εὐλαβέομαι
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
impf. ηὐλαβούμην v.l. in E.Or.748 (troch.), 1059, εὐλ-Aeschin.1.25: fut. -ήσομαι Pl. R.410a, Arist.EN1127b6; also-ηθήσομαι LXX De.2.4,al., D.L.7.116, Gal.5.249: aor. ηὐλαβήθην (or εὐλ-) Pl.Phd. 89c:—
A to be discreet, cautious, beware, followed by μή or ὅπως μή with subj., εὐ. μὴ φανῇς κακὸς γεγώς S.Tr.1129, cf. E.Hipp.100, Ar.Eq.253, Pl.Phd. 89c, etc.: by fut. ind., ὅπως μὴ… οἰχήσομαι ib.91c (om. cod. B): c. inf., εὐλαβουμένῳ πεσεῖν S.OT616; εὐ. λέγειν Pl.Phd. 101c: with μή inserted, εὐ. μὴ σῴζειν φίλους E.Or.1059, cf. Ar.Lys.1277, Cydias 1.
2 take care, ὅπως κατοίσεις Ar.Ach.955; εὐ. περί τι Pl.Lg.927c, Ion537a; περί τινος Id.Lg.691b; ἀμφί τινι Luc.Gall.21: abs., εὐλαβήθηθ' S.OT47; εὐλαβούμενος ἠρόμην Pl.Prt. 333e, cf. 316d; εἰ μηδὲν εὐλαβηθέντα τἀληθὲς εἰπεῖν δέοι without reserve, D.18.159; take precautions, Arist.Pol.1303b27.
3 incur risk, εὐλαβήθη περὶ καθαιρέσεως δόξης Vett. Val.231.19, cf.209.11.
II c. acc., have a care of, beware of, εὐλαβοῦ στρόμβον… μή σ' ἀναρπάσῃ A.Fr.195; εὐ. τὴν κύνα 'ware the dog, Ar.Lys.1215; εὐ. πενίαν Pl.R. 372c; τὸν φθόνον D.18.305; τὸ ψεῦδος Arist.EN1127b6; τοὺς ὑβρίζεσθαι νομίζοντας Id.Pol.1315a27; τὰς μυίας Id.HA611b11.
2 reverence, pay honour to, τὸν θεόν Pl. Lg.879e; τὸν δῆμον Plu.Per.7; in LXX, fear God, Na.1.7; εὐ. ἀπὸ τοῦ ὀνόματος Κυρίου Ze.3.12; μηδὲν-ούμενον, ὡς οἱ πολλοὶ λέγουσιν, ὅτι… δεῖ… Sor.1.49.
3 watch for, await quietly, καιρόν E.Or.699.
4 put out of harm's way, τὰ κοῖλα γαστρός Id.Ph.1411.
III later in Act., εὐλαβεῖν τινα beware of, BGU665.4 (i A.D.); cf. εὐλάβησον, -ῆσαι, Phot.
German (Pape)
[Seite 1077] Dep. pass., tut. εὐλαβήσομαι, bei den LXX. auch εὐλαβηθήσομαι, wie ein εὐλαβής handeln, bedächtig sein, sich in Acht nehmen; εὐλαβοῦ βρόμον, μή σ' ἀναρπάσῃ Aesch. frg. 181; εὐλαβοῦ δὲ μὴ φανῇς κακός Soph. Tr. 1119; absol., εὐλαβήθητι O. R. 47; mit dem inf., εὐλαβούμενος πεσεῖν, sich hütend zu fallen, 616, wie Eur. εὐλαβοῦ λύσσης μετασχεῖν τῆς ἐμῆς Or. 791; εὐλαβεῖτο μὴ σώζειν φίλους 1059, wie Ar. εὐλαβώμεθα τὸ λοιπὸν αὖθις μὴ 'ξαμαρτάνειν ἔτι, hüten wir uns, nicht wieder zu fehlen, Lys. 1278; εὐλαβοῦ μή τι σὸν σφαλῇ στόμα Eur. Hipp. 100; εὐλαβοῦ μὴ 'κφύγῃ σε Ar. Equ. 253. – Plat. u. die Folgdn gew. mit folgendem μή, sowohl mit dem conj. od. optat., als mit dem inf.; εὐλαβεῖσθε μή πη ἐξαπατήσω ὑμᾶς Plat. Rep. VI, 507 a; εὐλαβεῖσθαι μὴ μοῖραν αἱρεῖσθαι κρεῶν Charm. 155 d; εὐλαβούμενοι ὅπως μὴ οἱχήσομαι Phaed. 91 c; auch c. acc., τὴν κύνα Ar. Lys. 1215; πενίαν ἢ πόλεμον Plat. Rep. II, 372 c, öfter; τὰς διαβολάς Isocr. 1, 17; τὰς μυίας Arist. H. A. 9, 5; εὐλαβηθείς entspricht dem φροντίσας, Dem. 24, 109; c. int., Aesch. 1, 25; περί τι, Plat. Ion 537 a; περί τινος, D. Sic. 4, 73; ἀμφί τινι, Luc. Gall. 21; – τὸν ξενικὸν θεόν, scheuen, verehren, Plat. Legg. IX, 879 e; vgl. Περικλῆς τὸν δῆμον εὐλαβεῖτο Plut. Pericl. 7. – Wahrnehmen, καιρόν, den rechten Zeitpunkt benutzen, Eur. Or. 699; Moeris p. 144 erkl. εὐλαβ. im Sinne von φυλάττεσθαι für attisch, im Sinne von φοβεῖσθαι für hellenistisch. – Vom act. führt Phot. lex. εὐλάβησον u. εὐλαβῆσαι an.
French (Bailly abrégé)
εὐλαβοῦμαι;
impf. εὐλαβούμην et ηὐλαβούμην, f. εὐλαβήσομαι et εὐλαβηθήσομαι, ao. εὐλαβήθην, pf. inus.
1 prendre garde, se précautionner : πενίαν PLAT, τὸν φθόνον DÉM prendre ses précautions contre la pauvreté, contre l'envie ; οὐδὲν οὐδέν' εὐλαβουμένη EUR ne me précautionnant en rien contre personne, càd sans arrière-pensée;
2 prendre soin de, honorer, révérer, acc.;
NT: éprouver de la crainte (envers Dieu).
Étymologie: εὐλαβής.
Russian (Dvoretsky)
εὐλᾰβέομαι: (impf. εὐλαβούμην и ηὐλαβούμην, fut. εὐλαβήσομαι и εὐλαβηθήσομαι, aor. εὐλαβήθην и ηὐλαβήθην)
1 остерегаться, беречься, заботиться (τι Arst., περί τι Plat., περί τινος Plat., Diod. и ἀμφί τινι Luc.);
2 оберегать себя, принимать меры предосторожности (против чего-л.), избегать (τὴν κύνα Arph.; πενίαν Plat.; τὸν φθόνον Dem.; τὰ αἴσχιστα τῶν ῥημάτων Plut.); εὐλαβηθῶμέν τι πάθος μὴ πάθωμεν Plat. поостережемся, как бы не стать нам жертвой какой-л. беды; εὐ. λέγειν Plat. не решаться сказать; εὐλαβούμενος πεσεῖν Soph. опасающийся совершить ошибку; εὐλαβούμενος ἠρόμην Plat. я осторожно спросил; εὐλαβηθεὶς μὴ … NT боясь, как бы не …;
3 подстерегать, выжидать (καιρόν Eur.);
4 окружать уважением, почитать, чтить (τὸν θεόν Plat.: τὸν δῆμον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐλαβέομαι: παρατ. ηὐλαβούμην Εὐρ. Ὀρ. 748, 1059 (διάφ. γραφ. εὐλ-), εὐλ- Αἰσχίν. 4. 26: μέλλ. -ήσομαι Πλάτ. Πολ. 410Α· ὡσαύτως, -ηθήσομαι Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 1. 30, 2, Διογ. Λ. 7. 116, Γαλην., Ἑβδ.: ἀόρ. ηὐλαβήθην (ἢ εὐ-), ἴδε κατωτ. Φέρομαι ὡς: εὐλαβής, προσέχω, εἶμαι διακριτικός, φυλάττομαι, Λατ. cavere, ἑπομένου μὴ ἢ ὅπως μὴ μεθ᾿ ὑποτακτ., εὐλαβοῦ δὲ μὴ φανῇς κακὸς γεγὼς Σοφ. Τρ. 1129, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 100, Ἀριστοφ. Ἱππ. 253, Πλάτ. Φαίδ. 89C, κλ.· μετὰ μέλλ. ὁριστ., εὐλαβούμενοι ὅπως μὴ ἐγὼ... οἰχήσομαι αὐτόθι 91C: ὡσαύτως μετ᾿ ἀπαρεμφ., ἑνίοτε ἄνευ τοῦ μή, εὐλαβουμένῳ πεσεῖν Σοφ. Ο. Τ. 616· εὐλ. λέγειν Πλάτ. Φαίδων 101C· ἐνίοτε παρεντιθεμένου τοῦ μή, ηὐλαβεῖτο μὴ σῴζειν φίλους Εὐρ. Ὀρ. 1059, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 1277, Πλάτ. Χαρμ. 155D. 2) προσέχω, φροντίζω, χὤπως κατοίσεις αὐτὸν εὐλαβούμενος Ἀριστοφ. Ἀχ. 955· εὐλ. περί τι Πάτ. Νόμ. 927C, Ἴων 537Α· περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 691Β· ἀμφί τινι Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 21: ― ἀπολ., εὐλαβήθητι Σοφ. Ο. Τ. 47· εὐλαβούμενος ἠρόμην Πλάτ. Πρωτ. 333Ε· εἰ μηδὲν εὐλαβηθέντα τἀληθὲς εἰπεῖν δέοι, ἄνευ μηδεμιᾶς συστολῆς, Δημ, 280. 25· λαμβάνω προφυλακτικὰ μέτρα, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 3. ΙΙ. μετ᾿ αἰτ., ἔχω φροντίδα περί τινος, φυλάττομαι ἀπό τινος, εὐλαβοῦ βρόμον..., μὴ σ᾿ ἀναρπάσῃ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195· εὐλ. τὸν κύνα, φυλάττου, πρόσεχε, Ἀριστοφ. Λυσ. 1215· εὐλ. πενίαν Πλάτ. Πολ. 372C, πρβλ. Πρωταγ., 316D· τὸν φθόνον Δημ. 327. 13· τὸ ψεῦδος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, 8· τοὺς ὑβρίζεσθαι νομιζομένους ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 11, 3· τὰς μυίας ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 5, 7, κ. ἀλλ. 2) σέβομαι, τιμῶ, τὸν θεὸν Πλάτ. Νόμ. 879Ε· τὸν δῆμον Πλουτ. Περικλ. 7. 3) περιμένω ἡσύχως, ἀναμένω, καιρὸν εὐλαβούμενος Εὐρ. Ὀρ. 699, πρβλ. Φοιν. 141.
English (Strong)
middle voice from εὐλαβής; to be circumspect, i.e. (by implication) to be apprehensive; religiously, to reverence: (moved with) fear.
English (Thayer)
εὐλαβοῦμαι: 1st aorist participle εὐλαβηθείς; properly, "to show oneself εὐλαβής," i. e.:
1. to act cautiously, circumspectly (Tragg., Xenophon, Plato, and following).
2. to beware, fear: as in Alex. etc.) and often in secular authors, followed by μή lest (Buttmann, 241 f (208)), R G (to reverence, stand in awe of (τόν Θεόν, Plato, legg. 9, p. 879e.; the Sept. Hebrews 11:7.
Greek Monotonic
εὐλᾰβέομαι: παρατ. ηὐλαβούμην, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ηὐλαβήθην ή εὐλ-·
I. συμπεριφέρομαι όπως ένας εὐλαβής, προσέχω, είμαι διακριτικός, προσεκτικός, προσέχω, προφυλάσσομαι, φυλάγομαι, Λατ. cavere, ακολουθ. από μή ή ὅπως μή, με υποτ., σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· απόλ., εὐλαβήθητι, σε Σοφ.· μηδὲν εὐλαβηθέντα, χωρίς καμία συστολή, χωρίς επιφύλαξη, σε Δημ.
II. 1. με αιτ., έχω την φροντίδα ενός πράγματος, φυλάγομαι από, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.
2. σέβομαι, τιμώ, στον ίδ.
3. αναμένω, περιμένω ήσυχα, σε Ευρ.
Middle Liddell
εὐλᾰβέομαι,
I. to behave like the εὐλαβής, have a care, to be discreet, cautious, circumspect, to beware, Lat. cavere, foll. by μή or ὅπως μή with subj., Soph., Eur., etc.; c. inf., with or without μή, Soph., Eur.:— absol., εὐλαβήθητι Soph.; μηδὲν εὐλαβηθέντα without reserve, Dem.
II. c. acc. to have a care of, beware of, Aesch., Plat., etc.
2. to reverence, pay honour to, Plat.
3. to watch for, await quietly, Eur.
Chinese
原文音譯:eÙlabšomai 由-拉卑哦買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:好-得著 相當於: (יָרֵא)
字義溯源:慎重,怕,憂慮,尊敬,敬重,恐,恐怕,動了敬畏;源自(εὐλαβής)=虔誠的);由(εὖ / εὖγε)=好)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善,美)
同源字:1) (εὐλάβεια)謹慎,敬畏 2) (εὐλαβέομαι)慎重,怕 3) (εὐλαβής)虔誠的 4) (λαμβάνω)拿,取
同義字:1) (εὐλαβέομαι)慎重,怕 2) (σέβω)敬拜,敬虔 3) (φοβέομαι / φοβέω)害怕
出現次數:總共(2);徒(1);來(1)
譯字彙編:
1) 動了敬畏(1) 來11:7;
2) 恐(1) 徒23:10