ἐνδύω

From LSJ
Revision as of 11:45, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδύω Medium diacritics: ἐνδύω Low diacritics: ενδύω Capitals: ΕΝΔΥΩ
Transliteration A: endýō Transliteration B: endyō Transliteration C: endyo Beta Code: e)ndu/w

English (LSJ)

or ἐνδύνω (ἐνδυνέω v.l. in Hdt.3.98), with Med.ἐνδύομαι, fut. -δύσομαι: aor. 1 -εδυσάμην; Ep. aor. or impf. -εδυσόμην: aor. 2 Act. -έδυν: pf. -δέδῡκα: I c. acc. rei vel loci, go into, 1 of clothes, put on, ἔνδυνε χιτῶνα Il.2.42; ἔνδυνε περὶ στήθεσσι χιτῶνα 10.21; χιτῶν' ἐνδῦσα 5.736; τιὡς θώρηκα ἐνδύνουσι Hdt.3.98; ἐνδύντες τὰ ὅπλα Id.1.172; τὴν σκευήν ib.24; πέπλον ἐνδύς S.Tr.759, etc.: pf. ἐνδέδῡκα, wear, κιθῶνας λινέους Hdt.2.81, cf. 7.64, 9.22; λεοντῆν ἐνδέδυκα Pl. Cra.411a:—Med., ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσετο χαλκόν Il.2.578, 11.16; ἐνδύεσθαι ὅπλα v.l. in Hdt.7.218; σκευάς Th.1.130; ἐνδύσεται στολήν E.Ba. 853: metaph., ἐνδυόμενοι τόλμημα Ar.Ec.288; also τὸν Ταρκύνιον ἐνδύεσθαι assume the person of T., D.H. 11.5; τὸν καινὸν ἄνθρωπον Ep.Eph. 4.24:—Pass., to be clothed in, have on, ἐσθῆτα ἐνδεδύσθαι Hp.Insomn. 91, cf. Men.432. 2 enter, press into, c. acc., ἐν δέ οἱ ἦτορ δῦν' ἄχος ἄτλητον Il.19.367; ἀκοντιστὺν ἐνδύσεαι thou wilt enter the contest (Aristarch. ἐσδύσεαι), 23.622; τὴν τοῦ Θερσίτου [ψυχὴν] πίθηκον ἐνδυομένην Pl.R.620c; εὔνοια ἐνδύεταί τινα Id.Lg.642b; ἔρως δεινὸς ἐνδέδυκέ τινος Id.Tht.169c; also ἐ. εἰς . . Ar.V.1020, Arist.HA609b21; εἰς τὴν ἐπιμέλειαν ἐνδῦναι enter upon it, undertake it, X.Cyr.8.1.12: abs., enter, Pl.Phd.89d: c. dat., ἐ. ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀκουόντων insinuate oneself into their minds, X.Cyr.2.1.13; τοῖς ταύροις τὸν οἶστρον ἐνδύεσθαι Plu.2.55e, etc.; ἐνὶ χροῒ δύετο ῥινὸς ἐντυπάς Epic.inArch.Pap.7.3: pf.Pass., φυσικαῖς ἐνδεδυμένος αἰτίαις dub.in Plu.2.435f (leg. -δεδεμένος): abs., creep in, v.l. for ἐσ-, Hdt.2.121.β'; ἐ. διά τινος slip through, Plu.2.38a, etc. 3 sink in, hence τρίβος ἐνδεδυκώς sunken path, Id.Arat.22; ῥίς sunken nose, Id.Publ.16. II causal in pres. ἐνδύω, fut. -δύσω: aor. 1 -έδυσα:—put on another, clothe in, c. dupl. acc., τὴν ἐξωμίδ' ἐνδύσω σε Ar.Lys.1021; ὃς ἐμὲ κροκόεντ' ἐνέδυσεν Id.Th.1044, cf. X.Cyr.1.3.3. 2 clothe, ἐνδύουσι τὤγαλμα Hdt.2.42; ἐὰν . . πένητα γυμνὸν ἐνδύσῃς Philem.176; σύ με ἐνδέδυκας [prob. ῠ] PGiss.77.8 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 836] (s. δύω), 1) hineinbringen, anziehen, ankleiden, τινά, Batr.; ἐὰν πένητα γυμνὸν ἐνδύσῃς Philem. inc. 83; τὴν ἐξωμίδ' ἐνδύσω σε Ar. Lys. 1021; Thesm. 1044; στολὴν καλὴν ἐνέδυσεν (αὐτόν), bekleidete ihn mit einem schönen Gewande, Xen. Cyr. 1, 3, 3; ἐνέδυε τὰ ὅπλα 6, 4, 2; N. T.; ἐνδύσας εἰς δέρμα, einschließend, Diosc. Häufiger – 2) med. auch ἐνδύνω) mit aor. II. u. perf. act. – a) sich anziehen, anlegen; μαλακὸν δ' ἔνδυνε χιτῶνα Il. 2, 42; ἔνδυνε περὶ στήθεσσι χιτῶνα 10, 21; χιτῶν' ἐνδῦσα 5, 736; öfter in tmesi; πέπλον ἐνδύς Soph. Tr. 756; ἐνδύσεται στολήν Eur. Bacch. 853; τὸν κροκωτὸν ἐνδύου Ar. Th. 253; ἐνδυόμενος ὅπλα Her. 7, 218, wie ἐνδύντες 1, 172; τὴν λεοντῆν ἐνδέδυκα Plat. Crat. 411 a; auch pass., οὐχ ὁρᾶτε τὴν τροφὸν ζῶμ' ἐνδεδυμένην Men. bei Poll. 7, 51. – Übertr., τόλμημα τηλικοῦτον ἐνδύεσθαι, unternehmen, Ar. Eccl. 288; τὸν Ταρκύνιον ἐνδύεσθαι, den T. anlegen, d. i. sich wie T. benehmen, D. Hal. 11, 5. – b) hineingehen, hineindringen; Her. 2, 121; εἴς τι, Ar. Vesp. 1010, wie Plat. Tim. 62 b; ὁ φθόγγος ἐνδύεται εἰς τὰ ὦτα Menex. 235 c; übertr., λόγοι ἐνδύονται ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀκουόντων, dringen ein, Xen. Cyr. 2, 1, 13; ἔρως δεινὸς ἐνδέδυκε Plat. Theaet. 169 b, wie εὔνοια ἐνδύεται ἕκαστον ἡμῶν Legg. I, 642 b; εἰς τὴν ἐπιμέλειαν, sich einer Sorge unterziehen, Xen. Cyr. 8, 1, 12; τοῖς πράγμασι, rerum potiri, Plut. Art. 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδύω: ἴδε κατωτ. ΙΙ., ἐνδύνω, μετὰ μέσ. ἐνδύομαι: μέλλ. -δύσομαι: ἀόρ. α΄ ἐνεδυσάμην, μετὰ ἀορ. β΄ ἐνεργ. φων. ἐνέδυν: Ι. μετ’ αἰτ. πράγματος ἢ τόπου, εἰσέρχομαι εἴς τι, 1) ἐπὶ ἐνδυμάτων, φορῶ, Λατ. induere sibi, μαλακὸν δ’ ἔνδυνε χιτῶνα Ἰλ. Β. 42· ἔνδυνε περὶ στήθεσσι χιτῶνα... Κ. 21· ἡ δὲ χιτῶν’ ἐνδῦσα Ε. 736· θώρηκα ἐνδύνουσι Ἡρόδ. 3. 98· ἐνδύντες τὰ ὅπλα ὁ αὐτ. 1. 172, πρβλ. 42· πέπλον ἐνδὺς Σοφ. Τραχ. 759, κτλ.· λεοντῆν ἐνδέδυκα Πλάτ. Κρατύλ. 411Α· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, induere sibi, ἐν δ’ αὐτὸς ἐδύσατο χαλκὸν Ἰλ. Β. 578, Λ. 16· ἐνδύεσθαι ὅπλα Ἡρόδ. 7. 218· ἐνδύσεται στολὴν Εὐρ. Βάκχ. 853· ἐν τῷ πρκμ. ἐνδέδυκα, εἶμαι ἐνδεδυμένος, φορῶ, κιθῶνας λινέους Ἡρόδ. 2. 81, πρβλ. 7. 64., 9. 22· μεταφ., ἐνδύεσθαι τόλμημα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 288· ὡσαύτως, τὸν Ταρκύνιον ἐνδύεσθαι, ἀναλαμβάνω τὸ πρόσωπον τοῦ Ταρκυνίου, φέρομαι ὡς ὁ Ταρκ., Διον. Ἁλ. 11. 5· ἐνδ. τὸν καινὸν ἄνθρωπον, ἀναλαμβάνειν νέον τρόπον βίου, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. δ΄, 24: - Παθ., ἐνδύομαι, ἐσθῆτα ἐνδεδύσθαι Ἱππ. 379. 36· πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ραπιζομένῃ» 9. 2) εἰσέρχομαι, εἰσχωρῶ, εἰδύω εἴς τι, μετ’ αἰτ., ἐν δέ οἱ ἦτορ δῦν’ ἄχος ἄτλητον Ἰλ. Τ. 367· ἀκοντιστὺν ἐνδύσεαι, «οὐδ’ εἰς ἀκοντίου ἀγῶνα κατελεύσῃ» (Σχόλ.) (ἔνθα ὁ Ἀρίσταρχ. ἀναγινώσκει ἐσδύσεαι, καὶ τὴν ἀνάγνωσιν ταύτην παρεδέχθησαν οἱ νεώτεροι ἐκδόται), Ψ. 622· οὕτω, τὴν τοῦ Θερσίτου ψυχὴν πίθηκον ἐνδυομένην Πλάτ. Πολ. 620C· εὔνοια ἐνδύεταί τινι ὁ αὐτὸς Νόμ. 642Β, πρβλ. Θεαίτ. 160Β: - ὡσαύτως, ἐνδ. εἰς... Ἀριστοφ. Σφ. 1020, Θουκ. 3. 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9.1, 23· ἐνέδυ... οὖν εἰς ταύτην τὴν ἐπιμέλειαν, ἀνέλαβε λοιπὸν ταύτην τὴν ἐπιμ., Ξεν. Κύρ. 8. 1, 12: - ὡσαύτως μετὰ δοτ., ἐνδύονται (οἱ λόγοι) ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀκουόντων, παρεισδύονται, ἐπενεργοῦσιν εἰς τὴν ψυχὴν αὐτῶν, αὐτόθι 2. 1, 13· τοῖς ταύροις τὸν οἶστρον ἐνδύεσθαι Πλούτ. 2. 55Ε, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., φυσικαῖς ἐνδεδυμένος αἰτίαις ὁ αὐτ. 435F: - ἀπολ., εἰσδύω, εἰσέρχομαι, Ἡρόδ. 2. 121, 2, Πλούτ. 2. 38Α, κτλ. ΙΙ. μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεστ. ἐνδύω, τῷ μέλλ. ἐνδύσω καὶ τῷ ἀορ. α΄ ἐνέδυσα: - Λατ. induere alicui, μ. διπλ. αἰτ., ἐνδύω τινά τι, τὴν ἐξωμίδ’ ἐνδύσω σε Ἀριστοφ. Λυσ. 1021· ὃς ἐμὲ κροκόεν τ’ ἐνέδυσεν ὁ αὐτὸς Θεσμ. 1044, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 3, 3· μετὰ μιᾶς αἰτ., κατὰ τωὐτὸ ἐνδύουσι τὤγαλμα τοῦ Διὸς Ἡρόδ. 2. 42· ἐάν... πένητα γυμνὸν ἐνδύσῃς Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 83. Πρβλ. καταδύω ΙΙ. - ἐνδιδύσκω· εἶναι μεταγεν. Τύπος ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας.

French (Bailly abrégé)

I. tr. (prés., impf., f. ἐνδύσω et ao. ἐνέδυσα) faire entrer dans ; vêtir, habiller : τινά τι qqn de qch;
II. intr. (ao.2 ἐνέδυν, pf. ἐνδέδυκα, et Moy.);
1 entrer dans, pénétrer dans : τοῖς ταύροις PLUT s’enfoncer dans le flanc des taureaux en parl. de l’aiguillon ; abs. entrer : τινί dans l’âme de qqn en parl. d’un sentiment, d’un désir, etc. ; avec un suj. de pers. ἐνδύειν εἰς τὴν ἐπιμέλειαν XÉN se charger du soin de qch (litt. entrer dans, etc.);
2 se vêtir, se revêtir de, acc..
Étymologie: ἐν, δύω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐνι- Dionysius 19ue.5
• Prosodia: [-ῡ-]
• Morfología: aor. sigm. med. 3a sg. ἐνδύσετο Il.2.578 (tm.), ἐνεδύσετο SEG 39.1278.8 (Lidia II d.C.); v. tb. ἐνδύνω
I intr., gener. en sent. fig., c. suj. abstr. entrar, meterse en v. med., aor. rad. act. o perf. act. τότε πλάττεται καὶ ἐνδύεται τύπος ὃν ἄν τις βούληται ἐνσημήνασθαι ἑκάστῳ entonces se moldea y se introduce el carácter que se quiere imprimir a cada uno Pl.R.377b, τις ἔρως δεινὸς ἐνδέδυκε τῆς περὶ ταῦτα γυμνασίας Pl.Tht.169c, ἡ ... μισανθρωπία ἐνδύεται ἐκ τοῦ σφόδρα τινὶ πιστεῦσαι ἄνευ τέχνης Pl.Phd.89d, c. rég. en dat. λόγοι οὗτοι ... ἐνδύονται ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀκουόντων X.Cyr.2.1.13, (ὁ φόβος) ἐνδεδυμ[ένος τῇ] φύσει (el miedo) que se ha metido en nuestra naturaleza Diog.Oen.35.2.13
c. ac. de direcc., c. o sin prep. τις εὔνοια ... ἐνδύεται ἕκαστον ἡμῶν τῶν προξένων Pl.Lg.642b, cf. R.577a, Ti.66a, εἰς ἀλλοτρίας γαστέρας ἐνδὺς κωμῳδικὰ πολλὰ χέασθαι metiéndose en vientres ajenos (de otros poetas) para infundirles muchos recursos cómicos Ar.V.1020, ἐνέδυ ... εἰς τὴν ἐπιμέλειαν X.Cyr.8.1.12, ὥσπερ ἐνδεχόμενον ... τὴν τυχοῦσαν ψυχὴν εἰς τὸ τυχὸν ἐνδύεσθαι σῶμα como si fuera posible que cualquier alma se metiera en cualquier cuerpo Arist.de An.407b23, c. otras constr. (ἡ ἀκοή) κακίᾳ ... μέρη τοῦ σώματος παρέχει δι' αὑτῶν ἐνδῦσαν ἅψασθαι τῆς ψυχῆς (el oído) ofrece partes del cuerpo al vicio, para que éste metiéndose a través de ellas alcance al alma Plu.2.38a
c. suj. de anim., pers. o cosa τοῖς ... ταύροις ὁ οἶστρος ἐνδύεται Plu.2.55e, (κωλώτης) εἰς τοῦς μυκτῆρας ἐνδυόμενος Arist.HA 609b21, cf. Plu.2.781d, τὸ (παράδειγμα) τοῦ κυβερνήτου τοῦ ἐνδύντος πρὸς τὸν οἴακα el (ejemplo) del timonel que se mete dentro del timón como el alma en el cuerpo, Plot.4.3.21, νεόδαρτος ἐνὶ χροὶ δύετο ῥινὸς ἐντυπάς la piel recién desollada se adhería a la carne modelándola Dionysius l.c. (tm.)
part. de perf. act. que está metido dentro de τοῦ τρίβου ... ἐνδεδυκότος ... ταῖς τραχύτησι camino metido entre ásperas rocas Plu.Arat.22, τὸ ξίφος ἐνδεδυκὸς ἤδη τῇ πλευρᾷ metida ya la espada dentro del costado Philostr.Im.1.4
abs. ῥὶς ἐνδεδυκυῖα nariz chata Plu.Publ.16.
II tr., c. suj. de pers.
1 en pres., fut. y aor. sigm. med. y aor. rad. act. ponerse, vestirse c. ac. de lo que se pone ἡ δὲ χιτῶν' ἐνδῦσα Il.5.736, ἐνδύντες τὰ ὅπλα Hdt.1.172, ὁ δὲ ἐνδὺς ... πᾶσαν τὴν σκευήν Hdt.1.24, ὃν (πέπλον) κεῖνος ἐνδύς S.Tr.759, ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσετο ... χαλκόν Il.2.578 (tm.), cf. 11.16, ἄνδρες ἐνδυόμενοι ὅπλα Hdt.7.218, cf. Th.1.130, θῆλυν ... στολήν E.Ba.852, cf. Men.Fr.327.2, SEG l.c.
abs. vestirse ἀναστᾶσα οὖν ὄρθρου καὶ ἐνδυσαμένη habiéndose levantado al alba y vestido Pall.H.Laus.60.1.
2 en perf. act. c. ac. del vestido llevar puesto ἐνδεδύκασι δὲ κιθῶνας λινέους Hdt.2.81, ἀναξυρίδας δὲ ἐνεδεδύκεσαν Hdt.7.64, cf. 9.22, λεοντῆν ἐνδέδυκα Pl.Cra.411a, ἐγύμνωσεν ὅν ἐνδέδυκει σάκκον descubrió el ropaje basto de luto que tenía vestido LXX Iu.9.1, cf. 10.3, Aen.Tact.31.23, Posidon.58
abs., en perf. med. estar vestido ἐνδεδυμένη μὲν εὐπροσωποτάτη ἐστίν Aristaenet.1.1.26.
3 en v. act. vestir, poner c. doble ac., del vestido y la pers. τὴν ἐξωμίδ' ἐνδύσω σε Ar.Lys.1021, ὅς ἐμὲ κροκόεν τόδ' ἐνέδυσεν Ar.Th.1044, cf. X.Cyr.1.3.3, en v. pas. ἐνδεδυμένος κύπασσιν A.Fr.473
sólo c. ac. de pers. o asim. vestir, poner o dar un vestido κατὰ τὠυτὸ ἐνδύουσι τὤγαλμα τοῦ Διός Hdt.2.42, πένητα γυμνόν Men.Comp.1.225, σοι εὐχαριστήσω ... ὅτι σύ με ἐνδέδυκας PUniv.Giss.77.8 (II a.C.).
4 fig., en v. med. y aor. rad. act., c. ac. de pers., animal o abstr. revestirse de fingiendo ser otro, imitar ἢν ἁλῶμεν ἐνδυόμεναι κατὰ σκότον τόλμημα τηλικοῦτον si nos pillan en la obscuridad vestidas de tamaña audacia, e.e. fingiendo ser hombres, c. juego de palabras cóm., Ar.Ec.288, ἡ (ψυχή) τοῦ ... Θερσίτου πίθηκον ἐνδυομένη el (alma) de Tersites revestida de un cuerpo de mono Pl.R.620c, οἱ ἱερεῖς σου ἐνδύσονται δικαιοσύνην tus sacerdotes se revestirán de justicia LXX Ps.131.9, τὸν Ταρκύνιον ... ἐνδυόμενοι D.H.11.5, αὐτὸν βακχευτὴν ἐνέδυ θεόν se revistió del aspecto del propio dios báquico de un bailarín AP 16.290 (Antip.Thess.), σώματα Plot.2.9.10, ἐνδύσασθαι τὸν καινὸν ἄνθρωπον revestirse del hombre nuevo, Ep.Eph.4.24, cf. Clem.Al.Strom.4.21.130, ἐνδεδύσθαι δέ φασι τὸν Ἰησοῦν τὴν δύναμιν ἐκείνην τὴν μονογενῆ Hippol.Haer.10.16.6, cf. Epiph.Const.Anac.1.30, ἐνεδύσατο τὸν ἀσώματον τοῦ Θεοῦ Λόγον se revistió de la incorpórea Palabra de Dios Ath.Al.Inc.44, c. suj. abstr. οἱ λογισμοὶ οἱ ἐνδεδύμενοι τὴν ἀπιστίαν los razonamientos que revisten incredulidad Manes 71.13.
5 fig., en aor. sigm. act. c. doble ac. revestir de, investir de c. doble ac. de pers. ἑαυτὸν τοὺς νεοφωτίστους ἐνέδυσε (Cristo) ha revestido de sí mismo a los recién bautizados Bas.Sel.Pasch.1.24, c. ac. de pers. y ac. de abstr. ἵνα ... ἡμᾶς ἐνδύσῃ τὴν ἀφθαρσίαν para investirnos de inmortalidad Ath.Al.M.28.1084A.

English (Strong)

from ἐν and δύνω (in the sense of sinking into a garment); to invest with clothing (literally or figuratively): array, clothe (with), endue, have (put) on.

Greek Monolingual

(AM ἐνδύω και ἐνδύνω
Α και ἐνδυνῶ, -έω)
1. φορώ ενδύματα σε κάποιον, ντύνω κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην», «ἐνδύουσι τὤγαλμα τοῦ Διός»)
2. μέσ. ενδύομαι
φορώ τα ενδύματα ή τη στολή μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν ἀρχιερατικήν στολήν», «θανάσιμον πέπλον... ἐκεῖνος ἐνδύς»)
μσν.- νεοελλ.
δένω βιβλίο, βιβλιοδετώ, ντύνω το βιβλίο, («οἱ γραμματικοὶ ἐνδύουν τὰ βιβλία»)
αρχ.-μσν.
περιβάλλομαι από, σαν να έχω φορέσει ως ένδυμα («ἐνεδύθημεν δόξαν», «τόλμην ἐνδύεσθαι»)
μσν.
επενδύω, ξοδεύω σε αγορά
αρχ.
1. εισέρχομαι ορμητικά κάπου («οἱ λόγοι οὗτοι ἐνδύονται ταῖς ψυχαῑς τῶν ἀκουόντων»)
2. υφίσταμαι καθίζηση («τοῦ τρίβου παντάπασιν ἐνδεδυκότος»)
3. φρ. «ἐνδύω διά τίνος» — γλιστρώ, εισέρχομαι αθόρυβα.

Greek Monotonic

ἐνδύω: και -δύνω[ῡ], με Μέσ. ἐνδύομαι, μέλ. -δύσομαι, αόρ. αʹ -ενεδυσάμην και Ενεργ. αόρ. βʹ -έδυν·
I. με αιτ., μπαίνω, εισέρχομαι·
1. λέγεται για ρούχα, φορώ, ντύνω, Λατ. induere sibi, ἔνδυνε χιτῶνα, σε Ομήρ. Ιλ.· πέπλον, σε Σοφ.· ομοίως και σε Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· παρακ. ἐνδεδύκα, φορώ χιτώνες, κιθῶνας, σε Ηρόδ.· μεταφ., υποκρίνομαι, κοροϊδεύω, παίρνω το ύφος κάποιου, προσλαμβάνω την έκφραση του, τον υποδύομαι, σε Καινή Διαθήκη
2. εισέρχομαι, εισχωρώ, εισδύω, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, ἐνδ. εἰς..., σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., διεισδύω, εισέρχομαι, μπαίνω, σε Ηρόδ.
II. 1. Μτβ. σε ενεστ. ἐνδύω, μέλ. -δύσω, αόρ. αʹ -έδυσα· Λατ. induere alicui, ντύνω κάποιον άλλο, καλύπτω, περιβάλλω, σκεπάζω με ρούχα, με διπλή αιτ., σε Ξεν.
2. ντύνω, τινά, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδύω: (fut. ἐνδύσω, aor. 1 ἐνέδυσα; для неперех. aor. 2 ἐνέδυν, pf. ἐνδέδυχα)
1) одевать (ἄγαλμα τοῦ Διός Her.): ἐ. τινά τινι Batr. и τινά τι Arph., Xen. одевать кого-л. во что-л., надевать на кого-л. что-л.; med. одеваться (в), надевать на себя (χιτῶνα Hom.; πέπλον Soph.; ὅπλα Her.; στολήν Eur.; κροκωτόν Arph.; λεοντῆν Plat.; θώρακα Arst.): ἐνδεδυμένος ἔνδυμα γάμου NT одетый в брачную одежду;
2) тж. med. проникать, входить (εἴς τι и εἴς τινα Her., Thuc., Arph., Xen., Plat., Arst., Plut., τι и τινά Plat. и τινί Xen., Plat., Plut.): ἐνδύεσθαι τῇ ψυχῇ Plut. заглянуть себе в душу, т. е. прислушаться к голосу своей совести;
3) тж. med. брать на себя, предпринимать: ἐνδύεσθαι τοῖς πράγμασι Plut. захватить власть в свои руки; ἐνδυόμενος τόλμημα τηλικοῦτον Arph. отважившийся на подобное действие; ἐνέδυ εἰς ταύτην τὴν ἐπιμέλειαν Xen. он ревностно занялся этим вопросом.

Middle Liddell

and -δύνω with Mid. ἐνδύομαι fut. -δύσομαι aor1 -εδυσάμην and aor2 act. -έδυν
I. c. acc., to go into,
1. of clothes, to put on, Lat. induere sibi, ἔνδυνε χιτῶνα Il.; πέπλον Soph.:—so in Mid., Il., etc.:—perf. ἐνδέδυκα, to wear κιθῶνας Hdt.:—metaph. to put on, assume the person of . ., NTest.
2. to enter, to press into, c. acc., Il., etc.:—also, ἐνδ. εἰς . ., Thuc., etc.:—also c. dat., Xen.:—absol. to enter, Hdt.
II. Causal in pres. ἐνδύω, fut. -δύσω, aor1 -έδυσαLat. induere alicui, to put on another, to clothe in, c. dupl. acc., Xen.
2. to clothe, τινά Hdt.

Chinese

原文音譯:™ndÚw 恩-低哦
詞類次數:動詞(28)
原文字根:在內-滑脫 相當於: (לָבַשׁ‎)
字義溯源:穿上衣服,穿,穿上,穿著,帶,披戴,穿戴,帶上,領受;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(δύνω)=落下)組成;而 (δύνω)出自(δυσφημία)X*=沉)。參讀 (ἀμφιέζω / ἀμφιέννυμι)同義字
出現次數:總共(28);太(3);可(4);路(3);徒(1);羅(2);林前(4);林後(1);加(1);弗(3);西(2);帖前(1);啓(3)
譯字彙編
1) 穿上(6) 太27:31; 可15:20; 徒12:21; 弗6:14; 西3:10; 帖前5:8;
2) 穿(5) 太6:25; 可1:6; 可6:9; 路12:22; 路15:22;
3) 穿著(4) 太22:11; 啓1:13; 啓15:6; 啓19:14;
4) 要穿上(3) 林前15:53; 林前15:53; 弗4:24;
5) 穿上了(2) 林前15:54; 林前15:54;
6) 我們⋯穿上(1) 林後5:3;
7) 你們⋯都披戴了(1) 加3:27;
8) 你們⋯就要穿上(1) 西3:12;
9) 他們⋯穿上(1) 可15:17;
10) 要穿戴(1) 弗6:11;
11) 披戴(1) 羅13:14;
12) 你們領受(1) 路24:49;
13) 帶上(1) 羅13:12