φράτρα
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
English (LSJ)
ἡ, dat. A φράτρῃ OGI483.87 (Pergam., ii B. C.), Ion. φρήτρη, Dor. πάτρα (q.v.), Delph. πατριά (q.v.), Att. φρατρία; also φατρία and φάτρα (v. infr.):—prop. brotherhood, but among the Greeks always in polit. sense, cf. Dicaearch.Hist.9: I in Hom., tribe, clan, κρῖν' ἄνδρας . . κατὰ φρήτρας, ὡς φρήτρη φρήτρηφιν ἀρήγῃ choose men by clans, that clan may stand by clan, Il.2.362; of the Persian royal clan (the Achaemenids), Hdt.1.125. II later, political subdivision of the φυλή, Pl.Lg.746d, 785a, Isoc.8.88, Aeschin.2.147; φρατρίαι καὶ φυλαί Arist.Pol.1264a8, cf. 1300a25, 1309a12; freq. in Inscrr., φυλῆς καὶ δήμου καὶ φρατρίας ὧν ἂν βούληται ἀπογραψάμενον IG12.110.16; προσγραψαμένοις πρὸς φυλὴν καὶ φρατρίαν ἢν ἂν βούλωνται ib.12(5).819.21 (Tenos, ii B. C.); subdivision of a tribe, PHib. 1.28.10 (iii B. C.); of groups celebrating festivals, e.g. the Carnea at Sparta, Demetr.Sceps. ap. Ath.4.141f; or the Jewish Passover, J.AJ3.10.5, BJ6.9.3; perhaps = σύνοδος 1.2, Pap. in Harvard Theological Review 29.40 (i B. C.). 2 used to translate Lat. curia, Plu. Publ.7; in form φράτρα, D.H.2.7, 6.89, al. 3 later, of any league or association, especially in bad sense, conspiracy (in form φατρία), Lib.Or.18.141; τῶν πονηρῶν τε καὶ ἀκολάστων φατρίαι ib.17.2. (The form φάτρα is found in Arcadia, IG5(2).510 (ii B. C.), and at Tenos, ib.12(5).798.23 (iii B. C.); φατρία is found at Chios, Michel 997.28 (iv B. C.); at Tenos, IG12(5).816.16 (iii B. C.); and freq. in codd., e.g. Aeschin. l.c., Arist.Pol. ll.cc., cf. Hdn.Gr.1.298, 2.598, Orusap.EM789.20; cf. φρήτρη, φρητρία.—
German (Pape)
[Seite 1303] od. φράτρη, ἡ, auch φρατρεία und φρατρία, ion. φρήτρη, Hom. und Her., dor. πάτρα, eine durch Stamm- oder Familienverwandtschaft verbundene Volksabtheilung, Volksstamm, Geschlecht; κρῖν' ἄνδρας κατὰ φῦλα, κατὰ φρήτρας, ὡς φρήτρη φρήτρηφιν ἀρήγῃ, sondere die Kämpfer nach den Geschlechtern, Il. 2, 362; so auch Her. 1, 125 ἐν τοῖσι καὶ Ἀχαιμενίδαι εἰσὶ φρήτρη, wo die alten Ausgaben φήτρη, dem dorischen πάτρα entsprechend haben; wie auch bei Sp. φατρία für φρατρία gebraucht und von den Gramm. mit πατρίη verglichen wird. – Dann eine politische Volksabtheilung, die ursprünglich auf Verwandtschaft beruhte; in Athen eine Unterabtheilung der φυλή, welche aus drei φρᾶτραι bestand, deren Mitglieder φράτορες hießen und durch religiöse Gebräuche und Festlichkeiten mit einander verbunden waren; jede φράτρα hatte 30 γένη, so daß es nach Solons Verfassung 12 φρᾶτραι oder 360 γένη gab, Plat. Legg. 746 d 785 a, Isocr. 8, 88, Arist. pol. 2, 5. 5, 8. – Bei den Römern entsprachen den φράτραις die curiae, welche bei D. Hal. 2, 7, Plut. Popl. 7 immer durch φρατρίαι wiedergegeben werden. – Es scheint nicht mit frater zusammenzuhangen, sondern mit πατήρ, πάτρα; die Ableitung von φράσσω ist nicht haltbar; vgl. Buttmann's Abhandlung über dies Wort in den Schriften der Berl. Akad. der Wissensch. 1818. 19 Hist. phil. Kl. p. 12 ff. u. Mytholog. II p. 304.
Russian (Dvoretsky)
φράτρα: и φρήτρη ἡ эп.-ион. = φρατρία.
Greek (Liddell-Scott)
φράτρα: ἡ, Ἰων. φρήτρη, Ἰλ., Ἡρόδ.˙ Δωρ. πάτρα, παρ’ Ἀττ. φρατρία˙ ― κυρίως ἀδελφότης˙ ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἕλλησι ἀείποτε ἐπὶ πολιτικῆς σημασίας (ἴδε ἐπὶ πᾶσι Δείναρχ. παρὰ Στεφ. Βυζ.)˙ Ι. κατὰ τοὺς ἡρωϊκοὺς χρόνους, λαὸς συγγενής, ἐκ τοῦ αὐτοῦ γενάρχου καταγόμενος, φυλή, οἰκογένεια, κρῖν’ ἄνδρας... κατὰ φρήτρας, ὡς φρήτρη φρήτρῃφιν ἀρήγῃ. ἵνα ἡ μία φυλὴ ἢ οἰκογένεια βοηθῇ τὴν ἄλλην, Ἰλ. Β. 362˙ οὕτως ὁ Ἡρόδ. ποιεῖται χρῆσιν τῆς λέξεως ταύτης εἰς δήλωσιν τῆς βασιλικῆς οἰκογενείας (τῆς τῶν Ἀχαιμενιδῶν), 1. 125. ΙΙ. κατὰ τοὺς ἱστορικοὺς χρόνους φρατρία ἐκαλεῖτο πολιτικὴ διαίρεσις τοῦ λαοῦ, ἧς ἡ πρώτη ἀρχὴ ἀνήγετο εἰς τοὺς δεσμοὺς συγγενείας (πρβλ. φράτηρ)˙ ἐν Ἀθήναις, ὑποδιαίρεσις τῆς φυλῆς ὡς ἐν Ρώμῃ ἡ cura ἦτο ὑποδιαίρεσις τῆς tribus, Πλάτ. Νόμ. 746D, 785A, Ἰσοκρ. 176D, Αἰσχίν. 47. 39· φρατρίαι καὶ φυλαὶ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 17, πρβλ. 4. 15, 17., 5. 8, 19˙ συχν. ἐν Ἐπιγραφ., πρὸς φυλὴν καὶ φρατρίαν προσγραφῆναι ὁποίαν ἂν βούλωνται Συλλ. Ἐπιγρ. 2330. 11, πρβλ. 2333, 3596, κ. ἀλλ. ― Ἑκάστη φυλὴ συνέκειτο ἐκ τριῶν φρατριῶν, ὧν τὰ μέλη ἐκαλοῦντο φράτερες ἢ φράτορες (ὡς τὰ μέλη τῆς φυλῆς ἐκαλοῦντο φυλέται, καὶ τὰ τῆς curia, curiales), καὶ συνεδέοντο διὰ ποικίλων θρησκευτικῶν τελετῶν ἰδιαζουσῶν ἑκάστῃ˙ ἡ δὲ φρατρία πάλιν περιεῖχε 30 γένη, ὧν τὰ μέλη ἐκαλοῦντο γεννῆται, ὥστε κατὰ τὸ πολίτευμα τοῦ Σόλωνος αἱ Ἀθῆναι εἶχον 12 φρατρίας, καὶ 360 γένη ἢ ἀρχαίας τῶν εὐπατριδῶν οἰκογενείας, Πολυδ. Ηϳ 111. 2) αἱ παρὰ Ρωμαίοις curiae ἀκριβῶς ἀντιστοιχοῦσι πρὸς τὰς Ἀττικ. φρατρίας, καὶ οὕτω μεταφράζει αὐτὰς ἑλληνιστὶ ὁ Διονύσ. ὁ Ἁλικαρνασσεὺς 2. 7., 6. 89, κ. ἀλλ., Πλουτ. Ποπλικ. 7. ΙΙΙ. (Ἐκ τῶν πανηγύρεων καὶ εὐωχιῶν τῆς αὐτῆς φράτρας) φράτραν = συσσίτιον, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 10, 5, Ἰουδ. Πόλεμ. 6. 9, 3˙ ὡσαύτως δειπνητικὴ κλίνη ἢ ἀνάκλιντρον, Δημήτρ. Σκήψ. παρ’ Ἀθήν. 141F. (Ὁ τύπος τῆς λέξεως φράτρα πολὺ ἀμφισβητεῖται, ὡς καὶ τὰ παράγωγα αὐτῆς. Παρ’ Ἡρόδ. 1. 125 οἱ παλαιότεροι ἐκδόται ἔχουσι φήτρη, ὅπερ ὑποστηρίζεται ἐκ τοῦ Δωρ. πάτρα˙ ἀλλ’ οἱ νεώτεροι ἐκδόται ἑπόμενοι τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀντιγράφων γράφουσι φρήτρη, ὡς ἐν τῇ Ἰλ. Ἀντὶ δὲ τοῦ τύπου φρατρία οἱ γραμμ. φέρουσι φατρία, ὡς εἰ ἦν = πατρία˙ οὕτω φέρουσι τὰ Ἀντίγραφα ἐν πολλοῖς τῶν χωρίων τῶν ἀνωτέρω μνημονευθέντων ἐξ Ἀττ. συγγραφέων˙ ὁ τύπος οὗτος ἀπαντᾷ ὡσαύτως καὶ παρὰ μεταγεν. ἐπιγραφαῖς καὶ μεταγεν. πεζογράφοις, ἴδε Πίνακας ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. σ. 165, Κοραῆ Ἡλιόδ. 324˙ ἀλλ’ ἴδε πάτρα.) [ᾱ φύσει, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Ἰων. τύπου φρήτηρ].
Greek Monolingual
και φάτρα και ιων. τ. φρήτρη και φήτρη και δωρ. τ. πάτρα, ἡ, Α
1. (με πολιτική σημ.) αδελφότητα
2. (κατά τους ηρωικούς χρόνους) γένος, φυλή («κρῖν' ἄνδρας... κατὰ φρήτρας, ὡς φρήτρη φρήτρῃφιν ἀρήγῃ», Ομ. Ιλ.)
3. (κατά τους ιστορικούς χρόνους) μερίδα, ομάδα πληθυσμού συγκροτημένη από γένη συνδεόμενα με δεσμούς συγγένειας, αλλ. φρατρία και φατρία
4. (ειδικά στην Αθήνα) υποδιαίρεση της φυλής
5. η ρωμαϊκή κουρία
6. (γενικά) ένωση, συμμαχία, συνασπισμός
7. (με κακή σημ.) συνωμοσία
8. όμιλος συνδαιτυμόνων
9. ανάκλιντρο δείπνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα της λ. φρᾱτηρ (< IE bhrāter- «αδελφός», βλ. λ. φράτηρ), με απαθές το πρώτο και μηδενισμένο το δεύτερο φωνήεν και κατάλ. -ᾱ / -η. Οι τ. φάτρα / φήτρη < θ. φᾶτρ- με ανομοιωτική αποβολή του -ρ- (βλ. και λ. φατρία)].
Greek Monotonic
φράτρα: ἡ, Ιων. φρήτρη, Δωρ. πάτρα, Αττ. φρατρία, επίσης φατρία και φάτρα,
I. αδελφότητα· σε Όμηρ., άνθρωποι της ίδιας φυλής, φυλή, γενιά· κρῖν' ἄνδρας κατὰ φρήτρας, ὡς φρήτρη φρήτρῃφιν ἀρήγῃ, διαλέγω άντρες κατά φυλές, ώστε να βοηθά η μια φυλή την άλλη, σε Ομήρ. Ιλ.
II. στην Αθήνα, η φατρία ήταν διαίρεση της φυλῆς, όπως στη Ρώμη η curia της tribus, σε Ισοκρ. κ.λπ.· κάθε φυλή αποτελείται από τρεις φρατρίας, τα μέλη των οποίων καλούνταν φράτερες ή φράτορες (όπως αυτοί από τη φυλή ήταν οι φυλέται)· κάθε φρατρία περιείχε τριάντα γένη· ομοίως και σύμφωνα προς τη σύσταση του Σόλωνα η Αθήνα είχε δώδεκα φρατρίας και τριακόσια εξήντα γένη ή παλιές αριστοκρατικές οικογένειες (από την ίδια ρίζα, όπως Λατ. frāter).
Middle Liddell
φράτρα, ἡ,
I. a brotherhood: in Hom. a people of kindred race, a tribe, clan, κρῖν' ἄνδρας κατὰ φρήτρας, ὡς φρήτρη φρήτρῃφιν ἀρήγῃ choose men by clans, that clan may stand by clan, Il.
II. at Athens, the φρατρία was a subdivision of the φυλή, as at Rome the curia of the tribus, Isocr., etc.: every φυλή consisted of three φρατρίαι, whose members were called φράτερες or φράτορες (as those of a φυλή were φυλέταἰ; every φρατρία contained 30 γένη, so that by Solon.'s constitution Athens had 12 φρατρίαι, and 360 γένη or old patrician houses. [From the same Root as Lat. frater.]
Wikipedia EN
In ancient Greece, a phratry (Ancient Greek: φρᾱτρῐ́ᾱ, romanized: phrātríā, lit. 'brotherhood, kinfolk', derived from Ancient Greek: φράτηρ, romanized: phrā́tēr, lit. 'brother') was a group containing citizens in some city-states. Their existence is known in most Ionian cities and in Athens and it is thought that they existed elsewhere as well. Almost nothing is known about the functions and responsibilities of phratries outside Attica (the area around Athens). Within Athens, they played a prominent role in social and religious life, particularly in the major festival called the Apatouria. They played an important role in determining eligibility for Athenian citizenship and all citizens (with very few exceptions) and only citizens were enrolled in phratries. Particularly in anthropology, the term is also applied to similar descent groups of multiple clans in other societies.
Wikipedia EL
Φρατρία χαρακτηρίζεται στην αρχαία Ελληνική κοινωνία μια κοινωνικοπολιτική ομάδα ανθρώπων ενταγμένη τυπικά σε ένα σύνολο με συγκεκριμένους στόχους, επιδιώκοντας κοινούς ιδιοτελείς σκοπούς. Απαρτίζονταν από όμαιμους που είχαν έναν κοινό πρόγονο - γενάρχη, έτρωγαν απ' την ίδια χύτρα και ανέπνεαν τον ίδιο αέρα, προϋποθέσεις κοινής διαμονής. Ετυμολογικά προέρχεται απ' την λέξη Φράτηρ-Φράτερ/Φράτωρ, προερχόμενη απ' τη Μινωική Γλώσσα, όπου δηλώνει τον «αδελφό», μιας και τα μέλη της φρατρίας ήταν «αδέλφια» μεταξύ τους ή αλλιώς «αδελφά γένη».
Wikipedia DE
Phratrie (altgriechisch φρατρία phratría, deutsch ‚Bruderschaft‘ und φρατήρ fratér, deutsch ‚Bruder‘) bezeichnet im antiken Griechenland einen Verband von mehreren Familiengruppen (Gene), der seine gemeinsame Verwandtschaft und Abstammung von einem zumeist mythischen Ahnen ableitete. Eine Phratrie konnte wirtschaftlich zusammenarbeiten, eigene religiöse Kulte pflegen, als politische Einheit wirken und gemeinsam mit anderen Phratrien die soziale Organisation eines Stammes oder Stadtstaates bilden.
Im archaischen Griechenland zwischen etwa 700 und 500 v. Chr. war eine Phratrie ein mittelgroßer verwandtschaftlicher Verband innerhalb der einfachen Struktur des altgriechischen Stammes (der Phyle). Die „Bruderschaft“ bestand aus mehreren Clans, die ihre Abstammung patrilinear über eine gemeinsame Väterlinie von einem meist sagenhaften Stammvater ableiteten. Bereits in der Ilias ist das griechische Heer beim Kampf um Troja nach Phylen und Phratrien geordnet; dort heißt es: „Stelle das Heer nach Phylen und Phratrien auf, Agamemnon; so kann die Phyle der Phyle beistehen und die Phratrie der Phratrie.“
In der Zeit des Athener Staates von 500 bis um 300 v. Chr. bezeichnete Phratrie eine gebietsmäßige organisatorische Untereinheit in Politik und Militär. Mit den Reformen des Kleisthenes um 500 v. Chr. verloren die Phratrien ihre bisherige Kontrolle über den Bürgerstatus, die nun bei den neu eingerichteten Ortsgemeinden (Demen) lag. Bis dahin wurden Männer nur durch ihre Mitgliedschaft in einer Phratrie als vollwertige Bürger der Stadt Athen legitimiert (und Frauen mit eingeschränkten Bürgerrechten). Die Phratrien setzten sich inzwischen aus verschiedenen Schichten der adligen und nichtadligen Freien zusammen, geführt von einer Adelsfamilie; vor allem als Kultverbände waren sie Teil der sozialen Organisation der Stadtbewohner (siehe Gliederung der Polis, Antike Gesellschaft). Alle Phratrien feierten im Herbst zusammen das dreitägige Apaturia-Fest, bei dem gemeinsame Angelegenheiten besprochen sowie neugeborene Kinder und pubertierende Söhne in die eigene Bruderschaft eingeführt wurden, begleitet von Aufnahmeriten und Haar- und Tieropfern. Namentlich sind 9 der attischen Phratrien bekannt, insgesamt werden 30 vermutet.
Wikipedia FR
Une phratrie (en grec ancien φρατρία / phratría) est un terme anthropologique désignant une division amicale qui regroupe deux ou plusieurs clans distincts qui sont considérés comme une seule unité bien qu'ils conservent des identités séparées.
Dans le monde ionien de la Grèce antique, pendant la période archaïque, chaque tribu (phylè) est divisée en phratries. Les phratries sont des associations informelles de personnes ou de familles qui se regroupent sur la base d'une ancestralité commune revendiquée, bien qu'il n'existe pas nécessairement de liens de sang entre elles (à la différence du génos).
Ces unités autonomes qui possèdent leurs propres magistrats, à la tête desquels se trouve le phratriarque, constituent un cadre de la religiosité et de la sociabilité grecques, grâce à l'organisation de banquets et de fêtes comme celle des Apatouries. Elles servent également de cadre pour la préparation et la participation à certains cultes civiques. Durant la période classique, les phratries évoluèrent en divisions territoriales formelles de l'État athénien.
Wikipedia IT
Fratria (in greco antico: Φράτρα, fràtra, e poi Φρατρία, fratrìa) è un termine dell'antropologia che indica una divisione sociale su base parentelare per cui due o più clan distinti (genè) sono considerati una sola unità, sebbene conservino identità separate all'interno della fratria.
Translations
az: fratriya; be: фратрыя; ca: fratria; de: Phratrie; el: φρατρία; en: phratry; es: fratría; fa: بالاطایفه; fi: fratria; fr: phratrie; it: fratria; ja: フラトリア; nl: phratria; pl: fratria; pt: fratria; ru: фратрия; uk: фратрія; zh: 胞族