτὶ μὲν ἡμῖν ἐντεθύμηται καλῶς Ar.Ec.262; εὖ ἐντεθυμημένον Pl.Cra.404a (nisi leg. φιλοσόφου . . καὶ εὖ ἐντεθυμημένου).

German (Pape)

[Seite 843] dep. pass., 1) beherzigen, überlegen, erwägen; Hippocr.; καὶ αὐτοὶ κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα Thuc. 2, 40; τινός, Xen. Hem. 1, 1, 17. 2, 1, 34; καὶ σκοπεῖν, ἥντινα φύσιν ἔχει Plat. Gorg. 499 b; οἶμαι καὶ αὐτὸν σὲ τοῦτο ἐντεθυμῆσθαι, ὅτι Phaed. 86 b; Crat. 404 a ist ἐντεθυμημένον pass., aber l. d.; mit dem partic., οὐκ ἐντεθύμηται ἐπαιρόμενος, er hat nicht bedacht, daß er sich aufreizen läßt, Thuc. 1, 120; οἵων τιμῶν ἀποστέροιτο Xen. Hell. 4, 2, 2; ὅσον πλοῦν ἀπεστέλλοντο Thuc. 6, 30; mit folgdm μή, ich besorge, Plat. Hipp. mai. 300 d; ἐνθυμοῦ μή τι παραλείπωμεν, sieh zu, daß wir nicht, Euthyd. 279 c; – ersinnen, Andoc. 1, 20; – sich Etwas zu Gemüthe ziehen, zu Herzen nehmen, es übel aufnehmen, Aesch. Eum. 213; – περί τινος, über Etwas nachdenken, z. B. περὶ ἑκάστης (πράξεως) τὰ προσήκοντα Isocr. 4, 9. – 2) in Leidenschaft, in aufgeregter Gemüthsstimmung sein; Hippocr. – Das act. ἐνθυμέω hat Aen. Tact. 37; bei Cratin. iun. Ath. XIV, 661 d ändert Dindorf ἐνθύμει δέ in ἐνθυμοῦ, Mein. besser in ἐνθυμεῖσθε. – Pass. sagt App. B. C. 1, 133 κρατεῖν τῶν ἐνθυμουμένων, seine Absicht erreichen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθῡμέομαι: μέλλ. -ήσομαι, Λυσ. 124. 21, μεταγεν. ἐνθυμηθήσομαι, Φιλόστρ. 614. Ἀριστείδ., κλ.: ἀόρ. ἐνεθυμήθην Ἀριστοφ. Βάτρ. 40, Θουκ. 2. 62, Ξεν., κλ.: πρκμ. ἐντεθύμημαι Θουκ. 1. 120: ὑπερσ. ἐνετεθύμητο Λυσ. 126. 29· ἴδε κατωτ. ΙΙ. Βάλλω τι εἰς τὴν καρδίαν μου, ἐξετάζω, κρίνω αὐτὸ καλῶς, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 222, Θουκ. 2. 40., 5. 32, κτλ.· ἄξιον ἐνθυμηθῆναι Ἀντιφῶν 143. 37· πρὸς ἐμαυτὸν Ἀνδοκ. 7. 40· ἐνθυμεῖσθαι καὶ λογίζεσθαι συχνάκις συνδυάζονται παρὰ Δημ., π.χ. 15. 7. β) μετὰ γεν., ἔχω τι διαρκῶς ἐν τῇ μνήμῃ μου, σκέπτομαι, συλλογίζομαι πολὺ περί τινος, τοῦ μὲν θανόντος οὐκ ἂν ἐνθυμοίμεθα, εἴ τι φρονοῖμεν πλεῖον ἡμέρης μιῆς Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 2· ὁ Ζεὺς τούτων οὐδὲν ἐνθυμούμενος Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 4· ὧν ἐνθυμηθέντες Θουκ. 1. 42· πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 249C, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1. 17· οὕτω, περί τινος Πλάτ. Πολ. 595Α. γ) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως ὡς διὰ τοῦ ὅτι..., σκέπτομαι ὅτι, τί δὲ τοῦτ’ ἐγέλασας ἐτεόν; ἐνθυμούμενος ὅτι παιδάριον εἶ καὶ φρονεῖς ἀρχαϊκὰ Ἀριστοφ. Νεφ. 820· ἐνθυμοῦμαι ὡς καὶ νῦν, ἐνθυμούμεθα δὲ ὅτι, φήσαντες κτλ. Θουκ. 5. 111, κλ.· διὰ τοῦ ὡς..., παρατηρῶ, οὐκ ἐνεθυμήθης; τὸ τί; ὡς σφόδρα μ’ ἔδεισε Ἀριστοφ. Βάτρ. 40, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 3, κτλ.· διὰ τοῦ εἰ..., Ἰσοκρ. 332C· ἐνθ. μή.., Λατ. videre ne... cavere ne... Πλάτ. Εὐθύδ. 279C, Ἱππ. Μείζ. 300D. δ) μετὰ μετοχ., οὐκ ἐντεθύμηται θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος, δὲν συλλογίζεται ὅτι ἐπαίρεται στηριζόμενος εἰς τὰς ἀδήλους ἐκβάσεις τῆς τύχης, Θουκ. 1. 120, πρβλ. 6. 78, Ξεν. Ἑλλην. 4. 4. 19. 2) θυμοῦμαι ἐντός, «θυμώνω μέσα μου», ὀργίζομαι, τὰ μὲν γὰρ οἶδα κάρτα σ’ ἐνθυμουμένην Αἰσχύλ. Εὐμ. 222, πρβλ. Θουκ. 7. 18· εἰ μηδεὶς ὑμῶν μήτ’ ἐνθυμεῖται μήτ’ ὀργίζεται Δημ. 52. 17· - ἀπολ., «παίρνω τι κατάκαρδα», τὸ πρῶτον οὐκ ἐνθυμοῦνται, ἀλλ’ ἡσυχίαν ἔχουσιν Ἱππ. 293. 26· πρβλ. ἐνθυμίζομαι, ἐνθύμιος. 3) εἶμαι ὀξὺς εἰς τὸ διανοηθῆναι τί πρέπει νὰ γείνῃ, κράτιστος ἐνθυμηθῆναι Θουκ. 8. 68, πρβλ. 2. 60, ἴδε καὶ Ἀντιφῶντα 130. 4. 4) ἐξάγω συμπεράσματα, συμπεραίνω, τί οὖν ἐκ τούτων... ἐνθυμεῖσθαι δεῖ; Δημ. 532. 2· πρβλ. ἐνθύμημα. ΙΙ. ὁ ἐνεργ. τύπος ἐνθυμέω ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Τακτ. Ἀνείου 37· καὶ ἐνθυμέομαι ἐπὶ παθ. σημ., εἶμαι ἐν τῇ διανοίᾳ τινός, εἶμαι ἐπιθυμητός, ἐν Ἀππ. Ἐμφ. 5. 133· οὕτω καὶ ἐν τῷ πρκμ., ταὐτί μὲν ἐντεθύμηται καλῶς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 262· εὖ ἐντεθυμημένον Πλάτ. Κρατ. 404Α (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν φιλοσόφου... καὶ εὖ ἐντεθυμημένου).

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
impf. ἐνεθυμούμην, f. ἐνθυμήσομαι, ao. ἐνεθυμήθην, pf. ἐντεθύμημαι, pqp. ἐνετεθυμήμην;
postér. ἐνθυμέω;
1 se mettre dans l’esprit ; réfléchir, penser : οὐκ ἐντεθύμηται ἐπαιρόμενος THC il n’a pas songé qu’il se laissait emporter (par son ardeur);
2 abs. réfléchir, combiner un plan : κράτιστος ἐνθυμηθῆναι THC très habile à former un plan.
Étymologie: ἐν, θυμός.

Spanish (DGE)

(ἐνθῡμέομαι)
• Morfología: [raro en v. act. Epich.97.10, Aen.Tact.37.6; jón. pres. ind. 3a plu. ἐνθυμεῦνται Hp.Aër.22, part. ἐνθυμεύμενος Hp.Aër.10, Democr.B 191]
I rel. c. la actividad intelectual
1 reflexionar profundamente sobre, examinar, analizar, discurrir sobre, darle vueltas a c. ac. ἄξιον δ' ἐνθυμηθῆναι ... ἀμφότερα Antipho 6.20, cf. Lys.31.26, ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα o juzgamos o al menos examinamos correctamente los asuntos Th.2.40, cf. D.1.21, Manes 54.9, χρεὼν ... μακαρίζειν ἑωυτὸν ἐνθυμεύμενον ἃ πάσχουσιν es preciso considerarse feliz al pensar lo que padecen los más infortunados, Democr.l.c.
intr. c. περί y gen. περὶ δὲ τῶν ὡρέων ὧδε ἄν τις ἐνθυμεύμενος διαγινώσκοι sobre las estaciones, si se lleva a cabo el siguiente examen, se podrá discernir Hp.Aër.10, ἐνθυμηθεὶς περὶ ποιήσεως Pl.R.595a, ἐνθυμηθεὶς οὖν νυκτὸς περὶ αὐτοῦ tras darle vueltas por la noche D.C.57.17.2
c. πρός y el refl. reflexionar para sí mismo τόδε ἐνεθυμήθην ... πρὸς ἐμαυτόν And.Myst.52, ἐνθυμήθητε δὲ πρὸς ὑμᾶς αὐτούς, εἰ ... Isoc.15.60, abs. κράτιστος ἐνθυμηθῆναι Th.8.68, cf. 2.60, ἀνεῦρεν ἐνθυμήσας lo encontró tras reflexionar Aen.Tact.l.c., ἧττον μὲν ἐνθυμηθήσεται, ἧττον δὲ εὐροήσει un orador si es molestado mientras habla, Philostr.VS 614, cf. LXX Sap.7.15.
2 c. insistencia en el resultado planificar, planear, concebir ἐνθυμεῖται γὰρ οὐδεὶς ὁμοίᾳ τῇ πίστει καὶ ἔργῳ ἐπεξέρχεται pues nadie planifica y lleva a la práctica con la misma seguridad Th.1.120, cf. Lys.31.27
part. neutr. subst. τὰ ἐνθυμούμενα lo planeado, los planes εἰ μὴ κρατεῖ τῶν ἐνθυμουμένων si no tiene éxito en sus planes App.BC 5.133
c. ac. int. en sent. neg. planear, tramar, urdir εἰ ... ἐνεθυμήθην κατὰ ψυχὴν κακόν τι [α] ὐτῷ ποῖσαι (sic) IKnidos 147A.9 (I a.C.), οὐδὲν οὐδέποτε ταπεινὸν ἐνθυμηθήσῃ Epict.Ench.21, οὐδὲν ὑγιὲς Vett.Val.70.18, παράνομόν τι POxy.1106.6 (VI d.C.), κατὰ τοῦ κυρίου πονηρά LXX Sap.3.14
en v. pas. ταυτὶ μὲν ἡμῖν ἐντεθύμηται καλῶς esto lo tenemos bien urdido Ar.Ec.262.
3 ser consciente de, darse cuenta de c. part. pred. del suj. οὐκ ἐντεθύμηται θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος Th.1.120, ἐνθυμηθήτω ... μαχούμενος que sea consciente de que está combatiendo Th.6.78, c. or. de inf. ἐνθυμηθέντες τοὺς Ἀργείους ... ἡδομένους δὲ τῷ πολέμῳ X.HG 4.4.19, c. or. complet. ἐνθυμούμεθα δὲ ὅτι ... Th.5.111, cf. Ar.Nu.820, Pl.R.606a, And.Myst.2, D.H.Comp.2.8, Th.3.4, LXX 4Ma.8.21, οὐκ ἐνεθυμήθης ... ὡς σφόδρα μ' ἔδεισε Ar.R.40, cf. X.Mem.4.3.3, ἐνθυμοῦ δὴ μή τι παραλείπωμεν τῶν ἀγαθῶν Pl.Euthd.279c, cf. Hp.Ma.300d, ἐξ ὧν ἐνθυμεῖσθαι χρὴ, πῶς ἕκαστος ὑμῶν διέκειτο Isoc.16.12, ἐνεθυμήθην τί ποτε ... εἰκὸς ἦν D.H.Dem.22.4, cf. LXX Sap.9.13, ἐνθυμηθεὶς ἡλίκην ... συμβάλλεται ἡ ... προσοχὴ τοῖς πράγμασι ῥοπήν PTeb.27.77 (II a.C.)
en perf. estar hecho a la idea de que, estar convencido de φιλοσόφου ... εὖ ἐντεθυμημένου ὅτι un filósofo perfectamente convencido de que ... Pl.Cra.404a, οὕτως δὲ ἐνετεθύμητο ὡς χρὴ μικρὰν καὶ ἀσθενῆ γενέσθαι τὴν πόλιν Lys.12.70.
4 preocuparse de, tomarse en serio c. ac. τὰ μὲν γὰρ οἶδα κάρτά σ' ἐνθυμουμένην pues sé que unas cosas tú te las tomas muy en serio A.Eu.222, c. gen. τούτων οὐδὲν ἐνθυμούμενος ὁ Ζεύς Hermipp.42.1, οὔτε τῆς τῶν θεῶν προνοίας οὔτε τῆς τῶν προπατόρων ἐπιμελείας ἐνθυμηθέντες D.C.56.4.4, c. elipsis del gen. οὐδὲν ἐνθυμεῖσθαι ἀνθρώπους οἵτινες δικαίως ἠτίμωνται que la gente no se preocupa en absoluto de aquellos que son justamente privados de sus derechos X.Ath.3.13, c. giros prep. de gen. περὶ τῶν μελλόντων Lys.12.45, τί οὖν ἐκ τούτων ὑμᾶς ἐνθυμεῖσθαι δεῖ; D.21.54
abs. τὸ πρῶτον οὐκ ἐνθυμεῦνται, ἀλλ' ἡσυχίην ἔχουσιν Hp.Aër.22, θαυμάζω ..., εἰ μηδεὶς ὑμῶν μήτ' ἐνθυμεῖται μήτ' ὀργίζεται, ὁρῶν ... D.4.43, cf. D.C.57.4.4
precuparse de, estar atento a, cuidar c. gen. τῶν λεγομένων ἀνάγκη ἐνθυμεῖσθαι es preciso cuidar lo que se dice al hacer la defensa propia, Antipho 5.6, c. subord. final ἐνθυμηθεὶς ἵνα μηθεὶς ἡ[μᾶς] ... ἀδικῇ PIand.Zen.24.9 (III a.C.).
5 ref. a hechos pasados tener presente, acordarse de c. gen. ὧν ἐνθυμηθέντες Th.1.42, τοῦ μὲν θανόντος οὐκ ἂν ἐνθυμοίμεθα Semon.3.1, τῶν προγόνων ἐνθυμούμενος Lys.16.20, cf. Pl.Mx.249c, X.Mem.1.1.17, OGI 56.14 (III a.C.).
II rel. c. los sentimientos desear, codiciar c. gen. de cosas ἐνθυμηθεὶς αὐτῶν ἔλαβον LXX Io.71, de pers. αὐτῆς (γυναικός) LXX De.21.11.

English (Strong)

from a compound of ἐν and θυμός; to be inspirited, i.e. ponder: think.

Greek Monotonic

ἐνθῡμέομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐνεθυμήθην, παρακ. ἐντεθύμημαι (θυμός1. α) βάζω κάτι στο μυαλό μου, μελετώ, εξετάζω καλά, συλλογίζομαι, σκέπτομαι, σταθμίζω, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ. β) με γεν., ἐνθυμεῖσθαί τινος, το να σκέπτεται κάποιος πολύ ή βαθιά για κάτι, στον ίδ., σε Ξεν. γ) ακολουθ. από αναφορ., όπως για παράδειγμα το ὅτι, σκέφτομαι, υπολογίζω ότι, σε Αριστοφ. κ.λπ. δ) με μτχ., οὐκ ἐντεθύμηται ἐπαιρόμενος, δεν είχε συνείδηση του ότι επαίρεται, σε Θουκ.
2. παίρνω κάτι κατάκαρδα, πληγώνομαι, οργίζομαι, συγχύζομαι, τι, σε Αισχύλ., Δημ.
3. καταλήγω στη λύση ενός ζητήματος, καταστρώνω σχέδιο, επινοώ, σε Θουκ.
4. εξάγω συμπεράσματα, συνάγω, συμπεραίνω, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνθῡμέομαι:
1) иметь на уме, размышлять, обдумывать (τι Thuc., Xen., Plut., τινος Thuc., Xen., Plat. и περί τινος Plat., тж. ὅτι … Thuc., εἰ … Isocr. и ὡς … Xen.): κράτιστος ἐνθυμηθῆναι Thuc. умеющий отлично соображать; ἐνθυμοῦ μή τι παραλείπωμεν Plat. подумай, не пропустили ли мы чего-л.; τὰ μὲν οἶδα σ᾽ ἐνθυμουμένην, τὰ δ᾽ ἡσυχαιτέραν Aesch. я знаю, что это ты принимаешь близко к сердцу, а к тому ты равнодушна;
2) обращать внимание, сознавать: οὐκ ἐντεθύμηται θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος Thuc. он бессознательно поддался безрассудной отваге;
3) приходить к выводу, заключать: τί οὖν ἐκ τούτων ὑμᾶς ἐ. δεῖ; Dem. какой же вывод должны вы сделать из этого?

Middle Liddell

fut. -ήσομαι aor1 ἐνεθυμήθην perf. ἐντεθύμημαι θυμός
1. to lay to heart, consider well, reflect on, ponder, Aesch., Thuc., etc.
b. c. gen., ἐνθυμεῖσθαί τινος to think much or deeply of a thing, Thuc., Xen.
c. foll. by a relative, as by ὅτι, to consider that, Ar., etc.
d. with part., οὐκ ἐντεθύμηται ἐπαιρόμενος was not conscious that he was becoming excited, Thuc.
2. to take to heart, be hurt or angry at, τι Aesch., Dem.
3. to think out a thing, form a plan, Thuc.
4. to infer, conclude, Dem.

Chinese

原文音譯:™nqumšomai 恩-替姆哦買
詞類次數:動詞(3)
原文字根:在內-感覺
字義溯源:激勵,思想,考慮,思念;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(θυμός)=熱情)組成;而 (θυμός)出自(θύω / ἐπιθύω)*=急進,獻祭)。參讀 (ἀναλογίζομαι)同義字
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編
1) 你們⋯思念(1) 太9:4;
2) 思念(1) 太1:20

English (Woodhouse)

ponder, brood on, contemplate mentally, cudgel one's brains, meditate on, ponder on, rack one's brains, reflect on, reflect upon, take into consideration, think of, wrack one's brains

⇢ Look up "ἐνθυμέομαι" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)