γέρων
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
οντος, ὁ, A old man, Il.1.33, etc.: pleon., παλαιοὶ γέροντες Ar. Ach.676; ἄνους τε καὶ γ. S.Ant.281, cf. Ar.Eq.1349; ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν A.Ag.584; καλὸν δὲ καὶ γέροντα μανθάνειν σοφά Id.Fr.396. 2 γέροντες, οἱ, Elders, Chiefs, κίκλησκεν δὲ γέροντας ἀριστῆας Παναχαιῶν Il.2.404 sq., cf. 9.574, Od.2.14; later, Senators, esp. at Sparta, Hdt.1.65, 6.57, Pl.Lg.692a, IG22.687, Arist.Pol. 1265b38 (sg. γέροντι IG5(1).1346, but usually γερουσίας, q.v.); in other states, as at Elis, Arist.Pol.1306a17, cf. 1272a7, OGI479.11 (Dorylaeum). II as adjective, old, γέρον σάκος Od.22.184; γ. γράμμα A.Fr. 331; more freq. in masc., γ. πατήρ Il.1.358, Od.18.53; ἀνὴρ γ. Thgn. 1351; γ. χαλκός Simon.144; γ. λόγος A.Ag.750 (lyr.); ἵππος S.El. 25; πόνος Id.OC1258 (codd. but πίνος Scaliger, edd.); οἶνος Alex. 167.5, cf. Eub.124; πέπλος, λέμβος, Theoc.7.17, 21.12: rarely in Prose, οἱ γέροντες τῶν ἰχθύων Arist.HA607b28; of stags, ib.611b3; Ἀντίγονος ὁ γ. Antigonus the Elder, Plu.Pel.2: neut. pl., γέροντα βουλεύεις (for ἀρχαῖα) S.Fr.794. III part of the spinning-wheel, Pherecr.114. (Skt. járant- 'old', járati 'render infirm'; cf. γέρας.)
Spanish (DGE)
-οντος, ὁ • Grafía: bárb. γέροντο Ar.Th.1199
• Morfología: [como adj. neutr. γέρον Od.22.184; plu. dat. γερόντοις Ar.Byz.Fr.25C]
A adj. -ων, -ον anciano, viejo de pers. y anim. πατήρ Il.1.358, Tyrt.6.5, A.Supp.177, Πρίαμος Il.24.386, E.Hec.711, ἀνήρ Od.18.53, Thgn.1351, πόσις E.Hec.422, para distinguir dos pers. del mismo nombre Ἀντίγονος ὁ γ. = Antígono el Viejo Plu.2.330e, Pel.2, ἵππος S.El.25, οἱ γέροντες τῶν ἰχθύων Arist.HA 607b28
• de cosas antiguo, viejo σάκος Od.22.184, χαλκός Simon.145D., πέπλος Theoc.7.17, γ. γράμμα = escrito antiguo A.Fr.331, γ. λόγος = palabra, dicho antiguo A.A.750, οἶνος ... γ. = vino añejo Alex.172.5
• fig. γ. πούς = paso senil E.Or.456, γέροντος ἤδη χρόνου πολιά = encanecida ya por su edad avanzada Luc.Am.12
• neutr. plu. γέροντα βουλεύειν = meditar, rumiar proyectos antiguos S.Fr.794.
B subst. (ὁ) γ.
I 1 el anciano, viejo, Il.1.33, Od.3.226, ἅλιος γ. = el viejo del mar e.e. Nereo, Il.1.538, 18.141, Pi.P.9.94, de Proteo Od.4.365, βίος δ' ἀπράγμων τοῖς γέρουσι συμφέρει Archil.121.1, op. νέοι Tyrt.8.27, A.A.584, Hp.Prog.22, ἄνους τε καὶ γ. S.Ant.281, γέρων γέρων εἶ E.Andr.678, cf. X.Lac.10.2, Ar.Eq.1349, μήτε γ. ὑπάρχων κοπιάτω φιλοσοφῶν Epicur.Ep.[4] 122, cf. Gal.17(2).90, BGU 1141.49 (I a.C.), πῶς δύναται ἄνθρωπος γεννηθῆναι γ. ὤν; = ¿cómo puede nacer uno si es ya viejo?, Eu.Io.3.4
• pleonástico οἱ γέροντες οἱ παλαιοί Ar.Ach.676, γ. παλαιός Paus.8.11.2.
2 οἱ γέροντες los ancianos, el consejo de ancianos, Il.2.404, Od.2.14
• miembros de la γερουσία o consejo de ancianos en Esparta, Hdt.1.65, Pl.Lg.692a, IG 22.687.58 (III a.C.), Arist.Pol.1265b38, en Élide, Arist.Pol.1306a17, en Dorileo OGI 479.11 (II d.C.)
• fig. de Dios ἀίδιος γ. ὁ τῶν ὄντων πρεσβύτερος Clem.Al.Paed.3.3.16.
II devanadera, parte superior de la rueca para colgar la lana, que representaba la cabeza de un viejo, Pherecr.114, Herod.12.3, Poll.7.73.
• DMic.: ke-ro-te, ke-ro-ta (?).
• Etimología: De *gerHu̯2- en grado P/ø quizá se trata de un part. antiguo como ai. járant- ‘viejo’ de un pres. járati ‘envejecer’, cf. γέρας, γραῦς, etc.
German (Pape)
[Seite 486] οντος, ὁ, Wurzel γερ, verwandt mit γέρας, γεραρός, γεραιός, eigentlich = der Vornehme, der Geehrte; zunächst Bezeichnung der Vorsteher der Gemeinde, der Anführer des Volks; da diese jedoch in der Regel nicht jung waren, und ohnehin das Alter besonders geehrt wurde, bekam das Wort γέρων die Bedeutung Greis. Beide Bedeutungen bei Hom., der das Wort sehr oft hat; in vielen Stellen sind beide Bedeutungen gar nicht von einander zu sondern. Deutlich sind z. B. folgende Stellen: γέρουσιν εἴπω βουλευτῇσι Iliad. 6, 113, γέρουσιν und βουλευτῇσι stehn nach Homerischer Art παραλλήλως; κίκλησκεν δὲ γέροντας ἀριστῆας Παναχαιῶν 2, 404, γέροντας und ἀριστῆας stehn παραλλήλως; ἀλλ' ὑμεῖς μὲν ἰόντες ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν ἀγγελίην ἀπόφασθε – τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ γερόντων –, ὄφρ' ἄλλην φράζωνται ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ἀμείνω 9, 422; von einem Gesandten des δῆμος Odyss. 21, 21 πρὸ γὰρ ἧκε πατὴρ ἄλλοι τε γέροντες; in der Volksversammlung, vom Telemachos, 2, 14 ἕζετο δ' ἐν πατρὸς θώκῳ, εἶξαν δὲ γέροντες. – Iliad. 9, 36 ταῦτα δὲ πάντα ἴσασ' Ἀργείων ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες; 8, 102 ὦ γέρον, ἦ μάλα δή σε νέοι τείρουσι μαχηταί, σὴ δὲ βίη λέλυται, χαλεπὸν δέ σε γῆρας ὀπάζει; Odyss. 16, 198 ὅτε μὴ θεὸς αὐτὸς ἐπελθὼν ῥηιδίως ἐθέλων θείη νέον ἠὲ γέροντα. ἦ γάρ τοι νέον ἦσθα γέρων καὶ ἀεικέα ἕσσο· νῦν δὲ θεοῖσιν ἔοικας, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν; 16, 362 οὐδέ τιν' ἄλλον εἴων οὔτε νέων μεταΐζειν οὔτε γερόντων; Iliad. 4, 323 εἰ τότε κοῦρος ἔα, νῦν αὖτέ με γῆρας ὀπάζει. ἀλλὰ καὶ ὧς ἱππεῦσι μετέσσομαι ἠδὲ κελεύσω βουλῇ καὶ μύθοισι· τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ γερόντων. αἰχμὰς δ' αἰχμάσσουσι νεώτεροι, οἵ περ ἐμεῖο ὁπλότεροι γεγάασι πεποίθασίν τε βίηφιν; 24, 515 γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη, οἰκτείρων πολιόν τε κάρη πολιόν τε γένειον; 8, 518 παῖδας πρωθήβας πολιοκροτάφους τε γέροντας; Tautologie Odyss. 13, 432 ἀμφὶ δὲ δέρμα πάντεσσιν μελέεσσι παλαιοῦ θῆκε γέροντος. Vgl. über den Unterschied der Bedeutungen Scholl. Aristonic. Iliad. 2, 21 γερόντων: τῶν ἐντίμων, ἐν οἷς καὶ Διομήδης καὶ Αἴαντες. Apollon. Lex. Hom. p. 54, 14. – Einmal behandelt Hom. das Wort völlig als adject., indem er ein neutrum γέρον bildet, zugleich die einzige Stelle, wo er das Wort nicht von einer Person, sondern von einer Sache gebraucht, Odyss. 22, 184 σάκος εὐρὺ γέρον, πεπαλαγμένον ἄζῃ, Λαέρτεω ἥρωος, ὃ κουρίζων φορέεσκεν· δὴ τότε γ' ἤδη κεῖτο, ῥαφαὶ δὲ λέλυντο ἱμάντων. – Bei den Folgenden bleiben die Homerischen Bedeutungen. Anspielung auf Hom. bei Ar. Ach. 676 οἱ γέροντες οἱ παλαιοί Oft ἀνὴρ γέρων, bes. comici, wie Hom. Odyss. 18, 53. 81. In politischem Sinne, οἱ γέροντες, bes. in Sparta = die Senatoren. Sp. auch von Tbieren, τῶν ἰχθύων Arist. H. A. 8, 30. Als adj., Dichter, masc., λόγος, φόνος, Aesch. Ag. 730 Ch. 794; ἵππος Soph. El. 25; vgl. O. C. 1261; neutr. γέροντα βουλεύεις frg. 862; οἶνος Eubul. bei Ath. I, 28 f; πέπλος, λέμβος, Theocr. 7, 17. 21, 12. Seltener in Prosa. Plut. u. a. Sp. = maior, um einen der Zeit nach Aelteren von einem spätern Gleichnamigen zu unterscheiden, z. B. Pelop. 2. – Bei Poll. 7, 73. 10, 176 = Spinnrocken.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
I. subst.
1 vieillard;
2 οἱ γέροντες dans Hom. les vieillards, les anciens, les chefs qui formaient le conseil du roi ; postér. les sénateurs à Sparte;
II. adj.
1 ancien, vieux en parl. de choses ; qqf au neutre : γέρον σάκος OD vieux bouclier;
2 en parl. de deux pers. le plus âgé de deux : Ἀντίγονος ὁ γέρων PLUT Antigone l'ancien.
Étymologie: cf. γραῦς, γῆρας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γέρων -οντος, ὁ, vocat. γέρον, kom. barb. acc. sing. γέροντο; als adj. n. γέρον
1. oude man; οἱ γέροντες de Οuden, de senatoren.
2. als adj. poët. oud:. σάκος εὐρὺ γέρον een breed oud schild Od. 22.184.
Russian (Dvoretsky)
γέρων: 2, gen. οντος
1 старый (σάκος Hom.; ξένος Pind.; λόγος Aesch.; ἵππος Soph.; ἔλαφοι Arst.; πέπλος Theocr.);
2 старший (Ἀντίγονος ὁ γ. Plut.).
οντος ὁ
1 старик, старец Hom., Pind., Trag., Arst., Plat., Plut.;
2 старейшина Hom., Pind., Her., Plat., Arst.
Frisk Etymological English
-οντος
Grammatical information: m.
Meaning: old man; οἱ γέροντες the elders as administrative term; also as adj. old (Il.).
Dialectal forms: Myc. kero /geron/? kerosija /geronsia/?
Derivatives: γερούσιος concerning the elders (Il.), γερουσία council of the elders (in Sparta, Carthago etc., D.), γερουσίας member of the γ. (Sparta), γερουσιαστής id. (Plb.; Chantraine 316ff.), γερουσιακός . - Demin. γερόντιον (Ar.), γερόντειος (Ar.) etc. Denom. γεροντεύω be senator (Sparta), with γεροντεία (Ephesos). γεροντιάω get older (D. L.). - Beside γέρων, γέροντ- there are a few formation with γερυ-: γέρυς and γερύτας γέρων H., (cf. πρέσβυς und πρεσβύτας). PN Γερύλος, Γέρυλλος, Γερυς, -υδος hypocoristic? (Bechtel Namenstudien 15). - Of the forms with -οι- γεροίταν πάππον. Κρῆτες H. is inverted writing for γερύταν; γεροῖα n. pl. old stories (Corinn.), if correct, perhaps after the adj. in -οῖος (s. Bechtel Dial. 1, 304). - Unclear is (cf. Scheller Oxytonierung 33 n. 2) γερωνία (H.), s. Latte. - γερωχία (Ar. Lys. 980) is perhaps graphic for Lak. γερωία (v. Fritz AmJPh 66, 196f.; but s. Wackernagel Unt. 208 n. 2; also Schwyzer 218 n. 1). - γεράτης of a horse, old (P.Oxy 6, 922; DELG refers to γερατία not in LSJ).
Origin: IE [Indo-European] [390] *ǵerh₂- be, become old
Etymology: Identical with Skt. járant-, Osset. zärond old (man). In the RV. still ptc. to járati make, become old (beside jū́ryati, jī́ryati become old). - Cf. further Arm. cer, -oy old man (o-stem), NPers. zar id. - On the word for corn, Lat. grānum etc., s. γίγαρτον. - Cf. γέρας, γῆρας, γραῦς.
English (Autenrieth)
οντος, voc. γέρον: old man (senex), and specially, mostly in plural, elders, members of the council (βουλὴ γερόντων), cf. Lat. senator.—As adj., πατὴρ γέρων, Il. 1.358, neut. γέρον σάκος, Od. 22.184.
English (Slater)
γέρων (γέρων, -οντος, -οντ(α); -όντων)
1 old(man) Μεσσανίου δὲ γέροντος δονηθεῖσα φρὴν Nestor (P. 6.35) λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος Nereus (P. 9.94) ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (byz.: ξένον γέροντα codd.) (P. 11.34) γέ[ρον]θ' ὅ[τι] Πρίαμον (supp. Turyn) Πα. . 113. Νηρεὺς δ' ὁ γέρων ἕπετα[ι (Pae. 15.4) ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 1.
English (Strong)
of uncertain affinity (compare γῆρας); aged: old.
English (Thayer)
γέροντος, ὁ (from Homer down), an old man: Augustine in Trench, § 107:2.)
Greek Monolingual
(-οντος), ο (AM)
βλ. γέροντας.
Greek Monotonic
γέρων: -οντος, ὁ,
I. 1. ηλικιωμένος άντρας, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. με πολιτική σημασία· γέροντες ήταν οι δημογέροντες, οι πρεσβύτεροι ή οι άρχοντες, οι οποίοι αποτελούσαν το συμβούλιο του βασιλιά, σε Όμηρ.· έπειτα, όπως το Λατ. Patres, και οι συγκλητικοί, ιδίως στη Σπάρτη, σε Ηρόδ.
II. ως επίθ., ηλικιωμένος, συναπτόμενο κυρίως με αρσ. ουσ., σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.· αλλά, γέρον σάκος, συναντάται σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
γέρων: -οντος, ὁ, «γέροντας», Ὅμ.· πλεοναστικῶς: παλαιοὶ γέροντες Ἀριστοφ. Ἀχ. 676· ἄνους τε καὶ γέρων Σοφ. Ἀντ. 281, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1349· ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 584· καλὸν δὲ καὶ γέροντα μανθάνειν σοφὰ ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 292. 2) ἔτι ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου λαμβάνει σημασίαν πολιτικήν, καθ’ ἣν ἡ ἔννοια τῆς ἡλικίας ὑποχωρεῖ καὶ ἐπικρατεῖ ἡ ἔννοια τοῦ ἀξιώματος· γέροντες ἐκαλοῦντο οἱ πρεσβύτεροι ἢ ἀρχηγοί, οἵτινες μετὰ τοῦ βασιλέως ἀπετέλουν τὴν κυρίαν βουλήν· κίκλησκεν δὲ γέροντας ἀριστῆας Παναχαιῶν Ἰλ. Β. 404 κἑξ., πρβλ. Ι. 570, Ὀδ. Β. 14· (δημογέροντες ὅμως εἶναι ὄντως γέροντες, Ἰλ. Γ. 149)·-βραδύτερον ἐλέγοντο οὕτως οἱ βουλευταὶ ἢ γερουσιασταί, Λατ. Patres, ἰδίως ἐν Σπάρτῃ, Ἡρόδ. 1. 65., 6. 57, Πλάτ. Νόμ. 692A, Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 17, κτλ. καὶ ἐν ἄλλαις Δωρ. πόλεσι (πρβλ. γερουσία), ὡς ἐν Ἤλιδι, αὐτόθι Ε. 6, 11· ἐν Κρήτῃ, αὐτόθι 2. 10, 6· πρβλ. πρέσβυς ΙΙΙ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., παλαιός, γέρον σάκος Ὀδ. Χ. 184· γ. γράμμα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305· ἀλλὰ συνηθέστερον κατ’ ἀρσεν., φὼς γ. Θέογν. 1351· γ. χαλκὸς Σιμων. 146· γ. λόγος, φόνος Αἰσχύλ. Ἀγ. 750, Χο. 805, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 26· ἵππος Σοφ. Ἠλ. 25· πόνος ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1258· οἶνος Ἄλεξ. Ὀρχ. 1, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 4· πέπλος, λέμβος Θεόκρ. 7. 17., 21. 12 (οὕτως οἱ Λατῖνοι ἔλεγον anus mater, charta, fama, amphora, κτλ., Catull. 68. 46, κτλ., Martial 6. 27)· σπανίως οὕτω παρὰ πεζοῖς, οἱ γέροντες τῶν ἰχθύων, τῶν ἐλάφων Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 30, 6., 9. 5, 5· ὡσαύτως, Ἀντίγονος, ὁ γ., Ἀντίγ. ὁ πρεσβύτερος, Πλούτ. Πελοπ. 2· οὕτω καὶ κατ’ οὐδ. πληθ., γέροντα βουλεύειν (ἀντὶ ἀρχαῖα) Σοφ. Ἀποσπ. 682. ΙΙΙ. τὸ ἐργαλεῖον καθ’ οὗ ἔκλωθον ἀναρτῶντες τὰ στυππεῖα, ἔχον κεφαλὴν γέροντος, Φερεκρ. Μυρμ. 4, ἔνθα ἴδε Meineke. Πολυδ. 7, 73.(Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὸ γραῦς, γραῖα, γῆρας, ἀλλ’ ἴσως οὐχὶ τὸ γέρας (ἴδε τὰς λέξεις)· Σανσκρ. ǵaram, garâ (senex, senectus)· Ἀγγλο-Σαξ. grœg (Ἀγγλ. grey, «ψαρός»)· Παλαιο-Γερμ. grâ, grâwêr (grau).)
Middle Liddell
I. an old man, Hom., etc.
2. in political sense, γέροντες the Elders, Seniors, or Chiefs, who formed the King's Council, Hom.:—then, like Lat. Patres, the Senators, esp. at Sparta, Hdt.
II. as adj. old, mostly with a masc. Noun, Theogn., Aesch., etc.; but γέρον σάκος occurs in Od.
Frisk Etymology German
γέρων: -οντος
{gérōn}
Grammar: m.
Meaning: Greis, οἱ γέροντες die Alten als amtlicher Terminus (seit Il.), auch attr. als Adj. alt (poet. seit Il.).
Derivative: Mehrere Ableitungen: γερούσιος den Alten zukommend (Hom.; zum Lautlichen Chantraine Formation 41, Schwyzer 270), abstrakte Kollektivbildung γερουσία Rat der Ältesten, Senat (in Sparta, Karthago usw., D., Arist. usw.) mit γερουσίας ‘Mitglied der γ.’ (Sparta), γερουσιαστής ib. (Plb., Hyettos; nach den Bildungen auf -ιαστής Chantraine 316ff., vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 176; 2, 71), γερουσιακός ‘zur γ. gehörig’ (Teos). — Mit bewahrtem -ντ- im Anschluß an das Grundwort: Deminutiva γερόντιον (Ar., X. usw.), γεροντάριον (Gloss.); γεροντικός zu den γέροντες gehörig (Pl., Str. usw.), γερόντειος (Ar.), γεροντίας· πάππος H. Denominativa: 1. γεροντεύω Senator sein (Sparta), mit γεροντεία (Ephesos); auch γεροντία (X., nach γεροντ- für γερουσία). 2. γεροντιάω altern (D. L., nach den Krankheitsverben auf -ιάω, Schwyzer 732). — Neben γέρων, γέροντ-, eig. Part. Präs. (s. unten), stehen einige spärlich belegte Bildungen auf γερυ-: γέρυς und γερύτας· γέρων H., wohl nach πρέσβυς und πρεσβύτας (Schwyzer 463, Redard Les noms grecs en -της 11 und 29; anders Leumann Glotta 32, 224 A. 1 mit Referat anderer Ansichten). Die EN Γερύλος, Γέρυλλος und Γερυς, -υδος (Akz. unbekannt) sind als Koseformen für Γέρων zu beurteilen (Bechtel Namenstudien 15, Leumann a. a. O.). — Von den Formen auf -οι- erklärt sich γεροίταν· πάππον. Κρῆτες H. unschwer als invertierte Schreibung für γερύταν wie Ποίτιος für Πυ- (zum Letztgenannten Schwyzer 195; anders Grošelj Živa Ant. 3, 198); γεροῖα n. pl. alte Geschichten (Korinn.) kann, falls richtig überliefert, Neubildung nach den Adj. auf -οῖος sein (nach Bechtel Dial. 1, 304 von γέρως, das nur als EN auf Chios belegt ist und sich als sekundäre Namensform erklären läßt, s. Namenstudien 15f.). — Sehr fraglich ist (trotz Scheller Oxytonierung 33 A. 2) γερωνία (H.), vgl. Latte z. St. — γερωχία (Ar. Lys. 980) ist vielleicht graphischer Ausdruck für lak. γερω‘ία (Baunack Phil. 70, 486f., v. Fritz AmJPh 66, 196f.; anders Wackernagel Unt. 208 A. 2; vgl. noch Schwyzer 218 A. 1). — Eine hellenistische Neubildung ist γεράνδρυον ‘alter Baum(stamm)’, eig. Substantivierung von γεράνδρυος (Thphr. usw.), nach μελάνδρυον Kernholz (Thphr.; vgl. τὸ μέλαν δρυός ξ 14), s. Strömberg Theophrastea 99; verfehlt Specht Ursprung 142; daneben γεράνδρυες H. nach δρῦς.
Etymology: γέρων ist mit aind. járant-, osset. zärond Greis, alt identisch. Das Wort kann im Altindischen (RV.) noch als Part. zu dem im RV. vereinzelt belegten, auch kausativ benutzten Präsens járati alt machen, werden (gew. jū́ryati, jī́ryati gebrechlich, alt werden) betrachtet werden; es hat sich aber überall früh vom Verb isoliert, vgl. Specht KZ 63, 215ff. — Andere Bildungen dieser weitverzweigten Wortsippe sind arm. cer, -oy Greis (= gr. *γέρος), npers. zar ib.; nach geläufiger Annahme auch, mit l-Suffix, germ., z. B. ahd. karal, ano. karl Mann, nhd. Kerl; s. aber Porzig Sprachgesch. u. Wortbed. 348. Für sich steht das Wort für Korn, lat. grānum usw., vgl. auch γίγαρτον. — Weiteres bei WP. 1, 599f., Pok. 390f., W.-Hofmann s. grānum. — Vgl. γέρας, γῆρας, γραῦς.
Page 1,301-302
Chinese
原文音譯:gšrwn 給朗
詞類次數:名詞(1)
原文字根:元老
字義溯源:年老的*,老人,老。參閱 (γῆρας)=年老
同源字:1) (γερουσία)長老 2) (γέρων)老人 3) (γῆρας)年老 4) (γηράσκω)衰老
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 老(1) 約3:4
Léxico de magia
ὁ anciano ref. a Helios δὺς ὀψὲ γ., ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ ὑπὸ τὸν κόσμον, ... εἰσάκουσόν μου τῆς φωνῆς ἐν τῇ σήμερον ἡμέρᾳ tú, el que se oculta tarde como anciano, el que está sobre el cosmos y debajo de él, escucha mi voz en este día P IV 1695 P XXXVI 128