μῶμος

English (LSJ)

ὁ,
A blame, reproach, disgrace, μῶμον ἀνάψαι to set a brand upon one, Od.2.86, cf. Semon.7.84,105, Pi.O.6.74, P.1.82; βροτῶν μ. πάντεσσι… ἐστὶν ἐπ' ἔργοις B.12.202, cf. APl.4.84; οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως σπουδῆς δικαίας μ. ἅψεταί ποτε S.Fr.257: also in later Prose, as LXX Si.11.31, Cic.Att.5.20.6, Plu.2.820a, Luc.Herm.20.
2 blemish, LXXLe.24.19, al., 2 Ep.Pet.2.13.
II personified, Momus, first in Hes.Th.214, cf. Pl.R.487a, Babr.59.6.

German (Pape)

[Seite 225] ὁ, Tadel, Hohn, Spott; ἐθέλοις δέ κε μῶμον ἀνάψαι, einen Schandfleck anheften, anhängen, Od. 2, 86; μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων, Pind. P. 1, 82; μῶμος κρέμαται ἐκ φθονεόντων, Ol. 6, 74; einzeln in späterer Prosa, wie Plut. reip. ger. praec. 27 sagt ἄχραντον ὑπὸ φθόνου καὶ μώμου τιμήν. – Häufiger personificirt, der Gott des Tadels u. des Spottes, bei Hes. Th. 214 Sohn der Nacht; οὐδ' ἂν ὁ Μῶμος τό γε τοιοῦτον μέμψαιτο, Plat. Rep. VI, 487 a; Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 blâme, reproche, critique;
2 raillerie;
NT: tare ; (fig.) homme taré.
Étymologie: DELG ?

Russian (Dvoretsky)

μῶμος: ὁ насмешка, тж. хула, порицание: μῶμον ἀνάψαι Hom. подвергнуть порицанию; ἄχραντος ὑπὸ μώμου τιμή Plut. никаким позором не запятнанная честь.

Greek (Liddell-Scott)

μῶμος: ὁ, ψόγος, μέμψις, μῶμον ἀνάψαι, προσάψαι ὄνειδός τινι, Ὀδ. Β. 86· οὕτω παρὰ Σιμων. 165, Πινδ. Ο. 6. 125, ΙΙ. 1. 159· βροτῶν δὲ μῶμος πάντεσσι μέν ἐστι ἐπ’ ἔργοις Βακχυλ. XII. 202 Blass, Σοφ. Ἀποσπ. 235· καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς Πλούτ. 2. 820Α. ΙΙ. προσωποπ., Μῶμος, ὁ θεὸς τοῦ ψόγου, τῆς μομφῆς καὶ κατακρίσεως, πρῶτον παρ’ Ἡσ. Θ. 214, ἔνθα παρίσταται ὡς υἱὸς τῆς Νυκτός, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 487Α, Βάβρ. 59, Λουκ. (Ἴδε μύω ἐν τέλ.)

English (Autenrieth)

blame, censure; μῶμον ἀνάψαι, ‘set a brand of shame upon us,’ Od. 2.86†.

English (Slater)

censure μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς (O. 6.74) μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων (P. 1.82) ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται *fr. 181.*

English (Strong)

perhaps from μέμφομαι; a flaw or blot, i.e. (figuratively) disgraceful person: blemish.

English (Thayer)

μωμου, ὁ (perhaps akin to μύω, Curtius, § 478; cf. Vanicek, p. 732), blemish, blot, disgrace;
1. censure.
2. insult: of men who are a disgrace to a society, A. V. blemishes). (From Homer down; the Sept. for מוּם, of bodily defects and blemishes, Sirach 20:24(23).)

Greek Monolingual

ο (Α μῶμος)
1. μομφή, ψόγος, κατηγορία, επίπληξη, αποδοκιμασία
2. (για πρόσ.) χλευαστής, είρωνας
3. ως κύριο όν. Μώμος
ο προσωποποιημένος θεός του ψόγου, της κατάκρισις και του χλευασμού, γιος του Ύπνου και της Νύκτας
αρχ.
ελάττωμα, ψεγάδι, κουσούρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μῶμος συνδέεται με τη λ. μῦμαρ (αιολ.) «αίσχος, φόβος, ψόγος» που χρησιμοποιείται στον Ησύχ. Για την εμφάνιση ω και υ τών τ. εικάζεται είτε κώφωση του ω σε υ (πρβλ. ἀμύμων) είτε μετάπτωση (πρβλ. ζωμός: ζύμη). Η σύνδεση με το μωκῶμαι θεωρείται αμφίβολη, παρά τη σημασιολογική συγγένεια. Η λεξιλογική οικογένεια της λ. μῶμος διακρίνεται από εκείνη του μέμφομαι, κυρίως ως προς το ότι η πρώτη αναφέρεται τόσο στον εμπαιγμό για ένα ελάττωμα όσο και στο ελάττωμα καθ' εαυτό].

Greek Monotonic

μῶμος: ὁ,
I. κατηγορία, εμπαιγμός, όνειδος, μῶμον ἀνάψαι, προσάπτω κατηγορία, στιγματίζω κάποιον, σε Ομήρ. Οδ.
II. προσωποποιημένος, Μῶμος, θεός της επίκρισης, σε Ησίοδ. (συγγενές προς μέμφομαι;).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: blame, reproach, blemish (poet. β 86, late prose), stain of a sacrificial animal (LXX).
Other forms: μῶμαρ n. Lyc.
Compounds: Compp., e.g. ἄ-μωμος without blame (Ion. poet.), μωμο-σκόπος who inspects the sacrificial animal for a blame with -σκοπέομαι, -έω (Ph.; Bartelink Glotta 39, 43ff.).
Derivatives: μώμ-ιμος with blame (Stoic.); cf. νόμιμος a.o. (Arhenz 113). Denominat. verbs: 1. μωμάομαι (Ion. -έομαι), rarely with ἐπι-, δια-, blame, abuse, defame (Ion. poet. since Il.) with μώμ-ημα (LXX, v.l.), -ησις (sch.) blame, -ητής m. blamer (Hp.), -ητικός censorious (hell.), -ηλός blameful (Hld.). -- 2. μωμεύω id. (ζ 274, Hes. Op. 756); to avoid contracted forms, cf. λωβάομαι: λωβεύω (s. λώβη). -- 3. μωμαίνω id. (Hdn. Epim.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Beside μῶμος stands with diff. vocalism μῦμαρ αἶσχος, φόβος, ψόγος with μυμαρίζει γελοιάζει H.; here the old ἀ-μύμων (: *μῦμα) about honorable, noble. An ablaut ω (< ωυ): υ is hardly possible, despite ζωμός: ζύμη and Schwyzer 346 a. 359. Further isolated; cf. however μωκάομαι, μῶκος (L. Meyer 4, 300, Prellwitz 304). -- Wrong hypotheses are rejected by WP. 2, 249 (cf. still Benveniste Origines 22).

Middle Liddell

μῶμος, ὁ,
I. blame, ridicule, disgrace, μῶμον ἀνάψαι to set a brand upon one, Od.
II. personified Momus, the critic God, Hes. [Akin to μέμφομαι?]

Frisk Etymology German

μῶμος: {mō̃mos}
Forms: (μῶμαρ n. Lyk.)
Grammar: m.
Meaning: Tadel, Vorwurf, Schandfleck (poet. seit β 86, auch sp. Prosa), Makel eines Opfertiers (LXX).
Composita: Kompp., z.B. ἄμωμος untadelig (ion. poet., sp. Prosa), μωμοσκόπος der das Opfertier auf einen Makel hin untersucht mit -σκοπέομαι, -έω (Ph. usw.; Bartelink Glotta 39, 43ff.).
Derivative: Davon μώμιμος tadelhaft (Stoic.); vgl. νόμιμος u.a. (Arhenz 113). Denominative Verba: 1. μωμάομαι (ion. -έομαι), ganzvereinzelt mit ἐπι-, δια-, tadeln, schelten, schmähen (ion. poet. seit Il., sp. Prosa) mit μώμημα (LXX, v.l.), -ησις (Sch.) Tadel, -ητής m. Tadler (Hp.), -ητικός tadelsüchtig (hell. u. sp.), -ηλός tadelhaft (Hld.). — 2. μωμεύω ib. (ζ 274, Hes. Op. 756); zur Vermeidung kontrahierter Formen, vgl. λωβάομαι: λωβεύω (s. λώβη m. Lit.). — 3. μωμαίνω ib. (Hdn. Epim.).
Etymology: Neben μῶμος steht mit abweichender Vokalisation μῦμαρ· αἶσχος, φόβος, ψόγος mit μυμαρίζει· γελοιάζει H.; dazu das alte ἀμύμων (: *μῦμα) etwa edel, herrlich, eig. *’untadelig’. Ein Ablautwechsel ω (< ωυ): υ ist nicht ausgeschlossen, vgl. ζωμός: ζύμη und Schwyzer 346 u. 359. Sonst isoliert; vgl. indessen μωκάομαι, μῶκος (L. Meyer 4, 300, Prellwitz 304). —Verfehlte Hypothesen werden von WP. 2, 249 abgelehnt (vgl. noch Benveniste Origines 22).
Page 2,284

Chinese

原文音譯:mîmoj 磨摩士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:缺陷 相當於: (מְאוּם‎ / מוּם‎)
字義溯源:瑕疵*,缺陷,過失,污點,缺點,恥辱;或源自(μέμφομαι)=指責*)
同源字:1) (ἀμώμητος)無可指摘的 2) (ἄμωμος)無瑕疵的 3) (μωμάομαι)吹毛未疵 4) (μῶμος)瑕疵
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 瑕疵(1) 彼後2:13

Mantoulidis Etymological

(=ψόγος, κατηγορία). Πιθανόν ἀπό τό μέμφομαι ἤ ἀπό τό μύω. Σχετίζεται μέ τίς λέξεις ἀμύμων (=ἄψογος) καί μιαίνω (=μολύνω). Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα μωμῶμαι.

Translations

censure

Armenian: պարսավանք, նախատինք; Old Armenian: դսրով; Bulgarian: неодобрение; Catalan: censura; Finnish: moittiminen; Galician: censura; German: Tadel, Zurechtweisung, Kritik, Ermahnung, Tadeln, Zurechtweisen, Kritisieren, Ermahnen; Greek: κριτική, επίκριση, μομφή; Ancient Greek: ἐγκλησία, ἐπηγορία, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιτίμημα, κάκισις, κακισμός, κατάγνωσις, κατηγόρημα, μέμψις, μομφή, μῦμαρ, μῶμαρ, μώμημα, μώμησις, μῶμος, ὀνείδισμα, ὄνειδος, ὄνοσις, ψέξις, ψόγος; Middle English: blame; Russian: порицание, нарекание; Sanskrit: निन्दा; Spanish: censura; Tagalog: pula; Tocharian B: nāki; Ukrainian: осуд, засудження; Zazaki: sansur