διαμάχομαι

From LSJ
Revision as of 14:02, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμᾰ́χομαι Medium diacritics: διαμάχομαι Low diacritics: διαμάχομαι Capitals: ΔΙΑΜΑΧΟΜΑΙ
Transliteration A: diamáchomai Transliteration B: diamachomai Transliteration C: diamachomai Beta Code: diama/xomai

English (LSJ)

fut. διαμαχέσομαι
A (v.l. for διαμαχεσώμεθα aor. subj.) Hdt.9.48:—fight, contend, σιδήρῳ E.Supp.678; εἷς πρὸς ἕνα Pl.Lg. 833e; opp. λανθάνειν, Id.R.345a; πρός τι v.l. in D.17.18; περὶ τῆς χώρης τοῖς ἐπιοῦσιν Hdt.4.11; περὶ τοῦ πρότερος εἰπεῖν Ar.Eq.339, cf. Pl.Men.86c; περὶ τούτου ὡς οὐκ… Lys.4.1; ὑπέρ τινος Pl.Smp. 207b; διαμάχομαι μὴ μεταγνῶναι ὑμᾶς I resist to the uttermost your change of opinion, Th.3.40; σὺ γοῦν ἀναιδῶς διεμάχου τὸ μὴ θανεῖν E.Alc.694.
2 exert oneself, strive earnestly, περὶ τούτου ὅπως… Pl.Prt. 325d; ὅπως μή… Id.Grg.502b.
3 in argument, contend or maintain that... c. acc. et inf., Id.Tht.158d: with a neg., διαμάχομαι τι μὴ εἶναι Th.3.42; διαμαχέσασθαι ὅτι οὐκ ἀπόλλυται Pl.Phd. 106c; ὡς οὐ… Id.Prm.127e, etc.; also διαμάχομαι τι carry a point, Id.Sph. 261a.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [aor. subj. διαμαχεσώμεθα Hdt.9.48]
I intr.
1 luchar c. dat. de pers. luchar contra οὔτε διαμαχεσάμενος οὐδενί Hdt.9.67, Πελοποννησίοις Th.1.143, τοῖς πολεμίοις Plb.1.45.7, πᾶσι D.Chr.13.11, τοῖς βαρβάροις Plu.Arist.11, cf. 2.125b, Ath.482c, τὰ παιδία ... ἀλλήλοις διαμάχεσται los niños se pelean entre ellos Arr.Epict.4.7.22, tb. c. πρὸς y ac.: πρὸς ἕνα Pl.Lg.833e, πρὸς τοὺς Καρχηδονίους Plb.3.65.11, cf. 2.34.14, 10.6.5, Str.15.1.42, 17.3.8, D.S.17.54, Ἀθηνᾶ ... πρὸς Ἄρτεμιν οὐ διαμάχεται περὶ θήρας Atenea no lucha contra Ártemis por la caza Luc.Charid.10, cf. Tox.61, πρὸς τὰ παρόντα Hld.4.19.3, cf. 4.7.13, περὶ τῆς τῆς χώρας νομῆς πρὸς ἀλλήλους διαμάχονται D.S.3.32, c. μετά y gen. μὴ διαμάχου μετὰ ἀνθρώπου δυνάστου LXX Si.8.1, cf. Da.10.20
c. περί y gen. luchar por περὶ τῆς χώρης Hdt.4.11, περὶ τῆς γῆς Th.5.41, περὶ τοῦ πρότερος εἰπεῖν Ar.Eq.339, περὶ τούτου Pl.Men.86c, περὶ τοῦ δικαίου Lys.2.17, cf. 34.9, ἄχρι δ' ἂν αὐτοῦ τούτου πέρι διαμάχωνται Luc.Herm.36, περὶ τοῦ μὴ λαβεῖν αὐτόν D.H.4.46
c. ὑπέρ y gen. luchar por, luchar a favor de ὑπὲρ τούτων Pl.Smp.207b, ὑπὲρ τῶν ἀσθενεστέρων Lys.2.12, cf. D.Chr.42.2
c. dat. instrum. σιδήρῳ διεμάχονθ' E.Supp.678
sin rég. Hdt.9.48, Ar.Pl.448, Arist.HA 613a11, Plb.1.57.1, Ph.1.142, 300, 387, Str.11.13.4, Plu.Cim.17, D.S.13.15
en cont. deportivos combatir ἐν ταῖς παλαίστραις Plu.2.825
fig. c. suj. abstr. y dat. ὅταν ὁ θυμὸς ... ὑπὲρ τῶν φθαρτῶν πραγμάτων διαμάχηται τοῖς ἀνθρώποις Euagr.Pont.Schol.Ec.56.3.
2 fig. con dat. rechazar τούτῳ ... τῷ γένει καὶ διεμάχετο Πλάτων ὡς ὄντι γεωμετρικῷ δόγματι Platón rechazaba esta clase (considerándola) como una ficción geométrica Arist.Metaph.992a20.
3 fig. c. part. polemizar c. part. pred. διεμάχοντο λέγοντες Act.Ap.23.9.
II c. ac., inf. u or. complet.
1 c. ac. combatir, atacar τοῦτο ... ἀναγκαῖον Pl.Sph.261a, διαμάχεσθαι ὅσον ἂν δύνησθε Th.7.63.
2 c. μή e inf. oponerse a, resistirse a διεμάχου τὸ μὴ θανεῖν te resististe a morir E.Alc.694, διαμάχομαι μὴ μεταγνῶναι ὑμᾶς τὰ προδεδογμένα me opongo a que cambiéis de opinión Th.3.40, τούς τε λόγους ὅστις διαμάχεται μὴ διδασκάλους τῶν πραγμάτων γίγνεσθαι Th.3.42.
3 esforzarse en que c. ὅπως: περὶ τούτου διαμάχονται, ὅπως ὡς βέλτιστος ἔσται παῖς se esfuerzan en esto, en que el niño sea lo mejor posible Pl.Prt.325d, διαμάχεσθαι ... ὅπως τοῦτο μὲν μὴ ἐρεῖ Pl.Grg.502b
sostener, afirmar con inf. διαμάχεται ἡμῶν ἡ ψυχὴ τὰ ... δόγματα ... εἶναι ἀληθῆ Pl.Tht.158d
c. complet. ὅτι οὐκ ἀπόλλυται (τὸ ἄρτιον) Pl.Phd.106c, ὡς οὐ πολλά ἐστι Pl.Prm.127e, διαμάχεσθαι περὶ τούτου, ὡς οὐκ ἐγένοντο ἡμῖν διαλλαγαί Lys.4.1.

French (Bailly abrégé)

f. διαμαχοῦμαι, ion. διαμαχέσομαι, pf. διαμεμάχημαι;
lutter avec énergie, lutter avec persévérance ou lutter avec acharnement ; dans le raisonnement soutenir énergiquement une affirmation;
NT: s'empoigner.
Étymologie: διά, μάχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-μάχομαι, fut. διαμαχοῦμαι, Ion. διαμαχέσομαι hevig vechten, tot het uiterste strijden met, met dat.:; διαμαχεσάμενος οὐδενί zonder met iemand gevochten te hebben Hdt. 9.67; met prep.:; διαμάχομαι περὶ τῆς χώρης τοῖσι ἐπιοῦσι met de aanvallers op leven en dood vechten om het land Hdt. 4.11.2; ὑπὲρ τῶν ἀσθενεστέρων διαμάχομαι = voor de zwakkeren strijden Lys. 2.12; abs.:; διαμάχεσθαι ὅσον ἂν δύνησθε tot het uiterste strijden met al uw kracht Thuc. 7.63.1; met inf.:; διεμάχου τὸ μὴ θανεῖν = jij streed er uit alle macht voor om niet te sterven Eur. Alc. 694; uitbr. zich inspannen, vechten voor:. περὶ τοῦ πρότερος εἰπεῖν... διαμαχοῦμαι ik zal vechten voor mijn recht als eerste te spreken Aristoph. Eq. 339; διαμάχονται ὅπως ὡς βέλτιστος ἔσται ὁ παῖς zij spannen zich er tot het uiterste voor in dat de jongen zo goed mogelijk zal zijn Plat. Prot. 325d. stellig beweren, verzekeren:. διαμάχεται ἡμῶν ἡ ψυχὴ τά... δόγματα... εἶναι ἀληθῆ onze ziel verzekert ons dat de meningen waar zijn Plat. Tht. 158d; τούς τε λόγους ὅστις διαμάχεται μὴ διδασκάλους τῶν πραγμάτων γίγνεσθαι wie staande houdt dat woorden niet de leermeesters zijn van daden Thuc. 3.42.2.

German (Pape)

(μάχομαι), mit Einem streiten, kämpfen; Eur. Suppl. 678; Ar. Plut. 448; τινί, Plat. Soph. 260a; Xen. Cyr. 3.1.3; πρός τι, Dem. 17.18; πρός τινα, Pol. 1.51.9; Plut. Pericl. 33; περί τινος καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ, Plat. Men. 86c, und sehr oft bei Plat.; Xen. An. 5.6.25; καὶ χαλεπαίνω, Plut. conj. praec. p. 414; überhaupt = widerstreben, sich weigern, τὸ μὴ θανεῖν, Eur. Alc. 697; ἀσπίδα μὴ φέρειν, Xen. An. 5.8.23; μὴ μεταγνῶναι, Thuc. 3.40, d.i. verbieten. Allgem., sich anstrengen, ὅπως, Plat. Prot. 325c; Gorg. 502b; behaupten, sequ. acc. c. inf., Theaet. 158d; ὅτι, Phaed. 106c.

Russian (Dvoretsky)

διαμάχομαι: (ᾰ) (fut. διαμαχοῦμαι - ион. διαμαχέσομαι)
1 ожесточенно сражаться, упорно бороться (τινι Xen., Plat., πρός τινα и πρός τι Dem., Plut., ὑπέρ τινος и περί τινος Plat.): διαμάχομαι τὸ μὴ θανεῖν Eur. всячески сопротивляться смерти; διαμάχομαι σιδήρῳ Eur. сражаться с мечом в руках; ἢ τῷ λανθάνειν ἢ τῷ διαμάχεσθαι Plat. или тайно, или в открытом бою;
2 горячо оспаривать, спорить (περί τινος Arph., Lys., τι Plat. и τινι Arst.): διαμάχομαι μὴ μεταγνῶναι ὑμᾶς τὰ προδεδογμένα Thuc. я решительно возражаю против пересмотра вами уже принятых решений; διαμάχομαι ὡς οὔκ ἐστι Plat. категорически утверждать, что этого нет.

English (Strong)

from διά and μάχομαι; to fight fiercely (in altercation): strive.

English (Thayer)

imperfect διεμαχομην; to fight it out; contend fiercely: of disputants, Sirach 8:1,3; very frequent in Attic writings.)

Greek Monolingual

(AM διαμάχομαι)
ερίζω, φιλονικώ, ανταγωνίζομαι
αρχ.
1. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου, αντιμάχομαι κάποιον
2. καταβάλλω προσπάθειες
3. αντιστέκομαι σκληρά
4. ισχυρίζομαι.

Greek Monotonic

διαμάχομαι: [μᾱ], μέλ. -μαχέσομαι, αποθ.:
1. παλεύω ή αγωνίζομαι με, αντιμάχομαι, τινι ή πρός τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πρός τι, σε Δημ.· δ. μὴ μεταγνῶναι ὑμᾶς, ανθίσταμαι, αντιστέκομαι με σθένος εναντίον της μεταβολής της γνώμης σας, σε Θουκ.· δ. τὸ μὴ θανεῖν, σε Ευρ.
2. αντιπαλεύω με κάποιον άλλο, ανταγωνίζομαι, στον ίδ.
3. πολεμώ μέχρι τέλους, αγωνίζομαι ανένδοτα και επίμονα, Λατ. depugnare, σε Αριστοφ.
4. καταβάλλω μεγάλες, υπέρμετρες προσπάθειες, ὅπως τι γένηται, σε Πλάτ.
5. σε διαλογική αντιπαράθεση, υποστηρίζω ή ισχυρίζομαι ότι..., δ. τι μὴ εἶναι, σε Θουκ.· ή χωρίς μή, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

διαμάχομαι: [μᾰ], μέλλ. διαμαχέσομαι Ἡρόδ. (ἴδε μάχομαι), ἀποθ., μάχομαιἀγωνίζομαι πρός τινα, παλαίω ἐναντίον τινός, τινι ἢ πρός τινα Ἡρόδ. 4. 11, Πλάτ. Νόμ. 833D, κτλ.· πρός τι Δημ. 217. 2· περί τινος Πλάτ. Μένωνι 86C, κτλ.· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. Συμπ. 207Β· δ. περὶ τούτου, ὡς... ἢ ὅπως..., Λυσ. 100. 39, κτλ.· δ. μὴ μεταγνῶναι ὑμᾶς, ἰσχυρῶς ἀνθίσταμαι ἐναντίον μεταβολῆς τῆς γνώμης σας, Θουκ. 3. 40· δ. τὸ μὴ θανεῖν Εὐρ. Ἀλκ. 694. 2) μέχρι τέλους πολεμῶ, ἀγωνίζομαι ἀνενδότως καὶ ἐπιμόνως, Λατ. depugnare, Ἀριστοφ. Ἱππ. 339, κτλ.· μεταχειρίζομαι φανερὰν βίαν, Πλάτ. Πολιτ. 345Α. 3) μεγάλας προσπαθείας καταβάλλω, ὅπως... ὁ αὐτ. Πρωτ. 325C· ὅπως μὴ... ὁ αὐτ. Γοργ. 502Β. 4) ἐν συζητήσει, διισχυρίζομαι ὅτι..., μετ᾽ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. Θεαιτ. 158D· ἀλλὰ συνήθως μετ᾽ ἀρνήσ., δ. τι μὴ εἶναι Θουκ. 3. 42· δ. ὅτι οὐκ ἀπόλλυται Πλάτ. Φαίδωνι 106C· ὡς οὐ..., ὁ αὐτ. Παρμ. 127Ε, κτλ.· - ὡσαύτως, δ. τι, ὑποστηρίζω ἐπιμόνως ζήτημά τι, ὁ αὐτ. Σοφ. 241D.

Middle Liddell

fut. διαμαχέσομαι
1. Dep. to fight or strive with, struggle against, τινι or πρός τινι Hdt., etc.; πρός τι Dem.; δ. μὴ μεταγνῶναι ὑμᾶς I resist to the uttermost your change of opinion, Thuc.; δ. τὸ μὴ θανεῖν Eur.
2. to fight one with another, Eur.
3. to fight it out, contend obstinately, Lat. depugnare, Ar.
4. to exert oneself greatly, ὅπως τι γένηται Plat.
5. in argument, to contend or maintain that…, δ. τι μὴ εἶναι Thuc.; or without μή, Plat.

Chinese

原文音譯:diam£comai 笛阿-馬何買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-爭戰
字義溯源:勇猛的抵抗,力爭,劇烈的爭辯,爭辯;由(διά)*=通過)與(μάχομαι)*=爭戰)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 爭辯(1) 徒23:9

Lexicon Thucydideum

dimicare, armis decernere, to fight, contend in arms, 1.143.5, 5.41.2, 7.63.1, (ubi vertunt where they translate constanter pugnare, to fight resolutely).
oratione contendere, to argue, dispute, 3.40.2, 3.42.2.