θηρίον
English (LSJ)
τό (in form Dim. of θήρ),
A wild animal, especially of such as are hunted, μάλα γὰρ μέγα θηρίον ἦεν, of a stag, Od.10.171, 180 (never in Il.); in Trag. only in Satyric drama, S.Ichn.147 (dub. in A.Fr.26): used in Prose for θήρ, X.An.1.2.7, Isoc.12.163, etc.; of the spider's prey, Arist.HA623a27; freq. of elephants, Plb.11.1.12, al.: pl., θηρία = beasts, opp. men, birds, and fishes, h.Ven.4, Hdt.3.108.
2 generally, animal, Id.1.119; νενόμισται πῦρ θηρίον εἶναι ἔμψυχον Id.3.16; of men, ἄνθρωπος πάντων θ. θεειδέστατον Antipho Soph.48; εἰς θηρίου βίον ἀφικνεῖσθαι Pl.Phdr.249b; also θηρίον ὕειον Id.R.535e; of the dog, Theoc.25.79; of fishes, Arist.HA598b1; of eels, Antiph.147.7; of leeches, IG4.951.101 (Epid.); of other small creatures, Arist.HA 552b11, 625b32, Hp. ap. Gal.19.103, Theoc.19.6; οὐκ ἔστιν οὐδὲν θηρίον τῶν ἰχθύων ἀτυχέστερον Antiph.161.1; opp. plants, Pl.Smp. 188b: prov., ἢ θηρίον ἢ θεός, either above or below the nature of man, Arist.Pol.1253a29, cf. EN1145a25.
3 beast, esp. as hostile and odious to man, θηρία τε καὶ βοτά carnivora and graminivora, Pl.Mx.237d; monster, creature, of sharks, etc., Hdt.6.44; of Typhon, etc., Pl. Phdr.230a, R.588e; of the Satyrs, S.Ichn. l.c.; ταυτὶ ποδαπὰ τὰ θ.; Ar.Nu.184, cf. Av.93.
b poisonous animal, Dsc.1.75, Act.Ap. 28.4.
II Medic., = θηρίωμα, Hp.Coac.459, Loc.Hom.29, cf. Gal. l.c.
III as a term of reproach, beast, creature, ὦ δειλότατον σὺ θηρίον Ar.Pl.439, cf. Eq.273; κόλακι, δεινῷ θηρίῳ Pl.Phdr.240b; Κρῆτες, κακὰ θ. Epimenid.1; δυσνουθέτητον θ., of poverty, Men. Georg.78; ἡ μουσικὴ ἀεί τι καινὸν θηρίον τίκτει Anaxil.27, cf. Eup.132; τί δέ, εἰ αὐτοῦ τοῦ θηρίου ἠκούσατε; said by Aeschines of Demosthenes, Plin.Ep.2.3.10; θηρίον συνεστιώμενον = a wild beast that shares one's board (of woman), Secund.Sent.8.
IV Astron., the constellation Lupus, Eudox. ap. Hipparch. 1.2.20, Vett. Val.6.13.
German (Pape)
[Seite 1209] τό, der Form nach dim. von θήρ, aber in der attischen Prosa die gew. Form dafür; schon Hom. sagt von einem Hirsche μάλα γὰρ μέγα θηρίον ἦεν, Od. 10, 171. 180; θ ηρία πάντα H. h. 4, 4; Plat. stellt Rep. IX, 571 d ἄνθρωποι καὶ θεοὶ καὶ θηρία, Men. 237 d θηρία τε καὶ βοτά zusammen; vom Wlde, Aesch. Ch. 230; oft bei Xen., z. B. Cyr. 1, 4, 16; von schädlichen, reißenden Tieren, ἄγριον Her. 6, 44; Isocr. 1 2, 121; Plut. oft, von Elephanten, Pol. 11, 1, 12; D. Sic.; – μικρά Xen. Cyr. 1, 6, 39; von Fischen, Arist. H. A. 8, 13; von der Biene, τυτθὸν θηρίον Theocr. 19, 6. Auch Eingeweidewürmer. – Bei den Rednern, wie Din. 3, 19 u. öfter, als Schimpfwort; vgl. Ar. Nubb. 184 Pl. 439. – Bei den Aerzten ein böses Geschwür, nach Hesych. = καρκίνος.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sans idée de dimin. bête :
1 bête féroce ou sauvage;
2 bête p. opp. aux hommes, aux oiseaux et aux poissons;
3 bête, animal en gén.
4 fig. en mauv. part bête monstrueuse ou vile : τί δ' εἰ αὐτοῦ τοῦ θηρίου ἀκηκόατε ; ESCHN et que serait-ce, si vous aviez entendu le monstre lui-même ?
Étymologie: θήρ.
Russian (Dvoretsky)
θηρίον: τό
1 (тж. ἄγριον θ. Her.) дикое животное, зверь (μάλα μέγα θ. Hom., ὑπὸ τῶν θηρίων ἁρπάζεσθαι Her.; τοῖς θηρίοις μάχεσθαι Plut.);
2 животное (вообще) (τὰ θηρία καὶ τὰ φυτά Plat.): θ. ὕειον Plat. свинья;
3 (как demin. к θήρ) мелкое животное или насекомое Arst.;
4 бран. (тж. κακὸν θ. NT) животное, тварь, тж. глупец: ταυτὶ ποδαπὰ τὰ θηρία; Arph. откуда эти дурни?
Greek (Liddell-Scott)
θηρίον: τό, κατὰ τύπον ὑποκορ. τοῦ θήρ, ἀλλὰ κατὰ τὴν χρῆσιν ἰσοδύναμον αὐτῷ, = ἄγριον θηρίον, ἄγριον ζῷον, ἰδίως ἐπὶ τῶν θηρευομένων, μάλα γὰρ μέγα θηρίον ἦεν, ἐπὶ ἐλάφου, Ὀδ. Κ. 171, 180 (οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.)· πράγματι δὲ εἶναι ὁ πεζὸς τύπος τοῦ θήρ, ἀλλά, ὡς ἡ λέξ. παιδίον, οὐδαμοῦ εὕρηται παρὰ Τραγ. (διότι τὰ Ἀποσπάσματα τοῦ Εὐριπ. τὰ προσαγόμενα ὡς παραδείγματα τοῦ ἐναντίου εἶναι νόθα): ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἡρόδ. 6. 44, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 7, Ἰσοκρ. 267Β, κτλ.· ἀλλά, θ. ὕειον Πλάτ. Πολ. 535Ε· ἐπὶ κυνός, Θεόκρ. 25. 79: - ἐν τῷ πληθ., κτήνη, ζῷα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἀνθρώπους, πτηνὰ καὶ ἰχθῦς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 4, Ἡρόδ. 3. 108· ἄγρια θηρία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ βοτά, βοσκήματα, Πλάτ. Μενεξ. 237D·- παροιμ., ἢ θηρίον ἢ θεός, ἢ κατώτερον ἢ ἀνώτερον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 14, πρβλ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 2· οὕτως, εἰς θηρίου βίον ἀφικνεῖσθαι Πλάτ. Φαίδρ. 249Β. 2) συνώνυμον τῷ ζῷον, Ἡρόδ. 1. 119· νενόμισται πῦρ εἶναι ἔμψυχον ὁ αὐτ. 3. 16· ἔτι καὶ ἐπὶ ἰχθύων, Ἀριστ. Ι. Ζ. 8. 13, 7, Ἀντιφάν. Λυκ. 1. 7· οὐκ ἔστιν οὐδὲν θ. τῶν ἰχθύων ἀτυχέστερον ὁ αὐτ. ἐν Μοιχ. 1· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ φυτά, Πλάτ. Συμπ. 188Β. 3) δηλητηριῶδες ζῷον, ἑρπετόν, ὄφις (ἴδε θηριακός), Διοσκ. 1. 135, Πράξ. Ἀποσπ. κη΄, 4. ΙΙ. ὡσαύτως ὡς πράγματι ὑποκορ., μικρὸν ζῷον, ζῳύφιον, ἔντομον, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 39, 6· ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ μελισσῶν, Θεόκρ. 19. 6· ἐπὶ ἑλμίνθων, Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙΙ. ὡς ἰατρικὸς ὅρος, = θηρίωμα, Ἱππ. Κωακ. 192. IV. ὡς ἐπίπληξις ἢ ὄνειδος, κτῆνος! ὡς τὸ Λατ. bellua ἢ τὸ Γαλλ. bête, ὦ δειλότατον σὺ θηρίον Ἀριστοφ. Πλ. 439, πρβλ. Ἱππ. 274, Νεφ. 184· κόλακι, δεινῷ θηρίῳ Πλάτ. Φαίδρ. 240Β· ἡ πενία καλεῖται βαρύτατον θ., Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 497· περὶ δὲ τῆς μουσικῆς λέγεται αεί τι καινὸν θηρίον τίκτειν Ἀναξίλ. Ὑακ. 1· τί δ’, εἰ αὐτοῦ τοῦ θηρίου ἀκηκόατε; ἔλεγεν ὁ Αἰσχίνης περὶ τοῦ Δημοσθένους, Πλίν. Ἐπιστ. 2. 3.
English (Autenrieth)
English (Strong)
diminutive from the same as θήρα; a dangerous animal: (venomous, wild) beast.
English (Thayer)
θηρίου, τό (diminutive of θήρ; hence, a little beast, little animal; Plato, Theact., p. 171e.; of bees, Theocritus, 19,6; but in usage it had almost always the force of its primitive; the later diminutive is θηριδιον (cf. Epictetus diss. 2,9, 6)); (from Homer down); the Sept. for חַיָה and בְּהֵמָה, an animal; a wild animal, wild beast, beast: properly, Revelation 13-20, under the figurative of a 'beast' is depicted Antichrist, both his person and his kingdom and power (see ἀντίχριστος); metaphorically, a brutal, bestial Prayer of Manasseh, savage, ferocious, Aristophanes eqq. 273; Plutarch, 439; nub. 184; (cf. Schmidt, chapter 70,2; apparently never with allusion to the stupidity of beasts); still other examples are given by Kypke, Observations, ii., p. 379; θηρία ἀνθρωπομορφα, Ignatius Smyrn. 4 [ET], cf. ad Ephesians 7 [ET]). (Synonym: see ζοων.)
Greek Monotonic
θηρίον: τό, ως υποκορ. του θήρ, αλλά στη χρήση ισότιμο με αυτό,
I. 1. άγριο ζώο, θηρίο, λέγεται για αρσενικό ελάφι, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για άγρια θηρία, σε Ηρόδ., Ξεν., κ.λπ.· αλλά, λέγεται για το γουρούνι, σε Πλάτ.· λέγεται για το σκύλο, σε Θεόκρ.· στον πληθ., θηρία, αντίθ. προς το άνθρωποι, πουλιά και ψάρια, άγρια ζώα, θηράματα, κυνήγια, σε Ηρόδ., Πλάτ.· παροιμ., ἢ θηρίον ἢ θεός, δηλ. είτε πιο κάτω είτε πιο πάνω από την ανθρώπινη φύση, σε Αριστ.
2. το ζώο, σε Ηρόδ., Πλάτ.
3. δηλητηριώδες ζώο, ερπετό, φίδι, σε Καινή Διαθήκη
II. επίσης ως γνήσιο υποκορ., μικρό ζώο, έντομο, ζωύφιο, λέγεται για μέλισσες, σε Θεόκρ.
III. ως όρος επίπληξης, κτήνος! όπως το Λατ. bellua, Γαλ., bête, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Middle Liddell
θηρίον, ου, τό, [in form a Dim. of θήρ, but in usage equiv. to it.]
I. a wild animal, beast, of a stag, Od.;—of savage beasts, Hdt., Xen., etc.; but, of a pig, Plat.; of a dog, Theocr.:—in pl. beasts, opp. to men, birds, and fishes, wild animals, game, Hdt., Plat.:—proverb., ἢ θηρίον ἢ θεός, i. e. either below or above the nature of man, Arist.
2. an animal, Hdt., Plat.
3. a poisonous animal, reptile, serpent, NTest.
II. also as real Dim. a little animal, insect, of bees, Theocr.
III. as a term of reproach, beast! like Lat. bellua, French bete, Ar., Plat.
Chinese
原文音譯:qhr⋯on 帖里按
詞類次數:名詞(66)
原文字根:野獸 相當於: (חֵיוָה)
字義溯源:危險的動物,獸,走獸,野獸,毒蛇;源自(θήρα)=打獵);而 (θήρα)出自(θῆλυς)X*=動物)。這字在啓示錄使用35次,那裏的獸乃是指著敵基督的,假先知,和敵基督的勢力範圍。他們要受神的審判和刑罰
同源字:1) (θήρα)打獸 2) (θηρεύω)獵取 3) (θηριομαχέω)鬥獸者 4) (θηρίον)野獸比較: (ζῷον)=活物
出現次數:總共(45);可(1);徒(3);多(1);來(1);雅(1);啓(38)
譯字彙編:
1) 獸(33) 啓11:7; 啓13:2; 啓13:3; 啓13:4; 啓13:4; 啓13:4; 啓13:14; 啓13:14; 啓13:15; 啓13:15; 啓13:15; 啓13:17; 啓13:18; 啓14:9; 啓14:11; 啓15:2; 啓16:2; 啓16:10; 啓16:13; 啓17:3; 啓17:7; 啓17:8; 啓17:8; 啓17:11; 啓17:12; 啓17:13; 啓17:16; 啓17:17; 啓19:19; 啓19:20; 啓19:20; 啓20:4; 啓20:10;
2) 野獸(4) 可1:13; 徒11:6; 多1:12; 啓6:8;
3) 一個獸(4) 啓13:1; 啓13:11; 啓13:12; 啓13:12;
4) 走獸(2) 來12:20; 雅3:7;
5) 毒蛇(2) 徒28:4; 徒28:5
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἄγριο ζῶο). Σάν ὑποκοριστικό τοῦ θήρ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα θηρεύω.
Translations
Albanian: bishë; Arabic: وَحْش; Armenian: կենդանի, գազան; Bashkir: хайуан; Belarusian: звер; Bulgarian: звяр, живо́тно; Catalan: bèstia, fera; Chinese Mandarin: 四足獸, 四足兽, 獸, 兽, 野獸, 野兽; Chukchi: гынник; Czech: zvíře, bestie; Danish: bæst, vilddyr, dyr; Dutch: beest, wild dier, dier; Esperanto: besto; Finnish: elukka; peto; French: bête, bête sauvage; Georgian: მხეცი, ცხოველი; German: Tier, Bestie; Gothic: 𐌳𐌹𐌿𐍃; Greek: τέρας, θηρίο; Ancient Greek: θήρ, θηρίον; Haitian Creole: bèt; Hebrew: חַיָּה, בְּהֵמָה; Higaonon: langgam; Hindi: वहश, जानवर, हैवान, जंतु, मृग; Hungarian: vadállat, bestia, dög; Ido: bestio; Irish: beithíoch; Istriot: bies'cia; Italian: bestia, belva; Japanese: 野獣, 猛獣, 獣; Kashmiri: جانور; Kazakh: хайуан; Latgalian: zviers, dzeivnīks, žeivots; Latin: bestia, fera; Latvian: dzīvnieks, zvērs; Lithuanian: žvėris; Macedonian: ѕвер; Middle French: beste; Mongolian: ан, араатан; Nahuatl: tecuani; Occitan: bèstia, fèra; Old Church Slavonic: звѣрь; Old French: beste; Pashto: ژوي; Persian: دد; Plautdietsch: Tia; Polish: zwierzę, bestia; Portuguese: fera, besta; Punjabi: ਹੈਵਾਨ; Romanian: bestie, fiară; Russian: зверь, живо́тное, тварь, бе́стия; Scottish Gaelic: ainmhidh, beathach; Serbo-Croatian Cyrillic: зве̑р, звије̑р, чудовиште, животиња, зверка, звијерка; Roman: zver, zvijer, čudovište, životinja, zverka, zvijerka; Slovak: zviera, zver, šelma; Slovene: zver; Spanish: bestia; Swahili: nunda; Swedish: best; Telugu: జంతువు, మృగము; Ukrainian: звір; Volapük: nim, lunim, bestaf; Western Panjabi: حیوان; Yiddish: בעסטיע