μόσχος
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
(A), ὁ,
A young shoot or twig, δίδη μόσχοισι λύγοισι (v. λύγος) Il.11.105, cf. Thphr.CP5.9.1; ὁ μ. τῶν φύλλων leaf-stalk, petiole, Dsc. 2.179, cf. 4.15,34.
μόσχος (B), ὁ, ἡ,
A calf, young bull, which form the god Apis was believed to assume, Hdt.3.28, cf. 2.41, PCair.Zen.78.6 (iii B.C.), Sammelb. 6279.7 (iii B. C.): as fem., heifer, young cow, μόσχους ἀμέλγειν E.Cyc.389, cf. Ba.736; πεζαὶ μ., = ἑταῖραι, Eup.169; ᾄδειν ἐπὶ μόσχῳ for the prize of a calf (nisi leg. ἐπὶ Μόσχῳ), Ar.Ach.13. 2 metaph., boy, E.IA1623: as fem., girl, maid, Id.Hec.526, Andr.711, etc. 3 any young animal, Id.IT163, Ba.1185 (both lyr.); even of birds, μ. χελιδόνος Achae.47. 4 μ. θαλάσσιος seal, Edict.Diocl.8.37.
μόσχος (C), ὁ,
A musk, Aët.1.131, Alex. Trall.12; interpol. in Dsc. Eup.1.145 (om. Wellmann). (Borrowed from Pers. mušk.)
German (Pape)
[Seite 209] ὁ, vgl. ὄσχος, Sprosse einer Pflanze, bes. junger, biegsamer Zweig, Ruthe, μόσχοισι λύγοισιν, Il. 11, 105 (vgl. λύγος); Ableger, Nic. Th. 72; Theophr. – Uebertr., von Sprößlingen der Menschen u. Thiere mit dem Nebenbegriffe des Jungen, Zarten; νεαγενής, vom Orest, Eur. I. A. 1623, öfter; ἀγελαῖα βοσκήματα μόσχων, Bacch. 677; auch von Mädchen, σκίρτημα μόσχου σῆς, Hec. 526, vgl. 205; Andr. 712; junger Löwe, Bacch. 1183; junge Kuh, μόσχους ἀμέλξας. Cycl. 388; ἐπὶ μόσχῳ εἰσῆλθ' ᾀσόμενος Βοιώτιον, Ar. Ach. 13, um den Preis eines Kalbes singen; auch in Prosa, Plat. Apol. 20 a, vgl. οὐ πῶλον κλητέον, ἀλλὰ μόσχον, Crat. 393 c; Folgde; auch ein schon ausgewachsener junger Ochse, der aber noch nicht ins Joch gespannt ist, so der ägyptische Apis, Her. 3, 28; χελιδόνος, Ael. N. A. 7, 47 aus Achae. – Bei Sp. auch der stark riechende Moschus.
Greek (Liddell-Scott)
μόσχος: (Α), ὁ, μικρὸς κλάδος ἢ βλαστός, δίδη μόσχοιο λύγοισι (ἴδε λύγος) Ἰλ. Λ. 105, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 8, π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 1. (Εἶναι φανερὰ ἡ σχέσις μεταξὺ τοῦ μόσχος καὶ ὄσχος, ὄζος, ἀλλ’ ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει περὶ αὐτῆς, σ. 542).
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ, ἡ)
I. rejeton d’une plante, jeune pousse;
II. p. anal.
1 rejeton d’un homme, jeune garçon, jeune fille;
2 petit d’un animal, d’un oiseau ; particul. veau, génisse ; p. ext. en parl. du bœuf Apis.
Étymologie: DELG arm. mozi « veau ».
2ου (ὁ) :
musc.
Étymologie: DELG cf. skr. muská « testicule ».
English (Autenrieth)
as adj. w. λύγοισι, young, tender, pliant, Il. 11.105†.
Spanish
English (Strong)
probably strengthened for oschos (a shoot); a young bullock: calf.
English (Thayer)
μόσχου, ὁ (cf. Schmidt, chapter 76,12; Curtius, p. 593);
1. a tender, juicy, shoot; a sprout, of a plant or tree.
2. ὁ, ἡ, μόσχος offspring;
a. of men (cf. figurative English scion)), a boy, a girl, especially if fresh and delicate.
b. of animals, a young one.
3. a calf, a bullock, a heifer; so everywhere in the Bible, and always masculine: Sept. chiefly for פַּר, a bull, especially a young bull; then for בָּקָר, cattle; for שׁור, an ox or a cow; also for עֵגֶל, a calf). (Euripides, on.))
Greek Monolingual
(I)
ο και η (ΑΜ μόσχος)
το νεογνό της αγελάδας, μοσχάρι, μοσχαράκι
2. φρ. «μόσχος χρυσοῡς»
εκκλ. ομοίωμα μόσχου το οποίο κατασκευάστηκε προς λατρείαν από τα χρυσά κοσμήματα του λαού τών Εβραίων, μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο, στην έρημο του Σινά
νεοελλ.
φρ. «θυσιάζω τον μόσχο τον σιτευτό» — στερούμαι ή απαρνούμαι ό,τι καλύτερο διαθέτω για την εξυπηρέτηση ενός σκοπού
μσν.
ομοίωμα μόσχου
αρχ.
1. νεαρός βλαστός, τρυφερό και εύκαμπτο κλωνάρι δένδρου, παραφυάδα
2. (γενικά) το νεογνό οποιουδήποτε ζώου
3. το θηλ. ἡ μόσχος
δαμάλι, νεαρή αγελάδα
4. ο νεαρός ταύρος του οποίου τη μορφή πίστευαν ότι έπαιρνε ο θεός Άπις («ὁ δὲ Ἄπις γίνεται μόσχος εκ βοός», Ηρόδ.)
5. μτφ. α) παιδί, αγόρι
β) το θηλ. κορίτσι, κόρη
5. φρ. α) «πεζαὶ μόσχοι» «
εταίρες
β) «μόσχος θαλάσσιος» — ονομασία τὴς φώκιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mozĝho- «μοσχάρι, νεαρό βόδι» και η παράγωγη λ. μοσχίον αντιστοιχεί ακριβώς με το αρμεν. mozi «μοσχάρι». Η σημ. «βλαστός, παραφυάδα» προήλθε πιθ. από μεταφορική εξάπλωση της σημ. «νεογνό του μόσχου» σε όλα τα νεογνά ζώων και, υστερογενώς, στο λεξιλόγιο της βοτανικής. Οι λ. μόσχος και η αρμεν. mozi συνδέονται πιθ. με την ονομ. Μόσχοι («νέοι»), ενός λαού πιθ. αρμενικού. Η λ. μόσχος μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια Μόσχος, Μοσχᾶς, Μοσχίδης, Μοσχίλος, Μοσχῖνος, Μοσχίων και στα θηλυκά Μοσχάριον, Μοσχέινα, Μόσχιον, Μοσχίς.
ΠΑΡ. μοσχάρι(ον), μόσχειος, μοσχεύω
αρχ.
μοσχάς, μοσχή, μοσχηδόν, μοσχίναι, μοσχίνδα, μόσχινος, μοσχίον, μόσχιος, μοσχών αρχ.-μσν. μοσχίας.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. μοσχοθύτης, μοσχολόγος, μοσχομάγειρος, μοσχοποιώ, μοσχοσφραγιστής, μοσχόταυρος, μοσχοτόμος, μοσχοτόπιον, μοσχοτρόφος, μοσχοφάγος
μσν.
μοσχολάτραι, μοσχοποιός
νεοελλ.
μοσχόβους. (Β' συνθετικό) αρχ. μονόμοσχος.
(II)
και μόσκος, ο (ΑΜ μόσχος, Μ και μόσκος και μούσκος)
ελαιώδες αρωματικό υγρό που προέρχεται από το αρσενικό του ζώου μόσχος ο μοσχοφόρος και έχει διεισδυτική, ανεξάλειπτη οσμή («κι εσείς που από το μόσχο σας δροσόχορτα, δροσάνθη», Σολωμ.)
νεοελλ.
φρ. «μόσχος και γαρίφαλα» — λέγεται ως ευχή σε νήπιο που ρεύεται μετά τον θηλασμό, αλλά και γενικά σε κάποιον που ρεύεται
νεοελλ.-μσν.
γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών της οικογένειας cervidae, με μοναδικό είδος τον μόσχο τον μοσχοφόρο, που έχει θύλακο γεμάτο αρωματικό υγρό
μσν.
1. ευωδιά
2. ο ευωδιαστός καρπός του βαλσαμόδενδρου
3. μτφ. (για πρόσωπο) ωραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. από το περσ. mušk «το αρωματικό υγρό μόσχος», το οποίο αποτελεί δάνειο από το αρχ. ινδ. muskah «όρχις», σημ. που οφείλεται στην ομοιότητα του αδένα από τον οποίο εκκρίνεται το υγρό μόσχος με όρχι, πρβλ. μύσχον. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή muscus, απ' όπου διαδόθηκε σε πολλές ευρωπ. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. musk, γαλλ. musc. Ο τ. μόσκος < μόσχος, με τροπή του -χ- σε -κ- (κλειστοποίηση), πρβλ. μασχάλη: μασκάλη, μοσχάρι: μοσκάρι].
Greek Monotonic
μόσχος: (Α), μικρή παραφυάδα, βλαστάρι ή κλαδάκι, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. ὄσχος, ὄζος.
• μόσχος: (Β), ὁ, ἡ,
1. μοσχάρι, σε Ευρ.· νεαρός ταύρος, τη μορφή του οποίου θεωρείτο ότι προσλάμβανε ο θεός Άπις, σε Ηρόδ.· και ως θηλ., δαμαλίτσα, νεαρή αγελάδα, σε Ευρ.· ένα μοσχάρι ήταν το έπαθλο για τους Λυρικούς ποιητές, ᾄδειν ἐπὶ μόσχῳ, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., αγόρι ή, ως θηλ., κορίτσι, κοπέλα, Λατ. juvenca, σε Ευρ.
3. κάθε νεαρό ζώο, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μόσχος:
I ὁ
1) отпрыск, побег, ветка (μόσχοι λύγοι Hom.);
2) бычок, теленок Her. etc.;
3) молодой лев, львенок Eur.;
4) отрок, юноша Eur.;
5) (о пчелах) молодое поколение, молодь (μέλι κάλλιον γίνεται ἐκ μόσχου Arst.).
II ἡ
1) телка или молодая корова (μόσχους ἀμέλγειν Eur.);
2) девочка, молодая девушка Eur.
Frisk Etymological English
1
Grammatical information: m.
Meaning: offshoot of plants, slip (Λ 105, Thphr.), stalk of a leaf (Dsc.; cf. Strömberg Theophrastea 116); m. a. f. young cow, heifer, calf, also of other young animals and (metaph.) of young men (Hdt., com.. E., pap.).
Compounds: As 1. member almost only = calf, e.g. μοσχο-τρόφος raising calves (pap.), μοσχό-ταυρος m. prop. bull as old as a μόσχος, i.e. bull-calf (Al. Le. 4, 3), hardly (Strömberg Wortstudien 6) with inversion of the elements for μόσχος ταύρειος; as 2. member only in μονό-μοσχος with one stalk (Dsc.).
Derivatives: 1. Diminut.: μοσχ-ίδιον small shoot (Ar., Ael.), -ίον young calf (Ephipp., Theoc.), -άριον id. (LXX, pap.). -- 2. subst.: μοσχ-άς, -άδος f. shoot, slip (Pamphylian; after φυτάς a.o., Chantraine Form. 353), also heifer (gloss.); -ίας -n. young of a animal (Poll.; as νεανίας a.o.); -ών, -ῶνος m. calf-stable (pap.); -ῆ f. calfs skin (Anaxandr.). -- 3. Adj.: μόσχ-(ε)ιος of a calf (E., X., Plb., AP); -ινος of calf-leather (pap.), -ίναι οἱ σκιρτητικοί H. -- 4. Adv. : μοσχ-ηδόν like calves (Nic.). -- 5. Verb: μοσχεύω plant a root-shoot (D., Thphr., D. H.), also raise a calf (Philostr.), with μοσχ-εία f. planting of shoots (Ph. Byz.), -ευσις f. id. (Gp.), -ευμα n. shoot, offspring (Thphr., pap.), -ευματικός = malleolaris (gloss.).
Origin: IE [Indo-European] [750] *mosǵho- young of an animal
Etymology: To μοσχίον agrees exactly Arm. mozi, gen. -voy calf; in both languages there came to Gr.-Arm. *mozǵhos a i̯o-deriv. The old but rare meaning`shoot of a plant' can without difficulty be understood as metaphor (cf. Strömberg Theophrastea 50 f.; not right on μόσχος ibd. 52). The comparison μόσχος shoot of a plant = Lith. mãzgas knob of a tree (Fick 1, 518 u.a.), where μόσχος calf together with Arm. mozi would have to be separated, is unnecessary, as the meaning knob originated from round, hard raising, knob (to mègsti knot). Old combinations in Bq, WP. 2, 308 f., Güntert Reimwortbildungen 147 f. Further Schwyzer 541. -- Here also the PN Μόσχοι ("youngmen") with Brandenstein Sprachgesch. und Wortbed. 82?
2
Grammatical information: m.
Meaning: musk (Aët., Alex. Trall.).
Derivatives: μοσχίτης = ὀσμύλος, name of a sea-octopus, that gives a strong smell (Sch. Opp. H. 1, 307; Redard 83).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.
Etymology: From Pers. mušk id. (from Skt. muṣkáḥ m. testicle, because of the form; cf. μυσχον τὸ ἀνδρεῖον καὶ γυναικεῖον μόριον H., s. also μῦς). Here also (through Greek?) late Lat. muscus id. with muscātus, -um; from there the Europ. forms. W.-Hofmann s.v., Lokotsch Et. Wb. Nr. 1515a.
Middle Liddell
1
a young shoot or twig, Il.: cf. ὄσχος, ὄζος.
2
1. a calf, Eur.: a young bull, which form the god Apis was believed to assume, Hdt.: and as fem. a heifer, young cow, Eur.:—a calf was the prize of Lyric Poets, ᾄδειν ἐπὶ μόσχῳ Ar.
2. metaph. a boy, or as fem. a girl, maid, Lat. juvenca, Eur.
3. any young animal, Eur.