θεωρός
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
ὁ (v. infr.),
A envoy sent to consult an oracle, S.OT114, OC 413; envoy sent to present an offering, Orac. ap. D.21.53; to be present at festivals, θεωροὺς εἰς τὰ Πύθια πέμψαι D.19.128, cf. D.H.Lys.29, etc.
2 generally, envoy, sent to kings regarded as divine, Plu.Demetr.11, Ath.13.607c.
II title of a magistrate at Mantinea, Th.5.47; at Naupactus, IG9(1).360 (pl.), cf. ib.12(5).527 (found in Ceos); at Thasos, ib.12(8).267, etc.
III spectator, Thgn.805, A.Pr.118, Ch. 246, Fr.289; πολέμου Pl.R.467c, etc.; opp. ἀγωνιστής, Achae.3; one who travels to see men and things, Pl.Lg.951a, 953c; also λαμπάδα θ. εἰκάδων E.Ion1076 (lyr., s.v.l.). (Uncontr. θεαορός Schwyzer664.30 (Orchom. Arc., iv B.C.): contr. θεᾱρός in Dor. (SIG558.24, etc.), Arc. (IG5(2).4 (Tegea), etc.): θεουρός Thess. (Inscr.Magn.26): θευρός Thas. (IG12(8). l.c.); θιᾱρός Corc. (Inscr.Magn.44).) (Perh. fr. θεᾱhορϝος, cf. θεηκόλος and θυρωρός (θυρουρός) fr. θυρᾰhορϝος.)
German (Pape)
[Seite 1206] ὁ (θεάομαι, kein comp.; nach Poll. 2, 55 ἀπὸ τοῦ πρὸς θεὸν ὀρούειν, ὁρμᾶν; nach Hsrpocr. u. A. von θεός u. ὤρα, τοὺς τὰ θεῖα φυλάσσοντας, τῶν θείων φροντίζοντας; die Hauptbedeutung ist aber das Wahrnehmen des Schauspiels), der Zuschauer, bes. ein von Staatswegen Abgesandter, entweder um das Orakel im Namen u. Auftrage seines Staates zu befragen, Soph. O. C. 414 O. R. 114 Arr. An. 7, 23, 8, od. um ein Opfer u. Weihgeschenk zu überbringen, Plut. Demetr. 11 Camill. 8, od. im Namen seines Staates einer Feier, bes. Festspielen, als Zuschauer beizuwohnen, Böckh Staathh. I p. 229; Arist. u. A.; – übh. Zuschauer, πόνων ἐμῶν θεωρός Aesch. Prom. 118, πραγμάτων θ. γενοῦ Ch. 244, ὄμμασιν ὄντως θεωρός Plat. Legg. XII, 953 a, θεωροὺς πολέμου τοὺς παῖδας ποιεῖν Rep. V, 467 e.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 spectateur;
2 député envoyé par les États grecs, pour assister aux grands jeux (Olympiques, Pythiques, etc.), ou pour consulter un oracle ; p. ext. envoyé, ambassadeur en gén.
3 magistrat, à Mantinée.
Étymologie: θεάομαι.
Russian (Dvoretsky)
θεωρός: дор. θεᾱρός ὁ
1 зритель, свидетель, наблюдатель (πόνων τινός Aesch.; ἀκροατὴς θ. ἐστι Arst.): ὄμμασιν ὄντως θ. Plat. непосредственный свидетель;
2 теор (государственный представитель, исполнявший поручения культового характера) (θεωροὺς εἰς τὰ Πύθια πέμψαι Dem.): θ. ἐκδημῶν Soph. отправившись в качестве теора, т. е. с поручением вопросить оракул; λαμπὰς θ. Εἰκάδων Eur. факел, освещающий празднества Икад;
3 (в эллинистическую эпоху), полномочный представитель государства, посол, (οἱ πεμπόμενοι πρὸς Ἀντίγονον ἀντὶ πρεσβευτῶν θεωροὶ λεγόμενοι Plut.);
4 паломник, путешественник (ἐξ ἄλλης χώρας Plat.);
5 (в Мантинее и др.) «блюститель» (лицо, облеченное высшей гражданской властью) Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
θεωρός: Δωρ. θεᾱρός, ὁ, = θεωρητής, θεατής, Θέογν. 803. Αἰσχύλ. Πρ. 118, Χο. 246, Ἀποσπ. 391, Πλάτ., κλ.· ἀντίθετον τῷ ἀγωνιστής, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 417F: ὁ περιηγούμενος πρὸς θεωρίαν ἀνθρώπων καὶ πραγμάτων, περιηγητής, Πλάτ. Νόμ. 951A, 953C· θ. εἰκάδων, παρὼν κατὰ τὰς ἑορτὰς καὶ βλέπων αὐτάς, Εὐρ. ἐν Ἴωνι 1076. ΙΙ. πρεσβευτὴς πεμπόμενος ὅπως ἐρωτήσῃ μαντεῖον, Σοφ. Ο. Τ. 114, Ο. Κ. 413 (πρβλ. θεοπρόπος ΙΙ)· ἢ ὅπως προσφέρῃ ἀνάθημά τι, Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 18· ἢ πρὸς τέλεσιν ἱερουργίας τινὸς κατὰ τοὺς ἀγῶνας, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 29. Οὗτοι οἱ θεωροὶ ἦσαν ἐστεμμένοι καὶ μεγαλοπρεπῶς ἐνδεδυμένοι. Οἱ Ἀθηναῖοι ἔπεμπον θεωροὺς εἰς τὸ Δελφικὸν μαντεῖον, εἰς τὴν Δῆλον, καὶ εἰς τοὺς τέσσαρας μεγάλους Ἑλληνικοὺς ἀγῶνας, θεωρὸν ἐς τὰ Πύθια πέμψαι τινὰ Δημ. 380. 20, κτλ. (πρβλ. θεωρέω ΙΙ, θεωρία ΙΙΙ), ἴδε Valck. Ἀμμών. σ. 92, Böckh. P. E. 1. 286 κἑξ. 2) κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Διαδόχων καθόλου, πρεσβευτής, ἀπεσταλμένος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1693, Πλούτ. ἐν Δημητρ. 11, Ἀθήν. 607C. ΙΙΙ. ἄρχων τις ἐν Μαντινείᾳ, Θουκ. 5. 47· ἐν Ναυπάκτῳ, ἐπὶ Στασία θεαροῦ Συλλ. Ἐπιγρ. 1758, πρβλ. 1756-7· ἐν Θάσῳ, 2161· ἐν Κέῳ, 2351. (Ἡ παραγωγὴ τοῦ θεωρὸς ΙΙ ἐκ τοῦ θεός, ὥρα, ὑποστηρίζεται μεταξὺ τῶν ἀρχαίων ὑπὸ Ἁρποκρ., Ἡσυχ., Φωτ., Μ. Ἐτυμ., μεταξὺ δὲ τῶν νεωτέρων ὑπὸ Müller Aegin. 135, Welcker Θέογν. xvii, καὶ συμφωνεῖ ἡ ἐτυμολογία αὕτη πρὸς τὴν ἀναλογίαν ἣν παρέχουσι τὰ θυρωρός, νεωρός, ὀλίγωρος, πυλωρός, σκευωρός, ὑλωρός. Ἀλλ’ οὐδεμία ἀμφιβολία ὅτι κατὰ τὴν σημασίαν Ι τὸ θεωρὸς παράγεται ἐκ τῆς √ΘΑϜ ἢ ΘΑΥ (ὁπόθεν θάομαι, θεάομαι)· ὥστε ὁ ἐξ ἀρχῆς τύπος θὰ ἦτο θαϝρὸς (θευρὸς ἢ θεϋρὸς ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2161), ὁπόθεν θεαορός, συνῃρημ. θεωρός, Δωρ. θεαρὸς (οὕτω τιμωρὸς ἐκ τοῦ τιμάορος, πάρᾱρος (Δωρ.) ἐκ τοῦ παρήορος), ἡ δὲ ἐξ ἀρχῆς ἔννοια εἶναι ἡ τοῦ θεατοῦ.)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός)
1. θεατής, παρατηρητής
2. εκκλησιαστικό διακόνημα, οι κάτοχοι του οποίου φροντίζουν για τη διαφύλαξη τών ιερών σκευών
αρχ.
1. μέλος της θεωρίας, της πρεσβείας που έστελνε μια πόλη για συμμετοχή σε εορτές άλλης πόλης ή για λήψη χρησμού από μαντείο
2. αυτός που παρευρίσκεται και μετέχει στις εορτές
3. πρέσβης, απεσταλμένος
4. άρχων στη Μαντινεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέᾱ (αττ. τ.) ή θέη ιων. τ. + -(F)oρος < ὁρῶ. (Η ύπαρξη F στο θ. του ὁρῶ είναι βέβαιη, δυσερμήνευτη όμως είναι η δασύτητα, η οποία άλλοτε εμφανίζεται και άλλοτε όχι, όπως στην προκειμένη περίπτωση): θεά- (F)ορός ή θεη-(F)ορός > θε(ε)-ωρός με σίγηση του F και αντιμεταχώρηση. Ο παράλλ. τ. θεορός πρέπει να είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το έφορος. Το κυριότερο πρόβλημα στην ανωτέρω ετυμολογία είναι ότι το α' συνθετικό θέᾱ του θεα-(F)ορός είναι καθαρά αττ. τ., οπότε οι τ. άλλων διαλέκτων που το εμφανίζουν, όπως λ.χ. ο δωρ. θεᾱρός, πρέπει να είναι δάνεια από την αττ. διάλεκτο. Κατ' άλλη άποψη, οι τύποι αυτοί δημιουργήθηκαν λόγω παρετυμολογικής συνδέσεως του α συνθετικού με τη λ. θεός. Το γεγονός όμως ότι το λειτούργημα του θεωρού ήταν συνδεδεμένο με θρησκευτικο-διπλωματικά καθήκοντα και όχι με την έννοια του θεάματος οδήγησε στη διατύπωση και της αντίθετης άποψης. Κατ' αυτήν, θεωρός < θεο-ωρός «αυτός που παρατηρεί τη θέληση του θεού» (< θεο- + -ωρός < ὁρῶ), πρβλ. θυρ-ωρός «αυτός που παρατηρεί τη θύρα», σημασία που ταιριάζει στους απεσταλμένους τών πόλεων σε θρησκευτικές γιορτές. Επειδή όμως οι έννοιες της λ. θεωρός και τών παρ. λ. θεωρία και θεωρώ ήταν συνδεδεμένες με ταξίδια-αποστολές και τη γνωριμία ξένων τόπων, η παρετυμολογική σύνδεση δημιουργήθηκε με τη λ. θέα, που θεωρήθηκε α' συνθετικό.
ΠΑΡ. θεωρείο, θεωρία, θεωρικός, θεώριος, θεωρώ
αρχ.
θεωρίς, θεωροσύνη.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θεωροδοκία, θεωροδόκος, θεωροδοκώ
(Β' συνθετικό) αρχιθέωρος].
Greek Monotonic
θεωρός: Δωρ. θεᾱρός,
I. θεατής, σε Θέογν., Αισχύλ., κ.λπ.· θεωρὸς εἰκάδων, με το να παρακολουθεί τις γιορτές ή να παρίσταται σε αυτές, σε Ευρ.
II. πρεσβευτής τον οποίο έστελναν για να συμβουλευθεί μαντείο ή να παρασταθεί σε θυσία, σε Σοφ., παρα Δημ. Οι Αθηναίοι έστελναν τους θεωρούς στους Δελφούς, στη Δήλο και στους τέσσερις μεγαλύτερους αγώνες, τους Ολυμπιακούς, τους Πυθικούς, της Νεμέας και τα Ίσθμια (με την πρώτη σημασία, προέρχεται από το θεάομαι· με τη δεύτερη πιθ. από το θεός, ὤρα, cura).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: spectator, envoy to a feast, envoy to an oracle (IA, posthom.), also name of an official who keeps survey (Mantinea, Thasos).
Other forms: a loan adapted to the local dialect Dor. etc. θεαρός, Arc. also θεαορός; Ion. also θεορός (Paros), θευρός (Thasos)
Compounds: As 1. member in θεαρο-δόκος who receives the θ., with -δοκέω, -δοκία (inscr.).
Derivatives: 1. θεωρίς (sc. ναῦς) f. ship of the θ. (IA); 2. Θεάριος surn. of Apollon as oracle-god (Troizen), θεάριον meeting place of the θ. (Pi.); 3. θεωρικός destined for the spectators, τὸ θ. contrbution of the spectator (Att.). 4. θεωρία, -ίη, θεαρία, Boeot. θιαωρία (hybrid form) looking on, looking at a feast, embassy to a feast. 5. θεωροσύνη id. (Man.). 6. denomin. verb θεωρέω be θεωρός, look at, observe (IA) with θεωρητικός contemplative, speculative, theoretical (Arist.; θεωρητής Phld.), θεώρημα (Att., Arist.), -ησις (Pl.; Röttger Plat. Subst. 17f.), -ητήριον a. o. On Θεάριστος Zucker, Maia 11 (1959) 162.
Origin: IE [Indo-European] [1164] *uer- observe, look at
Etymology: Prop. "who looks at a show", *θεα-(Ϝ)ορός, *θεη-(Ϝ)ορός > θε(ε)ωρός; also θεορός > θευρός, prob. after -ορος (ἔφορος). Slightly diff. Schwyzer 248; also Leumann Hom. Wörter 223 n. 2, Buck Studies presented to D. M. Robinson 2, 443f., Szemerényi Glotta 33, 250 n. 2. - Quite diff. on θεωρός (to θεός) Koller Glotta 36, 273ff. Objections in DELG.
Middle Liddell
I. a spectator, Theogn., Aesch., etc.; θ. εἰκάδων viewing the festivals or present at them, Eur.
II. an ambassador sent to consult an oracle or to present an offering, Soph., ap. Dem. The Athenians sent θεωροί to Delphi, to Delos, and to the four great games, the Olympian, Pythian, Nemean and Isthmian. [Derived in first sense from θεάομαι; in second perhaps from θεός, ὤρα, cura.]
Frisk Etymology German
θεωρός: (ion. att.)
{theōrós}
Forms: daraus durch Entlehnung und Angleichung an den Heimatdialekt dor. usw. θεαρός, ark. auch θεαορός; ion. auch θεορός (Paros), θευρός (Thasos)
Meaning: Zuschauer, Festgesandter, Orakelgesandter (nachhom.), auch Ben. einer Aufsichtsbehörde (Mantinea, Thasos usw.).
Composita: Als Vorderglied in θεαροδόκος ‘der die θ. empfängt’, mit -δοκέω, -δοκία (Inschr.).
Derivative: Davon 1. θεωρίς (sc. ναῦς) f. ‘Schiff der θ.’ (ion. att.); 2. Θεάριος Bein. des Apollon als Orakelgott (Troizen), θεάριον ‘Begegnungsplatz der θ.’ (Pi.); 3. θεωρικός für den Zuschauer bestimmt, τὸ θ. Zuschauergeld (att.). 4. θεωρία, -ίη, θεαρία, böot. θιαωρία (hybride Form) das Zuschauen, Festschau, Festgesandtschaft. 5. θεωροσύνη ib. (Man.). 6. Denominatives Verb θεωρέω θεωρός sein]], zuschauen, betrachten, überlegen (ion. att.) mit θεωρητικός beschaulich, spekulativ, theoretisch (Arist. usw.; θεωρητής Phld.), θεώρημα (att., Arist., hell.), -ησις (Pl.; Röttger Plat. Subst. 17f.), -ητήριον u. a.
Etymology: Eig. "der eine Schau ansieht", *θεα-(ϝ)ορός, *θεη-(ϝ)ορός > θε(ε)ωρός; daneben θεορός > θευρός, wohl am ehesten nach -ορος (ἔφορος u. a.). Etwas abweichend Schwyzer 248; dazu Leumann Hom. Wörter 223 A. 2, Buck Studies presented to D. M. Robinson 2, 443f., Szemerényi Glotta 33, 250 A. 2. — Ganz anders über θεωρός (zu θεός) Koller Glotta 36, 273ff.
Page 1,669
English (Woodhouse)
spectator, at a show, envoy sent to a festival, envoy sent to consult an oracle, envoy to represent a state at a festival, messenger sent to attend a festival, messenger sent to consult an oracle
Wikipedia ES
Los teoros o theoroi (en griego antiguo θεωροὶ o θεαροὶ), en la Antigua Grecia, eran los embajadores sagrados o mensajeros enviados por una ciudad para anunciar la organización de un juego Panhelénico o alguna fiesta determinada. Los teoros eran recibidos y acogidos por los teorodocos.
Estos anuncios de fiestas griegas y las celebraciones mismas, alcanzaban un carácter diplomático religioso y se solían acompañar de un periodo de tregua, que permitía a los teoros que las anunciaban y a los peregrinos viajar por el mundo heleno en ciertas condiciones de seguridad. Eran especialmente conocidos los teoros de Delfos.
Wikipedia EL
Ο θεωρός στην Αρχαία Ελλάδα ήταν ιερός πρεσβευτής, αγγελιαφόρος που στελνόταν από την πόλη-κράτος που επρόκειτο να διοργανώσει Πανελλήνιους Αγώνες ή Εορτές. Τους θεωρούς υποδέχτηκαν και φιλοξενούσαν οι θεωροδόκοι. Οι θεωροί ήταν κάτι σαν «παρατηρητές», απεσταλμένοι της πόλης-κράτους τους για να συμβουλευτούν μαντεία, να δώσουν προσφορές σε διάσημα ιερά ή να παρευρεθούν σε εορτές.
Η υπηρεσία τους ονομαζόταν «θεωρία». Αρχικά πιστεύεται ότι οι θεωροί ήταν αρμόδιοι για την επίβλεψη των αγώνων ή των εορτών που παρακολουθούσαν. Με την πάροδο του χρόνου ο ρόλος τους εξελίχθηκε ώστε να είναι πολύ πιο σημαντικός κατά την ετοιμασία και εκτέλεση των εκδηλώσεων. Οι θεωροί αντιμετωπίζονταν περίπου ως ιερές μορφές και με πολύ σεβασμό. Εκτός από την υποδοχή τους από τον καθορισμένο οικοδεσπότη (θεωροδόκο) σε κάθε πόλη στην οποία ταξίδευαν, τους δίνονταν και άλλα ειδικά προνόμια. Έτσι, λάμβαναν μέρος σε πολλές από τις ιερές τελετές ή τις θυσίες για την εκδήλωση, και είχαν τις δικές τους τιμητικές θέσεις για να παρακολουθήσουν τον αγώνα ή την γιορτή. Στις σημαντικές τους αρμοδιότητες συγκαταλεγόταν και η εκτέλεση θυσίας. Η πόλη-κράτος που τον έστελνε διέθετε αρκετά χρήματα για να πραγματοποιήσει ο θεωρός την απαραίτητη θυσία.
Αυτοί που επιλέγονταν ως θεωροί προέρχονταν από τις ελίτ της πόλης-κράτους τους. Ήταν εξέχοντα μέλη της κοινωνίας, ώστε να είναι διασφαλισμένο ότι θα δώσουν καλή εντύπωση και θα χειριστούν κατάλληλα την αποστολή τους. Συνήθως επιλέγονταν τρεις από κάθε πόλη-κράτος για κάθε εκδήλωση
Wikipedia EN
The theoroi (Ancient Greek: θεωροί or θεαροί) in ancient Greece were sacred ambassadors, messengers sent out by the state which was about to organize a Panhellenic game or festival. Theoroi were both received and hosted by the theorodokoi. In the classical Greek world, theoroi meant something like "observers" and they were envoys sent by city-states to consult oracles, to give offerings at famous shrines or attend festivals.
Mantoulidis Etymological
(=θεατής, πρεσβευτής σταλμένος σέ μαντεῖο). Ἀπό τό θεός + ὥρα (=φροντίδα), ὅπως τά θυρωρός, τιμωρός κ.λπ. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα θεωρῶ.