κατάγνυμι
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
inf. καταγύναι [ῠ] Th.4.11, Pl.Phdr.265e; καταγνύω Eub. 107.14, X.Oec.6.5; late pres. κατάσσω, κατεάσσω (qq.v.): fut. A κατάξω Eup.323: aor. κατέαξα Hom., etc. (v. infr.); Ion. κατῆξα Hp.Epid.5.26; 3sg. subj. κατάξει SIG38.37 (Teos, v B.C.); part. κατάξας (Dobree for κατεάξας) Lys.3.42, Plu.2.526b (v.l. κατεάξας, κατάγξας); Ep. opt. καυάξαις = καϝϝάξαις for κατϝάξαις, Hes.Op. 666, 693:—Pass., κατάγνῠμαι Hp.Fract.45, Art.67, Ar.Pax703: impf. κατεάγνυτο Epicur.Nat.113G.: aor. 2 κατεάγην [prob. ᾰ] Ar. V.1428, subj. κατ-ᾱγῶ (contr. fr. κατᾰ-ϝᾰγ-) Id.Fr.604, prob. in Id.Ach.928, opt. κατᾱγείην ib.944; part. καταγείς [prob. ᾱ] IG2.1673.33, 39, al., later κατᾰγέντος APl.4.187: fut. καταγήσομαι Cat.Cod. Astr. 8(4).129: pf. κατέᾱγα, Ion. κατέηγα Hp.Art.67 (in pass. sense); part. κατεαγώς, written κατειαγώς IG22.1673.55, contr. κατηγώς Phoenix5.1: pf. Pass. κατέαγμαι Luc.Tim.10, Paus.8.46.5, Artem. 5.32: aor. 1 κατεάχθην LXXJe.31(48).25; inf. καταχθῆναι Arist.PA 640a22; part. καταχθείς Anon.Lond.26.52, D.Chr.11.82.--The forms κατέαξα, κατεάγην led the copyists to insert the ε in unaugmented forms, as κατεάξας Lys. l.c., κατεαγῇ Hp.Art.50, κατεαγῆναι Pl.Grg.469d, and such forms were in use in later Gr., as κατεάξει Ev.Matt.12.20, κατεαγῶσιν Ev.Jo.19.31, κατέαξαν BGU908.25 (ii A.D.):— break in pieces, shatter, κατά θ' ἅρματα ἄξω Il.8.403; ἄξονα Hes.Op. 693; τὸ (sc. ἔγχος) γὰρ κατεάξαμεν Il.13.257; νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Od.9.283, cf. Hes.Op.666; εἴ τινες μαχεσάμενοι ἔτυχον ἀλλήλων κατάξαντες τὰς κεφαλάς Lys.3.42; κατάξειέ τις αὐτοῦ μεθύων τὴν κεφαλήν Ar.Ach.1166 cod. R (v.l. τῆς κεφαλῆς, cf. οὐ γὰρ κατάξει τῆς κεφαλῆς τὰ ῥήματα Eup.323, κατῆξε τῶν πλευρέων Hp.Epid. 5.26, v. sub fin.); κατάξω τὴν κεφαλήν, ἄνθρωπέ, σου Men.Sam.173; γυνὴ κατέαξ' ἐχῖνον Ar.V.1436; Ναξίαν ἀμυγδάλην κατᾶξαι Phryn. Com.68; τὰς ἀμυγδαλᾶς… κάταξον τῇ κεφαλῇ σαυτοῦ λίθῳ Ar.Fr.590: metaph., break up into species, μὴ κ. μηδὲ κερματίζειν τὴν ἀρετήν Pl.Men.79a. 2 weaken, enervate, πατρίδα θ', ἢν αὔξειν Χρεὼν καὶ μὴ κατᾶξαι E.Supp.508; τὰς ψυχὰς καταγνύουσι X.Oec.6.5: abs. in pf. part. κατεαγώς effeminate, D.H.Comp.18, Ath.12.524f; αὐλητὴς τῶν κ. Plu.Dem.4; κ. μουσική S.E.M.6.14. II Pass. with pf. Act., to be broken, δόρατα κατεηγότα Hdt.7.224; ὀστέα Hp. Fract.8; κληΐς Id.Art.14; περὶ δ' ἐμῷ κάρᾳ κατάγνυται τὸ τεῦχος S. Fr.565.3; κατέαγεν ἡ Χύτρα Ar.Th.403; esp. καταγῆναι τὴν κεφαλήν = have one's head broken, And.1.61, Lys.3.14; τὴν κεφαλὴν κατεαγέναι D.54.35: Com., στάμνου κεφαλὴν κατεαγότος Ar.Pl.545; τὸ κρανίον E.Cyc.684; τὸ σκάφιον Ar.Fr.604; κατεαγέναι or κατάγνυσθαι τὰ ὦτα, of pugilists, Pl.Grg.515e, Prt.342b; τὴν κλεῖν κατεαγώς D.18.67: also c. gen. partit. (οὐ πᾶσαν τὴν κεφαλὴν ἀλλὰ μέρος τι αὐτῆς Hdn.Philet. p.448 P.), τῆς κεφαλῆς κατέαγε περὶ λίθῳ πεσών Ar.Ach.1180; κατεάγη τῆς κ. Id.V.1428; τῆς κ. καταγῆναι (-εαγῆναι, -εαγέναι codd.) δεῖν Pl.Grg.469d; κατέαγα τοῦ κρανίου Luc.Tim.48: metaph., to be shattered, of an argument, Epicur. l. c.
German (Pape)
[Seite 1343] (s. ἄγνυμι), auch καταγνύω, Eubul. Ath. X, 450 a Xen. Oec. 6, 5 Arist. H. A. 9, 1, zerbrechen, zerschlagen, zerschmettern; τό (ἔγχος) νυ γὰρ κατεάξαμεν Il. 13, 257; νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Od. 9, 283; περὶ δ' ἐμῷ κάρᾳ κατάγνυται τὸ τεῦχος Soph. frg. 147; γυνὴ κατέαξ' ἐχῖνον Ar. Vesp. 1436; ἀμυγδάλην κατᾶξαι Phrynich. bei Ath. II, 52 c; στάμνου κεφαλὴν κατεαγότος, zerbrochen, Ar. Plut. 545, wie δόρατα κατεηγότα Her. 7, 224; τὰς ναῦς καταγνύναι Thuc. 4, 11; ἐπειδάν τις κατάξῃ τὴν λύραν Plat. Phaed. 86 a; οἱ μὲν ὦτα κατάγνυνται, sie haben zerschlagene Ohren, Prot. 342 b; ἂν καταγῇ ἡ κερκίς Crat. 389 a; κατεάγην τὴν κεφαλήν, mir wurde der Kopf zerschlagen, Andoc. 1, 61; Lys. 3, 14; Eur. Cycl. 680; καταγείη Ar. Ach. 908; aber auch τῆς κεφαλῆς, Vesp. 1428, vgl. Plat. Gorg. 469 d, es ist mir Etwas am Kopfe zerschlagen, so daß man nicht ὀστοῦν zu ergänzen hat; nach Moeris der attische Ausdruck für den gewöhnlichen accus., wonach Luc. Tim. 48 κατέαγα τοῦ κρανίου sagt; κατέαγμαι steht ib. 10. – Uebh. entkräften, schwächen, κατᾶξαι πατρίδα, im Ggstz von αὔξειν, Eur. Suppl. 524; – κατεαγότες ἄνθρωποι, verweichlicht, entkräftet, geschwächt, fractus, D. Hal. C. V.; Ath. XII, 524 f; ἡ κατεαγυῖα μουσική S. Emp. adv. mus. 14. – In den Modis des aor. I. findet sich öfter die v.l. κατεάξαι u. ä. (κατεάξαντες steht Lys. 3, 42 bei Bekk., der aber ib. 40 καταγείς für die vulg. κατεαγείς nach codd. geschrieben), wie bei Sp. κατεάξεις, z. B. N. T. Matth. 12, 19. – Καυάξαις bei Hes. O. 668. 695 ist alte Form für κατάξαις, aus dem diesem Verbum eigenen Digamma hervorgegangen.
French (Bailly abrégé)
f. κατάξω, ao. κατέαξα, pf. au sens Pass. κατέαγα;
Pass. f. καταχθήσομαι, ao. κατεάχθην > part. καταχθείς, ao.2 κατεάγην, pf. κατέαγμαι;
casser, briser, rompre ; au pf. avec sens Pass. : κατέαγα τῆς κεφαλῆς AR, τοῦ κρανίου LUC, τὴν κεφαλήν DÉM j’ai la tête cassée ; fig. κ. τὰς ψυχάς XÉN briser, càd énerver les âmes.
Étymologie: κατά, ἄγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-άγνυμι, imperf. med.-pass. κατεαγνύμην; aor. κατέαξα, ptc. κατεάξας, Ion. aor. κατῆξα, ep. opt. 2 sing. καυάξαις, aor. pass. κατεάχθην en κατεάγην, conj. καταγῶ, opt. καταγείην; perf. κατέαγα, Ion. κατέηγα en κάτηγα; perf. med. κατέαγμαι (doen) breken, stuk slaan:; νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Poseidon heeft mijn schip versplinterd Od. 9.283; εἴ κε... ἄξονα καυάξαις als je de wagenas zou kunnen breken Hes. Op. 693; γυνή ποτε κατέαξ’ ἐχῖνον ooit brak een vrouw haar pot Aristoph. Ve. 1436; overdr.: κ. τὴν ἀρετήν de deugd in stukjes breken Plat. Men. 79a; πατρίδα... κατᾶξαι het vaderland vernietigen Eur. Suppl. 508. pass. en perf. κατέαγα breken, gebroken zijn, kapot zijn:; δόρατα κατεηγότα gebroken speren Hdt. 7.224.1; κατέαγεν ἡ χύτρα de pot is kapot Aristoph. Th. 403; met acc. van betrekking:; οὐδεὶς κατεάγη τὴν κεφαλήν niemand had een gat in zijn hoofd Lys. 3.14; τὴν κλεῖν κατεαγώς met gebroken sleutelbeen Dem. 18.67; κατεαγέναι τὰ ὦτα bloemkooloren hebben (van boksers) Plat. Grg. 515e; met gen.: τῆς κεφαλῆς κατέαγε hij heeft een gat in zijn hoofd Aristoph. Ach. 1180.
Russian (Dvoretsky)
κατάγνῡμι: (aor. κατέαξα, pf. κατέᾱγα, ион. part. κατεηγώς, inf. καταγνύναι с ῠ; pass.: praes. κατάγνῠμαι, fut. καταχθήσομαι, aor. 2 κατεάγην, pf. κατέαγμαι, part. καταχθείς, part. aor. 2 καταγείς, opt. κατᾱγείην)
1) ломать, разбивать (τὸ ἔγχος Hom.; τὴν λύραν Plat.; τὰς ναῦς Thuc.; κάλαμον NT): δόρατα ἐτύγχανε κατεηγότα Her. копья сломались; καταγῆναι τῆς κεφαλῆς Plat. и τὴν κεφαλήν Dem., Lys. разбить себе голову;
2) надламывать, подрывать, ослаблять (πατρίδα Eur.; τὰς ψυχάς Xen.): ἡ κατεαγυῖαμουσική Sext. изломанная, т. е. упадочная музыка.
Greek (Liddell-Scott)
κατάγνῡμι: ἀπαρέμφ. καταγνύναι ῠ, Θουκ. 4. 11,Πλάτ., κλ.· ἢ καταγνύω, κροκοδείλων... ᾠά καταγνύει (δηλ. ὁ ἰχνεύμων) Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 14, Ξεν. Οἰκ. 6, 5:- μέλλ. κατάξω Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 30:- ἀόρ. κατέαξα Ὅμ., Ἀττ., Ἰων. κατῆξα Ἱππ. 1149Ε, μετοχ. κατάξας (τὰ Ἀντίγρ. κατεάξας) Λυσ. 100. 6· ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 664, 691 ἡ ἀρχαία Ἐπικ. εὐκτ. καυάξαις κεῖται ἀντὶ τοῦ κατϝάξαις ἢ καϝϝάξαις, πρβλ. εὔαδον ἐν λ. ἁνδάνω: - Παθ., κατάγνῠμαι Ἱππ. 778Ε, 830C, Ἀριστοφ. Εἰρ. 703:- ἀόρ. β' κατεάγην ᾱ, ὑποτακτ. κατᾱγῶ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 502, εὐκτ. κατᾱγείην ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 944, καὶ ὁ Elmsl. διορθοῖ: κατᾱγῇ φερόμενος: ἀόρ. α' κατεάχθην Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΛΑ', 25), καταχθείς Δίων Χρυσ. 11, 339: - πρκμ. κατέᾱγα, Ἰων. κατέηγα (ἐπὶ παθητ. σημασ.), μετοχ. συνῃρ. κατηγὼς Φοίνιξ παρ. Ἀθην. 495D: παθ. πρκμ. κατέαγμαι Λουκ. Τίμ. 10.- Οἱ τύποι κατέαξα, κατεάγην ἔδωκαν ἀφορμὴν εἰς τοὺς Ἀντιγραφεῖς νὰ φυλάξωσι τὸ ε καὶ εἰς τοὺς ἀναυξήτους τύπους, οἶον κατεάξω Πλάτ. Φαίδων 86Α, κατεάξαντες Λυσίας 100. 6, κατεαγείς αὐτόθι 99. 43· ἀντὶ τῶν ὀρθῶν τύπων κατάξω, κατάξας, καταγείς, ἅπερ ἤδη ἁπανταχοῦ διωρθώθησαν, πλὴν παρὰ μεταγενεστέροις, οἷον μέλλ. κατεάξει Εύαγγ. κ. Ματθ. ιβ', 20, κατεαγῶσιν Εὐαγγ. κ. Ἰωάν. ιθ'. 31· ἴδε Κόβητον V. LL. 43·- παρ’ Ἱππ. 817C εὕρηται ὑποτακτ. κατεαγῇ, ἐνῷ ὀλίγον ἀνωτέρω ὑπάρχει καταγῇ. Καταθραύω εἰς τεμάχια, κατασυντρίβω, «κατακομματιάζω», κατὰ θ’ ἅρματα ἄξω Ἰλ. Θ. 403,πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 691· τό (δηλ. ἔγχος) γὰρ κατεάξαμεν Ἰλ. Ν. 257· νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Ὀδ. Ι. 283, πρβλ. Ἠσ. Ἔργ. κ.Ἡμ. 664· εἴ τινες μαχεσάμενοι ἔτυχον ἀλλήλων κατάξαντες τὰς κεφαλὰς Λυσ. 100. 6· κατάξειέ τις αὐτοῦ μεθύων τὴν κεφαλὴν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1166 (οὕτω τό Ραβ. Ἀντίγραφον· διάφ. γραφ. τῆς κεφαλῆς, καὶ ὁ Εὔβουλος ἐν Ἀδήλ. 30 ἔχει: οὐ γάρ κατάξει τῆς κεφαλῆς τὰ ῥήματα, ἴδε κατωτ. ΙΙ)· γυνή ποτε κατέαξ’ ἐχῖνον Ἀριστοφ. Σφ. 1436· οὐκ ἂν δυναίμην Ναξίαν ἀμυγδάλην κατᾶξαι Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4· τὰς ἀμυγδάλας (-λὰς κατ’ Ἀρίσταρχ.,- λᾶς δὲ κατὰ Φιλόξεν., Ἀθήν. 53Α) κάταξον τῇ κεφαλῇ σαυτοῦ λίθῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 488. 2) θραύω, συντρίβω, ἐξασθενῶ, ἐκνευρίζω, πατρίδα θ’, ἣν αὔξειν χρεὼν καὶ μὴ κατᾶξαι Εὐρ. Ἱκέτ. 508· μὴ κ. μηδὲ κερματίζειν τὴν ἀρετὴν Πλάτ. Μένων 79Α· τὰς ψυχὰς καταγνύουσι Ξεν. Οἰκ. 6. 5· ἀπολύτ. κατὰ μετοχ. πρκμ. κατεαγώς, ὡς τὸ Λατ. fractus, effeminate, καταβεβλημένος, ἐκτεθυλημμένος, ὡς ὑπὸ γυναικῶν ἢ κατεαγότων ἀνθρώπων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 18, Πλούτ. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ. τύπῳ μετὰ πρκμ. ἐνεργ., θραύομαι, συντρίβομαι, δόρατα κατεηγότα Ἡρόδ. 7. 224· ὀστέα Ἱππ. π. Ἀγμ. 758· κληΐς ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 790· περὶ δ’ ἐμῷ κάρᾳ κατάγνῠται τὸ τεῦχος Σοφ. Ἀποσπ. 147· κατέαγεν ἡ χύτρα Ἀριστοφ. Θεσμ. 403· ἰδίως κατεαγέναι ἢ καταγῆναι τὴν κεφαλὴν Ἀριστοφ. Πλ. 545, Ἀνδοκ. 9. 6, Λυσ. 97. 35., 99. 43, κτλ.· τὸ κρανίον Εὐρ. Κύκλ. 684· τὸ σκάφιον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 502· οὕτω, κατεαγέναι ἢ κατάγνυσθαι τὰ ὦτα, ἐπὶ πυγμάχων (πρβλ. ὠτοκάταξις), Πλάτ. Γοργ. 515Ε, Πρωτ. 342Β· τὴν κλεῖν κατεαγὼς Δημ. 247. 11·― ἀλλ᾿ ὡσαύτως μετὰ γεν., τῆς κεφαλῆς κατέαγε περὶ λίθον πεσὼν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1180· κατεάγη τῆς κεφαλῆς ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1428· τῆς κεφαλῆς κατεαγέναι δεῖν Πλάτ. Γοργ. 469D· κατέαγα τοῦ κρανίου Λουκ. Τίμ. 48: ― ἐν τῇ συντάξει ὁ Ἡρῳδιαν. θεωρεῖ τὴν γενικὴν ὡς διαιρετικὴν (οὐ πᾶσαν τὴν κεφαλὴν ἀλλὰ μέρος τι αὐτῆς) σ. 448 Piers: πρβλ. συντρίβω ΙΙ 2.
Spanish
English (Strong)
from κατά and the base of ῥήγνυμι; to rend in pieces, i.e. crack apart: break.
English (Thayer)
future κατεαξω; 1st aorist κατεαξα (impv. κάταξον, κατεάγην, whence subjunctive 3rd person plural κατεαγῶσιν; 1st aorist κατεαχθην in the Sept. Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii., p. 97f, cf. i., p. 323 f; Matthiae, i., p. 520f; Winer's Grammar, § 12,2; (Curtius, Das Verbum, i., p. 118; Veitch, under the word; Kuenen and Cobet, N. T., Praef., p. lxxix.)); from Homer down; to break: τί, Schmidt, chapter 115,5 and cf. ῤήγνυμι.)
Greek Monolingual
κατάγνυμι (AM, Α και καταγνύω και κατάσσω και κατεάσσω)
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεαγώς, -υία και -υῑα, -ός
σπασμένος, κομματιασμένος, συντριμμένος
μσν.
οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω
αρχ.
1. σπάζω σε κομμάτια, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω («δόρατα κατεηγότα», Ηρόδ.)
2. κάνω κάτι αδύνατο, εξασθενίζω κάτι («πατρίδα θ', ἥν αὔξειν χρεὼν καὶ μὴ κατᾱξαι», Ευρ.)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ο καταβεβλημένος («ἀνειμένοι τὴν δίαιτάν εἰσι καὶ κατεαγότες», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄγνυμι «σπάζω, θρυμματίζω»].
Greek Monotonic
κατάγνῡμι: απαρ. -ύναι [ῠ] ή κατα-γνύω· μέλ. κατάξω, αόρ. αʹ κατέαξα, μτχ. κατάξας — Παθ., αόρ. βʹ κατεάγην [ᾱ], ευκτ. κατᾱγείην, παρακ. κατέᾱγα, Ιων. κατέηγα (με Παθ. σημασία)·
I. 1.σπάζω σε κομμάτια, κατακομματιάζω, συντρίβω, ραγίζω, σε Όμηρ., Αττ.
2. συντρίβω, εξασθενίζω, αποκοιμίζω, σε Ευρ., Πλάτ.
II. Παθ., με παρακ. Ενεργ., σπάζω, συντρίβομαι, δόρατα κατεηγότα, σε Ηρόδ.· κατεαγέναι ή καταγῆναι τὴν κεφαλήν, έχω το κεφάλι ραγισμένο, σπασμένο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· με γεν., τῆς κεφαλῆς κατέαγε, είχε τμήμα του κεφαλιού του σπασμένο, στον ίδ.
Middle Liddell
inf. -ύναι καταγνύω fut. κατάξω aor1 κατέαξα part. κατάξας Pass., aor2 κατεάγην opt. κατᾱγείην perf. κατέᾱγα ionic κατέηγα [perf act in passive sense
I. to break in pieces, shatter, shiver, crack, Hom., attic
2. to break up, weaken, enervate, Eur., Plat.
II. Pass. with perf. act. to be broken, δόρατα κατεηγότα Hdt.; κατεαγέναι or καταγῆναι τὴν κεφαλήν to have the head broken, Ar., etc.; c. gen., τῆς κεφαλῆς κατέαγε he has got a bit of his head broken, Ar.
Chinese
原文音譯:kat£gnumi 卡他-阿格匿米
詞類次數:動詞(4)
原文字根:向下-裂開
字義溯源:碎裂,損壞,打成碎片,打斷,折斷;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照,遍及)與(ῥάσσω / ῥήγνυμι / ῥήσσω)*=破裂)組成。參讀 (θραύω / θραυματίζω)同義字
出現次數:總共(4);太(1);約(3)
譯字彙編:
1) 打斷(2) 約19:31; 約19:33;
2) 他⋯折斷(1) 太12:20;
3) 打斷了(1) 約19:32