ὕστερος

From LSJ
Revision as of 17:09, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕστερος Medium diacritics: ὕστερος Low diacritics: ύστερος Capitals: ΥΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: hýsteros Transliteration B: hysteros Transliteration C: ysteros Beta Code: u(/steros

English (LSJ)

ὕστᾰτος,    A latter, last, Comp. and Sup. without any Posit. Adj. in use. (The Posit. must be looked for in Skt. úd 'up'; with ὕστερος, ὕστατος cf. Skt. Comp. and Sup. úttaras, uttamás 'higher, (later)', 'highest, (latest)'; cf. ὑστέρα.)    A ὕστερος, α, ον, latter:    I of Place, coming after, behind, ὑστέρῳ ποδί E.Hipp.1243, HF1040; ὑστέρας ἔχων πώλους keeping them behind, S.El.734; ὕ. λόχος X.Cyr.2.3.21; ἐν τῷ ὑ. λόγῳ Antipho 6.14, cf. Pi.O.11(10).5, Pl.Grg.503c, etc.; τὰ ὕ. the latter clauses, Plu.2.742d (s. v. l., δεύτερα Turnebus): c. gen., ὕστεροι ἡμῶν behind us, Pl.Ly. 206e, cf. Th.3.103; οὐδὲν ὑστέρα νεώς not a whit behind (slower than) a ship, A.Eu.251.    II of Time, next, ὁ δ' ὕστερος ὄρνυτο χαλκῷ Il.5.17, 16.479; τῷ ὑ. ἔτει in the next year, X HG7.2.10; τῇ ὑ. Ὀλυμπιάδι Hdt.6.103; ὑ. χρόνῳ in after time, Id.1.130, A.Ag.702 (lyr.), etc.; ἐν ὑ. χρόνοις Pl.Lg.865a; ἐν ὑστέραισιν ἡμέραις A.Ag.1666 (troch.); δεκάτῃ ὑ. or ὑ. δεκάτῃ, on the 21st day, Decr. ap. D.L.7.10, cf. Longin.Rh. p.192 H.: c. gen., later than, after, σεῦ ὕστερος εἶμ' ὑπὸ γαῖαν Il.18.333, cf. Ar.Ec.859, Pl.Phd. 87c, al.: ὑ. χρόνῳ τούτων Hdt.4.166, 5.32, cf. Th.2.54.    2 later, too late, ὕ. ἐλθών Il.18.320; κἂν ὕ. ἔλθῃ Ar.V.691 (anap.); μῶν ὕστεραι πάρεσμεν; Id.Lys.69; ὑ. ἀφικνεῖσθαι Th.4.90; . (sc. ἐλθών) S.OT222, Tr.92; Διονύσιος ὁ ὕ. D. the second, Arist.Pol.1312a4.    3 c. gen. rei, too late for, ὕστεροι ἀπικόμενοι τῆς συμβολῆς Hdt.6.120; ὕ. ἐλθεῖν τοῦ σημείου Ar.V.690(anap.); κακῶν ὕ. ἀφῖγμαι E.HF1174; ὕ. ἀφίκοντο τῆς μάχης μιᾷ ἡμέρᾳ Pl.Lg.698e.    4 as Subst., οἱ ὕ. posterity, E. Supp.1225; ἄνδρες ὕ., ὕ. βροτοί, Id.Tr.13,1245.    III of inferiority in Age, Worth, or Quality, γένει ὕ., i.e. younger, Il.3.215; c. gen., οὐδενὸς ὕ. second to none, S.Ph.181(lyr.), cf. Th.1.91; γυναικὸς ὕ. S. Ant.746; μηδ' ἔμπροσθεν τῶν νόμων, ἀλλ' ὕ. πολιτεύου not putting yourself above the laws, but below them, Aeschin.3.23; σῶμα δεύτερον καὶ ὕ (sc. ψυχῆς) Pl.Lg.896c; νομίσας πάντα ὕστερα εἶναι τἆλλα πρός τι that all things were secondary to... Th.8.41.    2 logically posterior, ὁ τόπος ὕ. τῆς ὕλης Plot.2.4.12.    IV Adv. ὑστέρως is found only in Eccl. writers, the ascription to Plato by Ammon. Diff.p.115V., Thom.Mag.p.284 R. being now corrected from Ptol. Ascal.p.405 H., where codd. have δευτέρως: the neut. ὕστερον was used, rarely of Place, behind, ὀπαδεῖν ὕ. A.Fr.475; ὕ. τῶν ἱππέων γίγνεσθαι X.Cyr.5.3.42.    2 of Time, later, afterwards, parm.8.10, Hdt.6.91, etc.; also τὸ ὕ., opp. τὸ παλαιόν, Lycurg.61; ὕστερα Od.16.319; freq. with other words, ὕ. αὖτις Il.1.27; οὔποτ' αὖθις ὕ. S.Aj.858; ἔπειτα δ' ὕ., after μέν, Antiph.270; εἶτα . . ὕ. Id.53.4; χρόνῳ ὕ. πολλῷ a long time after, Hdt.1.171; ὕ. χρόνῳ or χρόνῳ ὕ. some time later, Th.1.8,64; χρόνοις ὕ. Lys.3.39; βραχεῖ χρόνῳ ὕ. X.Cyr.5.3.52; οὐ πολλαῖς ἡμέραις ὕ. Id.HG1.1.1; ὀλίγῳ or ὀλίγον ὕ. Pl.R.327c, Grg. 471c; πολλῷ ὕ. Th.2.49, Pl.Phd. 58a; οἱ ἄνθρωποι οἱ ὕ. posterity, Id.R. 415d; τὰ ὕ. γράμματα the later inscriptions, Id.Chrm.165a.    b c. gen., ὕ. τούτων Hdt.1.113, etc.; ὕ. ἔτι τούτων Id.9.83; τῆς ἐμεωυτοῦ γνώμης ὕ. after my own opinion was formed, Id.2.18; τοῦ δέοντος ὕ. later than ought to be, Ar.Lys.57: c. dat. et gen., ἔτεσι πολλοῖσι ὕ. τούτων Hdt.6.140, cf. 1.91; πολλῷ ὕ. τῶν Τρωϊκῶν Th.1.3, cf. Isoc. 19.22: folld. by ἤ, τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ ὕ… ἢ ποτείδαια ἀπέστη Th. 1.60, cf. 6.4.    3 in Adv. sense with Preps., ἐς ὕστερον Od.12.126, Hes.Op.351, Hdt.5.41,74, S.Ant.1194, E.IA720, Pl.Ti.82b, etc.: ἐν ὑστέρῳ Th.3.13, 8.27: ἐξ ὑστέρου D.S.14.109, D.H.4.73; also ἐξ ὑστέρης Hdt.1.108, 5.106, 6.85.    B ὕστᾰτος, η, ον, last:    I of Place, ἅμα θ' οἱ πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι Il.2.281; εὐθυντὴρ ὕστατος νεώς hindmost, of a rudder, A. Supp.717; ἡμῖν τοῖς ὑ. κατακειμενοις Pl.Smp.177e.    II of Time, τίνα πρῶτον, τίνα δ' ὕ. ἐξενάριξεν; Il.11.299, cf. 5.703, E HF485, etc.; ὁ δ' ὕ. γε . . πρεσβεύεται A.Ag.1300; ἡλίου . . πρὸς ὕ. φῶς ib.1324; τὸν ὕ. μέλψασα γόον ib.1445; τοὔπος ὕ. θροεῖ S.Aj.864; ἡ ὑστάτη (sc. ἡμέρα) τῆς ὁρτῆς the last day of... Hdt.2.151; ἐν τοῖσιν ὑ. φράσω Ar. Ra.908; οὐκ ἐν ὑστάτοις not among the last, E.Ion1115; οἱ ὕστατοι εἰπόντες D.1.16, etc.; ὕστατος ἁλώσιος ἀντάσαις meeting with his downfall at last, Pi.O.10(11).41.    III of Rank or Degree, οὐκ ἐν ὑστάτοις S.Tr.315; τὰ ὕ. πάσχειν, like τὰ ἔσχατα, Luc.Phal.1.5.    IV for regul. Adv. ὑστάτως (which occurs only in Hippiatr. 20), the neut. sg. and pl. are used, πύματόν τε καὶ ὕστατον Od.20.116; ὕστατα καὶ πύματα 4.685, 20.13; νῦν ὕστατα Il.1.232, Od.22.78; ὕστατα ὁρμηθέντες Hdt.8.43; καὶ πρῶτον καὶ ὕ. Pl.Mx.247a; ὕ. δή σε προσεροῦσι, τὸ ὕ. προσειπεῖν, Id.Phd.60a, Luc.VH1.30.    2 in Adv. sense with Preps., ἐν ὑστάτοις at last, Pl.R.620c; εἰς τὸ ὕ. extremely, γέρων ἐς τὸ ὕ. Luc.Herm.9.

Greek (Liddell-Scott)

ὕστερος: ὕστατος, ὁ κατόπιν ἐρχόμενος, κατοπινός, ἔσχατος, συγκρ. καὶ ὑπερθ., ἄνευ θετικοῦ ἐν χρήσει. (Τὸ θετικὸν ζητητέον ἐν τῇ Σανσκρ. προθέσει ud, Γοτθ. ut (ἔξω, Ἀγγλ. out), Ἀρχ. Γερμ. az (aus)· ὥστε τὰ ὕστερος, ὕστατος ἀντιστοιχοῦσι πρὸς τὰ aüsserer, aüsser-t, ὁ ἐξώτερος, ἐξώτατοςἔσχατος, Ἀγγλ. ulter, outermost, ultermost)· πρβλ. ὑστέρα· ― οὕτω πρότερος, πρῶτος ἐκ τῆς προθ. πρό, Λατ. posterior, postremus ἐκ τῆς προθέσ. post.) Α. ὕστερος, -α, -ον, Ι. ἐπὶ τόπου, ὁ κατόπιν ἐρχόμενος, ὁ ὀπίσω ὢν (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ), ὑστέρῳ ποδὶ Εὐρ. Ἱππόλ. 1243, Ἡρακλ. Μαιν. 1040· ὕστ. λόχος Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 3, 21· ἐν τῷ ὑστ. λόγῳ Ἀντιφῶν 143. 7, πρβλ. Πινδ. Ο. 10 (11). 5, Πλάτ. κλπ.· τὰ ὕστερα. αἱ κατόπιν προτάσεις, Πλούτ. 2. 742D ― μετὰ γεν. ὕστεροι ἡμῶν, ὄπισθεν ἡμῶν, μεθ’ ἡμᾶς, Πλάτ. Λῦσ. 206Ε, πρβλ. Θουκ. 3. 103· οὐδὲν ὑστέρα νεώς, οὐδόλως ὀπίσω (βραδυτέρα) πλοίου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 251. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὁ δ’ ὕστερος ὤρνυτο χαλκῷ Ἰλ. Ε. 17, Π. 479· τῷ ὑστέρῳ ἔτει, κατὰ τὸ προσεχὲς ἔτος, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 10· τῇ ὑστέρῃ Ὀλυμπιάδι Ἡρόδ. 6. 103· ὑστέρῳ χρόνῳ, κατὰ τὸν μετέπειτα χρόνον, Α. 130, Αἰσχύλ. Ἀγ. 702, κλπ.· ἐν ὑστ. χρόνοις Πλάτ. Νόμ. 865Α· ἐν ὑστέραισιν ἡμέραις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1666· δεκάτῃ ὑστέρᾳ ἢ ὑστέρᾳ δεκάτῃ, κατὰ τὴν 21ην ἡμέραν, Ψήφισμ. παρὰ Διογέν. Λαερτ. 7. 10, Λογγίνου Ἀποσπ. 8. 11· ἡ ὑστέρα Πλάτ. 2. 320Ε· ἐς τὴν ὑστ., διάφ. γραφὴ Αἰλ. π. Ζῴων 7. 7· ― μετὰ γενικ. προσ., ὕστερόν τινος, μετά τινα, σεῦ ὕστερος εἶμ’ ὑπὸ γαῖαν Ἰλ. Σ. 380, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 859, Πλάτ. Φαίδων 87C, κ. ἀλλ.· μετὰ γεν., ὑστ. χρόνων τούτων Ἡρόδ. 4. 166., 5. 32. 2) ἀργότερα, πολὺ ἀργά, ὕστερος ἐλθὼν Ἰλ. Σ. 320· κἂν ὕστ. ἔλθῃ Ἀριστοφ. Σφ. 691· μῶν ὕστεροι πάρεσμεν; Ἀριστοφ. Λυσ. 69· ὕστ. ἀφικνεῖσθαι Θουκ. 40. 90· ὕστ. (παραλειπομένου τοῦ ἐλθὼν) Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 222, Τραχ. 92· Διονύσιος ὁ ὕστ. Διον. ὁ β΄, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 23. 3) μετὰ γεν. πράγμ., ἀργότερον ἢ ὅσον ἔπρεπε διά τι πρᾶγμα, ὕστεροι ἀπικόμενοι τῆς ἐμβολῆς Ἡρόδ. 6. 120 ὕστ. ἐλθεῖν τοῦ σημείου Ἀριστοφ. Σφ. 690· κακῶν ὕστ. ἀφῖγμαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1174· ὕστ. ἀφίκοντο τῆς μάχης μιᾷ ἡμέρᾳ Πλάτ. Νόμ. 698Ε. 4) ὡς οὐσιαστ. οἱ ὕστεροι = τῷ Λατ. posteri, οἱ ἐπιγιγνόμενοι, ἐπίγονοι δ’ ἀν’ Ἑλλάδα κληθέντες ᾠδὰς ὑστέροισι θήσετε Εὐρ. Ἱκ. 1225, πρβλ. Τρῳ. 13, 1245· ― πρβλ. ὕστερον. ΙΙΙ. ἐπὶ ἥττονος βαθμοῦ ἡλικίας, ἀξίας ἢ ποιότητος, γένει ὕστερος, δηλ. νεώτερος, Ἰλ. Γ. 215· ὑστέρας ἔχων πώλους (ἔνθα δύναται νὰ σημαίνῃ τὸ ὀπίσω, ἀλλὰ πρβλ. Ἰλ. Ψ. 322), Σοφ. Ἠλ. 734. 2) μετὰ γεν., οὐδενὸς ὕστ., οὐδενὸς δεύτερος, κατώτερος, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 181, πρβλ. 1364, Θουκ. 1. 91. γυναικὸς ὕστ. Σοφ. Ἀντιγ. 746· μηδ’ ἔμπροσθεν τῶν νόμων, ἀλλ’ ὕστερος πολιτεύου, μηδὲ νὰ θέσῃς σεαυτὸν ἀνώτερον τῶν νόμων ἀλλὰ κατώτερον, Αἰσχίνης 57. 11· σῶμα ὕστ. ψυχῆς Πλάτ. Νόμ. 896C· νομίσας πάντα ὕστερα εἶναι πρός τι, ὅτι πάντα εἶναι δευτερεύοντα ἐν σχέσει πρός τι..., Θουκ. 8. 41. IV. ἀντὶ τοῦ ὁμαλοῦ ἐπιρρ. ὑστέρως (ὅπερ μόνον παρὰ μεταγεν. ἀπαντᾷ) ἦν ἐν χρήσει τὸ οὐδ. ὕστερον σπανίως ἐπὶ τόπου, κατόπιν ὄπισθεν, ὀπηδεῖν ὕστ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 284· ὕστ. τῶν ἱππέων γίγνεσθαι Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 3, 42. 2) ἐπὶ χρόνου, κατόπιν, μετὰ ταῦτα, ἔπειτα, Ὅμ., Ἡρόδ., Ἀττ.· ὡσαύτως τὸ ὕστερον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παλαιόν, Λυκοῦργ. 155. 32· ὕστερα Ὀδ. Π. 319· συχν. δὲ συνάπτεται μετ’ ἄλλων λέξεων, ὕστερον αὖτις Ἰλ. Α. 27· οὔποτ’ αὖθις ὕστ. Σοφ. Αἴ. 858· ἔπειτα δ’ ὕστ., προηγουμένου μέν, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 40· εἶτα χἠμεῖς ὕστερον εἰς ταὐτὸ καταγωγεῖον αὐτοῖς ἥξομεν ὁ αὐτ. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 2· χρόνῳ ὕστερον πολλῷ, πολὺν χρόνον μετὰ ταῦτα, Ἡρόδ. 1. 171· ὕστερον χρόνῳ ἢ χρόνῳ ὕστ., ὀλίγον μετὰ ταῦτα, μετά τινα χρόνον, Θουκ. 1. 8. 64· χρόνοις ὕστερον Λυσί. 99. 40· βραχεῖ χρόνῳ ὕστ. Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 3. 52· οὐ πολλαῖς ἡμέραις ὕστ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 1, 1· ὀλίγῳ ἢ ὀλίγον ὕστ. Πλάτ. Πολ. 327Β, Γοργ. 471Β· πολλῷ ὕστ. Θουκ. 2. 49, Πλάτ. ἐν Φαίδ. 58Α. β) μετὰ γεν., ὕστ. τούτων Ἡρόδ. 1. 113, κλπ.· ὕστ. ἔτι τούτων ὁ αὐτ. 9. 83· τῆς ἐμεωυτοῦ γνώμης ὕστ., ἀφ’ οὗ ἡ ἰδική μου γνώμη ἐσχηματίσθη, ὁ αὐτ. 2. 18· τοῦ δέοντος ὕστ. Ἀριστοφ. Λυσ. 57· ― μετὰ δοτ. καὶ γεν., ἔτεσι πολλοῖσι ὕστ. τούτων Ἡρόδ. 6. 140, πρβλ. 1. 91· πολλῷ ὕστ. τῶν Τρωικῶν Θουκ. 1. 3, πρβλ. Ἰσοκρ. 388Ε· ― ἑπομένου τοῦ ἥ, τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ ὕστ. ἢ Ποτίδαια ἀπέστη Θουκ. 1. 60, πρβλ. 6. 4. 3) ἐπὶ ἐπιρρ. σημασίας μετὰ προθέσεων, ἐς ὕστερον Ὀδ. Μ. 126, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 349, Ἡρόδ. 5. 41, 74, Σοφ., κλπ.: ― ἐν ὑστέρῳ Θουκ. 3. 13., 8. 27· ― ἐξ ὑστέρου Διόδ. 14. 109, Διονύσ. Ἁλ. 4. 73· ὡσαύτως ἐξ ὑστέρης Ἡρόδ. 1. 108., 5. 106., 6. 85. Β. ὕστατος, -η, -ον, τελευταῖος, ἔσχατος, Ι. ἐπὶ τόπου, ἅμα θ’ οἱ πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι Ἰλ. Β. 281· εὐθυντὴρ ὕστατος νεώς, ὁ ὀπίσω πάντων, ἐπὶ τοῦ πηδαλίου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 717· ἡμῖν τοῖς ὑστάτοις κατακειμένοις Πλάτ. Συμπ. 177Ε. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, τίνα πρῶτον, τίνα δ’ ὕστ. ἐξενάριξεν; Ἰλ. Λ. 299, πρβλ. Ε. 703, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 485, κλπ.· ὁ δ’ ὕστ. γε... πρεσβεύεται Αἰσχύλ. Ἀγ. 1300· ἡλίου... πρὸς ὕστ. φῶς αὐτόθι 1324· τὸν ὕστ. μέλψασα γόον αὐτόθι 1445· τοὖπος ὕστ. θροεῖ Σοφ. Αἴ. 864· ἡ ὑστάτη (ἐξυπ. ἡμέρα) τῆς ὁρτῆς Ἡρόδ. 2. 151· ἐν τοῖσιν ὑστ. φράσω Ἀριστοφ. Βάτρ. 908· οὐκ ἐν ὑστάτοις, οὐχὶ μεταξὺ τῶν ἐσχάτων, Εὐρ. Ἴων 1115· οἱ ὕστατοι εἰπόντες Δημ. 14. 1, κλπ. 2) μετὰ γεν., ὕστατος ἁλώσιος, ὡς τὸ ὕστερος, «περὶ τὰ τελευταῖα τῆς ἁλώσεως» (Σχόλ.) Πινδ. Ο. 10 (11). 50. ΙΙΙ. ἐπὶ ἀξιώματος ἢ βαθμοῦ, οὐκ ἐν ὑστάτοις Σοφ. Τραχ. 315· τὰ ὕστατα πάσχειν, ἄλλως τὰ ἔσχατα, Λουκ. Φάλαρ. 1. 5. IV. ἀντὶ τοῦ ὁμαλοῦ ἐπιρρήμ. ὑστάτως (ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν Ἱππιατρ. 69, 19, εἶναι ἐν χρήσει τὸ οὐδ. ἑνικ. καὶ πληθ., πύματόν τε καὶ ὕστατον Ὀδ. Υ. 116· ὕστατα καὶ πύματα Δ. 685., Υ. 13· νῦν ὕστατα Ἰλ. Α. 232, Ὀδ. Χ. 78· ὕστατα Ἡρόδ. 8. 43· καὶ πρῶτον καὶ ὕστ., Πλάτ. Μενέξ. 247Α· ὕστ. ἢ τὸ ὕστ. προσειπεῖν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 60Α, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30. 2) ἐν ἐπιρρηματικῇ σημασίᾳ μετὰ προθέσεων, ἐν ὑστάτοις, ἐπὶ τέλους, Πλάτ. Πολ. 620C· εἰς τὸ ὕστ., εἰς τὸν ἔσχατον βαθμόν, εἰς ὑπερβολήν, ὑπερβαλλόντως, εἰς τὸ ὕ. γέρων Λουκ. Ἑρμότ. 9.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. 1 avec idée de lieu qui est ou vient derrière : ὕστερός τινος qui se trouve derrière qqn;
2 avec idée de temps qui a lieu ou se fait après : σεῦ ὕστερον εἶμ’ ὑπὸ γαῖαν IL je descendrai sous terre après toi ; ὑστέρῃ ὀλυμπιάδι HDT à l’olympiade suivante ; ὑστέρῳ χρόνῳ HDT dans un temps postérieur ; ἡ ὑστέρα (ἡμέρα) PLUT le lendemain ; ἐξ ὑστέρης HDT plus tard ; ἐς τὴν ὑστέραν ÉL dans la suite ; ὑστέρῳ χρόνῳ τούτων HDT dans le temps qui suivit ces événements ; particul. qui a lieu ou vient trop tard ; abs. ὕστερος SOPH qui arrive trop tard ; γένει ὕστερος IL plus jeune;
3 qui vient après, qui le cède à, inférieur à : τινος à qch ; γυναικός SOPH qui le cède à une femme ; οὐδενὸς ὕστερος qui ne le cède à personne ; ὕστερός τινός τινι inférieur en qch à qqn ; νομίσας πάντα ὕστερα εἶναι πρός τι THC ayant pensé que tout était secondaire comparé à qch ; ἐν ὑστέρῳ τίθεσθαί τινος PLUT mettre une chose au-dessous d’une autre ; ὕστερον αὑτὸν τοῦ νόμου τιθέναι PLUT se soumettre à la loi;
II. adv. • ὕστερον :
1 avec idée de lieu derrière : ὕστερον τῶν ἱππέων XÉN derrière les cavaliers;
2 avec idée de temps plus tard ; • ὕστερα OD m. sign. ; ὕστερον αὖτις IL, αὖθις ὕστερον SOPH plus tard, ensuite ; ὕστερον τούτων HDT à la suite de ces événements ; τῆς γνώμης ὕστερον HDT postérieurement à l’opinion que je m’étais formée ; πολλῷ ὕστερον τῶν Τρωϊκῶν THC longtemps après la guerre de Troie ; τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ ὕστερον ἢ Ποτειδαία ἀπέστη THC la quarantième jour après la défection de Potidée ; • ἐς ὕστερον plus tard, dans la suite ; • ἐν ὑστέρῳ THC, • μεθ’ ὕστερον ÉL m. sign.
Étymologie: p. *ὕδτερος, Cp. d’un th. ὑδ-, derrière ; cf. skr. ud « hors de » ; cf. ὕστατος.

English (Autenrieth)

after, later; γένει, i. e. younger, Il. 3.215.—Adv., ὕστερον, ὕστερα, later, afterward, hereafter, Od. 16.319 ; ἐς ὕστερον, Od. 12.126.

English (Slater)

ὕστερος, ὕστᾰτος
   a comp., later μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται (O. 11.5) “χρόνῳ ὑστέρῳ” (Er. Schmid: δ' ὑστέρῳ codd.) (P. 4.56) ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις (P. 10.17)
   b superl., last καὶ κεῖνος (= Αὐγέας) ἀβουλίᾰ ὕστατος ἁλώσιος ἀντάσαις θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν (i. e. after Herakles had already slain Kteatos and Eurytos) (O. 10.41)

English (Strong)

comparative from ὑπό (in the sense of behind); later: latter.

English (Thayer)

(ὑφαίνω) from Homer down; the Sept. for אָרַג; to weave: T WH (rejected) marginal reading

Greek Monotonic

ὕστερος: ὕστατος, έσχατος, τελευταίος, συγκρ. και υπερθ. χωρίς θετικό βαθμό επιθ.
Α.ὕστερος, -α, -ον, τελευταίος·
I. λέγεται για τόπο, τελευταίος, έσχατος, αυτός που έρχεται κατόπιν, μετά από, επόμενος, ακόλουθος, σε Ευρ., Ξεν.· με γεν., ὕστεροι ἡμῶν, από πίσω μας, σε Πλάτ.· ὑστέρα νεώς, πίσω (βραδύτερη) από το πλοίο, σε Αισχύλ.
II. λέγεται για χρόνο, επόμενος, προσεχής, σε Ομήρ. Ιλ.· τῷ ὑστέρῳ ἔτει, τον επόμενο χρόνο, κατά τον προσεχή χρόνο, σε Ξεν.· ὑστέρῳ χρόνῳ, τον μετέπειτα χρόνο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν. προσ., ύστερα από κάποιον, μετά από κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· επίσης, ὑστέρῳ χρόνῳ τούτων, σε Ηρόδ.
2. αργότερα, πολύ αργά, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
3. με γεν. πράγμ., αργότερα από όσο έπρεπε για κάτι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
4. ως ουσ., οἱ ὕστεροι, Λατ. posteri, σε Ευρ.
III. λέγεται για μικρότερη ηλικία, αξία ή ποιότητα, γένει ὕστερος, δηλ. νεώτερος, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., οὐδενὸς ὕστερος, κατώτερος από κανέναν, σε Σοφ., Θουκ.· ὕστερος τῶν νόμων, κατώτερος, υποκείμενος στους νόμους, σε Αισχίν.
IV. 1. το ουδ. ὕστερον ως επίρρ., πίσω, όπισθεν, με γεν., σε Ξεν.
2. λέγεται για χρόνο, αργότερα, έπειτα, μετά από, κατόπιν, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης ὕστερα, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., ὕστερον τούτων, μετά απ' αυτά, κατόπιν, έπειτα από αυτά, σε Ηρόδ.· πολλῷ ὕστερον τῶν Τρωικῶν, σε Θουκ.
3. με επιρρ. σημασία με προθ., ἐςὕστερον, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἐν ὑστέρῳ, σε Θουκ.· ἐξ ὑστέρης, σε Ηρόδ. Β.ὕστατος, -η, -ον, έσχατος·
I. λέγεται για τόπο, πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για χρόνο, τίνα πρῶτον, τίνα δ' ὕστατον ἐξενάριξεν;, στο ίδ.· πρὸς ὕστατον φῶς, σε Αισχύλ.· ἡ ὑστάτη (ενν. ἡμέρα) τῆς ὁρτῆς, η τελευταία μέρα της γιορτής, σε Ηρόδ.· οὐκἐν ὑστάτοις, όχι μεταξύ των τελευταίων, σε Ευρ.· οἱ ὕστατοι εἰπόντες, σε Δημ. κ.λπ.· με γεν., ὕστατος ἁλώσιος, εντελώς τελευταίος για..., σε Πίνδ.
III. 1. ουδ. ενικ. και πληθ. ως επίρρ., πύματόν τε καὶ ὕστατον, σε Ομήρ. Οδ.· ὕστατα καὶ πύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· νῦν ὕστατα, στο ίδ.· ὕστατα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. με επιρρ. σημασία με προθ., ἐν ὑστάτοις, επιτέλους, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὕστερος: [compar. без posit.]
1) следующий или находящийся позади: οἱ ἄλλοι ὕστεροι ἡμῶν ᾔεσαν Plat. остальные последовали за нами;
2) второй (ὁ ὕ. λόχος καὶ ὁ τρίτος Xen.): Ἀναλυτικὰ πρότερα καὶ ὕστερα «Аналитика первая и вторая» (название сочинения Аристотеля); Διονύσιος ὁ ὕ. Arst. Дионисий Второй (Младший);
3) отстающий, опаздывающий: οὐδὲν ὕ. νεώς Aesch. ни на шаг не отставая от корабля: ὑστέρῳ ποδί Eur. медленным шагом; μῶν ὕστεραι πάρεσμεν; Arph. разве мы опоздали?;
4) следующий (во времени), ближайший: τῷ ὑστέρῳ ἔτει Xen. в следующем году; ὕ. ἐμοῦ Arph. после (позднее) меня; ὑστέρῳ χρόνῳ τούτων Her. после этого; ὕ. ὤρνυτο χαλκῷ Hom. затем ринулся с мечом (Патрокл); κακῶν ὕ. ἀφῖγμαι; Eur. разве я пришел, когда несчастье уже случилось?;
5) уступающий (в чем-л.), низший: γένει ὕ. Hom. младший; οὐδενὸς ὕ. τινι Thuc. никому не уступающий в чем-л.; γυναικὸς ὕ. Soph. слабее женщины; πάντα ὕστερα εἶναι τἆλλα πρός τι νομίζειν Thuc. считать все остальное второстепенным по сравнению с чем-л.; ὕστερον αὑτὸν τοῦ νόμου τιθέναι Plut. подчиняться закону - см. тж. ὕστερα, ὑστέρα и ὕστερον.
II ὁ (преимущ. pl.) потомок Eur., Plat. etc.

Middle Liddell


latter, last, comp. and Sup. without any Posit. adj. in use.
A. ὕστερος, η, ον latter,
I. of Place, latter, coming after, following, Eur., Xen.:—c. gen., ὕστεροι ἡμῶν behind us, Plat.; ὑστέρα νεώς behind (slower than) a ship, Aesch.
II. of Time, next, Il.; τῷ ὑστέρῳ ἔτει in the next year, Xen.; ὑστέρῳ χρόνῳ in after time, Aesch., etc.:—c. gen. pers. later than, after, Il., Plat.; also ὑστέρῳ χρόνῳ τούτων Hdt.
2. later, too late, Il., Soph.
3. c. gen. rei, too late for, Hdt., Ar.
4. as Subst. οἱ ὕστεροι =Lat. posteri, Eur.
III. of inferiority in Age, Worth, or Quality, γένει ὕστερος, i. e. younger, Il.:— c. gen., οὐδενὸς ὕστ. second to none, Soph., Thuc.; ὕστερος τῶν νόμων below the laws, Aeschin.
IV. neut. ὕστερον as adv. behind, c. gen., Xen.
2. of Time, later, afterwards, Hom., etc.; also ὕστερα Od.: —c. gen., ὕστερον τούτων later than these things, after them, Hdt.; πολλῷ ὕστ. τῶν Τρωικῶν Thuc.
3. in adv. sense with Preps., ἐς ὕστερον Od., Hdt., etc.: — ἐν ὑστέρῳ Thuc.:— ἐξ ὑστέρης Hdt.
B. ὕστατος, η, ον last,
I. of Place, πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι Il.
II. of Time, τίνα πρῶτον, τίνα δ' ὕστατον ἐξενάριξεν; Il.; πρὸς ὕστ. φῶς Aesch.: ἡ ὑστάτη (sc. ἡμέρἀ τῆς ὁρτῆς the last day of the feast, Hdt.; οὐκ ἐν ὑστάτοις not among the last, Eur.; οἱ ὕστατοι εἰπόντες Dem., etc.:—c. gen., ὕστατος ἁλώσιος all too late for . . , Pind.
III. the neut. sg. and pl. as adv., πύματόν τε καὶ ὕστατον Od.; ὕστατα καὶ πύματα Il.; νῦν ὕστατα Il.; ὕστατα Hdt., etc.
2. in adv. sense with Preps., ἐν ὑστάτοις at last, Plat.

Frisk Etymology German

ὕστερος: {hústeros}
Forms: Adv. ὕστερον, -α, ὕστατον, -α (seit Il.), -έρως, -άτως (sp. und selten).
Meaning: hinterer, späterer, Superl. ὕστατος spätester, letzter,
Composita : Als Vorderglied, z.B. in ὑστερόποινος spätere Strafe bringend, später strafend (A. in lyr.).
Derivative: Davon 1. Adj. ἡ ὑστεραία (ἡμέρα) der folgende Tag (ion. att.) wie ἡ προτεραία (vgl. Schwyzer 468 m. Lit.). 2. Verba: a. ὑστερεω, oft m. καθ-, auch ἀφ-, ἐφ-, zu spät kommen, die rechte Zeit verpassen, nachstehen, Mangel leiden (ion. att.) mit -ημα, -ησις Mangel, Entbehrung (LXX, ΝΤ), -ησμός Rückstand, Schuld (Pap.), -ητικός später eintreffend, vom Fieber (Gal.). b. -ίζω (ἐφ-, καθ-) ib..
Etymology : Mit aind. úttara- oberer, höher, auch hinterer, späterer identisch; von idg. *ud empor, hinauf, hinaus; vgl. zu ὑστέρα. Der Superl. ὕστατος ist eine Neubildung nach δέκατος, ἔσχατος u.a. gegenüber aind. uttamá- oberster, höchster.
Page 2,976

Chinese

原文音譯:Ûsteroj 虛士帖羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:缺少
字義溯源:末後的,其次,更後的,後來的;源自(ὑπό)*=被,在⋯下),意即落後
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 後來的(1) 提前4:1
原文音譯:Ûsteron 虛士帖朗
詞類次數:副詞(12)
原文字根:缺少
字義溯源:更後,最終,後來,以後,末後,隨後,說到第二點,終於;源自(ὕστερος)=末後的),而 (ὕστερος)出自(ὑπό)*=被)
出現次數:總共(12);太(7);可(1);路(2);約(1);來(1)
譯字彙編
1) 後來(6) 太21:32; 太21:37; 可16:14; 路20:32; 約13:36; 來12:11;
2) 以後(3) 太4:2; 太21:29; 路4:2;
3) 末後(2) 太22:27; 太26:60;
4) 隨後(1) 太25:11