ἡδονή

English (LSJ)

Dor. ἁδονά (or in Trag. chorus ἡδονά S.OT1339), ἡ, (ἥδομαι)
A enjoyment, pleasure, first in Simon.71, S.l.c., Hdt.1.24, al.; prop. of sensual pleasures, αἱ τοῦ σώματος ἡδοναί or αἱ περὶ τὸ σῶμα ἡδοναί, X.HG 4.8.22,6.1.4; αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναί Pl.R.328d; σωματικαὶ ἡδοναί Arist.EN 1151a13; αἱ περὶ πότους καὶ περὶ ἐδωδὰς ἡδοναί Pl.R.389e; but also ἀκοῆς ἡδονή Th.3.38; ἡ ἀπὸ τοῦ εἰδέναι ἡδονή Pl.R.582b; of malicious pleasure, ἡ ἐπὶ τοῖς τῶν φίλων κακοῖς, ἐπὶ ταῖς λοιδορίαις ἡδονή, Id.Phlb.50a, D.18.138; ἡδονῇ ἡσσᾶσθαι, ἡδοναῖς χαρίζεσθαι, to give way to pleasure, Th. l.c., Pl.Lg.727c; κότερα ἀληθείη χρήσομαι ἢ ἡδονῆ; = shall I speak truly or so as to humour you? Hdt.7.101; εἰ ὑμῖν ἡδονὴ τοῦ ἡγεμονεύειν ib.160; ἡ. εἰσέρχεταί τινι εἰ . . one feels pleasure at the thought that... Id.1.24; ἡδονὴν ἔχειν τινός = to be satisfied with . ., S.OC 1604; ἡδονὴν ἔχει, ἡδονὴν φέρει, Pherecr.145.2, Alex.263.6; ἡδονὴ ἰδέσθαι (like θαῦμα ἰδέσθαι), of a temple, Hdt.2.137: with Preps. in Adv. sense, δαίμοσιν πρὸς ἡδονήν A.Pr.494; ὃ μέν ἐστι πρὸς ἡδονήν D.18.4; πρὸς ἡδονήν λέγειν = to speak so as to please another, S.El.921, Th.2.65; δημηγορεῖν D.4.38; οὐ πρὸς ἡδονήν οἱ ἦν τὰ ἀγγελλόμενα Hdt.3.126; πάντα πρὸς ἡδονήν ἀκούοντας D.8.34; later πρὸς ἡδονῆς εἶναί τινι Parth.8.8, Lib. Or.12.1; καθ' ἡδονὴν κλύειν S.Tr.197; καθ' ἡδονήν [ἐστί] μοι c. inf., A.Pr.263; καθ' ἡδονήν τι δρᾶν, ποιεῖν, Th.2.37,53; καθ' ἡδονὰς τῷ δήμῳ τὰ πράγματα ἐνδιδόναι ib.65; ἐν ἡδονῇ ἐστί τινι = it is a pleasure or delight to another, Hdt.4.139; followed by inf., E.IT494; by acc. et inf., Hdt.7.15; ἐν ἡδονῇ ἔχειν τινάς = to take pleasure in them, Th.3.9; ἐν ἡδονῇ ἄρχοντες, opp. οἱ λυπηροί, Id.1.99; μεθ' ἡδονῆς Id.4.19; ὑφ' ἡδονῆς S.Ant.648, etc.; ὑπὸ τῆς ἡδονῆς Alex.24, 110.23: as dat. modi, ἡδονᾷ = with pleasure, S. OT1339 (lyr.), cf. Hdt.2.137 (f.l.).
2 concrete, a pleasure, S.El. 873 (pl.), Ar.Nu.1072 (pl.); ἡδοναὶ τραγημάτων = sweetmeats, Sopat. 17.
3 Pl., ἡδοναί = desires after pleasure, pleasant lusts, X.Mem.1.2.23, Ep.Tit.3.3, al.
II in Ion. Philosophers, taste, flavour, usually joined with χροιή, Diog.Apoll.5, Anaxag.4 (pl.), cf. Arist.PA660b9, Thphr. HP4.4.7, LXX Nu.11.8, Eudem. ap. Ath.9.369f, Mnesith. ap. eund.8.357f.

German (Pape)

[Seite 1152] ἡ (ἥδομαι, ἡδύς), Freude, Vergnügen, Luft, bes. sinnlich angenehme Empfindung; μηδ' αἶσχος ἡμῖν, ἡδονὴν δ' ἐχθροῖς πράξωμεν Aesch. Suppl. 986; μὴ τὰς φρένας γ' ὑφ' ἡδονῆς γυναικὸς οὕνεκ' ἐκβάλῃς Soph. Ant. 649; ἡδοναῖς ἄμοχθον ἐξαίρει βίον Tr. 146; φέρω γὰρ ' ἡδονάς, das, worüber du dich freuen kannst, El. 861; κἀμοὶ πρόσδοτέ τι τῆς ἡδονῆς Eur. Hel. 707; Ar. läßt Nubb. 1072 auf ἡδονῶν θ' ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσθαι folgen παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, καχασμῶν; Her. ἡδονῇ ἰδέσθαι οὐδὲν τούτου μᾶλλόν ἐστι ἀξιαπήγητον, 2, 137; ἀκοῆς ἡδ. Thue. 3, 38, wie ἡδ. λόγων 3, 40, von Schol. κολακεία erkl.; ὑφ' ἡδονῆς, vor Lust, ἐνθουσιᾷ Plat. Phil. 15 e; Gegensatz λύπη, Prot. 351 e ff. u. sonst; ἐπὶ τοῖς τῶν φίλων κακοῖς Phil. 50 a (vgl. ἡ ἐπὶ ταῖς λοιδορίαις ἡδ. Dem. 18, 138); αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναί Rep. I, 328 d (wofür Arist. Eth. 7, 8 αἱ σωματικαὶ ἡδ. sagt, Xen. Hell. 6, 1, 4 αἱ περὶ τὸ σῶμα ἡδ.); ἡ ἀπὸ τοῦ εἰδέναι ἡδονή IX, 582 b; τῶν περὶ πότους καὶ ἀφροδίσια καὶ περὶ ἐδωδὰς ἡδονῶν III, 389 e; τὰς ἐν τῆ νεότητι ἡδονὰς ποθοῦντες I, 329 a; – ἐν ἡδονῇ μοί ἐστι, es gereicht mir zum Vergnügen, ich habe es gern, Eur. I. T. 494; Her. 4, 139; εἴτε κόσμον εἴτε Ὄλυμπον ἐν ἡδονῇ τῳ λέγειν, mag es Einer nun so oder so nennen wollen, Plat. Epin. 977 b. Ähnlich ἐν ἡδονῇ ἔχειν u. ἡδονὴν ἔχειν ἔν τινι, Thuc. 4, 108. – Adverbial, καθ' ἡδονήν, angenehm, οὔτ' ἐμοὶ λέγειν καθ' ἡδονήν, σοί τ' ἄλγος Aesch. Prom. 261; vgl. Soph. El. 1495 Tr. 196; καθ' ἡδ. δρᾶν, nach Behagen, Thuc. 2, 37. 65; οὐκ ἐρῶ τὰ καθ' ἡδ. ἐκείνοις, ἀλλ' ἃ νομίζω ξύμφορα σοὶ εἶναι Arr. An. 5, 27, 3; ᾡ μὴ καθ' ἡδονήν ἐστι νικᾷν Πομπήϊον Plut. Pomp. 62, öfter. Eben so πρὸς ἡδονήν, χροιὰν τίνα ἔχοντ' ἂν εἴη δαίμοσιν πρὸς ἡδονἠν Aesch. Prom. 492; πρὸς ἡδ. λέγω τάδε Soph. El. 909; πρὸς ἡδ. φίλοις σοί τ' ἂν γένοιτο τάδε, dir zur Freude, Eur. I. A. 1022; vgl. ἅπαντες πρὸς ἡδ. ζητοῦντες, tadelnd neben ἐῤῥᾳθυμηκότες, nur so weit es Freude macht, Dem. 1, 15; πρὸς ἡδονήν τι λέγειν Thuc. 2, 65; πρὸς ἡδονὴν καὶ χάριν λεγόμενα Isocr. 15, 271, Einem nach dem Munde reden, wie er's gern hört; Her. 7, 101 κότερα ἀληθηΐῃ χρήσομαι πρὸς σὲ ἢ ἡδονῇ; D. Hal. auch im plur., μὴ καθ' ἡδονὰς τὰς ὑμετέρας λέγω 11, 9, vgl. 7, 24; – τοῖσι ἐςελθεῖν ἡδονήν, εἰ, es kam sie die Lust an, Her. 1, 24. Vgl. ἦδος.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
plaisir :
I. le plaisir qu'on éprouve :
1 au sens phys. αἱ περὶ πότους καὶ περὶ ἐδωδὰς ἡδοναί PLAT les jouissances du boire et du manger ; ἀκοῆς ἡδονή THC le plaisir d'entendre ; αἱ ἡδοναί plaisirs des sens;
2 au mor. plaisir, jouissance : ἐν ἡδονῇ ἔχειν τι THC prendre plaisir à qch ; ἡδονὴν ἔχειν τινός SOPH avoir satisfaction de qch ; ἐν ἡδονῇ ἐστί μοι, inf. HDT, καθ' ἡδονήν ἐστί μοι, inf. ESCHL il m'est agréable de ; εἶναί τινι πρὸς ἡδονήν ESCHL être agréable à qqn ; abs. καθ' ἡδονήν SOPH, πρὸς ἡδονήν HDT par plaisir, avec plaisir ; καθ' ἡδονὴν ποιεῖν THC agir à son gré ; θᾶσσον ἢ καθ' ἡδονὴν ποδός SOPH plus vite qu'au gré de mon pied ; ὑφ' ἡδονῆς δακρύειν LUC pleurer de joie ; μαίνεσθαι ὑφ' ἡδονῆς SOPH être fou de joie ; ἡδοναῖς SOPH dans les plaisirs, au milieu des plaisirs ; passion;
II. le plaisir qu'on fait éprouver aux autres : ἡδονὴν παρέχειν XÉN procurer du plaisir ; πρὸς ἡδονὴν λέγειν HDT parler de manière à plaire ; μὴ πρὸς ἡδονήν EUR paroles sérieuses, non pour amuser ; κότερα ἀληθηΐῃ χρήσομαι ἢ ἡδονῇ ; HDT parlerai-je franchement ou en vue de te plaire ?
Étymologie: ἥδομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἡδονή: дор. ἁδονά и ἡδονά
1 удовольствие, наслаждение, удовлетворение, радость: αἱ τοῦ σώματος (или περὶ τὸ σῶμα) ἡδοναί Xen., αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναί Plat. и αἱ σωρατικαὶ ἡδοναί Arst., NT физические (чувственные) наслаждения; ἡ ἀπὸ τοῦ εἰδέναι ἡ. Plat. удовольствие от (по)знания; ἡ ἐπὶ κακοῖς ἡ. Plat. злорадство; μεθ᾽ ἡδονῆς Thuc. с удовольствием, охотно; ἐν ἡδονῇ ἔχειν τινά Thuc. (высоко) ценить кого-л.; ἐν ἡδονῇ ἐστί μοι Her. или καθ᾽ (и πρὸς) ἡδονὴν ἐστί μοι Aesch. мне хочется, мне нравится, мне угодно; κότεροι ἀληθηΐῃ χρήσομαι ἢ ἡδονῇ; Her. говорить мне по правда или для (твоего) удовольствия?; ὑφ᾽ ἡδονῆς Soph. от (избытка) радости; ἡδοναῖς ἐξαίρειν βίον Soph. жить среди наслаждений, радостно; ἐν ἡδονῇ ἄρχειν Thuc. управлять, не вызывая неудовольствия; κρὸς ἡδονήν Her., Soph., Thuc. из-за (ради) удовольствия; οὐ πρὸς ἡδονὴν λέγω τάδε; Soph. разве не радуют (тебя) мои слова?; οὐ πρὸς ἡδονὴν οἱ ἦν τὰ ἀγγελλόμενα Her. эти вести пришлись ему (Орету) не по душе; но τἄλλ᾽ ἐγώ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην πρὸς τὴν ἡδονήν Soph. остальное, если сравнить его с радостью, я не купил бы за тень дыма, т. е. богатство без радости есть ничто по сравнению с радостью; καθ᾽ ἡδονὴν κλύειν Soph. наслушаться вволю; καθ᾽ ἡδονὴν ποιεῖν Thuc. предаться удовольствиям; θᾶσσον ἢ καθ᾽ ἡδονὴν ποδός Soph. быстрее, чем это удобно ногам, т. е. как можно скорее;
2 редко филос. чувственное свойство (παντοίας ἔχειν καὶ χροιὰς καὶ ἡδονάς Anax.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡδονή: Δωρ. ἁδονά, ἤ, ἐν τοῖς τῶν Τραγ. χορικ., ἡδονά, ἡ, (ἥδομαι)· -εὐφροσύνη, εὐχαρίστησις, τέρψις, χαρά, ἡδυπάθεια, Λατ. voluptas, πρῶτον παρὰ Σιμων. 117 καὶ Ἡροδ.· κυρίως ἐπὶ σαρκικῶν ἀπολαύσεων, αἱ τοῦ σώματος ἢ περὶ τὸ σῶμα ἡδοναί, αἱ σαρκικαὶ ἡδοναί, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22., 6. 1, 4· αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδ. Πλάτ. Πολιτ. 328D· αἱ σωματικαὶ ἡδ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 8, 4· αἱ περὶ πότους καὶ ἐδωδὰς ἡδ. Πλάτ. Πολ. 389Ε· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἀκοῆς ἡδ., τέρψις τῶν ὤτων, Θουκ. 3. 38· ἡ ἀπὸ τοῦ εἰδέναι ἡδ. Πλάτ. Πολ. 582Β· καὶ ἐπὶ χαιρεκάκου εὐχαριστήσεως, ἡ ἐπὶ κακοῖς, ἐπὶ λοιδορίαις ἡδ. ὁ αὐτ. Φιλήβ. 50Α, Δημ. 273. 24· - ἡδονῇ ἡσσᾶσθαι, χαρίζεσθαι, ὑποχωρεῖν εἰς ἡδονήν, Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ., κτλ.· κότερα ἀληθΐῃ χρήσωμαι ἢ ἡδονῇ; νὰ εἴπω τὴν ἀλήθειαν ἢ νὰ ὁμιλήσω πρὸς εὐχαρίστησίν σου; Ἡρόδ. 7. 101· ἡδ. ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 7. 160· ἡδ. εἰσέρχεταί τινι εἰ... ὁ αὐτ. 1. 24· ἡδονὴν φέρει Φερεκρ. Χειρ. 1. 2, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 7· - συχνάκις μετὰ προσώπων ἐν ἐπιρρ. σημασίᾳ, πρὸς ἢ καθ’ ἡδονὴν λέγω, ὡς τὸ πρὸς χάριν, ὁμιλῶ οὕτως ὥστε νὰ τέρψω, νὰ εὐχαριστήσω, Ἡρόδ. 3. 126, Σοφ. Ἠλ. 921, Θουκ. 2. 65· καθ’ ἡδονὴν κλύειν, ἀκούειν Σοφ. Τρ. 197, Δημ. 98. 13· καθ’ ἡδονὴν ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Πρ. 261· πρὸς ἡδ. ἐστί μοι αὐτόθι 494· καθ’ ἡδ. τι δρᾶν, ποιεῖν, Λατ. indulgere genio, Θουκ. 2. 37· καθ’ ἡδονὰς τῷ δήμῳ τι ἐνδιδόναι αὐτόθι 65· ὃ μέν ἐστι πρὸς ἡδ., ὅ,τι εἶνε εὐάρεστον, Δημ. 226. 29, κτλ.· (ἀλλὰ πρὸς τὴν ἡδ. ἐν συγκρίσει πρὸς…, Σοφ. Ἀντ. 1171)· - ἐν ἡδονῇ ἐστί μοι, μοὶ εἶνε εὐάρεστον, Ἡρόδ. 4. 139, Θουκ., κτλ.· ἑπομ. ἀπαρεμφ., Ἡρόδ. 7. 15· - ἐν ἡδονῇ ἔχω τι, εὑρίσκω εὐχαρίστησιν ἔν τινι, Θουκ. 3. 9· ἀλλά, ἐν ἡδονῇ ἄρχοντες, ἀντίθ. οἱ λυπηροί, ὁ αὐτ. 1. 99· - μεθ’ ἡδονῆς ὁ αὐτ. 4. 19· - ὑφ’ ἡδονῆς Σοφ. Ἀντ. 648, κτλ.· ὑπὸ τῆς ἡδ. Ἄλεξ. Ἀσκλ. 1, Κρατ. 1. 23· ὡσαύτως ὡς δοτ. τρόπου, ἡδονῇ, μετ’ εὐχαριστήσεως, Ἡρόδ. 2. 137, Σοφ. Ο. Τ. 1339. 2) πρᾶγμα ἐν ᾧ εὑρίσκει τις εὐχαρίστησιν, τέρψις, ἀπόλαυσις, ὁ αὐτ. Ἠλ. 873, Ἀριστοφ. Νεφ. 1072. 3) ἐν τῷ πληθ., ἐπιθυμίαι πρὸς ἡδονάς, ἡδονικαὶ ἐπιθυμίαι, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 23, Ἐπιστ. π. Τίτ. γ΄, 3 κ. ἀλλ. ΙΙ. παρὰ τοῖς παλαιοῖς Ἴωσι φιλοσόφοις ἡ λέξις κεῖται ἐπὶ τῆς ποιότητος σώματός τινος, τῆς γεύσεως, ὀσμῆς, τοῦ εὐχύμου αὐτοῦ, καθ’ ὅσον συνήθως συνάπτεται μετὰ τοῦ χροίη (χρῶμα), ἴδε Panzerbieter Διογ. Ἀπολλ. σ. 64, Schaubach Ἀναξαγ. σ. 86· πρβλ. Ἀριστ. Ζ. Μ. 2. 17. 6, Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 649Α, πρβλ. 369Ε, Μνησίθ. αὐτόθι 357F, ἔνθα ὁ Casaub. (ἄνευ ἀνάγκης) ἐξέλαβεν αὐτὸ ὡς = ἧδος ΙΙ.

English (Strong)

from handano (to please); sensual delight; by implication, desire: lust, pleasure.

English (Thayer)

ἡδονῆς, ἡ (ἥδομαι) (Simonides 117, Herodotus down), pleasure: αἱ ἡδοναι τοῦ βίου); James 4:1.

Greek Monolingual

(AM ἡδονή, Α και ἡδονὰ και δωρ. τ. ἁδονά) ήδομαι
1. ευχάριστο συναίσθημα, ψυχική τέρψη, ευχαρίστηση, απόλαυση
2. σαρκική απόλαυση, σωματική τέρψη (α. «ρίγ' ηδονής τ' αράθυμο κύμα της σάρκας φέρνει», Γρυπ.
β. «αἱ κατά τὸ σῶμα ἡδοναί», Πλάτ.)
νεοελλ.
(ψυχολ.) το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται από την ικανοποίηση τών αναγκών, τών επιθυμιών, τών ορμών και τών ενστίκτων
νεοελλ.-μσν.
ευφροσύνη, χαρά, ευτυχία
μσν.
1. ομορφιά, χάρη, φυσικά θέλγητρα
2. γλυκύτητα, αγάπη
αρχ.
1. (στους Ίων. φιλοσ.) προκειμένου για την ποιότητα ενός σώματος, τη γεύση, τη νοστιμιά, την οσμή κ.λπ., συνήθ. με το ουσ. χροιή (χρώμα) («ζῷα... ἔχοντα αἴσθησιν τῆς ἡδονῆς τῆς γινομένης ἐκ τῆς τροφῆς», Αριστοφ.)
2. στον πληθ. αἱ ἡδοναί
επιθυμίες ηδονικές, για ηδονή
3. φρ. α) «ἡδονῇ ἡσσῶμαι» ή «ἡδοναῑς χαρίζομαι», παραδίδομαι στην ηδονή
β) «καθ' ἡδονήν» — ευχαρίστως
γ) «έν ἡδονῇ ἐστί τινι» — είναι ευχάριστο σε κάποιον
δ) «ἐν ἡδονή ἄρχοντες» — ευχάριστοι άρχοντες
ε) «ἡδοναὶ τραγημάτων
γλυκίσματα
4. (η δοτ. ως επίρρ.) ἡδονᾷ
με ευχαρίστηση
5. χαιρεκακία, χαιρέκακη ευχαρίστηση («ἐπί τοῖς τῶν φίλων κακοῖς ἡδοναῖς», Πλάτ.)
6. πράγμα στο οποίο βρίσκει κάποιος ευχαρίστηση, απόλαυσηφέρω γὰρ ἡδονάς καὶ ἀνάπαυλαν», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἡδονή: (ἥδομαι), Δωρ. ἁδονά ή ἡδονά, ἡ,
1. χαρά, ευτυχία, ευχαρίστηση, ικανοποίηση, Λατ. voluptas, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἡδονῇ ἡσσᾶσθαι, χαρίζεσθαι, ενδίδω, αφήνομαι στην ηδονή, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· συχνά με πρόσωπα με επιρρ. σημασία· πρὸς ή καθ' ἡδονὴν λέγειν, μιλώ έτσι ώστε να ικανοποιώ τον άλλο, σε Ηρόδ., Αττ.· καθ' ἡδονὴν κλύειν, ἀκούειν, σε Σοφ., Δημ.· καθ' ἡδονήν ή πρὸς ἡδονήν ἐστί μοι, σε Αισχύλ.· ὃ μέν ἐστι πρὸς ἡδονὴν, αυτό που είναι ευχάριστο, σε Δημ.· ἐν ἡδονῇ ἐστί τινι, κάτι προξενεί ευχαρίστηση ή ικανοποίηση σε κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. το πράγμα εκείνο που προξενεί τέρψη, απόλαυση, σε Σοφ., Αριστοφ.
3. στον πληθ., απολαύσεις, ηδονικοί πόθοι, ηδονικές επιθυμίες, σε Ξεν., Κ.Δ.

Middle Liddell

ἥδομαι
1. delight, enjoyment, pleasure, Lat. voluptas, Hdt., etc.; ἡδονῇ ἡσσᾶσθαι, χαρίζεσθαι to give way to pleasure, Thuc., Plat., etc.:—often with Prepositions in adv. sense, πρὸς or καθ' ἡδονὴν λέγειν to speak so as to please another, Hdt., Attic; καθ' ἡδονὴν κλύειν, ἀκούειν Soph., Dem.; καθ' ἡδονήν or πρὸς ἡδ. ἐστί μοι Aesch.; ὃ μέν ἐστι πρὸς ἡδ. that which is agreeable, Dem.; ἐν ἡδονῇ ἐστί τινι it is a pleasure or delight to another, Hdt., etc.
2. a pleasure, a delight, Soph., Ar.
3. in plural pleasures, pleasant lusts, Xen., NTest.

Chinese

原文音譯:¹don» 赫多尼
詞類次數:名詞(5)
原文字根:滿足(化) 相當於: (טַעַם‎) (שַׁלְוָה‎)
字義溯源:官感的欣喜,宴樂,喜樂,樂,極強的欲望;源自(ἀναψύχω)X*=願意,取悅)
出現次數:總共(5);路(1);多(1);雅(2);彼後(1)
譯字彙編
1) 宴樂(4) 路8:14; 多3:3; 雅4:1; 雅4:3;
2) 喜樂(1) 彼後2:13

English (Woodhouse)

caprice, delight, joy, mirth, pleasure, rapture

Mantoulidis Etymological

(=εὐχαρίστηση). Ἀπό τό ἥδομαι, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

voluptas, delectatio, pleasure, enjoyment, 1.84.2, 1.120.4. 2.37.2,
similiter similarly 2.53.1. 3.38.7, 3.40.2, 3.82.8, 4.19.4. 4.108.6. 6.83.3, 7.63.3.
gratia, favor, influence, 1.99.2,
grati erant., they were pleasing. 2.65.9, 2.65.10, [Mosq. Moscow manuscript ἡδονὴν] 3.9.1, 3.58.1,
gratificantes, gratifying, indulging, 6.17.4.

Translations

pleasure

Albanian: kënaqësi; American Sign Language: OpenB@Chest-PalmBack RoundSurface; Arabic: مُتْعَة‎, لَذَّة‎; Armenian: հաճույք; Azerbaijani: həzz; Basque: atsegin; Belarusian: задавальне́нне, прые́мнасць; Bengali: নন্দ; Bulgarian: удово́лствие, насла́да; Catalan: plaer; Chinese Mandarin: 歡樂, 欢乐, 樂趣, 乐趣; Czech: potěšení, rozkoš, slast; Danish: fornøjelse, behag; Dutch: plezier, genoegen, welbehagen; Esperanto: plezuro, agrableco; Estonian: lõbu; Finnish: mielihyvä, nautinto, ilo; French: plaisir; Galician: pracer; Georgian: სიამოვნება; German: Vergnügen; Gothic: 𐌲𐌰𐌱𐌰𐌿𐍂𐌾𐍉𐌸𐌿𐍃; Greek: ευχαρίστηση, απόλαυση; Ancient Greek: ἁδονά, ἁδοσύνα, ἁδοσύνη, ἀπόλαυσις, εὐαρέστησις, εὐαρεστία, εὐδοκία, εὐπάθεια, ἡδονά, ἡδονή, ἦδος, ἡδοσύνη, ἥσθημα, ἧσις, θέλημα, λεία κίνησις, τερπνότης, τερπωλή, τέρψις, τὸ ἡδύ, τρύφημα, φιληδία, χάρμα, χαρμονή, ψιά; Hebrew: עונג, עֹגֶג; Hindi: आनन्द; Hungarian: öröm, élvezet, gyönyörűség, gyönyör, kéj; Indonesian: kesenangan; Interlingua: placer; Irish: pléisiúr; Italian: piacere, piacimento, goduria; Japanese: 喜び, 快感; Korean: 쾌락, 환락, 기쁨, 즐거움; Kurdish Central Kurdish: خۆشی‎; Latgalian: prīca; Latin: iucunditas, delectatio, oblectatio, delectamentum, gaudium, dulcedo; Latvian: prieks; Ligurian: piâxéi; Lithuanian: malonumas; Lombard: piasé; Luxembourgish: Plëséier; Macedonian: задоволство; Maori: rēhia; Mauritian Creole: jos; Mongolian: баяр жаргал; Norwegian: fornøyelse; Occitan: plaser; Old English: lust; Persian: کیف‎, لذت‎; Polish: przyjemność; Portuguese: prazer; Romanian: plăcere; Romansch: plaschair; Russian: удово́льствие; Sanskrit: आनन्द; Scottish Gaelic: tlachd; Serbo-Croatian Cyrillic: задово̀љство, ужи́так; Roman: zadovòljstvo, užítak; Slovak: potešenie; Slovene: užitek; Spanish: placer; Swahili: anasa; Swedish: nöje, behag; Tagalog: kaaliwan, kalugdan; Thai: ความปิติยินดี; Tocharian B: wīna, yāso; Turkish: zevk, memnuniyet; Ukrainian: задово́лення, приє́мність; Urdu: آنند‎; Vietnamese: niềm vui thích; Welsh: bodd, boddhâd, hyfrydwch, mwynhâd, mwyniant, pleser; Yiddish: הנאה‎, חיות‎, עונג‎, תּענוג‎, פֿאַרגעניגן‎, וווילטאָג‎, נחת‎

satisfaction

Arabic: رِضَا‎; Armenian: բավարարում, գոհացում; Belarusian: здавальненне; Bulgarian: удовлетворение, задоволство; Catalan: satisfacció; Chinese Mandarin: 滿意, 满意, 滿足, 滿足; Czech: uspokojení; Danish: tilfredsstillelse; Dutch: voldoening, bevrediging; Esperanto: kontentigo; Finnish: tyydytys; French: satisfaction; Galician: satisfacción; Georgian: კმაყოფილება, დაკმაყოფილება; German: Befriedigung; Greek: ικανοποίηση; Hungarian: megelégedés, elégedettség; Italian: soddisfazione; Japanese: 満足; Korean: 만족(滿足); Latin: fructus; Macedonian: задоволство; Maori: wanea, ngata, mokori; Persian: رضا‎; Plautdietsch: Befrädjunk; Polish: zadowolenie, satysfakcja; Portuguese: satisfação; Quechua: saksay; Romanian: satisfacție, satisfacere; Russian: удовлетворение; Sanskrit: तर्पण; Scottish Gaelic: sàsachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: задово̀љство; Roman: zadovòljstvo; Slovak: uspokojenie; Slovene: zadovoljstvo; Spanish: satisfacción; Swedish: tillfredsställning; Telugu: తృప్తి; Thai: ความพอใจ; Tocharian B: soylñe; Turkish: tatmin; Ukrainian: задоволення; Vietnamese: sự thỏa mãn

enjoyment

Arabic: مُتْعَة‎, مِتْعَة‎; Belarusian: асалода, уцеха, прыемнасць; Bulgarian: удоволствие, наслада, радост; Chinese Mandarin: 享受, 愉快, 樂趣, 乐趣; Finnish: nautinto, mielihyvä; French: jouissance, plaisir; German: Genuss, Vergnügen; Ancient Greek: τέρψις, ἀπόλαυσις; Hebrew: הֲנָאָה‎; Hindi: मज़ा, आनंद; Hungarian: élvezet, öröm; Japanese: 楽しみ; Korean: 기쁨, 즐거움; Latin: fructus, iucunditas; Maori: ngahautanga; Navajo: ił honeeni; Persian: لذت‎, خشنودی‎; Polish: przyjemność, uciecha, zadowolenie; Portuguese: gozo; Russian: наслаждение, удовольствие; Spanish: disfrute, gozo, regocijo, holganza; Swedish: njutning; Thai: ความเพลิดเพลิน; Tocharian B: winālñe; Ukrainian: насолода, усолода, задоволення, уті́ха, приє́мність