θάπτω

Revision as of 15:09, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

fut. θάψω Is.8.21:—Pass., fut. τᾰφήσομαι E.Alc.632, Lys. 13.45, also τεθάψομαι S.Aj.577, 1141, E.IT1464: aor. 1 ἐθάφθην Simon.167 (cj.), Hdt.2.81,7.228; more freq.aor. 2 ἐτάφην [ᾰ] Id.3.10, 55, and always in Att., as Ar.Pl.556; part. ἐνθαφείς CIG2839 (Aphrodisias): pf. τέθαμμαι, Ion.3pl. τετάφαται v.l. τεθάφαται Hdt.6.103; imper. τεθάφθω Luc.DMar.9.1; inf. τεθάφθαι A.Ch.366 (lyr., prob.l.), Lycurg.113: plpf. Pass. ἐτέθαπτο Od.11.52, Hdt.1.113:—honour with funeral rites, ὅτε μιν θάπτωσιν Ἀχαιοί Il.21.323, cf. Hes.Sc.472; esp. by burial, οὐ γάρ πω ἐτέθαπτο ὑπὸ χθονός Od.11.52 (but freq. used later with ref. to cremation, D.S.3.55, App.Hann.35, Philostr.Her. 10.11, etc.; πυρὶ θάπτειν Plu.2.286f, Philostr.VS2.20.3); θάπτειν… γῆς φίλαις κατασκαφαῖς A.Th.1013, cf. E.Supp.545 (Pass.); θάπτω ἐς χῶρον Hdt.2.41; οὗ ἐβούλοντο Th.8.84; θάπτω ἐξ οἰκίας = to carry out to burial from a house, Is.8.21; καταλείψει μηδὲ ταφῆναι = not even his burial expenses, Ar.Pl.556; τῷ δ' εἶναι μηδὲ ταφῆναι Id.Ec.592.

German (Pape)

[Seite 1187] perf. τέταφα u. aor. pass. ἐτάφην, ταφήσει, Eur. Troad. 448; auch ἐθάφθην, Her. 2, 81. 7, 228; perf. τέθαμμαι, Plat. Crat. 400 c; τεθάφθω, Luc. D. Har. 9, 1; einen Leichnam bestatten, Hom. u. Folgde; den Leichnam verbrennen, Od. 12, 12. 24, 417 Il. 21, 323; dah. auch πυρὶ θάπτειν, Iac. A. P. p. 445; die in Aschenkrügen gesammelten Gebeine beisetzen, beerdigen, begraben, Od. 11, 52; Hes. Sc. 472; auch den Leichnam selbst beerdigen, u. dies ist der gewöhnl. Gebrauch, Ἐτεοκλέα θάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς, Aesch. Spt. 999 u. öfter; παρὰ Σκαμάνδρου πόρον τέθαψαι Ch. 361; ταφείς Spt. 1012; Soph. öfter, auch τεθάψεται, Ai. 577. 1141; τεθάφαται, sie sind beerdigt worden, Her. 6, 103, auch τετάφαται geschr.; Thuc. u. Folgde überall.

French (Bailly abrégé)

f. θάψω, ao. ἔθαψα, ao.2 ἔταφον, pf. inus.
Pass. f.2 ταφήσομαι, ao. ἐθάφθην, ao.2 ἐτάφην, pf. τέθαμμαι, f.ant. τεθάψομαι;
I. rendre les honneurs funèbres à, acc.;
II. particul. :
1 enterrer;
2 mettre un corps sur un bûcher.
Étymologie: Θαπ, développement de la R. Θα ou Θε, poser ; cf. τάφος.

Russian (Dvoretsky)

θάπτω: (fut. θάψω; pass.: fut. 2 ταφήσομαι, aor. 1 ἐθάφθην, aor. 2 ἐτάφην, pf. τέθαμμαι, fut. 3 τεθάψομαι) воздавать погребальные почести, совершать похоронный обряд (вначале преимущ. путем сжигания трупов, впосл. - путем погребения), т. е. хоронить, предавать огню или земле (ὑπὸ χθονός Hom.; ἐς χῶρον Her.; πυρί Plut.; ἐν εἰρινέοισι εἵμασι θαφθῆναι Her.): φιτροὺς ταμόντες θάπτομεν … Ἐπεὶ νεκρὸς ἐκάη … Hom. нарубив деревьев, мы предаем огню (тело Эльпенора) … Когда труп сгорел …; θαφθεῖσί σφι αὐτοῦ ταύτῃ τῇ περ ἔπεσον ἐπιγέγραπται γράμματα λέγοντα τάδε Her. над ними, погребенными там, где они пали, начертаны были письмена, гласящие следующее; παρὰ Σκαμάνδρου πόρον τέθαψαι (v.l. τεθάφθαι) Aesch. быть похороненным у переправы через Скамандр.

Greek (Liddell-Scott)

θάπτω: (ἐκ τῆς √ΤΑΦ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ μέλλ. καὶ β΄ παθ. ἀορ. ἐν τῇ λέξει τάφος, κτλ.), μέλλ. θάψω, ἀόρ. ἔθαψα. - Παθ., μέλλ. τᾰφήσομαι Εὐρ. Ἀλκ. 632, Λυσ. 134. 1· ὡσαύτως τεθάψομαι Σοφ. Αἴ. 577, 1141, Εὐρ.: ἀόρ. ἐθάφθην Σιμων. 170, Ἡρόδ. 2. 81., 7. 228· συχνότερον ἐτάφην ᾰ ὁ αὐτ. 3. 10, 55, καὶ ἀείποτε παρ’ Ἀττ., μετοχ. ἐνθαφεὶς Συλλ. Ἐπιγρ. 2839· - πρκμ. τέθαμμαι, Ἰων. γ΄ πληθ. τεθάφαται Ἡρόδ. 6. 103· προστ. τεθάφθω Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 9. 1· ἀπαρ. τεθάφθαι (οὕτως ὁ Ahr. ἀντὶ τέθαψαι) Αἰσχύλ. Χο. 366, Λυκοῦργ. 164. 7, τετάφθαι Πλούτ. 2. 265Α· ὑπερσ. παθ. ἐτέθαπτο Ὀδ. Λ. 52, Ἡρόδ. Τελῶ τὰ ὕστατα πρὸς τὸν νεκρὸν καθήκοντα, τιμῶ αὐτὸν μὲ ἐπικηδείους τελετάς, ἐνταφιάζω, ὅτε μιν θάπτουσιν Ἀχαιοὶ Ἰλ. Φ. 323, πρβλ. Ὀδ. Μ. 12, Ω. 417, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 472· τοῦ θάπτειν ἦσαν δύο τρόποι, τὸ κάειν (καίειν) καὶ τὸ κατορύττειν: - καὶ μὴ ὁρῶν μου τὸ σῶμα ἢ καόμενον ἢ κατορυττόμενον ἀγανακτῇ Πλάτ. Φαίδ. 1150, πρβλ. Ὀδ. Λ. 74 (με κακκῆαι σὺν τεύχεσι) πρὸς τὸν στίχ. 52 (οὐ γάρ πω ἐτέθαπτο ὑπὸ χθονός)· θάπτειν... γῆς φίλαις κατασκαφαῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 1008, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 543 κἑξ.· θ. ἐς τόπον Ἡρόδ. 2. 41, πρβλ. Θουκ. 8. 84· θ. ἐξ οἰκίας, ἐκφέρω ἐκ τῆς οἰκίας καὶ κηδεύω, Ἰσαῖ. 71. 13· καταλείψει μηδὲ ταφῆναι, μηδὲ τὰ ἔξοδα τῆς κηδείας, Ἀριστοφ. Πλ. 556· τῷ δ’ εἶναι μηδὲ ταφῆναι ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 591· πρβλ. ἐντάφιος· - πυρὶ θάπτειν = καίειν, Πλούτ. 2. 286Ε, πρβλ. Wessel. Διόδ. 1. σ. 223.

English (Autenrieth)

aor. θάψαν, pass. plup. ἐτέθαπτο: inter, bury.

Spanish

enterrar

English (Strong)

a primary verb; to celebrate funeral rites, i.e. inter: bury.

English (Thayer)

1st aorist ἔθαψα; 2nd aorist passive ἐτάφην; from Homer down; the Sept. for קָבַר; to bury, inter (BB. DD. under the word Burial>; cf. Recker, Charicles, namely, ix. Excurs., p. 390f): τινα, συνθάπτω.)

Greek Monolingual

(AM θάπτω)
βλ. θάβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θάπ-τω < θαφ-, το οποίο εμφανίζεται με τις μορφές θαπ- και ταφ- (με τον νόμο της ανομοιώσεως τών δασέων) και ανάγεται σε ΙE dhmbh- «σκάβω» (η απαθής βαθμίδα dhembh- της ρίζας δεν απαντά) + επίθημα -τω (πρβλ. βλάπτω, κόπτω). Συνδέεται με αρμ. damb-an, damb-aran «τάφος», τα οποία σε συνδυασμό με το ελλ. τάφ-ρ-ος επιτρέπουν ίσως την αναγωγή σε θέμα r/n. Ο νεοελλ. τ. θάβω από τον αόρ. έθαψα κατά το σχήμα έθλιψα - θλίβω κ.λπ.
ΠΑΡ. ταφή, τάφος, τάφρος.
ΣΥΝΘ. εκθάπτω, ενθάπτω, συνθάπτω
αρχ.
αντιθάπτω, επενθάπτω, επιθάπτω, καταθάπτω, παραθάπτω, παρακαταθάπτω, προθάπτω, συγκαταθάπτω, συνενθάπτω].

Greek Monotonic

θάπτω: (από τη √ΤΑΦ, πρβλ. τᾰφῆναι, τάφος)· μέλ. θάψω, αόρ. αʹ ἔθαψα· Παθ. μέλ., τᾰφήσομαι και τεθάψομαι, αόρ. αʹ ἐθάφθην, αόρ. βʹ ἐτάφην [ᾰ], παρακ. τέθαμμαι, Ιων. γʹ πληθ. τεθάφαται, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. ἐτέθαπτο· αποδίδω τις τελευταίες τιμές, εκτελώ καθήκοντα απέναντι στο νεκρό, τιμώ με επικήδειες τελετές, ενταφιάζω, π.χ. τα προγενέστερα χρόνια μέσω της καύσης του σώματος, σε Όμηρ.· έπειτα απλά, ενταφιάζω, θάβω, κηδεύω, σε Ηρόδ., Αττ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: bury (Il.).
Other forms: Aor. θάψαι, pass. ταφῆναι, also ταθῆναι, perf. pass. τέθαμμαι,
Compounds: also with prefix, e. g. ἐνθάπτω, συνθάπτω, καταθάπτω,
Derivatives: τάφος m. burying, tomb (Il.), ταφή id. (IA); from there thee hypostases ἐνθάπτω, ἐπιτάφιος belonging to the burial with ἐνταφιάζω, ἐνταφιαστής (LXX, pap.); ἐπιταφέω attend a burial (inscr.); ταφήϊος belonging to a burial (Od.), ταφεύς gravedigger (S.; s. Boßhardt Die Nom. auf -ευς 41), ταφών, ταφεών (place) of a tomb (inscr.), ταφικόν burial costs (pap.). - τάφρος f. (on the genus Schwyzer-Debrunner 34 n. 1) ditch (for fortification etc.) (Il.) with ταφρεύω = make a ditch (Att.), from which ταφρεία, τάφρευμα, τάφρευσις, ταφρευτής; rare τάφρη id. (Ion.). - Uncertain θάπτ<ρ>α μνῆμα (cod. μυῖα). Κρῆτες H.; s. Latte Glotta 34, 196f.
Origin: IE [Indo-European] [248] *dʰembʰ- dig
Etymology: With the generalized zero grade θαπ-, ταφ- < *θαφ- agrees Arm. damb-an tomb, if one starts from IE dhm̥bh- (but the words are not old, s. Clackson, Relationship Arm. Greek, 1994, 120f.); the full grade *dʰembʰ- would have been eliminated in both languages. (τάφρος: damb-an does not allow to posit an r-n-stem. - Lidén Armen. Stud. 41f. with criticism of older views. - The word could well be a loan: IE origin is uncertain.

Middle Liddell

[from Root !ταφ, cf. ταφθῆναι, τάφος
to pay the last dues to a corpse, to honour with funeral rites, i. e. in early times by burning the body, Hom.: then, simply, to bury, inter, Hdt., Attic

Frisk Etymology German

θάπτω: {tháptō}
Forms: Aor. θάψαι, Pass. ταφῆναι, auch -θῆναι, Perf. Pass. τέθαμμαι,
Grammar: v.
Meaning: bestatten, begraben (seit Il.).
Composita: auch mit Präfix, z. B. ἐν-, συν-, κατα-,
Derivative: Ableitungen: τάφος m. Bestattung, Grab, Grabmal (seit Il.), ταφή ib. (ion. att.); davon u. a. die Hypostasen ἐν-, ἐπιτάφιος zum Begräbnis gehörig mit ἐνταφιάζω, ἐνταφιαστής (LXX, Pap. usw.) u. a.; ἐπιταφέω einer Bestattung beiwohnen (Inschr.) usw.; ferner ταφήϊος ‘zum τ. gehörig’ (Od. u. a.), ταφεύς Totengräber (S.; vgl. Boßhardt Die Nom. auf -ευς 41), ταφ(ε)ών Grabstätte (Inschr.), ταφικόν Grabkosten (Pap.) u. a. — τάφρος f. (zum Genus Schwyzer-Debrunner 34 A. 1) ‘Graben (zur Befestigung usw.)’ (seit Il.) mit ταφρεύω einen Graben ziehen (att.), wovon ταφρεία, τάφρευμα, -ευσις, -ευτής; selten τάφρη ib. (ion.). — Ganz unsicher θάπτ<ρ>α· μνῆμα (cod. μυῖα). Κρῆτες H.; s. Latte Glotta 34, 196f.
Etymology: Zu der durchgeführten Schwundstufe θαπ-, ταφ- aus *θαφ- stimmt arm. damb-an, damb-aran ‘Grab, Gruft, Grabmal, wenn man von idg. dhm̥bh- ausgeht; die Hochstufe dhembh- ist in beiden Sprachen ausgeschaltet worden. Aus τάφρ-ος: damb-an ist vielleicht auf einen r-n-Stamm zu schließen; -aran ist im Armenischen ein sehr produktives Suffix. — Lidén Armen. Stud. 41f. mit Kritik älterer Ansichten; danach Bq s. v. und WP. 1, 852.
Page 1,653-654

Chinese

原文音譯:q£ptw 他普拖
詞類次數:動詞(11)
原文字根:死 相當於: (קָבַר‎)
字義溯源:埋葬*,埋。參讀 (ἐνταφιάζω)同義字
同源字:1) (ἐνταφιάζω)殯葬 2) (ἐνταφιασμός)預備入葬 3) (θάπτω)埋葬 4) (συνθάπτω)一同埋葬 5) (ταφή)安葬 6) (τάφος)墳墓
出現次數:總共(11);太(3);路(3);徒(4);林前(1)
譯字彙編
1) 埋葬(6) 太8:21; 太8:22; 太14:12; 路9:59; 徒5:9; 徒5:10;
2) 埋葬了(4) 路16:22; 徒2:29; 徒5:6; 林前15:4;
3) 去埋葬(1) 路9:60

Mantoulidis Etymological

Ἀπό θέμα θαφ + πρόσφυμα τ + ω → θάφτω → θάπτω.
Παράγωγα: θαπτέον, ἄθαπτος, τάφος, ταφή, ἄταφος, ἐπιτάφιος, ταφεύς, κενοτάφιον, τάφρος, ταφρεύω (=ἀνοίγω τάφρο), ταφρεία.

Léxico de magia

enterrar un gato περιέλιξον (τὸν χάρτην) εἰς τὸ σῶμα τοῦ αἰλούρου καὶ θάψον coloca el rollo de papiro alrededor del cuerpo del gato y entiérralo P III 21 un escarabajo θάψας (τὸν κάνθαρον) ζμύρνῃ καὶ οἴνῳ Μενδησίῳ καὶ βυσσίνῳ entierra el escarabajo con mirra, vino mendesio y lino P IV 768

Lexicon Thucydideum

sepelire, to bury, 1.8.1. 1.138.6 (de Themistocle concerning Themistocles), 2.34.5, 2.34.7. 2.52.4, 2.57.1. 3.58.5, 3.109.3, 5.11.1, 6.72.1, 8.84.5.
PASS. 2.35.1, 2.46.1. 3.58.4, 5.74.2.

Translations

bury

Afrikaans: begrawe; Albanian: varros; Amharic: ቀበረ; Arabic: دَفَنَ‎, قَبَرَ‎; Egyptian Arabic: دفن‎; Gulf Arabic: دفن‎; Argobba: ቀበራ; Armenian: թաղել; Aromanian: ngrop, murmintedz, ngrupiljedz; Assamese: পোত, কবৰ দে; Assyrian Neo-Aramaic: ܩܵܒ݂ܹܪ‎; Azerbaijani: basdırmaq, dəfn etmək, torpağa tapşırmaq; Bashkir: ҡуйыу, ерләү; Belarusian: хаваць, пахаваць, харані́ць, пахарані́ць; Bengali: পোঁতা, মাটি দেওয়া, গোর দেওয়া; Breton: beziañ, douarañ; Bulgarian: погребвам, погреба; Burmese: မြှုပ်နှံ, မြှုပ်, မြေချ; Catalan: enterrar; Cherokee: ᎦᏂᏏᎭ; Chinese Mandarin: 埋葬, 埋; Czech: pohřbívat, pohřbít; Danish: begrave; Dutch: begraven; Esperanto: enterigi; Estonian: matma; Faroese: jarða; Finnish: haudata; French: enterrer, ensevelir; Galician: enterrar, soterrar; Ge'ez: ቀበረ; Georgian: დამარხვა, დაკრძალვა; German: beerdigen, begraben; Greek: θάβω, ενταφιάζω; Ancient Greek: θάπτω; Hebrew: קָבַר‎; Higaonon: lubong; Hiligaynon: lubong; Hindi: दफ़नाना, दफ़न करना, गाड़ना; Hungarian: temet; Icelandic: grafa; Irish: cuir, cuir san uaigh; adhlaic; Italian: seppellire, inumare, sotterrare; Ivatan: ilaveng; Japanese: 葬る, 埋葬する; Kazakh: көму, жерлеу; Khmer: កប់, បង្កប់; Korean: 묻다, 매장하다; Kyrgyz: көмүү; Lao: ຝັງ; Latin: sepelio, tumulo, humo; Latvian: apbedīt, apglabāt; Lithuanian: palaidoti; Low German: begrawen; Macedonian: погребува, погребе; Malay: tanam; Middle English: graven, berien; Mongolian Cyrillic: оршуулах, булшлах; Ngazidja Comorian: udziha; Norman: entèrrer; North Frisian: begreew; Norwegian Bokmål: begrave; Persian: دفن کردن‎; Polish: chować, pochować, grzebać, pogrzebać; Portuguese: enterrar; Quechua: p'ampay; Romanian: îngropa, înmormânta, înhuma; Russian: хоронить, похоронить, погребать, погрести; Saho: oocoge; Serbo-Croatian Cyrillic: сахрањивати, сахранити; Roman: sahranjívati, sahrániti; Slovak: zahrabať, pochovať; Slovene: pokopavati, pokopati; Spanish: enterrar, dar sepultura; Swedish: begrava; Tagalog: libing, maglibing, ilibing; Tajik: дафн кардан; Tatar: күмәргә; Tausug: kubul; Ternate: woto; Tetum: taman; Thai: ฝัง; Turkish: defnetmek, gömmek; Ukrainian: ховати, поховати, хоронити, похоронити; Urdu: دَفَن کَرنا‎, گاڑْنا‎, دَفْنانا‎; Uyghur: كۆممەك‎, دەپنە قىلماق‎; Uzbek: dafn qilmoq, koʻmmoq; Vietnamese: chôn, mai táng; Volapük: sepülön; Welsh: claddu; Western Bukidnon Manobo: leveng; White Hmong: los; Yiddish: באַגראָבן‎