ἀγοράζω
English (LSJ)
[ᾰγ], fut. ἀγοράσω Ar.Lys.633,
A ἀγορῶ LXX Ne.10.31: aor. ἠγόρασα X.HG7.2.18, D.21.149, etc.: pf. ἠγόρακα Arist.Oec.1352b7, Plb.6.17.4:—Med., aor. ἠγορασάμην D.50.55: pf. ἠγόρασμαι (v. infr.):—Pass., aor. ἠγοράσθην Id.59.46: pf. ἠγόρασμαι Is.8.23, Men. 828:—frequent the ἀγορά, αἱ γυναῖκες ἀγοράζουσι καὶ καπηλεύουσι Hdt.2.35, 4.164, cf. Arist.Ph.196a5, Com.Adesp.710; occupy the marketplace, Th.6.51.
2 buy in the market, πωλεῖν ἀ. Ar.Ach.625; ἐπιτήδεια ἀ. X.An.1.5.10; generally, buy, Ar.Pl.984, etc.; farm taxes or state-contracts, ὠνὴν ἀγοράζω PRev.Laws41.22, al.; τὸν Σαίτην ἀγοράσας ib.60.23:—Med., buy for oneself, X.An.1.3.14:—Pass., διά τινος ἀγοράζω D. 50.25: pf. Pass. in med. sense, ἀντὶ τοῦ ἠγοράσθαι αὐτοῖς τὸν οἶνον Id.35.19.
3 haunt the ἀγορά, Corinn.34, Pi.Fr.103; οὐδ' ἀγοράσει γ' ἀγένειος οὐδεὶς ἐν ἀγορᾷ nor shall any boy lounge in the ἀγορά, Ar.Eq.1373. [ἀγορᾱζω (i.e. ἀγορᾴζω) in sense 1, Hdn.Gr.2.14.]
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. ἀγοράσδω Theoc.15.16
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [act. ind. aor. sin aum. 3a sg. ἀγόρασεν PCair.Zen.499.51 (III a.C.); perf. 2a sg. ἠγόρακες Ostr.1056.5 (II d.C.), 1a plu. ἀγωράκαμεν (l. ἀγορ-) PPrag.195re.7 (V d.C.); med.-pas. aor. ἠγοράσθην D.59.46, perf. ἠγόρασμαι Is.8.23, Men.Fr.891]
I intr.
1 estar en el ágora participando de sus actividades o no, pasear por el ágora, frecuentar el ágora, pasar el tiempo en el ágora Corinn.35, Pi.Fr.94d, cf. Hp.Epid.7.43, εὑρόντες μιν ἀγοράζοντα Hdt.3.137, cf. 139, οὐδ' ἀγοράσει γ' ἀγένειος οὐδεὶς ἐν ἀγορᾷ ningún imberbe deberá perder el tiempo en el ágora Ar.Eq.1373, ὁ δ' ἀγοράζει κλῇδ' ἔχων éste pasa el rato en el ágora con una llave, Com.Adesp.252, cf. Arist.Ph.196a5
•como lugar del mercado γυναῖκες ἀγοράζουσι καὶ καπηλεύουσι Hdt.2.35.
2 congregarse, reunirse en el ágora καὶ (οἱ στρατιῶται) ἐσελθόντες ἠγόραζον y (los soldados) entrando (en la ciudad) ocuparon el ágora Th.6.51
•de forma institucionalizada, de una tribu celebrar su asamblea οἵτινες προσίασιν πρὸς τὴν Ἀντιοχίδα φυλήν, ὅταν ἀγοράζει SEG 3.115.18 (Atenas IV a.C.), ὅταν οἱ δημόται ἀγοράζωσιν ἐν τῷ Θησείῳ SEG 28.103.28 (Eleusis IV a.C.).
II tr.
1 comprar ἐπιτήδεια X.An.1.5.10, D.C.71.11.3 (p.253), χιτώνιον Ar.Pl.984, ἀγοράσματα Ὀλυμπιάδι Aeschin.3.223, δεδόσθαι ... τὴν ἀτέλειαν ὅ τι ἂν πωλῶσιν ἢ ἀγοράσωσιν IIl.1.19 (IV a.C.), νίτρον Theoc.15.16, τὸ μύρον καὶ τοὺς στεφάνους Lyr.Alex.Adesp.37.8, cf. Aesop.23.1, ἠγόρασέν τις δύο ἑνῆ οἴνου en el postulado de un problema, Dioph.1.384.16
•esclavos OGI 338.23 (II a.C.), POxy.1149.5 (II d.C.), PUniv.Giss.20.14 (II d.C.), σπέρματα (τῶν λαχάνων) PMil.Vogl.255.16, tb. frec. de recipientes PSarap.80.8, 92.7 (ambos II d.C.)
•c. παρά y gen. indicando el vendedor ἠγόραζον οἱ στρατιῶται παρὰ τούτων ἅπαντα Arist.Oec.1347b12, κοιμητήριον Αὐρηλίου Γεροντίου ... ἀγορασθὲν αὐτῷ παρὰ Φλαβίας Μαρίας IChr.M.131.3 (VI d.C.), cf. Ostr.1056.5 (II d.C.), IChr.M.160.6 (V/VI d.C.), μὴ ἀμελήσῃς [ἀ] γοράσαι μοι ὡς ... σε ἠρώτησα no descuides comprarme (los cochinillos) como te pedí, POxy.2725.18 (I d.C.)
•c. gen. de precio βραχέος ἀ. comprar barato Arist.Oec.1346b8, ἐρώμενον ταλάντου ἀ. Plb.31.25.5, οὗ (ἀργυρίου) ἠγόραζον σῖτον LXX Ge.47.14, ἀργυρίου βρώματα ἀ. LXX De.2.6, cf. PCair.Isidor.72.19, 73.9 (ambos IV d.C.), πορφύραν πρὸς (δραχμὰς) δ̅ PMerton 114.19 (II d.C.)
•comprar, adquirir en subasta καὶ ἀγοράσαι Δίδυ[μον τοῦ εὑρίσκοντος] χαλκοῦ (ταλάντου) α y que Dídimo adquirió en subasta por la puja máxima de un talento, BGU 1218.7 (II a.C.)
•v. med. comprar para sí, comprarse, conseguir τὰ δ' ἐπιτήδει' ἀγοράζεσθαι X.An.1.3.14, ἀντὶ τοῦ ἠγοράσθαι αὐτοῖς τὸν οἶνον D.35.19
•fig. δόξαν Fauorin.Cor.7
•abs. κηρύττω γε Πελοποννησίοις ... πωλεῖν ἀγοράζειν πρὸς ἐμέ doy un pregón a los peloponesios ... para que hagan compraventa conmigo Ar.Ach.625.
2 contratar, adjudicarse contratas de impuestos o construcciones τὰς ἐκδόσεις παρὰ τῶν τιμητῶν Plb.6.17.4, ὠνὴν ἀ. PRev.Laws 41.22, 42.2 (III a.C.)
•abs. οἱ ἠγορακότες los contratistas Plb.6.17.4.
3 fig. lit. crist. adquirir como esclavo para rescatarlo, redimir, rescatar ἠγόρασας τῷ Θεῷ ἐν τῷ αἵματί σου Apoc.5.9
•c. gen. de precio ἠγοράσθητε τιμῆς habéis sido redimidos a un precio, 1Ep.Cor.6.20, cf. 7.23
•c. gen. separat. ἠγορασμένοι ἀπὸ τῆς γῆς rescatados del mundo, Apoc.14.3.
German (Pape)
[Seite 20] 1) nach VLL. zunächst ἐν ἀγορᾷ διατρίβειν, auf dem Markte sein, die Geschäfte desselben besorgen, Her. 2, 35 αἱ μέν γυναῖκες ἀγοράζουσι – οἱ δὲ ἄνδρες κατ' οἴκους ἐόντες –; ähnlich 3, 137. 139. 4, 78. 164; εἰςελθόντες ἠγόραζον εἰς τὴν πόλιν Thuc. 6, 51, wo der Schol. ἐνἀγορᾷ διέτριβον erkl.; Aristoph. Lys. 633; Xen. verb. es mit δειπνεῖν καὶ καθεύδειν, die gewöhnlichen Lebensbeschäftigungen andeutend, Hell. 2, 4, 10; cf. Lac. 9, 4; Cratin. bei Athen. XII, 553 e; Luc. Tox. 57 ἠγοράζομεν, wir gingen auf den Markt; Plut. Lys. 11; Aristoph. Equ. 1373 οὐδ' ἀγοράσει γ' ἀγένειος οὐδεὶς ἐν ἀγορᾷ, kein unbärtiger soll in der Versammlung mitsprechen. Diese Bdign sind bei Sp. äußerst selten, dah. die häufigen Erkl. der Schol. und die Bemerkung, daß es ein Atticismus sei. – 2) kaufen, VLL. ὠνεῖσθαι, erst später im allgemeinen Gebrauche, dah. Harpocr. noch ausdrücklich Hyperid. in Del. erwahnt, der ἱερεῖα ἀγοράσοντες, um Opferthiere zu kaufen, gesagt hatte; χιτώνιον Ar. Plut. 984, u. in der mittleren und neueren Kom. geläufig; τὰ ἐπιτήδεια Xen. An. 1, 5, 10, wie 7, 3, 2; τι, 5, 7, 8; Hell. 7, 2, 18; auch im med., ἀγοράζεσθαι τὰ ἐπιτήδεια, sich Lebensmittel kaufen, An. 1, 3, 14, wie Dem. 30, 55; τὰ ἠγορασμένα Isaeus 8, 23; ἀγοράσματα ἀγ. Aesch. 3, 223; Dem. Neaer. 46; Arist. Oec. II, 21; bei den Sp. häufig; perf. ἠγόρακα Menand. bei Ath. 654 b; Arist. Oec. II, 34; – ἀγορῶ als fut. erklärt Suid. für barbarisch; ἀγοράσω hat Charit. 1, 11; Them. Mag. ὠνήσομαι κάλλιον ἢ ἀγοράσω. Die Bemerkung des Moeris, Herodian und Drace, daß ἀγοράζω, auf dem Markt verkehren, zum Unterschiede von »kaufen« eine lange penultima habe, scheint auf willkürlichen Distinctionen der Gramm. zu beruhen, obwohl Buttm. Gr. I, p. 328 meint, daß sie sich innerlich wohl begründen lasse.
French (Bailly abrégé)
1 camper sur la place publique;
2 prendre part aux affaires et aux discussions de la place publique;
3 aller au marché ; acheter au marché, acheter ; racheter (un esclave);
Moy. ἀγοράζομαι, acheter pour soi-même, faire ses provisions.
Étymologie: ἀγορά.
Russian (Dvoretsky)
ἀγοράζω: дор. ἀγοράσδω
1 ходить на рынок или по рынку (αἱ γυναῖκες ἀγοράζουσι Her.): εἰσελθόντες ἠγόραζον εἰς τὴν πόλιν Thuc. они вошли на рыночную площадь города;
2 тж. med. покупать на рынке (χιτώνιον Arph.; τὰ ἐπιτήδεια Xen., Dem.): τὰ ἀγοράσματα ἠγορακέναι Arst. закупить товары.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγοράζω: [ᾰγ] μέλλ. -άσω, Ἀριστοφ. Λυσ. 633, ἀγορῶ, Ἑβδ. (Νεεμ. ι΄ 31)· ἀόρ. ἠγόρασα, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 18, Δημ. κτλ.· πρκμ. ἠγόρακα, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 34, 5, Πολύβ.: - Μέσ. ἀόρ. ἠγορασάμην, Δημ. 1223, 20· πρκμ. ἠγόρασμαι, (ἴδε κατωτέρ.).- Παθ., ἀόρ. ἠγοράσθην, ὁ αὐτ. 1360. 19: πρκμ. ἠγόρασμαι, Ἰσαῖ. 71, 22, Μένανδρ. Ἄδηλ. 214. Εἶμαι ἐν ἀγορᾷ, θαμίζω εἰς αὐτήν, συχνάζω ἐκεῖ· αἱ γυναῖκες ἀγ. καὶ καπηλεύουσιν, ἐν Αἰγύπτῳ δηλ., Ἡρόδ. 2. 35, 4. 164, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 2. 4, 2· καταλαμβάνω ἢ κατέχω τὸν τόπον τῆς ἀγορᾶς, ἐπὶ στρατιωτῶν, Θουκ. 6.59. 2) ἀγοράζω, ὡς καὶ νῦν ἔτι, πωλεῖν, ἀγοράζειν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 625, πρβλ. Πλ. 984· ἐπιτήδεια ἀγ., Ξεν. Ἀν. 1.5, 10· και αὕτη κατήντησεν ἡ κοινὴ σημασία: Μέσ., ἀγοράζω τι δι’ ἐμαυτόν, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 14, Δημ. 1215. 2· πρκμ. παθ. ἐν μέσῃ σημασ., ἀντὶ τοῦ ἠγοράσθαι αὐτοῖς τὸν οἶνον, Δημ. 929. 6. 3) ὡς σημεῖον ὀκνηρῶν ἀνθρώπων, περιφέρομαι ἀργὸς ἐν τῇ ἀγορᾷ, διημερεύω ἐκεῖ, Κόριννα καὶ Πίνδ. παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 720· ἀγοράσἀγένειος (κρᾶσις ἐκ τοῦ ἀγοράσει ἀγένειος) οὐδεὶς θέλει παραμείνῃ ἐν τῇ ἀγορᾷ πρὶν ἢ ἀποκτήσῃ γενειάδα, Ἀριστοφ. Ἱπ. 1373, ἔκδ. Δινδ. ἀγοράζειν εἰς πόλιν, περιφέρομαι, Θουκ. 6. 51, πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ. 2· [ᾰγ- κυρίως· ἀλλὰ ᾱγ- ἐν Ἀποσπ. Κωμ. Ἀνωνύμ. 4. σ. 620.]
English (Slater)
ᾰγοράζω test., Σ. Ar., Ach. 720, ἀγοράζειν· ἐν ἀγορᾷ διατρίβειν, Ἀττικῶς· ὅθεν καὶ ἡ Κόριννα, ἐστι τοῦ Πινδάρου ἀττικιστί, ἐπεὶ καὶ ἐν τῷ πρώτῳ τῶν παρθενίων ἐχρήσατο τῇ λέξει fr. 94d. Snell, = fr. 103 Schr.
English (Abbott-Smith)
ἀγοράζω (< ἀγορά), [in LXX chiefly for שׁבר, קנה;]
1.to frequent the ἀγορά (Hdt., al.).
2.to buy in the market, purchase (Xen., al.; LXX; in π. very common in deeds of sale, v. MM, VGT, s.v.): absol., Mt 21:12, Mk 11:15; c. acc. rei, Mt 13:44, 46, al.; seq. παρά, c. gen. pers., Re 3:18 (LXX, Polyb.); ἐκ, Mt 27:7; c. gen. pret., Mk 6:37, al.; metaph., I Co 6:20 7:23, II Pe 2:1, Re 5:9 14:3, 4.
English (Strong)
from ἀγορά; properly, to go to market, i.e. (by implication) to purchase; specially, to redeem: buy, redeem.
English (Thayer)
(imperfect ἠγόραζον; future ἀγοράσω); 1st aorist ἠγόρασα; passive, perfect participle ἠγορασμένος; 1st aorist ἠγοράσθην; (ἀγορά);
1. to frequent the marketplace.
2. to buy (properly, in the marketplace) (Aristophanes, Xenophon, others); used
a. literally: absolutely, G T Tr WH); τί, παρά and the genitive of the person from whom, Sept., Polybius); ἐκ and the genitive of price, τιμή, 1); ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ, by shedding his blood, ἀπό τῆς γῆς, ἀπό τῶν ἀνθρώπων, ἀγοράζω does not mean redeem (ἐξαγοράζω) — as is commonly said. (Compare: ἐξαγοράζω.)
Greek Monotonic
ἀγοράζω: [ᾰγ], μέλ. -άσω, αόρ. αʹ ἠγόρασα, παρακ. ἠγόρακα — Μέσ., αόρ. αʹ ἠγορασάμην — Παθ., αόρ. αʹ ἠγοράσθην, παρακ. ἠγόρασμαι (επίσης με Μέσ. σημασία)·
1. είμαι, βρίσκομαι στην ἀγορά, συχνάζω εκεί, σε Ηρόδ.· καταλαμβάνω τον τόπο της αγοράς, σε Θουκ.
2. αγοράζω στην αγορά, προμηθεύομαι, ψωνίζω, σε Αριστοφ., Ξεν. — Μέσ., αγοράζω κάτι για τον εαυτό μου, στον ίδ. κ.λπ.
3. ως σημάδι οκνηρών, τεμπέληδων ανθρώπων, συχνάζω, περιφέρομαι αργός στην ἀγορά, σε Θουκ.· πρβλ. ἀγοραῖος.
Middle Liddell
1. (also in mid. sense); to be in the ἀγορά, frequent it, Hdt.: to occupy the market-place, Thuc.
2. to buy in the market, buy, purchase, Ar., Xen.; Mid. to buy for oneself, Xen., etc.
3. as a mark of idle fellows, to lounge in the ἀγορά, Thuc.; cf. ἀγοραῖος.
Chinese
原文音譯:¢gor£zw 阿哥拉索
詞類次數:動詞(31)
原文字根:買 相當於: (קָנָה) (שָׁבַר)
字義溯源:到市場去,購買,置買,買來,買,作買賣;源自(ἀγορά)=市區廣場);而 (ἀγορά)出自(ἄγω)X*=聚集)。這字主要是說:買,(自然也必有賣,亦即買賣),不僅在市場中,連在聖殿中也有買賣( 太21:12; 可11:15);抹大拉的馬利亞等三個姐妹也曾買了香膏,去膏耶穌的身體( 可16:1)。新約六次提及,信徒是被買來的( 林前6:20; 7:23; 彼後2:1; 啓5:9; 14:3,4)。其次在( 加3:13; 4:5)說到我們是從律法之下贖出來的(1805)數量太多,不能盡錄;
2) 買了(4) 太13:46; 太27:7; 可16:1; 啓5:9;
3) 你們是⋯買來的(2) 林前6:20; 林前7:23;
4) 買的人(2) 太21:12; 路19:45;
5) 我買了(2) 路14:18; 路14:19;
6) 買來的(1) 啓14:4;
7) 我們⋯去買(1) 約6:5;
8) 買來(1) 啓14:3;
9) 我們可以⋯買(1) 可6:37;
10) 又買(1) 路17:28;
11) 買罷(1) 太25:9;
12) 買的(1) 可11:15;
13) 他買了(1) 可15:46;
14) 你去買(1) 約13:29;
15) 置買的(1) 林前7:30
Mantoulidis Etymological
(=εἶμαι στήν ἀγορά, συχνάζω ἐκεῖ, καταλαμβάνω τόν τόπο τῆς ἀγορᾶς, ἀγοράζω, ὅπως καί τώρα). Ἀπό τή λέξη ἀγορά. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγόρασμα, ἀγόρασις, ἀγορασμός (=ψούνισμα), ἀγοραστής (=ψωνιστής), ἀγοραστικός (=ἐμπορικός), ἀγοραστός, ἀγοράστρια, ἀγορασία, ἀγοραῖος.
Translations
buy
Abkhaz: аахәара; Afrikaans: koop; Aghwan: 𐔸𐕒𐔲𐕒𐕡𐕆𐔴𐕍𐔴𐕚𐕒𐕡𐕎; Ainu: ホㇰ; Akan: tɔ; Aklanon: bakae; Albanian: blej; Amharic: መግዛት; Apache Western Apache: nahiʼdiih; Arabic: اِشْتَرَى; Egyptian Arabic: اشترى; Moroccan Arabic: شرى; Aragonese: crompar; Armenian: գնել, առնել; Aromanian: acumpãr; Assamese: কিনা; Assyrian Neo-Aramaic: ܙܵܒ݂ܹܢ; Asturian: mercar, comprar; Avar: бичун босизе; Azerbaijani: almaq; Bashkir: һатып алыу, алыу; Basque: erosi; Belait: melei; Belarusian: купляць, купі́ць; Bengali: কেনা; Breton: prenañ; Brunei Bisaya: mali; Brunei Malay: bali; Bulgarian: купувам; Burmese: ဝယ်; Catalan: comprar; Cebuano: palit; Central Atlas Tamazight: ⵙⵖ, ⴰⵖ; Central Dusun: boli; Chinese Cantonese: 買/买; Mandarin: 買/买; Chuukese: kamö; Cornish: prena; Corsican: cumprà; Crimean Tatar: satın almaq; Czech: kupovat, koupit; Danish: købe; Dutch: kopen, aanschaffen, aankopen; Elfdalian: tjyöpa; Esperanto: aĉeti; Estonian: ostma; Evenki: гами; Farefare: da; Faroese: keypa; Finnish: ostaa; Franco-Provençal: achetar; French: acheter; Friulian: comprâ; Galician: mercar, comprar; Georgian: ყიდვა; German: kaufen; Gilaki: هین; Gothic: 𐌱𐌿𐌲𐌾𐌰𐌽; Greek: αγοράζω; Ancient Greek: ἀγοράζω, ἀγοράσδω, ἀλλάσσω, ἀλλάττω, ἀμείβω, ἀποδίδωμι, ἀποπρίαμαι, εἰσπρίαμαι, ἐκμισθοῦμαι, ἐκπρίαμαι, ἐμπολάω, ἐμπολῶ, ἐμπορεύομαι, ἐξαγοράζω, ἐξωνέομαι, ἐξωνοῦμαι, ὠνέομαι, ὠνοῦμαι; Greenlandic: sivoq; Guaraní: jogua; Gujarati: ખરીદવું; Haitian Creole: achte; Hausa: sáyṓ; Hawaiian: kūʻai; Hebrew: קָנָה; Higaonon: palit; Hindi: मोल लेना, ख़रीदना; Hungarian: vásárol, vesz; Ibanag: gatang; Icelandic: kaupa; Ido: komprar; Ilocano: gatang; Indonesian: membeli; Ingrian: ostaa, lunastaa, lunata; Ingush: эца; Interlingua: comprar, emer; Irish: ceannaigh; Isnag: xatang; Istriot: cunprà; Italian: comprare; Iu Mien: maaiz; Ivatan: manadiw; Japanese: 買う, 購入する; Javanese: tuku, tumbas, mundhut; Kabyle: ⴰⵖ; Kaingang: kajãm; Kambera: kei; Kapampangan: sali, sumali; Kazakh: сатып алу; Khmer: ទិញ; Kongo: kusumba; Korean: 사다, 구입하다; Kumyk: алмакъ; Kurdish Central Kurdish: کڕین; Northern Kurdish: kirrîn, standin; Kyrgyz: сатып алуу; Ladin: comprer; Lao: ຊື້; Latgalian: pierkt; Latin: emo, sumo; Latvian: pirkt, nopirkt; Ligurian: acatâ; Lithuanian: pirkti; Lombard: crompâ; Low German German Low German: köpen; Luxembourgish: kafen; Macedonian: купува; Malay: beli; Maltese: xtara; Manchu: ᡠᡩᠠᠮᠪᡳ; Mansaka: bili; Mongolian: авах, худалдаж авах; Moore: ra; Nanai: гаори; Navajo: nayiiłniih; Neapolitan: accattà; Nepali: किन्नु; Ngazidja Comorian: uhula; Norman: acater, acataer; North Frisian: kuupe; Northern Sami: oastit; Northern Norwegian: kjøpe; Occitan: crompar; Ojibwe: adaawen; Okinawan: 買ーゆん, 買ーいん; Old English: bycgan, ceapian; Old Norse: kaupa, byggja; Old Saxon: buggian; Oromo: bituu; Ossetian: ӕлхӕнын; Papiamentu: kumpra; Pashto: پېرل, پېرودل; Persian: خریدن; Polish: kupować, kupić, nabywać, nabyć; Portuguese: comprar, adquirir; Punjabi: ਖ਼ਰੀਦਣਾ; Quechua: rantiy, rantii; Romani: kinel; Romanian: cumpăra; Romansch: cumprar, cumprer; Russian: покупать, купить; Samogitian: pėrktė; Sanskrit: क्रीणाति; Sardinian: comparai, comporai, comporare, cumporai, comprai; Scottish Gaelic: ceannaich; Semai: belik; Serbo-Croatian Cyrillic: купити, куповати, покуповати; Roman: kupiti, kupovati, pokupovati; Sicilian: accattari, cumprari; Sindhi: خريد ڪرڻ; Sinhalese: ගන්නවා; Slovak: kupovať, kúpiť; Slovene: kupovati, kupiti; Somali: gado, iibso; Sorbian Lower Sorbian: kupowaś, kupiś; Upper Sorbian: kupować, kupić; Sotho: reka; Spanish: comprar; Swahili: kununua; Swedish: köpa; Tagalog: bili, bilhin, bumili; Tai Dam: ꪏꪳ꫁; Tajik: харидан; Tamil: வாங்கு; Tausug: bii; Tetum: sosa; Thai: ซื้อ; Tibetan: ཉོས, གཟིགས; Tocharian B: käry-; Turkish: satın almak, sakmak; Turkmen: satyn almak; Tutong: meli; Tuvan: садып алыр; Ukrainian: купувати, купити; Urdu: مول لینا, خریدنا; Uyghur: سېتىۋالماق; Uzbek: sotib olmoq; Venetian: cronpar, conprar; Vietnamese: mua; Walloon: atchter; Waray-Waray: palit, balyo; Welsh: prynu; West Coast Bajau: beli; West Frisian: keape, keapje; White Hmong: yuav; Yagnobi: хиринак; Yiddish: קויפֿן; Yoruba: rà; Zhuang: cawx