ἄτιμος

From LSJ
Revision as of 15:10, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτῑμος Medium diacritics: ἄτιμος Low diacritics: άτιμος Capitals: ΑΤΙΜΟΣ
Transliteration A: átimos Transliteration B: atimos Transliteration C: atimos Beta Code: a)/timos

English (LSJ)

ον, A (τιμή 1) unhonoured, dishonoured, Il.1.171; μετὰ πᾶσιν ἀτιμοτάτη θεός εἰμι ib.516; ἀτιμότερον δέ με θήσεις 16.90; ἀτιμότεροι, opp. λαχόντες τιμῆς, Thgn.1111; ἄ. μόρος dishonourable, A.Th.589; ἄτιμα δ' οὐκ ἐπραξάτην, i.e. they have met their deserts, Id.Ag.1443; ἄτιμος Ἀργείοισι by them, S.Aj.440; ἔκ γ' ἐμοῦ by me, Id.OC51. b c.gen., ἄτιμος δωμάτων without the honour of... not deemed worthy of... A.Ch.409 (lyr.); πάντων ib.295; ἐκφορᾶς Id.Th.1029; χάρις οὐκ ἄ. πόνων no unworthy return for... Id.Ag.354; ὧν μὲν ἱκόμην ἄιμον ἐξέπεμψεν S.OT789. 2 deprived of civic rights (cf. ἀτιμία), ἄτιμα τὰ τέκνα γίνεται Hdt.1.173, cf. IG1.37, 9(1).334 (Locr.), etc.; opp. ἐπίτιμος, Ar.Av.766, Ra.692, And.1.80; ἄτιμα τὰ σώματα ib.74: c.gen.; ib.75; ἄτιμος γερῶν deprived of privileges, Th.3.58; ἄτιμος τοῦ τεθνηκότος = debarred from all rights in him, S.El.1214; ἄτιμος τοῦ συμβουλεύειν deprived of the right of advising, D.15.33; ἄτιμος τῆς πόλεως καθιστάναι τινά Lys.12.21; ἄ. εἶναι καθάπαξ D.21.32, Arist.Ath.22.8. 3 of things, not honourable, Hdt.5.6 (Sup.); ἄτιμον ποιεῖσθαί τι hold in dishonour, S.Ant. 78; ἄτιμα ποιεῖν ἔς τινα Hdt.2.141; ἄτιμον τοὔργον Ar.Av.166; ἕδρα ἀτιμοτέρα less honourable, X.Cyr.8.4.5; of parts of the body, τὸ τιμιώτερον καὶ τὸ ἀτιμότερον Arist.PA672b21; ἄτιμον σκεῦος D.S.17.66. II (τιμή ΙΙ) without price or without value, τοῦ νῦν οἶκον ἄτιμον ἔδεις thou devourest his substance without payment, Od.16.431; of little price, cheap, opp. τίμιος, X.Vect.4.10. 2 unavenged, ἐκ θεῶν A.Ag.1279, cf. E.Hipp.1417. 3 unpunished, Pl.Lg.855c. III Adv. ἀτίμως = dishonourably, ignominiously, A.Pr.197,919, Th.1026, S.OC428, v.l.in Lys.32.17, etc.: Comp. -ότερον Pl.Ep.309b, D.S.1.67: Sup. ἀτιμότατα Pl.Lg.728b.

Spanish (DGE)

(ἄτῑμος) -ον
I de pers.
1 mermado en su honra, no honrado como es debido, menospreciado entre dioses ἐγὼ μετὰ πᾶσιν ἀτιμοτάτη θεός εἰμι (habla Tetis) Il.1.516, ἄ. ὑπὸ Κρόνου ἠδ' ἀγέραστος Hes.Th.395, Κύπρις A.Eu.215, ἔν τε τοῖς νέοισι καὶ παλαιτέροις θεοῖς ἄ. εἶ συ de las Erinis, A.Eu.722, cf. 324, 780, μόνος ἐν ποταμοῖσι ἀτιμότατος Call.Del.131
ref. a reyes y nobles ἔνθαδ' ἄ. ἐών Il.1.171, cf. 16.90, τοὺς ἀγαθοὺς μὲν ἀτιμοτέρους, κακίους δέ ... Thgn.1111, la mujer por el esposo ἄτιμοι δ' ἐσμὲν οἱ πρὸ τοῦ φίλοι E.Med.696, del que es despachado sin respuesta μ' ὁ Φοῖβος ... ἄτιμον ἐξέπεμψεν S.OT 789, cf. OC 1278, ἄτιμον ἔβαλον S.OT 657, Ph.1028, cf. E.Ba.1313, Med.438, de gentes de condición inferior: del que trabaja la tierra, entre los tracios, Hdt.5.6
de ahí indigno ἀνδράρια Ar.Ach.518, πένης καὶ ἀνάρχων καὶ ἄ. Arr.Epict.4.6.3, cf. LXX Is.53.3, Eu.Matt.13.57, οἰκέτης Hld.7.25.2
c. dat. ἄ. Ἀργείοισιν deshonrado ante los argivos S.Ai.440
c. gen. privado de algún honor πάντων δ' ἄτιμον κἄφιλον A.Ch.295, δωμάτων A.Ch.408
esp. privado de las honras fúnebres ἄτιμον εἶναι δ' ἐκφορᾶς φίλων ὕπο A.Th.1024, cf. Ch.485, S.El.444, ἄτιμος γερῶν Th.3.58, τοῦ τεθνηκότος S.El.1214, οὐδενός S.El.1215
neutr. plu. como adv. ἀτιμότατα περιυβρικώς Numen.25.123, tb. compar. ἀτιμότερον ἄγοντος D.S.1.67.
2 en la ciudad deshonrado, condenado al público baldón, privado de derechos, proscrito ἄτιμον εἶναι καὶ αὐτὸν καὶ γένος Sol.Lg.37a, ἄτιμον αὐτὸν ɛ̄ναι καὶ τὰ χρε̄́ματα αὐτō δɛ̄μόσια ... ἔστο IG 13.40.33 (V a.C.), ἄτιμον εἶμεν καὶ χρε̄́ματα παματοφαγεῖσται IG 92(1).718.40 (Calion V a.C.), ἄτιμον εἶναι σὺν φυγῇ A.Supp.614, εἰ χρῆ με παντελῶς θανεῖν ἢ γῆς ἄτιμον τῆσδ' ἀπωσθῆναι S.OT 670, cf. E.Med.438, Ph.627, 1761, Andr.1014, Ar.Ra.692, ἢ ἤδη καὶ ἀρχάς τινας ἔχοντας ἀτίμους ἐποίησαν Th.5.34, cf. Aeschin.Socr.8, Lys.12.21, And.Myst.75, 80, Isoc.15.136, D.9.43, 15.33, 23.62, X.HG 2.2.11, D.C.38.26.1, ἄτιμα τέκνα Hdt.1.173, μοιχὸς ἄ. καὶ ξένος Ach.Tat.6.3.5, ἄ. ἔσται καθάπαξ D.21.32, ἄ. δὲ ἐξ ὑπάτου γέγονα D.C.50.20.5
subst. (ὁ) ἄ. proscrito Sol.Lg.70, Ar.Au.766.
II de cosas, anim., esclavos y abstr.
1 depreciado, bajo de precio ὅκως μὴ ἀτιμοτέρη ᾖ de una esclava cantora, Hp.Nat.Puer.13, χρυσίον ὅταν πολὺ παραφανῇ, αὐτὸ μὲν ἀτιμότερον γίγνεται X.Vect.4.10
gener. de poco valor, barato, despreciable, insignificante de animales, Arist.de An.404b4, Plot.1.4.1, λίθος Ps.Democr.B 300.18, cf. PLond.1708.33
sin valor, gratis, de balde νῦν ἄτιμον γεγονὸς σκεῦος ahora es un objeto sin valor D.S.17.66, de los productos de la tierra en un mundo utópico, Philostr.Her.2.8
c. gen. χάρις ... οὐκ ἄ. ... πόνων favor no sin el precio de penas A.Ch.408
neutr. como adv. sin pagar, de balde τοῦ νῦν οἶκον ἄτιμον ἔδεις te estás comiendo su hacienda de balde, Od.16.431
fig. de abstr. despreciable, despreciado γῆρας Mimn.5.4, γλῶσσα Pi.O.8.69
subst. ἄτιμα ποιεῖν menospreciar S.Ant.78, Hdt.2.141, cf. Aristid.Quint.54.15.
2 deshonroso πατρῴους δύας ἀτίμους las deshonrosas calamidades ancestrales A.Ch.443, cf. Supp.562, S.Ant.5, τοὔργον Ar.Au.166, φόνοι Triph.600, οὐδὲν ἄτιμον παρ' ἐκείνου (ἀγαθοῦ) λεκτέον εἶναι Plot.6.7.18
subst. cosa indigna, indignidad, deshonra ἄτιμα δ' οὐκ ἐπραξάτην A.Ch.408
de puestos, honores poco honroso, inferior ἀτιμοτάτᾳ ἐνὶ μοίρᾳ Theoc.14.49, εἰς ἄτιμον χώραν [καταστή] σεται será relegado a un puesto menos honroso de un senador sancionado POxy.1406.9 (III d.C.), τοὺς συστρατιώτας εἰς ἀτιμοτέραν τάξιν χωροῦντας Synes.Ep.78.
3 de partes del cuerpo y aspecto externo indecente, indecoroso τὸ τιμιώτερον καὶ τὸ ἀτιμότερον Arist.PA 672b21, μέλη 1Ep.Cor.12.23
marcado de ignominia, infamado εἶδος ἄτιμον ref. al cuerpo de Cristo en la cruz, LXX Is.53.3.
III no vengado οὐ μὴν ἄτιμοί γ' ἐκ θεῶν τεθνήξομεν A.A.1279, θεᾶς ἄτιμοι Κύπριδος ... ὀργαί las iras no vengadas de la diosa Cipris E.Hipp.1417.
IV adv. ἀτίμως = indignamente, ignominiosamente σῖγ' ἀ. A.Ch.94, ταφέντ' ἀτίμως A.Th.1021, ἀτίμως αἰκίζεται A.Pr.195, cf. S.Ant.1069, El.1181, D.S.1.67, ἀτίμως πατρίδος ἐζωθούμενον S.OC 428, ἀτίμως λακτιζόμενος Luc.Tim.17.

German (Pape)

[Seite 386] (τιμή), 1) ungeehrt, verachtet, entehrt, ἀτιμοτάτη θεός Il. 1, 516; Folgde; τινός, einer Sache unwerth geachtet, Aesch. Spt. 1015; vgl. Ag. 360; Soph. O. R. 789; γερῶν, beraubt, thuc. 3, 58; schimpflich, πληγή Plat. Gorg. 527 d; ἔργα Legg. IX, 866 e; ἀτιμοτέρα ἕδρα, ein minder ehrenvoller Platz, Xen. Cyr. 8, 4, 5. – 2) nicht mit Geldwerth abgeschätzt, τοῦ νῦν οἶκον ἄτιμον ἔδεις, du verzehrst dessen Vermögen ohne Ersatz, Od. 16, 431; ungestraft, μηδ' ἐφ' ἑνὶ τῶν ἁμαρτημάτων Plat. Legg. 855 a; vgl. Aesch. Ag. 1420. – 3) der bürgerlichen Rechte beraubt, bes. in Athen ein durch Gesetz u. Richterspruch ganz od. zum Theil seiner bürgerlichen Rechte verlustig u. für ehrlos erklärter Bürger, nächst Tod u. Verbannung die härteste Strafe, gew. Ggstz ἐπίτιμος, auch ὅμοιος, Xen. Cyr. 1, 2, 24. Oft bei Xen. u. Rednern, ἄτιμον τῆς πόλεως καθιστάναι Lys. 12, 21; vgl. bes. Andoc. 1, 75 ff,; Dem. setzt hinzu καὶ μηδενὸς τῶν κοινῶν μετέχειν 15, 32; ἄτιμος τοῦ συμβουλεύειν, der von den Rathsversammlungen ausgeschlossen ist, 15, 33; vgl. Herm. gr. Staatsalterth. §. 124 Böckh Staatsh. p. 409. Vgl. noch Dem. 9, 42 ἄτιμος καὶ πολέμιος τοῦ δήμου, von Einem, der ungestraft getödtet werden darf, geächtet, was 44 erklärt ist καθαρὸς ὁ τοῦτον ἀποκτείνας; Harpocr. ὁ ἀποκτείνας οὐχ ὑπόκειται ἐπιτιμίῳ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
A. (τιμή prix, évaluation);
I. sans prix, de peu de prix;
II. sans paiement, d'où
1 sans compensation : τοῦ οἶκον ἄτιμον ἔδεις OD dont tu dévores gratuitement la maison;
2 non vengé;
B. (τιμή honneur);
I. en parl. de pers.
1 non honoré, déshonoré, méprisé;
2 jugé indigne de, gén. : χάρις οὐκ ἄτιμος πόνων ESCHL reconnaissance digne de la peine qu’on a prise ; ἄτιμος τοῦ τεθνηκότος SOPH indigne du mort;
3 noté d'infamie ; particul. à Athènes privé (en partie ou en totalité) des droits de citoyens (cf. ἀτιμία) ; avec un gén. ἄτιμος τῆς πόλεως LYS privé des droits de citoyen ; ἄτιμος γερῶν THC dépouillé de ses privilèges;
II. en parl. de choses;
1 non honorable ; ἄτιμος μόρος ESCHL sort déshonorant ; ἄτιμον ποιεῖσθαί τι SOPH traiter qch avec mépris ou dédain;
2 peu honorable ; ἕδρα ἀτιμοτέρα XÉN siège ou place moins honorable;
Cp. ἀτιμότερος, Sp. ἀτιμότατος.
Étymologie: , τιμή.

English (Slater)

ᾰτῑμος dishonouring, derisive ἀπεθήκατο νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμοτέραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον (O. 8.69)

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and τιμή; (negatively) unhonoured or (positively) dishonoured: despised, without honour, less honourable (comparative degree).

English (Thayer)

ἄτιμον (τιμή); from Homer down; without honor, unhonored, dishonored: ἔνδοξος); base, of less esteem: ἀτιμότερα ( elz ἀτιμωτερα)).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτιμος, -ον) τιμή
1. αυτός που δεν τιμάται, ο περιφρονημένος
2. επονείδιστος, αισχρός
νεοελλ.
1. ατιμωτικός
2. μισητός, ελεεινός
3. (για γυναίκα) ανήθικη, μοιχαλίδα
αρχ.-μσν.
(για αντικείμενο) χωρίς αξία, ευτελής
αρχ.
1. αυτός που θεωρείται ανάξιος για κάτι
2. ο στερημένος από τα πολιτικά του δικαιώματα
3. ο ανεκδίκητος.

Greek Monotonic

ἄτῑμος: -ον (τιμή I),
I. 1. άτιμος, ανέντιμος, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· συγκρ. ἀ-τιμότερος, λιγότερο τίμιος, σε Ξεν.· με γεν., χωρίς τιμή σε..., δεν θεωρείται άξιος να..., σε Αισχύλ.· επίσης, χάρις οὐκ ἄτιμος πόνων, όχι ανάξια αμοιβή για..., στον ίδ.
2. στην Αθήνα, στερημένος από τα πολιτικά του δικαιώματα, Λατ. capite deminutus, αντίθ. προς το ἐπίτιμος, σε Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης με γεν., ἄτιμος γερῶν, αποστερημένος από προνόμια, σε Θουκ.· ἄτιμος τοῦ συμβουλεύειν, αποστερημένος από το προνόμιο του συμβουλάτορα, σε Δημ.
II. 1. (τιμή II), αυτός που δεν έχει τιμή ή αξία, οἶκον ἄτιμον ἔδεις, καταβροχθίζεις την περιουσία του χωρίς να πληρώσεις, σε Ομήρ. Οδ.
2. ατιμώρητος.
III. επίρρ. -ρως, άτιμα, επονείδιστα, στον ίδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτῑμος:
1) малоценный, дешевый Diod.: ἀτιμότερον γενέσθαι Xen. подешеветь;
2) неоплаченный, безвозмездный: οἶκόν τινος ἄτιμον ἔδμεναι Hom. грабить чье-л. состояние;
3) безнаказанный (ἄτιμον μηδένα εἶναι μηδέποτε Plat.);
4) неотмщенный: οὐκ ἄτιμοι ἐκ θεῶν τεθνήξομεν (pl. = sing.) Aesch. боги не оставят мою смерть без отмщения;
5) неуважаемый, непочитаемый, презираемый (τινι и ἔκ τινος Soph.);
6) недостойный, нестоящий (τινος Soph.): χάρις οὐκ ἄ. πόνων Aesch. достойная трудов награда;
7) юр. пораженный в правах Her., Dem., Arph.: ἄ. γερῶν Thuc. лишенный особых прав или привилегий; ἄ. τῆς πόλεως Lys. лишенный гражданских прав;
8) бесславный, позорный (μόρος Aesch.);
9) позорящий, постыдный (ἔργα, πληγή Plat.).

Middle Liddell

τιμή I]
I. unhonoured, dishonoured, Il., Trag.; comp. ἀτιμότερος less honourable, Xen.; c. gen. without the honour of . ., not deemed worthy of . ., Aesch.; also, χάρις οὐκ ἄτιμος πόνων no unworthy return for . ., Aesch.
2. at Athens, deprived of privileges, Lat. capite deminutus, opp. to ἐπίτιμος, Ar., etc.; also c. gen., ἄτ. γερῶν deprived of privileges, Thuc.; ἄτ. τοῦ συμβουλεύειν deprived of the right of advising, Dem.
II. (τιμή II) without price or value, οἶκον ἄτιμον ἔδεις thou devourest his substance without payment made, Od.
2. unrevenged, Aesch.
III. adv. -μως, dishonourably, ignominiously, Aesch., Soph.

Chinese

原文音譯:¥timoj 阿-提摩士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:不-價值的 相當於: (בָּזָה‎ / נְמִבְזָה‎) (נָבָל‎)
字義溯源:未受重視的,不被尊敬的,不體面的,被藐視,輕視的;由(α / ἄλφα)=427*=不)與(τιμή)=價值)組成;而 (τιμή)出自(τίνω)*=償還)
出現次數:總共(4);太(1);可(1);林前(2)
譯字彙編
1) 不被尊敬的(2) 太13:57; 可6:4;
2) 不體面的(1) 林前12:23;
3) 被藐視(1) 林前4:10

English (Woodhouse)

disgraced, ignominious, inglorious, branded with infamy, deprived of civil rights, deprived of civil status, publicly disgraced, punished with degradation, punished with infamy, without honour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=περιφρονημένος, αὐτός πού στερήθηκε τά πολιτικά του δικαιώματα). Ἀπό τό α στερητ. + τιμή.
Παράγωγα: ἀτιμάζω ἀτιμασμός, ἀτιμαστέος, ἀτιμαστέον, ἀτιμαστής, ἀτιμαστήρ, ἀτιμαστός, ἀτιμάω -ῶ (=περιφρονῶ), ἀτιμητέον, ἀτίμητος, ἀτιμία, ἀτιμόω -ῶ (=τιμωρῶ κάποιον μέ στέρηση τῶν πολιτικῶν του δικαιωμάτων), ἀτίμωσις.