κάρτα

Revision as of 09:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

(cf. κράτος), Adv., freq. in Ion. and Trag., rare in Com. and Att. Prose (v. infr.):—with Adjs. and Advbs.,

   A very, extremely; with Verbs, very much; κ. κακῶς ῥιγῶ Hippon.16; ἐσθλοὺς κ. μαχητάς Aristeas Epic.Fr.3; κ. ἀπὸ θερμέων Χωρέων very hot, Hdt.2.27; κ. θεραπεύειν τινά, opp. μετρίως, Id.3.80; κ. δεόμενος Id.8.59; κ. ὀξύ Hp. Acut.58; κ. πρευμενεῖς A.Ag.840; κ. ἰδεῖν ὁμόπτερος Id.Ch.174; εἰ καὶ μακρὰ κ. ἐστίν S.Tr.1218; ὥς σου κ. νῦν μνείαν ἔχω E.Med.328, cf. 222, etc.; once in Pl., πηλοῦ κ. βραχέος Ti.25d; ληρεῖς ἔχων κ. Ar. Av.342 (troch.).    2 surely, in very deed, κ. δ' ἔστ' ἐγχώριος A.Th. 413; κ. δ' ὢν ἐπώνυμος true to thy name, Id.Eu.90, cf. Th.658; κ. δ' εἰμὶ τοῦ πατρός all on the father's side, Id.Eu.738; κ. δ' εἴσ' ὅμαιμοι Id.Th.939 (lyr.); ἦ κ. Id.Ag.592, 1252, S.El.312, 1278, etc.; σὺ δὲ κ. φείδῃ Amips.22.    3 καὶ κ., used to increase the force of a previous statement, τὰ ἀνέκαθεν λαμπροί, ἀπὸ δὲ Ἀλκμέωνος… καὶ κ. λαμπροί Hdt.6.125; esp. in dialogue, yes, verily, ἦ γάρ τινες ναίουσι…; Answ. καὶ κ.… S.OC65; ἆρ' ἄν τί μου δέξαιο…; Answ. καὶ κάρτα γ E.Hipp. 90; once in Ar., καὶ κ. μέντἂν… καθείλκετε Ach.544; in Hdt. also, τὸ κ. 1.71, 4.181; esp. with a slightly iron. sense, with a vengeance, ἐς ὂ δὴ καὶ τὸ κ. ἐπύθοντο 1.191, cf. 3.104, 6.52.

German (Pape)

[Seite 1330] (vgl. κάρτος), stark, sehr, bes. ion. u. poet.; δοκοῦντας εἶναι κάρτα πρευμενεῖς μοι Aesch. Ag. 814; μολόντα δ' αὐτὸν κάρτα τιμαλφεῖ λεώς Eum. 15; δεῖ κάρτα θύειν Suppl. 445; vgl. ἦ κάρτα unter ἦ; καὶ κάρτα, bejahend, allerdings, ja wohl; κάρτα μαίνομαι Soph. Tr. 446; κάρτ' ἂν εὐτυχεῖν δοκῶ Ai. 257; εἰ καὶ μακρὰ κάρτ' ἐστίν Tr. 1208; κάρτα προσχωρεῖν πόλει Eur. Med. 222; ἥδομαι Her. 1, 27; θεραπεύειν, im Ggstz von μετρίως, 3, 80. 6, 125; καὶ τὸ κάρτα, im höchsten Grade, 6, 52. 8, 27 u. Hippocr. Seltener bei den Komikern, wie Ar. Ach. 518 Av. 342, u. in attischer Prosa; Plat. nur Tim. 25 d als v. l., πηλοῦ κάρτα βαθέος für die vulg. καταβραχέος. Von Sp. Luc. calumn. 3 Plut. de superst. 10.

Greek (Liddell-Scott)

κάρτᾰ: (ἴδε ἐν τέλει):―Ἐπίρρ., συχνάκις ἐν χρήσει ἐν τῷ Ἰωνικῷ πεζῷ λόγῳ τοῦ Ἡροδ. καὶ Ἱππ., καὶ παρὰ Τραγ., ἀλλὰ σπάνιον παρὰ Κωμ. καὶ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις (ἴδε κατωτ.):― μάλα, πάνυ, Λατ. valde admodum· καὶ μετὰ ῥημάτων, σφόδρα, Λατ. vehementer· κάρτα οὐκ οἰκός, σφόδρα ἀπίθανον, Ἡρόδ. 2. 27· κάρ. θεραπεύειν τινά, ἀντίθετον τῷ μετρίως, 3. 80· κ. δεόμενος 8. 59·―οὕτω, κ. πρευμενεῖς Αἰσχύλ. Ἀγ. 840· κ. ἰδεῖν ὁμόπτερος ὁ αὐτ. ἐν Χο. 174· εἰ καὶ μακρὰ κ. ἐστὶν Σοφ. Τρ. 1218· ὥς σου κ. νῦν μνείαν ἔχω Εὐρ. Μήδ. 328, πρβλ. 222, κτλ.· ἅπαξ παρὰ Πλάτ. πηλοῦ κ. βαθέος Τίμ. 25D· ληρεῖς ἔχων κ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 342. 2) συχνάκις λαμβάνει τὴν σημασίαν τοῦ Nel maxim, ὑπὲρ πᾶν μέτρον, «σωστά», ἐντελῶς, μάλιστα, κάρτα δ’ ἔστ’ ἐγχώριος Αἰσχύλ. Θήβ. 413· κάρτα δ᾽ ὢν ἐπώνυμος ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 90, πρβλ. Θήβ. 658· κ. δ’ εἰμὶ τοῦ πατρός, ἐντελῶς μὲ τὸ μέρος τοῦ πατρός μου, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 738· κ. δ’ εἴσ’ ὅμαιμοι ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 940:―οὕτω καί, ἦ κάρτα ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 592, 1252, Σοφ. Ἠλ. 312, 1278, κτλ.· σὺ δὲ κ. φείδῃ Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 1. 5. 3) καὶ κάρτα, ἐνισχύει τὴν δύναμιν τοῦ προηγουμένως ῥηθέντος, τὰ ἀνέκαθεν λαμπροί, ἀπὸ δὲ τούτου… καὶ κάρτα λαμπροὶ Ἡρόδ. 6. 125· ἰδίως ἐν διαλόγῳ, ἦ γάρ τινες ναίουσι…;―’Aπόκρισις, καὶ κάρτα…, Σοφ. Ο.Κ. 65· ἆρ’ ἄν τι μου δέξαιο…; - Ἀπόκρισις καὶ κάρτα γ’ Εὐρ. Ἱππ. 90· ἅπαξ παρ’ Ἀριστοφ. καὶ κ. μεντἂν… καθείλκετε Ἀχ. 544: -ὁ Ἡρόδ. ἀείποτε χρῆται τῷ: τὸ κάρτα ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας μετ’ ἐλαφρᾶς εἰρωνείας, ἐς ὃ δὴ καὶ τὸ κ. ἐπύθοντο 1. 191, πρβλ. 71., 3. 104., 4. 181. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ αἱ λέξεις κάρτος, κράτος, κράτιστα, πρβλ. Ἀρχ. Ὑψηλ Γερμ. harto, πολύ).- Καθ’ Ἡσύχ.: «κάρτα· πάνυ, λίαν, μεγάλως».

French (Bailly abrégé)

adv.
fortement, fort, très, tout à fait (cf. lat. valde) ; ἦ κάρτα SOPH, καὶ κάρτα HDT tout à fait, assurément, certes ; καὶ τὸ κάρτα HDT m. sign. ; καὶ κάρτα SOPH, καὶ κάρτα γε EUR certes oui, pour sûr en vérité.
Étymologie: cf. κάρτερος, κράτος.

Greek Monolingual

(I)
κάρτα (Α)
επίρρ.
1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.)
2. εντελώς, κατ' εξοχήν («κάρτα δ' ἔστ' ἐγχώριος», Αισχύλ.)
3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια
β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν λαμπροί... ἀπὸ δὲ Ἀλκμαίωνος... καὶ κάρτα λαμπροί», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτ- (κάρτος) + κατάλ. -α (πρβλ. λάθρ-α, σάφ-α)].
(II)
η (Μ κάρτα)
νεοελλ.
1. κομμάτι χαρτονιού μικρών διαστάσεων το οποίο είναι συνήθως εικονογραφημένο και χρησιμοποιείται προς αποστολή ευχών, ταχυδρομικό δελτάριο
2. το επισκεπτήριο
3. φρ. α) (για υπάλληλο) «χτυπάω κάρτα» — εγγράφω σε ειδικό μηχάνημα, πάνω στο δελτίο που φέρει το όνομά μου, την ώρα της προσέλευσης και αποχώρησής μου από τον χώρο εργασίας
β) «κάρτα εισόδου», «κάρτα εξόδου» — δελτίο με το οποίο επιτρέπεται η είσοδος σε ιδρύματα ή οργανισμούς ή η έξοδος από αυτά
γ) «χρονική κάρτα απεριόριστων διαδρομών» — δελτίο το οποίο προαγοράζεται, ανανεώνεται και παρέχει στον κάτοχό του το δικαίωμα να πραγματοποιεί επί έναν μήνα απεριόριστο αριθμό διαδρομών με τα μέσα αστικών συγκοινωνιών
δ) «κάρτα εργασίας» — ατομικό δελτίο εργαζομένου στο οποίο δηλώνεται προς τον Οργανισμό Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού η πρόσληψή του στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα
ε) «πιστωτική κάρτα» — δελτίο που εκδίδει διεθνής ή εθνικός οικονομικός οργανισμός σε άτομα με οικονομική φερεγγυότητα, παίρνοντας συνήθως ένα ετήσιο δικαίωμα, και με το οποίο ο συνδρομητής μπορεί να αγοράσει ή να μισθώσει έναντι του λογαριασμού του, χωρίς να χρησιμοποιήσει χρήματα, αλλ. πιστωτικό δελτίο
στ) «κάρτα μπιάνκα» — υπογραφή εν λευκώ, απόλυτη πληρεξουσιότητα, πλήρης ελευθερία δράσης
μσν.
1. καθένας από τους 32 ανεμορρόμβους στους οποίους υποδιαιρούνταν το ανεμολόγιο
2. μονάδα μέτρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. carta < χάρτης.

Greek Monotonic

κάρτᾰ: (κάρτος=κράτος), επίρρ.:
1. πολύ, πάρα πολύ, υπερβολικά, εξαιρετικά, Λατ. valde, admodum.
2. πέρα απ' το μέτρο, πέρα από κάθε μέτρο, κ. ἐγχώριος, γνήσιος, γηγενής, ιθαγενής, σε Αισχύλ.· κ. ὢν ἐπώνυμος, πιστός στο όνομά σου, στον ίδ.· κ. δ' εἰμι τοῦ πατρός, εντελώς με το μέρος του πατέρα μου, στον ίδ.
3. καὶ κάρτα, ενισχύει την δύναμη αυτού που λέχθηκε προγουμένως, αληθώς και πραγματικά, πέραν κάθε αμφισβήτησης, αναμφίβολα, σε Ηρόδ., Σοφ.· ομοίως επίσης, τὸ κάρτα, με ειρων. σημασία, αλήθεια, εκδικητικά, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάρτα [~ κράτος] adv. zeer, erg, met adj.:; κάρτα ἀπὸ θερμέων χωρέων uit zeer hete streken Hdt. 2.27; met adv.:; κάρτα εὐπετέως heel gemakkelijk Hdt. 2.70.2; met verba:. ληρεῖς ἔχων κάρτα je bent voortdurend enorm aan het leuteren Aristoph. Av. 342. zeker, werkelijk:; ἦ κάρτα κἂν ἄλλοισι θυμοίμην ἰδών ik zou wis en waarachtig ook kwaad worden wanneer ik dit bij anderen zag Soph. El. 1278; als antwoord:. ἦ γάρ τινες ναίουσι τούσδε τοὺς τόπους; — καὶ κάρτα zijn er dan mensen die deze gebieden bewonen? — zeker wel Soph. OC 65; καὶ κάρτα γ ’ wel zeker! Eur. Hipp. 90.

Russian (Dvoretsky)

κάρτᾰ: adv.
1) очень, весьма: κ. δεόμενος Her. усердно убеждая; κ. θεραπεύειν τινά Her. оказывать кому-л. чрезвычайное внимание; κ. οὐκ οἰκός ἐστι Her. крайне неправдоподобно; κ. ἰδεῖν ὁμόπτερος Aesch. с виду весьма похожий;
2) вполне, целиком: κ. μνείαν ἔχειν τινός Eur. быть полным воспоминаний о ком(чем)-л.; κ. ἐγχώριος Aesch. чистокровный туземец; κ. δ᾽ ὢν ἐπώνυμος πομπαῖος ἴσθι Aesch. в точном соответствии с твоим прозвищем, будь (Оресту) проводником; κ. δ᾽ εἰμὶ τοῦ πατρός Aesch. я целиком на стороне отца; ἦ κ. и καὶ κ. Aesch., Soph. конечно же, безусловно; καὶ τὸ κ. Her. в высшей степени или особенно.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: strongly, very (Ion., trag.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From *καρτύς = κρατύς (cf. καρτερός, κάρτιστος), s. κράτος. On the ending Schwyzer 622f., Ruijgh

Middle Liddell

κάρτος = κράτος
1. very, very, much, extremely, Lat. valde, admodum.
2. beyond measure, in good earnest, κ. ἐγχώριος a thorough native, Aesch.; κ. ὢν ἐπώνυμος true to thy name, Aesch.; κ. δ' εἰμὶ τοῦ πατρός all on my father's side, Aesch.
3. καὶ κάρτα, used to increase the force of a previous statement, really and truly, most certainly, Hdt., Soph.; so, τὸ κάρτα, with iron. sense, in good sooth, with a vengeance, Hdt.

Frisk Etymology German

κάρτα: {kárta}
Grammar: Adv.
Meaning: stark, sehr (vorw. ion. u. trag.).
Etymology : Von *καρτύς = κρατύς (vgl. καρτερός, κάρτιστος), s. κράτος. Zum Ausgang -α Schwyzer 622f. m. reicher Lit.
Page 1,793