ἄληπτος

English (LSJ)

ἄληπτον,
A not to be laid hold of, hard to catch, Plu.Sert.16, Poll.5.169, etc.; ἄληπτος τοῖς ἐχθροῖς J.AJ5.8.11: in Comp. ἀληπτότερος = less amenable Th.1.37, 82, 143.
II impregnable, unattainable, incomprehensible, Phld.Mus.p.54K., Plu.Nic.11, al.
III in Stoic philos., ἄληπτα, τά, things not to be made matter of choice, opp. ληπτά, Stoic.3.34.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1gener. de seres vivos incapturable, inatacable, invencible ὅσῳ ἀληπτότεροι ἦσαν τοῖς πέλας cuanto más difícilmente atacables eran por sus vecinos Th.1.37, cf. 1.82, 143, (ὁ Σαμψὼν) ἄληπτός ἐστιν τοῖς ἐχθροῖς (Sansón) es invencible para sus enemigos I.AI 5.307, ἄνδρες ... ἄληπτοι δὲ φεύγοντες Plu.Crass.18, ἐκείνους ἀλήπτους ἑώρα ὄντας D.C.40.36.5, ἐχῖνος ... ἄληπτον ἐργάζεται el erizo se hace incapturable Ael.NA 6.54, pero πέτραν ἄληπτον δοκοῦσαν εἶναι una roca que parecía inatacable Plu.2.181c.
2 gener. de abstractos incomprensible, inasible ἀλήπτους ... εἶναι τὰς αἰτίας συμβαίνει Plb.36.17.12, cf. Phld.Mus.76.5v.K., Procl.in Ti.1.430.9, πολλὰ τῶν ἁθρόως ἀλήπτων muchas de las cosas inasibles en su conjunto Plu.Sert.16, λόγῳ δυσθεώρητος, αἰσθήσει δ' ἄληπτος (ἡ φύσις) Plu.2.1118d, ἡ τύχη ... ἄληπτον λογισμῷ la Fortuna es incomprensible para la razón Plu.Nic.11, μὴ ... ἄληπτον εἶναι τὴν ἀλήθειαν, ἀλλ' ἐφ' ὅσον ἱκνεῖται ὁ ἀνθρώπινος λόγος ληπτὴν ὑπάρχειν que no es inaprensible la verdad, sino que en cuanto alcanza la humana razón es captable S.E.M.7.124, τὸ ἄογκον ἄληπτον lo inmaterial es inaprensible Porph.Sent.27, cf. ἀληπτότερος ... ὁ λόγος Porph.in Harm.80.13, pero (οἱ θεοὶ) ἄληπτοι ἀριθμῷ (los dioses) son incontables Max.Tyr.11.12, cf. Poll.5.169.
3 entre los estoicos inaceptable πάντα δὲ τὰ κατὰ φύσιν ληπτὰ εἶναι καὶ πάντα τὰ παρὰ φύσιν ἄληπτα todo lo conforme a natura es aceptable y todo lo contra natura (πλοῦτος, δόξα) inaceptable Chrysipp.Stoic.3.34.
4 irreprochable βίος Cyr.Al.Luc.1.201.
II adv. ἀλήπτως
1 ἀλήπτως ἔχειν = ser inexpugnable Cyr.Al.M.71.833B.
2 exacta, correctamente Origenes Io.20.14
irreprochablemente Chrys.M.61.115, ἀλήπτως· ἀκαταγνώστως Hsch.

German (Pape)

[Seite 95] 1) unnehmbar, unbesiegbar, Thuc. 1, 82. 143; öfter Plut., nicht zu fangen, Crass. 18. – 2) unbegreiflich, λογισμῷ Plut. Nic. 11. Bei den Stoikern τὰ ἄληπτα, die unannehmbaren Dinge.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 imprenable;
2 fig. incompréhensible.
Étymologie: , ληπτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄληπτος -ον [ἀ-, λαμβάνω niet te pakken te krijgen, niet te vangen; ook overdr.. ἄληπτον λογισμῷ onberekenbaar Plut. Nic. 11.9.

Russian (Dvoretsky)

ἄληπτος:
1 неприступный, неодолимый (νησιῶται Thuc.; πέτρα Plut.);
2 неуловимый (φεύγοντες Plut.);
3 непостижимый (αἰσθήσει, λογισμῷ Plut.).

Middle Liddell

I. not to be laid hold of, hard to catch, Plut.; comp. ἀληπτότερος less amenable, Thuc.
II. incomprehensible, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἄληπτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ λάβῃ, πιάσῃ, δύσληπτος, Πλούτ., κτλ. ― συγκριτ. ἀληπτότερος, ὅσῳ ἀληπτότεροι ἦσαν, ἀπροσβλητότεροι, μᾶλλον ἐξησφαλισμένοι ἀπὸ τῶν προσβολῶν τῶν ἄλλων, Θουκ. 1. 37, 82, 143. ΙΙ. ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, Πλουτ. Νικ. 11, καὶ ἀλλ. ΙΙΙ. ἐν τῇ Στωϊκῇ Φιλοσοφίᾳ ἄληπτα λέγονται τὰ ἀπαράδεκτα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ληπτά.

Greek Monolingual

ἄληπτος, -ον (Α) λαμβάνω
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον νικήσει ή να τον πιάσει, ακατάβλητος, ασύλληπτος
2. ακατάληπτος, ακατανόητος
3. (στη στωική φιλοσοφία) (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άληπτα
τα απαράδεκτα, σε αντίθ. προς τα ληπτά.

Greek Monotonic

ἄληπτος: -ον, I. δύσληπτος, αυτός που δεν μπορεί κάποιος να τον πιάσει, σε Πλούτ.· συγκρ. ἀληπτότερος, λιγότερο προσβλητός, απρόσβλητος, σε Θουκ.
II. απαράδεκτος, ακατανόητος, σε Πλούτ.

Lexicon Thucydideum

minus expugnabilis, less able to be stormed, 1.37.5, 1.82.4, 1.143.5. {{trml |trtx====unreachable=== Bulgarian: недостижим; Catalan: inabastable; Chinese Mandarin: 遥不可及的, 不可及; Finnish: saavuttamaton; German: unerreichbar; Greek: άφταστος, άφθαστος; Ancient Greek: ἀκατάληπτος, ἀκατόρθωτος, ἀκίχητος, ἀνάλωτος, ἀνέφεδρος, ἀπρόσικτος, ἀπρόσιτος, ἀπροτίμαστος; Hungarian: elérhetetlen; Italian: irraggiungibile; Maori: aweawe; Russian: недосягаемый, недостижимый; Spanish: inalcanzable; Swedish: oåtkomlig, onåbar; Turkish: ulaşılmaz

Translations

unattainable

Bulgarian: недостижим; Chinese Mandarin: 高不可攀的, 不可企及的; Czech: nedosažitelný, nedostupný; Danish: uopnåelig; Finnish: saavuttamaton; French: inatteignable; German: unerreichbar, nicht machbar; Greek: ανέφικτος; Ancient Greek: ἀδύνατος, ἄικτος, ἄϊκτος, ἀκίχητος, ἄληπτος, ἀνάλωτος, ἀνέτοιμος, ἀνέφικτος, ἀπρόσικτος; Latin: inaccessus; Manx: gyn roshtyn, neuroshtynagh; Norwegian Bokmål: uoppnåelig; Nynorsk: uoppnåeleg; Polish: niedosięgły, niedosiężny, nieosiągalny; Portuguese: inatingível, inalcançável; Russian: недостижимый, недоступный; Swedish: ouppnåelig

incomprehensible

Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий

invincible

Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний