μήτρα

From LSJ
Revision as of 18:26, 19 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήτρα Medium diacritics: μήτρα Low diacritics: μήτρα Capitals: ΜΗΤΡΑ
Transliteration A: mḗtra Transliteration B: mētra Transliteration C: mitra Beta Code: mh/tra

English (LSJ)

(A), Ion. μήτρη, ἡ, (μήτηρ) A womb, Hp.Prorrh.2.24, Hdt.3.108 (dub.l.), Pl.Ti.91d, etc.: also in plural, Hp.Loc.Hom.47, Vict.1.30, Hdt. l.c.: the cervix including the orifice of the womb, Arist.HA510b14. 2 a swine's matrix, reckoned a great dainty, μήτρας τόμοις Telecl.1.14; μήτραν… πωλοῦσιν, ἥδιστον κρέας Antiph.220; ὑπὲρ μήτρας… ἀποθανεῖν Alex.193, cf. Plu.2.733e, Ath.3.96f. 3 metaph., source, origin, D.L.7.46; μῆτραι τῆς ψυχῆς Ph.1.441. II core, heart-wood of trees, Thphr.HP1.6.1. b diseased condition of the wood, 'soft-wood', ib.2.7.3. III queen-wasp, opp. ἐργάται, Arist. HA627b32,al. IV μ. χελωνίων, χελωνίοις, bolts for locks, BGU 1028.20,26 (ii A.D.); μ. θύρας, = repagulum, Gloss.
(B), ἡ, in plural, A register of house-property, at Tarsus and Soli, Arist. in POxy.1802.58; sg., = κλῆρος, at Tarsus and Soli, Clitarch. ap.Hsch. (Cf. Skt. mātrā 'measure' and ἐρεσιμήτρη.)

German (Pape)

[Seite 179] ἡ, die Gebärmutter; ὁ σκύμνος ἐν τῇ μήτρῃ ἐών, Her. 3, 108; τὸ δὲ τέκνον ἐν τῇσι μήτρῃσι πλάσσεται, ibd.; vgl. Plat. Tim. 91 b; Sp., περὶ τῆς ἐν τῇ μήτρᾳ τῶν ἐμβρύων πλαστικῆς, Luc. Vit. auct. 26. – Als Speise, s. Ath. III c. 51. – Bei Arist. H. A. 9, 41 eine Art Wespen. – Bei Theophr. Kern oder Mark der Bäume.

Greek (Liddell-Scott)

μήτρα: Ἰων. -τρη, ἡ, (μήτηρ) Λατ. matrix, Ἱππ. Προρρ. 106, Ἡρόδ. 3. 108, Πλάτ., κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - ἢ κυριολεκτικώτερον, τὸ στόμα τῆς ὑστέρας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 22. 2) ἡ κοιλία τοῦ χοίρου, Λατ. vulva, θεωρουμένη ὡς ἔξοχον λίχνευμα, μήτρας τόμοις Τηλεκλείδης, ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 14· μήτραν τινὲς πωλοῦσιν ἥδιστον κρέας Ἀντιφάν. ἐν «Φιλομήτορι» 1· ὑπὲρ μήτρας... ἀποθανεῖν Ἄλεξις ἐν «Ποντικῷ» 1, κτλ.· πρβλ. Πλούτ. 2. 733C, Ἀθήν. 96F. 3) μεταφορ., ἡ πηγὴ ἢ ἀρχὴ πράγματός τινος, Διογ. Λ. 7. 46. ΙΙ. ἡ ἐντεριώνη, ἡ καρδία δένδρων, «ψῖχα», Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 1. ΙΙ. βασίλισσα τῶν σφηκῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐργάται, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 2· ὡσαύτως τῶν μελισσῶν, ὁ αὐτ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μήτρα· εἶδος σφηκός. καὶ τῶν ξύλων τὸ ἐντός, ὃ καρδίαν τινὲς ἢ ἐντεριώνην καλοῦσι. καὶ νῦν ὁ κλῆρος ὑπὸ Σολέων, ὡς Κλείταρχος. καὶ ἡ τῆς γυναικός».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
matrice, ventre ou sein de la mère.
Étymologie: μήτηρ.

Spanish

matriz

English (Strong)

from μήτηρ; the matrix: womb.

English (Thayer)

μήτρας, ἡ (μήτηρ), the womb: διανοίγω, 1); Herodotus, Plato, others; the Sept. for רֶחֶם.)

Greek Monolingual

(I)
η (ΑΜ μήτρα, Α ιων. τ. μήτρη)
κοίλο μυώδες όργανο του γυναικείου γεννητικού συστήματος με προορισμό τη φιλοξενία του γονιμοποιημένου ωαρίου ώς την τέλεια ανάπτυξή του, καθώς και την εξώθησή του κατά τη λήξη της κύησης
νεοελλ.
1. τεχνολ. κοίλο εξάρτημα που χρησιμοποιείται στις διαδικασίες διαμόρφωσης εύτηκτων μετάλλων και πλαστικών, τύπος, κν. φόρμα, καλούπι
2. βοτ. i) ιστός μεμβράνας που περιβάλλει το περίδιο τών βασιδιομηκύτων
ii) σπόρος στη γη από τον οποίο βλαστάνει το φυτό
3. ναυτ. εσωτερική ίνα σχοινιού που γύρω της πλέκονται οι υπόλοιπες ίνες του, κν. κολαούζος
4. μαθημ. πίνακας με στοιχεία ή αριθμούς, μιγαδικούς ή πραγματικούς, διατεταγμένους σε γραμμές και στήλες, ο οποίος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά και στην επεξεργασία δεδομένων με ηλεκτρονικούς υπολογιστές
5. (τυπογρ.) ορειχάλκινο καλούπι που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα και μέσα στο οποίο κατασκευάζονταν τα χυτά γράμματα που επρόκειτο να τυπωθούν
6. (πετρογρ.) το υλικό μέσα στο οποίο είναι ενσωματωμένο ένα άλλο υλικό
μσν.
φρ. «ἄνοιγμα μήτρας»
α) τέκνο
β) πρωτότοκο ανθρώπου ή ζώου
αρχ.
1. η κοιλιά σφαγίου, και ιδίως του χοίρου, ως έδεσμα
2. ο τράχηλος της μήτρας
3. η εντεριώνη του φυτού, το εσώτατο μέρος του βλαστού ή της ρίζας, η καρδιά, η ψίχα
4. η βασίλισσα τών σφηκών ή τών μελισσών, σε αντιδιαστολή με τους εργάτες
5. μτφ. αρχή ή πηγή
6. μάνταλο, μοχλός θύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μη- του μήτηρ + επίθημα -τρα (πρβλ. ρήτρα)].
(II)
μήτρα, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ μήτραι
τα κτηματολόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μήτρα ανάγεται πιθ. σε μακρόφωνη ΙΕ ρίζα mē- «μετρώ, υπολογίζω, σταθμίζω» (βλ. λ. μέτρο, μῆτις) και αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. mātrā- «μέτρο». Κατ' άλλη άποψη, ίσως πρόκειται για λ. σχηματισμένη ή παραγωγικά ή κατ' επίδραση τών μήτηρ, μητρῷον].

Greek Monotonic

μήτρα: Ιων. -τρη, ἡ (μήτηρ), Λατ. matrix, μήτρα (όργανο του γυναικείου γεννητικού συστήματος), σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μήτρα: ион. μήτρη
1) материнская утроба, чрево, полость матки (ἐν τῇ μήτρῃ εἶναι Her.; τὸ κύημα ἐν τῇ μήτρᾳ Arst.);
2) шейка матки (καλεῖται μ. ὁ καυλὸς καὶ τὸ στόμα τῆς ὑστέρας Arst.);
3) кулин. свиная утроба (считавшаяся лакомым блюдом) Arst., Plut.;
4) сердцевина (ἐν τοῖς δένδροις Arst.);
5) (у пчел, ос и шмелей) матка, царица Arst.;
6) перен. недра, источник Diog. L.

Frisk Etymological English

1
Meaning: uterus
See also: s. μήτηρ.
2
Meaning: land-measure, κλῆρος
See also: s. μέτρον.

Middle Liddell

μήτρα, ιονιξ -τρη, ἡ, μήτηρ
Lat. matrix, the womb, Hdt., Plat., etc.

Frisk Etymology German

μήτρα: 1.
{mḗtra}
Grammar: f.
Meaning: Gebärmutter, Mutterleib, Kernholz, Mark
See also: s. μήτηρ.
Page 2,233
2.
{mḗtra}
Grammar: f.
Meaning: Ackermaß, κλῆρος
See also: s. μέτρον.
Page 2,233

Chinese

原文音譯:m»tra 姆特拉
詞類次數:名詞(2)
原文字根:母親 相當於: (רֶחֶם‎)
字義溯源:(生物形成之)母體,子宮,胎,生育,頭生;源自(μήτηρ)*=母親)。參讀 (γαστήρ)同義字參讀 (μήτηρ)同源字
出現次數:總共(2);路(1);羅(1)
譯字彙編
1) 生育(1) 羅4:19;
2) 胎(1) 路2:23

Translations

Afrikaans: baarmoeder; Albanian: an, mitër; Arabic: رَحِم‎, بَيْت الْوَلِد‎; Moroccan Arabic: والدة‎; Armenian: արգանդ; Asturian: úteru; Azerbaijani: uşaqlıq, bətn; Belarusian: матка, чэ́рава; Bengali: জরায়ু; Breton: mamm; Bulgarian: матка, утроба; Burmese: သားအိမ်; Catalan: úter, matriu; Central Melanau: peranakan; Chinese Cantonese: 子宮, 子宫; Mandarin: 子宮, 子宫; Min Nan: 子宮, 子宫, 生囝袋; Classical Nahuatl: nānyōtl; Czech: děloha; Danish: livmoder; Dhivehi: ރަހިމު‎; Dutch: baarmoeder; Elfdalian: livmųoðer; Esperanto: utero; Estonian: emakas; Faroese: lívmóðir; Finnish: kohtu; French: utérus, ventre, matrice, sein, entrailles; Galician: útero, madre, ventre, seo, entrañas; Georgian: საშვილოსნოს; German: Gebärmutter; Uterus; Mutterleib, Schoß; Gothic: 𐍅𐌰𐌼𐌱𐌰, 𐌺𐌹𐌻𐌸𐌴𐌹; Greek: μήτρα; Ancient Greek: μήτρα, ὑστέρα, δελφύς; Greenlandic: illiaq; Guaraní: ye; Gujarati: ગર્ભાશય; Hebrew: רֶחֶם \ רַחַם‎; Hindi: गर्भ, गर्भाशय; Hungarian: méh; Icelandic: leg, móðurlíf; Indonesian: rahim; Interlingua: utero, matrice; Irish: broinn; Italian: utero, grembo; Japanese: 子宮, 母胎; Kannada: ಗರ್ಭಕೋಶ; Kazakh: жатыр; Khmer: ស្បូន; Korean: 자궁(子宮); Kurdish Central Kurdish: مِناڵدان‎; Northern Kurdish: malzarok; Kyrgyz: жатын; Lao: ມົດລູກ; Latin: matrix, uterus, uterum; Latvian: dzemde; Lithuanian: gimda; Luxembourgish: Matrice, Gebärmutter, Uterus; Macedonian: матка, утроба; Malagasy: bobo, fananahana, vohoka; Malay: rahim, peranakan, kandung, kandungan, uterus; Malayalam: ഗര്‍ഭപാത്രം; Maltese: ġuf; Manx: brein; Maori: wharekano, wharekākano, wharetangata; Marathi: गर्भाशय; Middle English: matrice, maris, wombe; Mongolian: сав, умай, хэвлий; Navajo: iishchʼid; Nepali: पाठेघर; Norwegian Bokmål: livmor; Nynorsk: livmor; Old Church Slavonic Cyrillic: чрѣво; Old East Slavic: черево; Old English: innoþ, cwiþ, hrif, ċildhama; Pashto: رحم‎, توملنه‎, زيلان‎; Persian: رحم‎, زهدان‎, زاقدان‎; Polish: macica; Portuguese: útero, matriz; Quechua: kisma; Romanian: uter, matcă; Romansch: madra, uterus; Russian: матка, утроба, чрево; Rusyn: матка; Sami Inari: kuáhtu; Northern: mánágoahti, eatniheagga, goaŧŧu; Skolt: vuõbdd; Southern: boernesgåetie, jiemie; Sanskrit: गर्भ; Scottish Gaelic: machlag, broinn, brù; Serbo-Croatian Cyrillic: матерница, материца, утроба; Roman: maternica, materica, utroba; Slovak: maternica; Slovene: maternica; Sorbian Upper Sorbian: maćernica, rodźeńca; Spanish: útero, matriz; Sranan Tongo: bere; Sundanese: ᮕᮤᮃᮔᮊᮔ᮪; Swahili: nyumba ya uzazi, tumbo; Swedish: livmoder; Tagalog: bahay-bata, sinapupunan, matris, utero; Tajik: бачадон, раҳим, заҳдон; Tamil: கருப்பை; Telugu: గర్భం, గర్భాశయము; Thai: มดลูก; Tocharian B: kaläl, kātso; Tupinambá: ygé; Turkish: rahim, dölyatağı, uterus; Turkmen: ýatgy; Ugaritic: 𐎗𐎈𐎎; Ukrainian: матка, утроба, черево; Urdu: گربھ‎, رحم‎; Uyghur: بەچىدان‎, قارىن‎, ماتكا‎; Uzbek: bachadon, matka; Venetian: mare; Vietnamese: tử cung, dạ con; Volapük: vüm, motavüm; Welsh: croth; Old Welsh: gumbelauc; Yiddish: טראַכט‎, מוטערטראַכט‎, הייבמוטער‎