κλισία

From LSJ
Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῐσία Medium diacritics: κλισία Low diacritics: κλισία Capitals: ΚΛΙΣΙΑ
Transliteration A: klisía Transliteration B: klisia Transliteration C: klisia Beta Code: klisi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, κλίνω)

   A place for lying down or reclining: hence,    I hut, shed, booth, 1. for use in peace, cot, cabin, once in Il., 18.589, cf. Od.14.194, al.    2 for use in war, hut, κ. εὔπηκτος, εὔτυκτος, Il.9.663, 10.566; κ. ὑψηλή 24.448: freq. in pl., camp, 1.487, al.; πῦρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες Od.8.501:—not common after Hom. (σκηνή being used), B.12.135, etc.: used by Trag. in lyr. and anap., A.Fr.131, S.Aj.190, 1407, E.IA189: later with various meanings, Βάκχου κλισίαι, of wine-shops, IG14.889 (Sinuessa); εὐσεβέων κλισίη, of the grave, Epigr.Gr.237.4 (Smyrna, ii/i B.C.), cf. IG12(5).1104 (Syros, ii A.D.); chapel, ἡ κ. ἡ ἱερά BCH51.220 (Thasos), cf. Arch.Pap.1.219, IG42(1).123.131 (Epid.); cf. κλεισία.    II anything for lying or sitting upon, couch or easy chair, Od.4.123; κ. δινωτὴν ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ 19.55; ἐπ' ἀλλοτρίαν κ. ἐρχόμενος IG22.1368.74.    2 couch for reclining on at table, Pi.P.4.133 (pl.); ᾧ ξυνὴν εἶχον ἐγὼ κ. Call.Aet.1.1.8; place on such couch, κ. ἄτιμος Plu.Ant.59, 2.148f; κ. ἄδοξος Hegesand.18.    3 nuptial bed, E.Alc.994, IT857.    III company of people sitting at meals, Ev.Luc.9.14; banquet, εὐωχίαι τε καὶ κ. Onos.35.5; room for company, Luc.Am.12.    IV way of lying, decubitus, Hp.Epid.7.25; τὸ σχῆμα τῆς κ. Plu.Sert.26.

German (Pape)

[Seite 1455] ἡ, ion. κλισίη, ein Ort, wo man sich hinlegen oder worauf man sich anlehnen kann; – 1) die Hütte, Lagerhütte, von leichterer Bauart als die Wohnhäuser, nicht um darin zu wohnen, sondern darin zu übernachten u. zu schlafen erbau't; also – a) im Kriege, Hütten, wie sie bei langwierigen Belagerungen von den Belagerern erbaut werden, zum Obdach für die Feldherren u. Krieger, zur Bewahrung der Gefangenen u. der Beute, von der σκηνή, die gew. aus Leinwand gemacht ist, unterschieden, mit Thüren, die verschlossen werden können; oft in der Il., vgl. über die Bauart bes. Il. 24, 450 ff., wo sie aus Balken gezimmert ist; dah. κλισίη εὔπηκτος, εὔτυκτος, Il. 9, 663. 10, 586; nach Od. 8, 501 werden sie beim Abziehen nicht abgebrochen, sondern verbrannt. – So auch Tragg.; Aesch. frg. 115; Soph. Ai. 190. 1385; κλισίαι ὁπλοφόροι Eur. I. A. 189. – b) im Frieden, die Hütten der Hirten, in welchen diese die Nacht auf dem Felde zubringen u. ihre Vorräthe u. Geräthschaften aufbewahren; auch das Haus des Eumäus, Od. 16, 159 u. öfter; auch = Laube, Luc. amor. 12. – 2) Lehnsessel, Lehnstuhl; τῇ δ' ἄρ' ἅμ' Ἀδρήστη κλισίην εὔτυκτον ἔθηκεν Od. 4, 123, ein Stuhl, der nachher κλισμός heißt; vgl. 19, 55. – Auch Tischlager, gepolsterter Sitz, auf dem man liegend die Mahlzeit einnahm; ἀπὸ κλισιάων ὦρτο Pind. P. 4, 133; Ath. XI, 474 d; auch die Sitzreihen, Ev. Luc. 9, 14; der Platz bei Tische, ἐλθόντι νέμων κλισίαν ἄτιμον Plut. sept. sap. conv. 3 M., wie Ant. 59; κλ. ἄδοξος Ath. XII, 544 c. – Das Bett, Ehebett, ἐζεύξω κλισίαις ἄκοιτιν Eur. Alc. 997; κλισίαν λέκτρων δολίαν I. T. 857. – Das Liegen selbst, μετέβαλε τὸ σχῆμα τῆς κλισίας, ὕπτιον ἀνεὶς ἑαυτόν Plut. Sert. 26. – Nach Eust. wurde auch κλεισία geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

κλῐσία: Ἰων. -ίη, ἡ, (κλίνω)· ― τόπος πρὸς κατάκλισιν, ἔνθα κατακλίνεταί τις, Ι. καλύβη ἢ πᾶν πρόσκαιρον οἰκοδόμημα, παράπηγμα, ἐν χρήσει ὡς πρόσκαιρος κατοικία· ― παρ’ Ὁμ. αὗται αἱ κλισίαι εἶναι δύο εἰδῶν, 1) πρὸς χρῆσιν ἐν καιρῷ εἰρήνης, αἱ καλύβαι, ἐν αἷς οἱ βοσκοὶ διήρχοντο τὴν νύκτα, εἰς ἃς κατέφευγον ἐν ἀνάγκῃ, καὶ ὅπου ἐφύλαττον τὰς ζωοτροφίας των· αὕτη δὲ εἶναισυνήθης σημασία ἐν τῇ Ὀδ., ἀλλ’ ἐν τῇ Ἰλ. μόνον ἅπαξ, Σ. 589. 2) πρὸς χρῆσιν ἐν καιρῷ πολέμου, ἐν αἷς οἱ πολιορκηταὶ κατῴκουν κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς πολιορκίας· ἡ συνήθης σημασ. ἐν τῇ Ἰλ.· ἐν τῷ πληθ. αἱ καλύβαι τοῦ στρατοῦ, τὸ στρατόπεδον, συχν. ἐν Ἰλ.· ὅτι δὲ δὲν ἦσαν σκηναί, ἀλλὰ ξύλιναι καλύβαι, φαίνεται ἐκ τοῦ ἐν Ἰλ. Ω. 448 κἑξ.· κλ. εὔτυκτος Κ. 566· εὔπηκτος Ι. 663· διό, ὅτε στράτευμά τι ἠγείρετο πρὸς ἀναχώρησιν δὲν διέλυε τὰς κλισίας ὅπως τὰς παραλάβῃ, ἀλλὰ τὰς κατέκαιεν ἐπὶ τόπου, Ὀδ. Θ. 501. ― Μεθ’ Ὅμ. ἡ λέξις σκηνὴ περιῆλθεν εἰς κοινὴν χρῆσιν καὶ ἡ λέξις κλισία κατέστη σπανία καὶ παρ’ αὐτοῖς τοῖς ποιηταῖς, ὡς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 128, Σοφ. Αἴ. 191, 1407, Εὐρ. Ι. Α. 189· Βάκχου κλισίαι, ἐπὶ οἰνοπωλείων, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 810. 7· εὐσεβέων κλισίη, ἐπὶ τοῦ τάφου, ὁ αὐτ. 237. 4. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα ἐφ’ οὗ τις κατακλίνεται ἢ κάθηται, ἀνάκλιντρον ἢ «πολυθρόνα», Ὀδ. Δ. 123· κεκοσμημένη μὲ χρυσὸν καὶ ἐλέφαντα, Τ. 55· πρβλ. κλιντήρ, κλισμός. 2) ἀνάκλιντρον, ἐφ’ οὗ τις ἀνακλίνεται παρὰ τὴν τράπεζαν, κάθισμα μετὰ προσκεφαλαίων, Πινδ. Π. 4. 237· ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, θέσις ἐπὶ τοιούτου ἀνακλίντρου, κλ. ἄτιμος Πλουτ. Ἀντών. 59., 2. 148F· κλ. ἄδοξος Ἀθήν. 544C. 3) κλίνη νυμφική, Εὐρ. Ἄλκ. 994, Ι. Τ. 857. ΙΙΙ. ὅμιλος ἀνθρώπων δειπνούντων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 14· αἴθουσα συνεντεύξεως, Λουκ. Ἔρωτ. 12. ΙV. τὸ κατακεῖσθαι, Πλουτ. Σερτώρ. 26.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. abri pour se coucher, càd :
1 hutte, cabane en bois;
2 tente de soldat, baraquement ; particul. baraques ou campements de marins;
II. lit, particul.
1 couche nuptiale;
2 place sur un lit de table;
3 chaise longue;
III. p. ext. manière de se coucher.
Étymologie: R. Κλι, v. κλίνω.

English (Slater)

κλῐσία pl.,
   1 camp αἶψα δ' ἀπὸ κλισιᾶν ὦρτο (P. 4.133)

English (Strong)

from a derivative of κλίνω; properly, reclination, i.e. (concretely and specially), a party at a meal: company.

English (Thayer)

κλισίας, ἡ (κλίνω; from Homer down; properly, a place for lying down or reclining; hence,
1. a hut, erected to pass the night in.
2. a tent.
3. anything to recline on; a chair in which to lean back the head, reclining-chair.
4. a company reclining; a row or party of persons reclining at meal: so in plural, Winer s Grammar, 229 (214); likewise in Josephus, Antiquities 12,2, 12; Plutarch Sert. 26.

Greek Monolingual

κλισία, ιων. τ. κλισίη, ἡ (Α)
1. μέρος στο οποίο κάποιος αναπαύεται
2. (ειδ.) πρόχειρη κατοικία, καλύβα (α. «σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς», Ομ. Ιλ.
β. «κλισίην Πηληιάδεω ἀφίκοντο ὑψηλήν» Ομ. Ιλ. γ. «πῡρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες»)
3. (κατ' επέκτ.) τάφος
4. συγκέντρωση, συνάντηση («δήμων κλισίη»)
5. παρεκκλήσιο («ἡ κλισίη ἡ ἱερά»)
6. είδος ανακλίντρου («κλισίαν δινωτήν ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ», Ομ. Οδ.)
7. ανάκλιντρο το οποίο χρησίμευε ως θέση δειπνούντων (α. «ὦ ξυνὴν εἶχον ἐγὼ κλισίην», Καλλ.
β. «κλισίαν ἄτιμον», Πλούτ.)
8. ομάδα ανθρώπων που δειπνούν μαζί, συμπόσιο («εὐωχίαι τε καὶ κλισίαι», Ονήσανδρ.)
9. τρόπος κατάκλισης («μετέβαλεν τὸ σχῆμα τῆς κλισίας, ὕπτιον ἀνεὶς ἑαυτόν, ὡς οὔτε προσὲχων οὔτε κατακούων», Πλούτ.)
10. συζυγική κλίνη
11. φρ. «Βάκχου κλισίαι» — οινοπωλεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρεκτεταμένο θ. κλῐ-τ- του κλίνω (πρβλ. κλι-τός) + κατάλ. -ία με τροπή του -τ- σε -σ- (πρβλ. ορει-βάτ-ης > ορει-βασ-ία. Από το ίδιο θ. με κατάλ. -ιον παράγεται και το κλίσ-ιον)].

Greek Monotonic

κλῐσία: Ιων. -ίη, (κλίνω), μέρος προς κατάκλιση, απ' όπου·
I. καλύβα, παράπηγμα, πρόχειρο κατάλυμα, όπως αυτά στα οποία ζούσαν οι πολιορκητές κατά τη διάρκεια μακροχρόνιων πολιορκιών, σε Ομήρ. Ιλ.· το γεγονός ότι δεν ήταν σκηνές, αλλά ξύλινες καλύβες, εμφανίζεται στην Ομήρ. Ιλ. Υ. 448 κ. εξ.· όταν ένας στρατός σταματούσε την πολιορκία, τις έκαιγε επί τόπου, σε Ομήρ. Οδ. Η. 501.
II. 1. ανάκλιντρο ή πολυθρόνα, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
2. κρεβάτι, νυφικό κρεβάτι, σε Ευρ.
III. όμιλος, συντροφιά ανθρώπων που παρακάθονταν στα γεύματα, σε Καινή Διαθήκη
IV.κατάκλιση ή στήριξη, ανάπαυση, σε Πλούτ.