κολλάω

English (LSJ)

(κόλλα)
A glue, cement, τι περὶ τὸν τράχηλον, τι πρός τι, Pl. Ti.75d, 82d; ἐπιστύλια ἐπὶ τοὺς κίονας IG22.1668.46; mend a broken vessel, ib.11(2).161A 111 (Delos, iii B.C.), POxy.1449.15 (iii A.D.).
2 join one metal or other substance to another, κ. χρυσὸν ἔν τε λευκὸν ἐλέφαντα, i.e. make [a crown] inlaid with gold and ivory, Pi.N.7.78:—Pass., κολλώμενα glued together, opp. γομφούμενα, Ar. Eq.463; ὁ κολλώμενος σίδηρος welded iron, Plu.2.619a; στραγγαλὶς χρυσᾶ κεκολλημένη POxy.1449.23 (iii A.D.).
II generally, join fast together, unite, ἄλφιτον ὕδατι Emp.34; χαλκὸν ἐπ' ἀνέρι κολλᾶν, of one applying a cupping-glass, Cleobulina 1, cf. Gal.Thras.23; close up wounds, Id.11.440:—Pass., κολλέεσθαι, of poison entering the system, Hp.Ep.19 (Hermes 53.66); κολλᾷ καὶ συνδεῖ πάντα ἤθη [ὁ πόθος] Pl.Lg.776a:—Pass., cleave to, κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ is indissolubly bound to… (Blomf. for προσάψαι), A.Ag.1566 (lyr.); λόγος εἰς τὰ σπλάγχνα κολληθείς Philem.113.4; of persons, κ. τινί Act.Ap. 5.13; of things, ὁ κονιορτὸς ὁ κολληθείς τινι Ev.Luc.10.11: sens. obsc., AP11.73 (Nicarch.).
III put together, build, Pi.O.5.13:—Med., fit together, τροχάλεια Arat.530.

German (Pape)

[Seite 1473] zusammenleimen, -fügen, verbinden; χρυσόν Pind. N. 7, 78, wie σίδηρος κολλώμενος (damascirt?), Plut. Symp. 1, 2, 6; τὴν σάρκα κολλᾷ πρὸς τὴν τῶν ὀστῶν φύσιν Plat. Tim. 82 d; so auch A. – Oft übertr., κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ Aesch. Ag. 1547, wie wohl für προσάψαι zu emend. ist; κολλᾷ καὶ συνδεῖ πόθος πάντα ἤθη Plat. Legg. VI, 776 a; Plut.; oft im N.T. – S. auch κολλητός.

French (Bailly abrégé)

κολλῶ :
ao. ἐκόλλησα;
Pass. ao. ἐκολλήθην, pf. κεκόλλημαι;
1 coller, souder;
2 fig. unir fortement : κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ ESCHL cette race est indissolublement liée au malheur.
Étymologie: κόλλα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολλάω [κόλλα] lijmen, vastplakken:; τὰ νεῦρα … ὁ θεός … περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν de pezen plakte de godheid rond de nek vast Plat. Tim. 75d; overdr.: κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ het geslacht zit vastgeplakt aan onheil Aeschl. Ag. 1566. samenvoegen, verenigen:; ἄλφιτον ὕδατι κολλήσας door meel met water samen te voegen Emped. B 34; overdr.: πόθος... κολλᾷ καὶ συνδεῖ πάντα ἤθη het verlangen verenigt en bindt alle karakters samen Plat. Lg. 776a; κολλώμενοι τῷ ἀγαθῷ het goede toegedaan NT Rom. 12.9.

Russian (Dvoretsky)

κολλάω:
1 приклеивать, прикреплять (τι πρός или περί τι Plat.): χαλκὸν ἐπ᾽ ἀνέρι κ. Arst. ставить человеку медные банки; pass. прилепляться, прилипать (κονιορτὸς κολληθείς τινι, перен. τῇ γυναικὶ αὑτοῦ NT);
2 склеивать (γομφοῦν καὶ κ. τι Arph.);
3 сплавлять, сваривать, спаивать (σίδηρος κολλώμενος Plut.);
4 покрывать насечками, инкрустировать (χρυσὸν ἐλέφαντά τε Pind.);
5 перен. скреплять, связывать воедино (πάντα ἤθη Plat.): κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ Aesch. род (Атридов) неразрывно связан с несчастьем;
6 pass. присоединяться, подходить вплотную (τῷ ἅρματι NT).

English (Slater)

κολλάω bind together κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος, ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν (sc. Ψαῦμις vel Ἵππαρις: sign. dub.: perhaps a reference is intended to the rebuilding of Kamarina shortly after 461 B. C., cf. v. 8. τὰν νέοικον ἕδραν) (O. 5.13) Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ ἐέρσας (N. 7.78)

Spanish

pegar, fijar, juntar

English (Strong)

from kolla ("glue"); to glue, i.e. (passively or reflexively) to stick (figuratively): cleave, join (self), keep company.

English (Thayer)

κόλλω: passive, present κολλωμαι; 1st aorist ἐκολλήθην; 1future κολλεθήσομαι (L T Tr WH); (κόλλα gluten, glue); properly, to glue, glue to, glue together, cement, fasten together; hence universally, to join or fasten firmly together; in the N.T. only the passive is found, with reflexive force, to join oneself to, cleave to; the Sept. for דָּבַק: ὁ κονιορτός ὁ κολληθεις ἡμῖν, ἐκολλήθησαν αὐτῆς αἱ ἁμαρτίαι ἄχρι τοῦ οὐρανοῦ, her sins were such a heap as to reach even unto heaven (that Isaiah, came to the knowledge of heaven), G L T Tr WH (ἐκολλ. ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, αἱ ἄγνοιαί ἡμῶν ὑπερήνεγκαν ἕως τοῦ οὐρανοῦ, 1Esdr. 8:72 (74); ὕβρις τέ βιη τέ οὐρανόν ἱκει, Homer Odyssey 15,329; 17,565). of persons, with the dative of the thing, κολλήθητι τῷ ἅρματι join thyself to etc. μετά and the genitive of person, ibid. 10,11 [ET]; 19,2 [ET]. 6; Clement of Rome, 1 Corinthians 15,1 [ET]; 30,3 [ET]; 46,2 [ET] (cf. Lightfoot's note), 4): τῇ γυναικί, L T Tr WH; τῇ πόρνη, τῷ κυρίῳ, to give oneself steadfastly to, labor for (A. V. cleave to): τῷ ἀγαθῷ, ἀγαθῷ, κρίσει δίκαια, the Epistle of Barnabas 20,2 [ET]; τῇ εὐλογία, so cleave to as to share, Clement of Rome, 1 Corinthians 31,1 [ET]. (Aeschylus Ag. 1566; Plato, Diodorus, Plutarch, others) (Compare: προσκολλάω.)

Greek Monotonic

κολλάω: μέλ. -ήσω (κόλλα
I. 1. κολλώ, ενώνω, στερεώνω, σε Αριστοφ., Πλάτ.
2. ενώνω το ένα μέταλλο με το άλλο, κ. χρυσὸν ἐλέφαντά τε, δηλ. φτιάχνω στέμμα διακοσμημένο με χρυσάφι και ελεφαντόδοντο, σε Πίνδ.
II. γενικά, ενώνω, δένω στενά μεταξύ τους — Παθ., προσκολλώμαι σε, κεκόλληται πρὸς ἄτᾳ, είναι αναπόσπαστα συνδεμένο με τη δυστυχία, σε Αισχύλ.· ομοίως, λέγεται για πρόσωπα, κ. τινι, προσκολλώμαι σε κάποιον, σε Καινή Διαθήκη· λέγεται και για πράγματα, ὁ κονιορτὸς ὁ κολληθείς τινι, στο ίδ.
III. ενώνω μεταξύ τους, συναρμόζω, συνάπτω, χτίζω, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κολλάω: (κόλλα) κολλῶ, συγκολλῶ, τι περί τι, τι πρός τι Πλάτ. Τίμ. 75D, 82D. 2) συνάπτω μέταλλόν τι πρὸς ἕτερον, κ. σίδηρον, σφυρηλατῶ ὁμοῦ, συγκολλῶ, Πλούτ. 2. 619Α (ἀλλ’ ἴδε ἐν λ. κόλλησις)· κ. χρυσὸν ἐλέφαντά τε, κατασκευάζω στέφανον πεποικιλμένη διὰ χρυσοῦ καὶ ἐλέφαντος, Πινδ. Ν. 7. 115. ― Παθ., κολλώμενα, συγκολλώμενα κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ γομφούμενα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 463. ΙΙ. καθόλου, συνενῶ σφιγκτῶς, συνδέω, συνάπτω, τινί τι Ἐμπεδ. 275· χαλκὸν ἐπ’ ἀνέρι κολλᾶν, ἐπί τινος ἐφαρμόζοντος σικύαν («βεντοῦζαν»), Ποιητ. παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 12, πρβλ. Ἀρεταί. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1· κολλᾷ καὶ συνδεῖ πάντα ὁ πόθος Πλάτ. Νόμ. 776Α. ― Παθ., προσκολλῶμαι εἴς τινα ἢ εἴς τι, κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ, εἶναι ἀδιαλύτως συνημμένον πρὸς... (κατὰ Blomf. ἀντὶ προσάψαι), Αἰσχ. Ἀγ. 1566· οὕτως, ἐπὶ προσώπων, κ. τινι, προσκολλῶμαι εἴς τινα, συνδέομαι μετά τινος, Πράξ. Ἀποστ. ε΄, 13· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ὁ κονιορτὸς ὁ κολληθείς τινι Εὐαγ. κ. Λουκ. ι΄, 11. ΙΙΙ. συνάπτω, συναρμόζω, κτίζω, Πινδ. Ο. 5. 29· οὕτως ἐν τῷ μέσ. ἀορ. προσαρμόζομαι, ἁρμόζω, τροχάλεια Ἄρατ. 530.

Middle Liddell

κολλάω, fut. -ήσω κόλλα
I. to glue, cement, Ar., Plat.
2. to join one metal to another, κ. χρυσὸν ἐλέφαντά τε, i. e. to make [a crown inlaid with gold and ivory, Pind.
II. generally, to join fast together:— Pass. to cleave to, κεκόλληται πρὸς ἄτᾳ is indissolubly bound to woe, Aesch.; so, of persons, κ. τινι to cleave to another, NTest.; and of things, ὁ κονιορτὸς ὁ κολληθείς τινι NTest.
III. to put together, build, Pind.

Chinese

原文音譯:koll£w 可拉哦
詞類次數:動詞(10)
原文字根:連接
字義溯源:黏,粘,聯合,忠於,結交,貼近,親近,堆積,投靠;源自(κολαφίζω)X*=黏,膠)。參讀 (ἀντέχω)同義字
出現次數:總共(12);太(1);路(2);徒(5);羅(1);林前(2);啓(1)
譯字彙編
1) 聯合(3) 太19:5; 林前6:16; 林前6:17;
2) 貼近(2) 徒5:13; 徒8:29;
3) 已堆積(1) 啓18:5;
4) 和⋯親近(1) 徒10:28;
5) 親近(1) 羅12:9;
6) 結交(1) 徒9:26;
7) 粘(1) 路10:11;
8) 投靠(1) 路15:15;
9) 便貼近(1) 徒17:34

Mantoulidis Etymological

-ῶ Ἀπό τό κόλλα (=ψαρόκολλα), (λατιν. gliten).
Παράγωγα: κόλλημα, κόλλησις, κολλητής, κολλητικός, κολλητός, κολλήεις, συγκόλλησις, προσκόλλησις, κολλεψός (=αὐτός πού βράζει κόλλα), κολλοπώλης.

Léxico de magia

1 pegar, fijar una tablilla κόλλα (τὸ πιττάκιον) εἰς τὸν ξηρὸν θόλον τοῦ βαλανίου fija la tablilla en la habitación seca de vapor de un baño P XXXVI 75 2 sent. fig. fijar, juntar κεκολλημένους ἔχων τοὺς πόδας ἐπὶ τῆς γῆς δίωκε πολλάκις con los pies juntos sobre la tierra recita muchas veces P IV 925 οὕτως κολλήσας τὸν λίθον τῷ ἀριστερῷ σου ὠτίῳ fijando así la piedra a tu oído izquierdo P V 457