προσευχή
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
ἡ,
A prayer, οἶκος προσευχῆς, of the Temple, LXX Is.56.7; κατὰ τὰς κοινὰς ἡμῶν εὐχὰς καὶ προσευχάς BGU1080.5 (iii A.D.).
II place of prayer, sanctuary, chapel, IPE12.176 (Olbia), 2.52 (Panticapaeum); esp. among the Jews. synagogue, PEnteux.30.5 (iii B.C.), OGI726 (Egypt, iii B.C.), 96.6 (ibid., iii/ii B.C.), al., PTeb.86.18 (ii B.C.), Ph.2.523, J.Vit.54, Apion ap. eund.Ap.2.2, Act.Ap.16.13, Juv.3.296.
German (Pape)
[Seite 763] ἡ, 1) Gebet, Bitte an eine Gottheit, θεῶν, Plut. Timol. 25; N.T. – 2) Ort zum Beten, Bethaus, bes. der Juden, Sp., wie N.T.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 prière;
2 lieu de prière, temple NT.
Étymologie: προσεύχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσευχή -ῆς, ἡ [προσεύχομαι] alleen NT gebed. gebedshuis, synagoge. NT Act. Ap. 16.13.
Russian (Dvoretsky)
προσευχή: ἡ
1 молитва (ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ NT);
2 дом для молитв (πορεύεσθαι εἰς τὴν προσευχήν NT).
Spanish
English (Strong)
from προσεύχομαι; prayer (worship); by implication, an oratory (chapel): X pray earnestly, prayer.
English (Thayer)
προσευχῆς, ἡ (προσεύχομαι), the Sept. for תְּפִלָּה, equivalent to εὐχή πρός τόν Θεόν (cf. πρός, IV.
1. prayer addressed to God: T WH omit; Tr brackets the verse); ταῖς προσευχαῖς is a dative commodi, for, in aid of, the prayers (Winer's Grammar, § 31,6c.; cf. Green, p. 101 f)); οἶκος προσευχῆς, a house devoted to the offering of prayer to God, προσευχή καί δέησις, δέησις); plural, ἡ προσευχή τοῦ Θεοῦ, prayer to God, εὐχαριστία Θεοῦ, πίστις, 1a.); πρός τόν Θεόν ὑπέρ (L T Tr WH περί) τίνος, προσευχή προσεύχεσθαι, a Hebraistic expression (cf. Winer's Grammar, § 54,3; (Buttmann, § 133,22a.)), to pray fervently, a place set apart or suited for the offering of prayer; i. e.
a. a synagogue (see συναγωγή, 2b.): προσευχήν; see Grimm's Commentary at the passage); Philo in Flaccum § 6 (also § 14); leg. ad Gaium §§ 20,43, 46; Juvenal, sat. 1,3, 296; συνάγονται πάντες εἰς τήν προσευχήν, μέγιστον οἴκημα πολύν ὄχλον ἐπιδέξασθαι δυνάμενον, Josephus, Vita §54.
b. a place in the open air where the Jews were accustomed to pray, outside of those cities where they had no synagogue; such places were situated upon the bank of a stream or the shore of the sea, where there was a supply of water for washing the hands before prayer: Josephus, Antiquities 14,10, 23, cf. Epiphanius haer. 80,1. Tertullian in his ad nationes 1,13: makes mention of the orationes litorales of the Jews, and in his de jejuniis c. 16 says "Judaicum certe jejunium ubique celebratur, cure omissis templis per omne litus quocunque in aperto aliquando jam preces ad carlurn mittunt." (Josephus (c. Apion. 2,2, 2) quotes Apion as representing Moses as offering αἴθριοι προσευχαί.) Cf. DeWette, Archäologie, § 242; (Schürer, Zeitgesch. § 27 vol. ii., p. 369ff). Not used by secular authors except in the passages cited above from Philo, Josephus, and Juvenal (to which add Cleomedes 71,16; cf. Boeckh, Corpus inscriptions 2:1004 no. 2114b. and 1005 no. 2114bb. (81> A.D. 81), see Index under the word).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προσεύχομαι
θρησκειολ. πράξη επικοινωνίας του ανθρώπου με τον θεό, ή τους θεούς, με το υπέρτατο βασίλειο ή με τις υπερφυσικές δυνάμεις, ατομική ή ομαδική, δημόσια ή κατά μόνας, με απαγγελία, άσμα, ψιθυριστά ή σιωπηλά (α. «ἐν τῷ οἴκῳ τῆς προσευχῆς μου», ΠΔ
β. «κατὰ τὰς κοινὰς ἡμῶν εὐχὰς καὶ προσευχάς», πάπ.)
νεοελλ.
φρ. α) «χαλί προσευχής» — τύπος χαλιού της κεντρικής και δυτικής Ασίας που χρησιμοποιείται από τους μουσουλμάνους για να καλύπτουν το γυμνό έδαφος ή το δάπεδο και να γονατίζουν την ώρα που προσεύχονται
β) «βιβλίο προσευχών» — ευχολόγιο της Αγγλικανικής Εκκλησίας
αρχ.-μσν.
τόπος προσευχής.
Greek Monotonic
προσευχή: ἡ,
I. προσευχή, παράκληση, οἶκος προσευχῆς, λέγεται για ναό, σε Καινή Διαθήκη
II. τόπος για προσευχή, προσευχητάριο ή παρεκκλήσι, στο ίδ., Juvenal.
Greek (Liddell-Scott)
προσευχή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἐν τῷ οἴκῳ τῆς προσευχῆς μου, ἐπὶ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις ναοῦ, Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΝϚ΄, 7), πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 13. ΙΙ. τόπος προσευχῆς, ἰδίως εὐκτήριος οἶκος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2079, 2114b καὶ bb (προσθῆκ.)˙ μάλιστα παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 10, 23, Φίλων 2. 523, κ. ἀλλ., πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 13, Juven. 3. 296.
Middle Liddell
προσ-ευχή, ἡ,
I. prayer, οἶκος προσευχῆς, of the Temple, NTest.
II. a place of prayer, an oratory or chapel, NTest., Juven.
Chinese
原文音譯:proseuc» 普羅士-由赫
詞類次數:名詞(37)
原文字根:向著-好 有 相當於: (תְּפִלָּה)
字義溯源:禱告,祈禱,祈求,懇切禱告;源自(προσεύχομαι)=向神祈求);由(πρός)=向著)與(εὔχομαι)*=願,望)組成,而 (πρός)出自(πρό)*=前)。主耶穌乃是一個禱告的人,他常整夜禱告( 路6:12; 22:45; 太19:13; 26:36-44),也上山去禱告( 可6:46)。主耶穌復活後,禱告就成了門徒的標記( 徒1:14; 2:42; 6:4; 12:5)。參讀 (αἴτημα)同義字
出現次數:總共(37);太(3);可(2);路(3);徒(9);羅(3);林前(1);弗(2);腓(1);西(2);帖前(1);提前(2);門(2);雅(1);彼前(2);啓(3)
譯字彙編:
1) 禱告(28) 太17:21; 太21:22; 可9:29; 路6:12; 路22:45; 徒1:14; 徒3:1; 徒10:4; 徒10:31; 徒12:5; 徒16:13; 徒16:16; 羅1:10; 羅12:12; 羅15:30; 林前7:5; 弗1:16; 弗6:18; 腓4:6; 西4:2; 西4:12; 帖前1:2; 提前2:1; 提前5:5; 門1:4; 門1:22; 彼前3:7; 彼前4:7;
2) 祈禱(5) 徒2:42; 徒6:4; 啓5:8; 啓8:3; 啓8:4;
3) 禱告的(3) 太21:13; 可11:17; 路19:46;
4) 他懇切禱告(1) 雅5:17
Léxico de magia
ἡ súplica λέγε ἑπτάκις πρὸς ἄρκτον ... τὴν προσευχὴν τοῦ Ἰακώβ pronuncia siete veces hacia el Norte la súplica de Jacob P XXIIb 26 P XXIIb 1