συνεχής
English (LSJ)
ές, A holding together: I of Space, continuous, Parm. 8.6,25, Arist.Metaph.1069a5, Ph.200b18, al.; of quantity, opp. διωρισμένος, Id.Cat.4b20; σ. νῶτον Pl.R.616e; συνεχὲς ποικίλον a continuity of variety, Id.Phd.110d; σ. οἰκήματα Th.3.21. b c. dat., continuous with or contiguous to, in a line with, Hdt.4.22, E.Hipp. 226 (anap.), Arist.Mete.339a22, Mu.392a23, etc.: less freq. c. gen., ib.393a29 (s. v.l.); τομαὶ σ. ἀπὸ μιᾶς μέχρι τῶν δέκα Pl.Lg.738a: abs., σ. ἦσαν Κίλικες Plb.30.25.4, cf. Str.11.6.2. 2 of words, etc., ξ. ῥῆσις Th.5.85; πᾶς ὁ σ. λόγος Plb.1.5.5; τούτῳ συνάπτοντες τὸ συνεχές Id.3.3.2; τὸ συνεχές = connection of letters, Plu.Lys.19: c. dat., λόγος σ. τῷ νυνδὴ γενόμενος Pl.Ep.318e; σκέψις σ. τοῖς πρότερον Thphr.CP 6.3.3. 3 Math., of proportions, συνεχὴς ἀναλογία continued proportion (opp. διῃρημένη), i.e. three terms in geometrical progression, Arist.EN1131a33, Archim.Aequil.2.9; κατὰ τὸ συνεχὲς ἀνάλογον Id.Sph. Cyl.2.5, etc. b successive, of integers as terms in a series, Theol.Ar.54; of middle terms in argument, Arist.APo.87b6. 4 of things, continuous, conjoined, Id.HA509b13, etc.; folld. by a Prep., σ. πρός τι ib.495b20; of substance, clinging, dense, τὸ γλίσχρασμα [τῆς πτισάνης] λεῖον καὶ σ… ἐστι Hp.Acut.10, cf. Gal. 6.822; ἀήρ, ἔλαιον, Plu.2.396a,696b; τὸ πυκνὸν καὶ συνεχές ib.701f; [γάλα] λεῖον καὶ ὁμαλὸν καὶ σ. ἑαυτῷ Sor.1.91. II of time, continuous, unintermitting, συνεχὴς πυρετός, opp. διαλείπων, Hp.Aph.3.21; sometimes distinguished from συνεχὴς πυρετός, Anon. ap. Gal.17(1).220; σ. καύματα καὶ πυρετούς Pl. Ti.86a; (θερμότης) Thphr.Ign.33; κίνησις Id.Lass.15; πόνος συνεχέστερος Th.7.81; πόλεμος διὰ βίου συνεχής Pl.Lg.625e; συνουσία, βασιλεία, X.Smp.8.18 (Comp.), Ages.1.4; πότοι Men.914, cf. Sophil. 3; σ. κακοπαθίαι OGI244.12 (Daphne, ii B.C.); σ. γίνεσθαι, πνεῖν, of winds, Arist.Mete.362a11,26, Thphr.Vent.1; τὸ ἀκρίτως ξ. τῆς ἁμίλλης Th.7.71; τὸ σ. ἔργου (prob. for ἔργον) Anaxandr.63; τοῦ δήμου τὸ συνεχές continuous intercourse with . ., Plu.Per.7; κατὰ τὸ συνεχές = continuously, Plb. 2.2.7; consecutively, in what follows, Gal.15.116; ἐκ τούτου κατὰ τὸ συνεχές immediately after that, ib.902. 2 frequent, τῶν ὀρνίθων ἥκιστα συνεχὴς καὶ συνήθης [ὁ γύψ] Plu.2.286a; λουτροῖς συνεχέσι χρῆσθαι Sor.1.65; χάσμη σ. ib.24; συνεχεστέρα ἔστω ἡ ἐκμύζησις ib.97. III of persons, constant, persevering, X.Oec.21.9; ἐν ταῖς . . πρὸς τὰ πάθη διαμάχαις Plu.2.74c; cf. Poll.4.20, 6.147. B Adv. συνεχῶς, Ep. and Ion. συνεχέως (v. sub fin.): I mostly of time, continually, continuously, unremittingly, Hes.Th.636, Hdt. 7.16.γ, E.IA1008, IG12.57.54, etc.; ξυνεχῶς πολεμεῖν Th.2.1, cf. 1.11, 5.24, Antipho 6.44; συνεχέως αἰεί Hdt.1.67, cf. Pl.Lg.706a; ἀεὶ συνεχῶς ib.807e; οἱ συνεχῶς ἐτῶν οὐκ ὀλίγων ἐφεξῆς γενόμενοι (v.l. γιν-) λιμοί Gal.6.749: Comp. συνεχέστερον A.D.Pron.65.17: Sup. συνεχέστατα X.Mem.4.2.6. b without leaving an interval, immediately, ἐπίθυε... καὶ λέγε τὸν λόγον συνεχῶς τὸν τῆς ἐπικλήσεως PMag.Par.1.1865, cf. BGU451.15 (i/ii A.D.), PFlor.332.18 (ii A.D.); δίδοται πρὸς τὰ θανάσιμα σ. πινόμενον καὶ ἐξεμούμενον Dsc.1.30; βδέλλας καύσας καὶ λεάνας χρῶ σ. προεκτίλας (sc. superfluous eyelashes) Aët.7.69. c at frequent intervals, ἵνα μὴ σ. λούηται τὸ βρέφος Sor.1.99; μελίκρατον σ. ἐνστάζομεν ib.123; τὰ βρέφη συνεχέστερον ἐξερᾷ [τὸ γάλα] . . ναυτιῶντα ib.109; ποτίζων συνεχέστερον ἐκ διαστημάτων Gp.10.18.5; συνεχέστερον = saepius, Gloss.; συνεχέστατα = saepissime, ib. 2 freq. with Numbers, in succession, consecutively, ὁρμαθοὺς μελῶν ἐφεξῆς τέτταρας ξ. Ar.Ra.915; ἡμέρας ἑβδομήκοντα ξ. Th.2.75; μῆνας ὀκτὼ σ. Ephipp.5.15 (anap.); similarly, οὐ σ. ἐφεξῆς ἐν τάξει πεποιημένος [τὸν λόγον] Gal.15.496. 3 rarely of Space, σ. εἶναι πᾶσαν οἰκουμένην Arist.Mete. 362b29; σ. μέχρι . . Plb.2.14.6. II συνεχές as Adv. freq. in Ep., as Il.12.26; strengthened, συνεχὲς αἰεί = unceasing ever, Od.9.74; also in Pi. I.4(3).65(83), Ar.Eq.21, and freq. in later Ep., Arat.20, Call.Ap.60, etc.; also in later Prose, Luc.Somn.4, D.L.2.32, al. συνεχές Hom. ll. cc. and συνεχέως Hes. l. c., B.5.113, metri gr.; also Theoc.20.12, A.R.1.1271.]
Greek (Liddell-Scott)
συνεχής: -ές, (συνέχω) ὁ συνέχων, ὁ συγκρατῶν: ΙΙ. ἐπὶ τόπου, ὁ ἀποτελῶν σειρὰν ἀδιάρρηκτον, συνημμένος, ἀδιάσπαστος, Παρμεν. 79. Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 29, 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 12, 14, Φυσ. 3. 1, 1, κ. ἀλλ.· ἀντίθετ. τῷ διωρισμένος, ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 6. 1· σ. νῶτον Πλάτ. Πολ. 616Ε· ξυνεχὲς ποικίλον, συνέχεια ποικιλίας, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 110D· συν. οἰκήματα Θουκ. 3. 21· θέσις Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 2. 9. β) μετὰ δοτ., ὁ ἔχων συνέχειαν μετά τινος, συνημμένος μετά τινος, ἀποτελῶν τὴν αὐτὴν γραμμὴν μετά τινος, Ἡρόδ. 4. 22, Εὐρ. Ἱππ. 226, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 2, 2, κ. ἀλλ.· σπανιώτερον μετὰ γεν., ὁ αὐτ. περὶ Κόσμ. 3, 9. ὡσαύτως μετ’ ἀκολουθούσης προθέσεως, σ. πρός τι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 16· τομαὶ σ. ἀπὸ μιᾶς μέχρι τῶν δέκα Πλάτ. Νόμ. 738Α· μεθ’ οὓς Μυσοί… σ. ἦσαν Πολύβ. 31. 3, 3. 2) ἐπὶ λόγων, κτλ., ξ. ῥῆσις Θουκ. 5. 85· πᾶς ὁ σ. λόγος Πολύβ. 1. 5, 5· τὸ συνεχές, συνέχεια ἢ συνάφεια λόγων, Πλουτ. Λύσανδρ. 19· μετὰ δοτικ., λόγος σ. τῷ νῦν γενομένῳ Πλάτ. Ἐπιστ. 318Α· σκέψις συν. τοῖς πρότερον Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 3, 3. 3) ἐπὶ μαθηματικῆς ἀναλογίας, Ἀρχιμήδ. κατὰ τὸ σ. ἀνάλογον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό, τὸ διαιρετόν, Εὐκλείδ. 4) ἐπὶ πραγμάτων, συνεχής, συνημμένος, συνδεδεμένος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 5· κτλ.· ἐπὶ οὐσίας ἢ ὕλης, πυκνός, ἀήρ, ἔλαιον, Πλούτ. 2. 396Α· τὸ πυκνὸν καὶ σ. αὐτόθι 701F. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, συνεχής, ἄνευ διαλείμματος, συν. πυρετός, ἀντίθετον τῷ διαλείπων, Ἱππ. Ἀφ. 1248, κ. ἀλλ., ἴδε Foës. Oecon.· πόνος ξυνεχέστερος Θουκ. 7. 81· καύματα Πλάτ. Τίμ. 86Α· πόλεμος διὰ βίου ξυνεχὴς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 625Ε· συνουσία, βασιλεία Ξεν. Συμπ. 8, 18, Ἀγησ. 1, 4· πότοι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 350, πρβλ. Σόφιλ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 1· σ. γίνεσθαι, πνεῖν, ἐπὶ ἀνέμων, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 8 καὶ 10· ― τὸ συνεχές, = συνέχεια, Θουκ. 7. 71· τὸ συν. ἔργου (οὕτως ὁ Meineke ἐν προσθήκ.) Ἀναξανδρίδ. ἐν Ἀδήλ. 12· τοῦ δήμου τὸ σ., συνεχὴς σχέσις μετὰ τοῦ..., Πλουτ. Περικλ. 7. 2) συνεχῶς ὁρατὸς ἢ φαινόμενος, ὄρνις ὁ αὐτ. 2. 286Α. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, εὐσταθής, ἐπιμένων, ὑπομονητικός, Ξεν. Οἰκ. 21, 9 ἔν τινι, εἴς τι πρᾶγμα, Πλούτ. 2. 74C, πρβλ. Πολυδ. Δϳ, 20, Ϛϳ, 147. Β. Ἐπίρρ. σῠνεχῶς, Ἰων. -έως (ἴδε ἐν τέλει)· 1) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ χρόνου, συνεχῶς, ἀδιαλείπτως, ἄνευ διαλείμματος ἢ διακοπῆς, ἀδιακόπως, Ἡσ. Θεογ. 636, Ἡρόδ. 7. 16, 3, Εὐρ. Ι. Α. 1008, κτλ.· σ. πολεμεῖν Θουκ. 2. 1. πρβλ. 1, 11., 5, 24, Ἀντιφῶν 146. 26· συνεχέως αἰεὶ Ἡρόδ. 1. 67, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 706Α· ἀεὶ σ. αὐτόθι 807Ε· συγκρ. -έστερον Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 342C· ὑπερθ. -έστατα Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 6. 2) συχν. μετ’ ἀριθμ., ὁρμαθοὺς μελῶν ἐφεξῆς τέτταρας σ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 915· ἡμέρας δὲ ἔχουν ἑβδομήκοντα καὶ νύκτας ξυνεχῶς Θουκ. 2. 75, πρβλ. 5. 24· τοὺς δ’ ἅλας αὐτῷ ζεύγη προσάγειν μηνῶν ὀκτὼ συνεχῶς ἑκατὸν Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 1. 15. 3) σπανίως ἐπὶ τόπου, σ. εἶναι (ἔχειν;) Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 17· σ. μέχρι..., Πολύβ. 2. 14, 6, πρβλ. Στράβ. 744. ΙΙ. παρ’ Ἐπικοῖς ἔχομεν τὸ οὐδέτ. συνεχὲς ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Μ. 26· καὶ ἐπιτεταμ., συνεχὲς αἰεί, ἀδιαλείπτως πάντοτε, Ὀδ. Ι. 74· ὡσαύτως παρὰ Πινδ. ἐν Ἰσθμ. 4. 110 (3. 83), Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 21, καὶ συχν. παρὰ μεταγεν. Ἑπικ.· ― οὕτω, κατὰ τὸ σ. Πολύβ. 2. 2, 7., 3. 2, 6, κ. ἀλλ. [σῡνεχὲς παρ’ Ὁμ., καὶ σῡνεχέως παρ’ Ἡσιόδ., ἐκτεινομένης τῆς αϳ συλλαβῆς ἐν ἄρσει εἰ καὶ δὲν διπλασιάζεται τὸ ν ἐν τῇ γραφῇ· οὕτω καὶ Θεόκρ. 20. 12, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1271].
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se tient, continu, non interrompu : ξυνεχὲς ποικίλον PLAT variété continue ; τὸ συνεχές PLUT l’enchaînement des parole ; p. suite :
1 qui se rattache étroitement à, uni à, attenant à, τινι;
2 dense, épais ; τὸ συνεχές PLUT l’épaisseur ou la consistance d’un corps;
3 d’une durée continue, sans interruption ; τὸ συνεχές THC durée continue ; τοῦ δήμου τὸ συνεχές PLUT relations continuelles avec le peuple ; ὄρνις συνεχής PLUT oiseau qu’on voit continuellement, qu’on a toujours devant les yeux;
4 constant, persévérant, ferme : ἔν τινι en qch ; adv. • συνεχές IL, συνεχὲς αἰεί OD d’une manière continue;
Cp. συνεχέστερος, Sp. συνεχέστατος.
Étymologie: συνέχω.
English (Autenrieth)
(ἔχω): neut. as adv., σῦνεχές, continuously, Il. 12.26; w. αἰεί, Od. 9.74.
English (Slater)
συνεχής n. s. pro adv.,
1 constantly τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει (I. 4.65)
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ και αττ. τ. ξυνεχής, -ές, Α συνέχω
1. (για πράγμ. και με τοπ. σημ.) αυτός που αποτελεί αδιάσπαστη σειρά με έναν άλλο, αυτός που επικοινωνεί με άλλον, ο συνεχόμενος (α. «συνεχή δωμάτια» β. «οἰκήματα... ξυνεχῆ ὥστε ἐν φαίνεσθαι τεῑχος παχύ», Θουκ.)
2. (για γεγονότα ή καταστάσεις και με χρον. σημ.) αυτός που υπάρχει, συμβαίνει ή ακολουθεί χωρίς διακοπή, αδιάλειπτος (α. «απαιτεῑται συνεχής και επίμονη προσπάθεια» β. «πόλεμος διὰ βίου συνεχής», Πλάτ.)
3. αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, πολύ συχνός, αλλεπάλληλος (α. «συνεχή τηλεφωνήματα» β. «λουτροῑς συνεχέσι χρῆσθαι», Σωρ.)
νεοελλ.
φρ. α) «χωροχρονικό συνεχές»
(φυσ.-φιλοσ.) (στη θεωρία της σχετικότητας) ο χώρος τεσσάρων διαστάσεων, με τέταρτη διάσταση τον χρόνο
β) «συνεχή διαστήματα» ή, απλώς, «συνεχή»
μουσ. η κίνηση της φωνής ή ενός μουσικού οργάνου σε μια κατιούσα ή ανιούσα διαδοχή πάνω στα δοσμένα διαστήματα μιας κλίμακας
αρχ.
1. αυτός που έχει, συνήθως τοπική, συνάφεια με κάποιον άλλο («συνεχέες τούτοισι ἐν τοῑσι αὐτοῑσι τόποισι», Ηρόδ.)
2. (για στρατιώτες σε παράταξη) αυτός που έπεται ή γειτνιάζει με άλλον
3. (για πράγμ.) συνδεδεμένος («συνεχὴς ὤν πρός τε ῥάχιν καὶ τὴν ἀρτηρίαν ὑμενώδεσι δεσμοῑς», Αριστοτ.)
4. (ιδίως για μάζα ρευστών) πυκνός
5. (για λόγο) α) αυτός που συνεχίζεται χωρίς καμιά διακοπή ή παρέμβαση
β) σχετικός με κάτι («σκέψις συνεχὴς οὖσα τοῖς πρότερον», Θεόφρ.)
6. μαθημ. αυτός που συγκροτεί μια σειρά («συνεχὴς ἀναλογία», Αριστοτ.)
7. (για πρόσ.) σταθερός, επίμονος («προθύμους καὶ ἐντεταμένους εἰς τὸ ἔργον καὶ συνεχεῑς», Ξεν.)
8. (για τα πρόσ. της Αγίας Τριάδας) στενά ενωμένος
9. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνεχές
α) η συνέχεια
β) η συνάφεια τών λόγων
10. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ συνεχῆ
αυτά που έπονται, που ακολουθούν
11. (το ουδ. ως επίρρ.) συνεχές
(με χρον. σημ.) αδιάκοπα, διαρκώς
12. φρ. «κατὰ τὸ συνεχές»
(με επιρρμ. σημ.) α) διαρκώς, ασταμάτητα
β) συμπερασματικά
γ) αμέσως μετά από κάτι.
επίρρ...
συνεχώς / συνεχῶς, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνεχῶς και επικ. και ιων. τ. συνεχέως Α
1. χωρίς διακοπή, αδιάλειπτα, ακατάπαυστα (α. «διαβάζει συνεχώς» β. «ξυνεχῶς ἐπολέμουν», Θουκ.)
2. κατά συχνά χρονικά διαστήματα, συχνά
αρχ.
1. αμέσως ή ταυτόχρονα
2. μαθημ. κατά διαδοχική σειρά
3. (για λόγο) με όμοια σειρά
4. (σπάν. με τοπ. σημ.) σε απόλυτη συνοχή, με αδιάσπαστη συνέχεια («συνεχῶς εἶναι πᾶσαν οἰκουμένην», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
συνεχής: -ές (συνέχω)· αυτός που συγκρατεί, που συνέχει·
Α. I. λέγεται για τόπο, αδιάσπαστος, συνεχόμενος, σε Θουκ., Πλάτ.· με δοτ., τόπος που αποτελεί συνέχεια ενός άλλου, όμορος, γειτονικός, αυτός που αποτελεί ή έχει την ίδια συνοριακή γραμμή με κάποιον άλλον τόπο, σε Ηρόδ., Ευρ.
II. λέγεται για χρόνο, αδιάλειπτος, εξακολουθητικός, διαρκής, σε Ξεν.· τὸ ξυνεχές = συνέχεια, σε Θουκ.
III. λέγεται για πρόσωπα, σταθερός, αμετάπτωτος, επίμονος, καρτερικός, σε Θουκ. Β. επίρρ. σῠνεχῶς, Ιων. -έως·
1. λέγεται για χρόνο, αδιαλείπτως, διαρκώς, αδιάκοπα, ασταμάτητα, σε Ησίοδ.· Υπερθ. -έστατα, σε Ξεν.
2. χρησιμοποιείται με αριθμούς, εξακολουθητικά, κατ' ακολουθία, σε Αριστοφ., Θουκ.
II. στην Επικ., συνεχές ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.· συνεχὲς αἰεί, αδιαλείπτως ανέκαθεν, σε Ομήρ. Οδ. (σῡνεχές σε Όμηρ. και σῡνεχέως, σε Ηρόδ.· με έκταση της πρώτης συλλαβής σε θέση άρσεως του μέτρου).
Russian (Dvoretsky)
συνεχής:
1) непрерывный, сплошной (sc. ἡ κίνησις Arst.): λόφοι συνεχεῖς Plut. сплошная гряда холмов;
2) прилегающий (друг к другу), смежный (οἰκήματα Thuc.): πύργοις σ. κλιτύς Eur. прилегающий к замку холм;
3) непрекращающийся, постоянный (πόλεμος Plat.): ξυνεχὲς ποικίλον Plat. нескончаемое разнообразие;
4) связный (ῥῆσις Thuc.; λόγος Polyb.);
5) плотный, густой (ἔλαιον Plut.);
6) постоянно встречающийся, обыкновенный (ὄρνις Plut.);
7) настойчивый, стойкий, упорный (ἔν τινι Plut.). - см. тж. συνεχές.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεχής -ές, Att. ook ξυνεχής [συνέχω] ep. Ion. adv. συνεχέως. ononderbroken, doorlopend, voortdurend, continu:; ξυνεχεῖ ῥήσει met een doorlopend betoog Thuc. 5.85; σ. πυρετός aanhoudende koorts Hp. Aph. 3.21; ὅτι πόλεμος αἰεί … διὰ βίου σ. ἐστι dat het altijd het hele leven door voortdurend oorlog is Plat. Lg. 625e; wisk..; σ. ἀναλογία doorlopende proportie (waarbij A staat tot B als B staat tot C etc.) Aristot. EN 1131a33; subst..; διὰ τὸ ἀκρίτως ξυνεχὲς τῆς ἁμίλλης door het onbeslist voortduren van de strijd Thuc. 7.71.3; adv..; ξυνεχῶς πολεμεῖν zonder onderbreking oorlogvoeren Thuc. 2.1; ook adv. acc. n. συνεχές ononderbroken; adv. ook achter elkaar, opeenvolgend. van substanties dicht. aansluitend, aangrenzend; met dat. aan iets of iem.
Middle Liddell
συνεχής, ές συνέχω
holding together:
I. of space, continuous, contiguous, Thuc., Plat.:—c. dat. continuous with or contiguous to, in a line with, Hdt., Eur.
II. of time, continuous, unintermitting, Xen.; τὸ ξυνεχές = συνέχεια, Thuc.
III. of persons, constant, persevering, Xen.
B. adv. σῠνεχῶς, ionic -έως:
1. of time, continually, Hes.; Sup. -έστατα Xen.
2. with Numbers, continuously, Ar., Thuc.
II. in epic συνεχές as adv., Il.; συνεχὲς αἰεί unceasing ever, Od. [σῡνεχές Hom., and σῡνεχέως Hes., the first syllable being lengthd.]