κλισία

English (LSJ)

Ion. κλισίη, ἡ, κλίνω
A place for lying down or reclining: hence,
I hut, shed, booth, 1. for use in peace, cot, cabin, once in Il., 18.589, cf. Od.14.194, al.
2 for use in war, hut, κ. εὔπηκτος, εὔτυκτος, Il.9.663, 10.566; κ. ὑψηλή 24.448: freq. in plural, camp, 1.487, al.; πῦρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες Od.8.501:—not common after Hom. (σκηνή being used), B.12.135, etc.: used by Trag. in lyr. and anap., A.Fr.131, S.Aj.190, 1407, E.IA189: later with various meanings, Βάκχου κλισίαι, of wine-shops, IG14.889 (Sinuessa); εὐσεβέων κλισίη, of the grave, Epigr.Gr.237.4 (Smyrna, ii/i B.C.), cf. IG12(5).1104 (Syros, ii A.D.); chapel, ἡ κ. ἡ ἱερά BCH51.220 (Thasos), cf. Arch.Pap.1.219, IG42(1).123.131 (Epid.); cf. κλεισία.
II anything for lying or sitting upon, couch or easy chair, Od.4.123; κ. δινωτὴν ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ 19.55; ἐπ' ἀλλοτρίαν κ. ἐρχόμενος IG22.1368.74.
2 couch for reclining on at table, Pi.P.4.133 (pl.); ᾧ ξυνὴν εἶχον ἐγὼ κ. Call.Aet.1.1.8; place on such couch, κ. ἄτιμος Plu.Ant.59, 2.148f; κ. ἄδοξος Hegesand.18.
3 nuptial bed, E.Alc.994, IT857.
III company of people sitting at meals, Ev.Luc.9.14; banquet, εὐωχίαι τε καὶ κ. Onos.35.5; room for company, Luc.Am.12.
IV way of lying, decubitus, Hp.Epid.7.25; τὸ σχῆμα τῆς κ. Plu.Sert.26.

German (Pape)

[Seite 1455] ἡ, ion. κλισίη, ein Ort, wo man sich hinlegen oder worauf man sich anlehnen kann; – 1) die Hütte, Lagerhütte, von leichterer Bauart als die Wohnhäuser, nicht um darin zu wohnen, sondern darin zu übernachten u. zu schlafen erbau't; also – a) im Kriege, Hütten, wie sie bei langwierigen Belagerungen von den Belagerern erbaut werden, zum Obdach für die Feldherren u. Krieger, zur Bewahrung der Gefangenen u. der Beute, von der σκηνή, die gew. aus Leinwand gemacht ist, unterschieden, mit Thüren, die verschlossen werden können; oft in der Il., vgl. über die Bauart bes. Il. 24, 450 ff., wo sie aus Balken gezimmert ist; dah. κλισίη εὔπηκτος, εὔτυκτος, Il. 9, 663. 10, 586; nach Od. 8, 501 werden sie beim Abziehen nicht abgebrochen, sondern verbrannt. – So auch Tragg.; Aesch. frg. 115; Soph. Ai. 190. 1385; κλισίαι ὁπλοφόροι Eur. I. A. 189. – b) im Frieden, die Hütten der Hirten, in welchen diese die Nacht auf dem Felde zubringen u. ihre Vorräthe u. Geräthschaften aufbewahren; auch das Haus des Eumäus, Od. 16, 159 u. öfter; auch = Laube, Luc. amor. 12. – 2) Lehnsessel, Lehnstuhl; τῇ δ' ἄρ' ἅμ' Ἀδρήστη κλισίην εὔτυκτον ἔθηκεν Od. 4, 123, ein Stuhl, der nachher κλισμός heißt; vgl. 19, 55. – Auch Tischlager, gepolsterter Sitz, auf dem man liegend die Mahlzeit einnahm; ἀπὸ κλισιάων ὦρτο Pind. P. 4, 133; Ath. XI, 474 d; auch die Sitzreihen, Ev. Luc. 9, 14; der Platz bei Tische, ἐλθόντι νέμων κλισίαν ἄτιμον Plut. sept. sap. conv. 3 M., wie Ant. 59; κλ. ἄδοξος Ath. XII, 544 c. – Das Bett, Ehebett, ἐζεύξω κλισίαις ἄκοιτιν Eur. Alc. 997; κλισίαν λέκτρων δολίαν I. T. 857. – Das Liegen selbst, μετέβαλε τὸ σχῆμα τῆς κλισίας, ὕπτιον ἀνεὶς ἑαυτόν Plut. Sert. 26. – Nach Eust. wurde auch κλεισία geschrieben.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. abri pour se coucher, càd :
1 hutte, cabane en bois;
2 tente de soldat, baraquement ; particul. baraques ou campements de marins;
II. lit, particul.
1 couche nuptiale;
2 place sur un lit de table;
3 chaise longue;
III. p. ext. manière de se coucher;
NT: groupe (de convives).
Étymologie: R. Κλι, v. κλίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλισία -ας, ἡ, Ion. κλισίη [κλίνω] hut, tent (m. n. voor soldaten):. κλισίην Πηληιάδεω ἀφίκοντο zij kwamen bij de hut van Peleus' zoon aan Il. 24.448. bed, spec. huwelijksbed:; γενναιοτάταν δὲ πασᾶν ἐζεύξω κλισίαις ἄκοιτιν de nobelste aller vrouwen heeft u als echtgenote aan uw bed verbonden Eur. Alc. 994; aanligbed; ook als aanduiding van plaats in tafelschikking:; κλισίαις ἀτίμοις προπηλακιζόμενος bespot vanwege zijn oneervolle plaats aan tafel Plut. Ant. 59.3; als acc. v. h. inw. obj. bij κατακλίνω:. κατακλίνατε αὐτοὺς κλισίας ὡσεὶ ἀνὰ πεντήκοντα zet hen in groepen van ongeveer vijftig aan tafel NT Luc. 9.14. leunstoel:. τῇ... κλισίην εὔτεκτον ἔθηκεν zij zette voor haar een fraai gemaakte leunstoel neer Od. 4.123. manier van liggen.

Russian (Dvoretsky)

κλῐσία: эп.-ион. κλῐσίη ἡ
1 хижина, шалаш (κ. κατηρεφής Hom.);
2 воен. шатер, палатка, деревянный барак (Πηληϊάδεω Hom.);
3 стул (κλισίην θεῖναί τινι Hom.);
4 застольное ложе: ἀπὸ κλισιᾶν ὀρέσθαι Pind. встать из-за стола;
5 ряд застольных лож (κατακλίνειν τινὰς κλισίας ἀνὰ πεντήκοντα NT);
6 брачное ложе (κ. λέκτρων Eur.);
7 возлежание Plut.

English (Slater)

κλῐσία pl., camp αἶψα δ' ἀπὸ κλισιᾶν ὦρτο (P. 4.133)

English (Strong)

from a derivative of κλίνω; properly, reclination, i.e. (concretely and specially), a party at a meal: company.

English (Thayer)

κλισίας, ἡ (κλίνω; from Homer down; properly, a place for lying down or reclining; hence,
1. a hut, erected to pass the night in.
2. a tent.
3. anything to recline on; a chair in which to lean back the head, reclining-chair.
4. a company reclining; a row or party of persons reclining at meal: so in plural, Winer's Grammar, 229 (214); likewise in Josephus, Antiquities 12,2, 12; Plutarch Sert. 26.

Greek Monolingual

κλισία, ιων. τ. κλισίη, ἡ (Α)
1. μέρος στο οποίο κάποιος αναπαύεται
2. (ειδ.) πρόχειρη κατοικία, καλύβα (α. «σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς», Ομ. Ιλ.
β. «κλισίην Πηληιάδεω ἀφίκοντο ὑψηλήν» Ομ. Ιλ. γ. «πῡρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες»)
3. (κατ' επέκτ.) τάφος
4. συγκέντρωση, συνάντηση («δήμων κλισίη»)
5. παρεκκλήσιο («ἡ κλισίη ἡ ἱερά»)
6. είδος ανακλίντρου («κλισίαν δινωτήν ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ», Ομ. Οδ.)
7. ανάκλιντρο το οποίο χρησίμευε ως θέση δειπνούντων (α. «ὦ ξυνὴν εἶχον ἐγὼ κλισίην», Καλλ.
β. «κλισίαν ἄτιμον», Πλούτ.)
8. ομάδα ανθρώπων που δειπνούν μαζί, συμπόσιο («εὐωχίαι τε καὶ κλισίαι», Ονήσανδρ.)
9. τρόπος κατάκλισης («μετέβαλεν τὸ σχῆμα τῆς κλισίας, ὕπτιον ἀνεὶς ἑαυτόν, ὡς οὔτε προσὲχων οὔτε κατακούων», Πλούτ.)
10. συζυγική κλίνη
11. φρ. «Βάκχου κλισίαι» — οινοπωλεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρεκτεταμένο θ. κλῐ-τ- του κλίνω (πρβλ. κλιτός) + κατάλ. -ία με τροπή του -τ- σε -σ- (πρβλ. ορει-βάτ-ης > ορει-βασ-ία. Από το ίδιο θ. με κατάλ. -ιον παράγεται και το κλίσ-ιον)].

Greek Monotonic

κλῐσία: Ιων. -ίη, (κλίνω), μέρος προς κατάκλιση, απ' όπου·
I. καλύβα, παράπηγμα, πρόχειρο κατάλυμα, όπως αυτά στα οποία ζούσαν οι πολιορκητές κατά τη διάρκεια μακροχρόνιων πολιορκιών, σε Ομήρ. Ιλ.· το γεγονός ότι δεν ήταν σκηνές, αλλά ξύλινες καλύβες, εμφανίζεται στην Ομήρ. Ιλ. Υ. 448 κ. εξ.· όταν ένας στρατός σταματούσε την πολιορκία, τις έκαιγε επί τόπου, σε Ομήρ. Οδ. Η. 501.
II. 1. ανάκλιντρο ή πολυθρόνα, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
2. κρεβάτι, νυφικό κρεβάτι, σε Ευρ.
III. όμιλος, συντροφιά ανθρώπων που παρακάθονταν στα γεύματα, σε Καινή Διαθήκη
IV.κατάκλιση ή στήριξη, ανάπαυση, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κλῐσία: Ἰων. -ίη, ἡ, (κλίνω)· ― τόπος πρὸς κατάκλισιν, ἔνθα κατακλίνεταί τις, Ι. καλύβη ἢ πᾶν πρόσκαιρον οἰκοδόμημα, παράπηγμα, ἐν χρήσει ὡς πρόσκαιρος κατοικία· ― παρ’ Ὁμ. αὗται αἱ κλισίαι εἶναι δύο εἰδῶν, 1) πρὸς χρῆσιν ἐν καιρῷ εἰρήνης, αἱ καλύβαι, ἐν αἷς οἱ βοσκοὶ διήρχοντο τὴν νύκτα, εἰς ἃς κατέφευγον ἐν ἀνάγκῃ, καὶ ὅπου ἐφύλαττον τὰς ζωοτροφίας των· αὕτη δὲ εἶναισυνήθης σημασία ἐν τῇ Ὀδ., ἀλλ’ ἐν τῇ Ἰλ. μόνον ἅπαξ, Σ. 589. 2) πρὸς χρῆσιν ἐν καιρῷ πολέμου, ἐν αἷς οἱ πολιορκηταὶ κατῴκουν κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς πολιορκίας· ἡ συνήθης σημασ. ἐν τῇ Ἰλ.· ἐν τῷ πληθ. αἱ καλύβαι τοῦ στρατοῦ, τὸ στρατόπεδον, συχν. ἐν Ἰλ.· ὅτι δὲ δὲν ἦσαν σκηναί, ἀλλὰ ξύλιναι καλύβαι, φαίνεται ἐκ τοῦ ἐν Ἰλ. Ω. 448 κἑξ.· κλ. εὔτυκτος Κ. 566· εὔπηκτος Ι. 663· διό, ὅτε στράτευμά τι ἠγείρετο πρὸς ἀναχώρησιν δὲν διέλυε τὰς κλισίας ὅπως τὰς παραλάβῃ, ἀλλὰ τὰς κατέκαιεν ἐπὶ τόπου, Ὀδ. Θ. 501. ― Μεθ’ Ὅμ. ἡ λέξις σκηνὴ περιῆλθεν εἰς κοινὴν χρῆσιν καὶ ἡ λέξις κλισία κατέστη σπανία καὶ παρ’ αὐτοῖς τοῖς ποιηταῖς, ὡς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 128, Σοφ. Αἴ. 191, 1407, Εὐρ. Ι. Α. 189· Βάκχου κλισίαι, ἐπὶ οἰνοπωλείων, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 810. 7· εὐσεβέων κλισίη, ἐπὶ τοῦ τάφου, ὁ αὐτ. 237. 4. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα ἐφ’ οὗ τις κατακλίνεται ἢ κάθηται, ἀνάκλιντρον ἢ «πολυθρόνα», Ὀδ. Δ. 123· κεκοσμημένη μὲ χρυσὸν καὶ ἐλέφαντα, Τ. 55· πρβλ. κλιντήρ, κλισμός. 2) ἀνάκλιντρον, ἐφ’ οὗ τις ἀνακλίνεται παρὰ τὴν τράπεζαν, κάθισμα μετὰ προσκεφαλαίων, Πινδ. Π. 4. 237· ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, θέσις ἐπὶ τοιούτου ἀνακλίντρου, κλ. ἄτιμος Πλουτ. Ἀντών. 59., 2. 148F· κλ. ἄδοξος Ἀθήν. 544C. 3) κλίνη νυμφική, Εὐρ. Ἄλκ. 994, Ι. Τ. 857. ΙΙΙ. ὅμιλος ἀνθρώπων δειπνούντων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 14· αἴθουσα συνεντεύξεως, Λουκ. Ἔρωτ. 12. ΙV. τὸ κατακεῖσθαι, Πλουτ. Σερτώρ. 26.

Middle Liddell

a place for lying down, hence
I. a hut, cot, cabin, such as besiegers lived in during long sieges, Il.:—that they were not tents, but wooden huts, appears from Il. 24.448 sq.; and when an army broke up, it burnt them on the spot, Od. 8.501
Ii. a couch or easy chair, Od., Pind.
2. a bed, nuptial bed, Eur.
Iii. a company of people sitting at meals, NTest.
Iv. a reclining or lying, Plut.

Chinese

原文音譯:klis⋯a 克利西阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:斜
字義溯源:一群(坐席的人),一排,分排;源自(κλίνω)*=傾斜)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 分排(1) 路9:14