λέσχη

From LSJ
Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέσχη Medium diacritics: λέσχη Low diacritics: λέσχη Capitals: ΛΕΣΧΗ
Transliteration A: léschē Transliteration B: leschē Transliteration C: leschi Beta Code: le/sxh

English (LSJ)

ἡ, (prob. from *λέχ-σκη, cf. λέχος) orig.

   A couch: hence, funeral bier or tomb, IG12(1).709 (Camirus); then,    2 lounging place, resort of idlers or beggars, οὐδ' ἐθέλεις εὕδειν χαλκήϊον ἐς δόμον ἐλθὼν ἠέ που ἐς λέσχην Od.18.329; πὰρ δ' ἴθι χάλκειον θῶκον καὶ ἐπαλέα λέσχην Hes.Op.493, cf. 501; κατίζων ἐν ταῖς λ. τῶν γερόντων Ps.- Hdt.Vit.Hom.12.    3 later, public building or hall, used as a lounge or meeting-place, esp. at Sparta and in other Doric cities, Cratin.164 (pl.), cf. Paus.3.14.2, Plu.Lyc.16, 24 (pl.); also in Attica, IG12.888, 2.1055.23, Procl.ad Hes.Op.491; at Delphi, hall adorned with paintings by Polygnotus, Luc.Im.7, Paus.10.25.1; at Cnidus, council-chamber, Plu.2.412d, cf. 298d; of the council of the Olympian gods, Ζεὺς ἇς λέσχας ἀπηξιώσατο (sc. τὰς Ἐρινῦς) A.Eu.366 (lyr.); also σύγκλητον τήνδε γερόντων λ. this specially summoned council, S.Ant.161 (anap.).    II talk or gossip, such as went on in the λέσχαι (cf. λεσχηνεύω, etc.), μακραὶ λ. E.Hipp.384, cf. IA1001 (pl.), Epicr.11.32 (pl., anap.), LXX Pr.23.29 (pl.), AP13.6 (Phal.); in bad sense, malicious gossip, scandal, Vett. Val.in Cat.Cod.Astr.8(1).165 (pl.); also in good sense, conversation, discussion, γενομένης λ., ὃς γένοιτο . . ἄριστος Hdt.9.71; ἐκ λόγων ἄλλων ἀπικέσθαι ἐς λ. περὶ τοῦ Νείλου Id.2.32; λόγον εἴ τιν' οἴσεις πρὸς ἐμὰν λ. if thou hast aught to discuss with me, S.OC167 (lyr.); αἶσαν λέσχης οἶνος ἔχειν ἐθέλει Call. Aet.1.1.16; ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν Id.Epigr.2.3; λύω λέσχας, 'cut the cackle', prov. for breaking off discussion and setting to work in earnest, Pl.Com.223.

German (Pape)

[Seite 32] ἡ (λέγω), 1) der Ort, wo man zum Schwatzen u. Plaudern zusammenkam, οἱ τόποι εἰς οὓς συνιόντες διημέρευον, Phryn. in B. A. 21; ein Ort für Müssiggänger und träge Herumtreiber, eine Art Wirthshaus, wo dergleichen Leute auch übernachten konnten, οὐδ' ἐθέλεις εὕδειν χαλκήϊον ἐς δόμον ἐλθὼν ἠέ που ἐς λέσχην Od. 18, 328, zum Bettler Odysseus gesagt; vgl. Hes. O. 491 πὰρ δ' ἴθι χάλκειον θῶκον καὶ ἐπαλέα λέσχην, vgl. 499, wonach ordentliche, ehrbare Leute solche Oerter nicht besuchten; vgl. Harpocr.; Inscr. 93; αἱ λέσχαι τῶν γερόντων Her. vit. Hom. 12, 16; ἐν ταῖς λέσχαισι, in Sparta, Cratin. bei Ath. IV, 138 e; vgl. Plut. Lyc. 16. 24. 25, wo es Halle, Rathhaus bedeutet; s. noch Paus. 3, 14, 2. – 2) Versammlung der Richter, des Rathes; Aeseh. Eum. 344; σύγκλητον τήνδε γερόντων προὔθετο λέσχην, Kreon berief diese Versammlung, Soph. Ant. 160, vgl. πρὸς ἐμὰν λέσχαν ἀβάτων ἀποβὰς – φώνει O. C. 164. – 3) Gespräch, Geschwätz, μακραί Eur. Hipp. 384, στρατὸς γὰρ ἀργὸς λέσχας πονηρὰς καὶ κακοστόμους φιλεῖ I. A. 1001; ἀπικέσθαι ἐς λέσχην, = εἰς λόγους ἐλθεῖν, Her. 2, 32, γενομένης λέσχης, ὃς γένοιτο αὐτέων ἄριστος 9, 71; Sp., ὁσσάκις ἀμφότεροι ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν, im Gespräch, Callim. 47 (VII, 80); μνᾶμα τοῦ χαρίεντος ἔν τε λέσχᾳ ἔν τ' οἴνῳ Phalaec. 2 (XIII, 6); vgl. p. bei Ath. I, 32 c.

Greek (Liddell-Scott)

λέσχη: ἡ, (λέγω Β) τόπος ἔνθα συνήρχοντο πρὸς συνομιλίαν, πρὸ πάντων οἱ ἀργοὶ καὶ οἱ ἐπαῖται, οὕτω δὲ συνήρχοντο καὶ εἰς ἐργαστήριον χαλκέως, οὐδ’ ἐθέλεις εὕδειν χαλκήϊον ἐς δόμον ἐλθὼν ἠέ που ἐς λέσχην Ὀδ. Σ. 329· πὰρ δ’ ἴθι χάλκειον θῶκον καὶ ἐπαλέα λέσχην Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 491, πρβλ. 499· κατίζων ἐν ταῖς λ. τῶν γερόντων Βίος Ὁμήρ. 12. 2) μετέπειτα, πᾶσα δημοσία στοὰ ἢ δίοδος χρησιμεύουσα εἰς συνάντησιν καὶ συνομιλίαν τῶν πολιτῶν, ὡς αἱ scholae porticuum τῶν Ρωμαίων καὶ ὡς τὸ νεώτερον club, μάλιστα ἐν Σπάρτῃ καὶ ἄλλαις Δωρικαῖς πόλεσι, Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1. 3, πρβλ. Παυσ. 3. 14, 2, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16. 24, Müller Dor. 4. 9. § 1· ὡσαύτως ἐν τῇ Ἀττικῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 23· ― τοιοῦτοι τόποι ἦσαν πολλάκις λαμπραὶ οἰκοδομαὶ ἰδίως ἀφιερωμέναι εἰς τὸν Ἀπόλλωνα (πρβλ. λεσχηνόριος)· μία τοιαύτη λέσχη ἐν Δελφοῖς ἐκοσμεῖτο διὰ γραφῶν τοῦ Πολυγνώτου, Λουκ. Εἰκόνες 7, Παυσ. 10, 25, 1· παρὰ τοῖς Κνιδίοις στοὰ γυμνασίου, συνεντευκτήριον, Πλούτ. 2. 412D, πρβλ. 298D· οὕτως ἐπὶ τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ συνεδρίου τῶν Θεῶν, Ζεὺς ἀπηξιώσατο ἇς λέσχας (δηλ. τὰς Ἐρινῦς) Αἰσχύλ. Εὐμ. 366· ὡσαύτως, σύγκλητον τήνδε γερόντων λ., τὸ κεκλημένον τοῦτο συνέδριον, Σοφ. Ἀντ. 160 (λυρ.). ΙΙ. κενολογία, μωρολογία, ἀδολεσχία οἵα ἐγίνετο ἐν ταῖς λέσχαις (πρβλ. λεσχηνεύω, ἔλλεσχος, περιλεσχήνευτος, προλεσχηνεύομαι), μακραὶ λ. Εὐρ. Ἱππ. 384, πρβλ. Ι. Α. 1001, Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 32C, Ἀνθ. Π. 13. 6· ― ἐπὶ καλῆς σημασίας, συνδιάλεξις, συνομιλία, γενομένης λέσχης ὃς γένοιτο... ἄριστος Ἡρόδ. 9. 71· ἐκ λόγων ἄλλων ἀπικέσθαι ἐς λέσχην περὶ τοῦ Νείλου ὁ αὐτ. 2. 32· λόγον εἴ τιν’ ἴσχεις πρὸς ἐμὰν λέσχαν, ἂν ἔχῃς τι νὰ ἀνακοινώσῃς πρὸς ἐμέ, Σοφ. Ο. Κ. 167 (λυρ.)· σύγκλητος λ., συνέδριον συγκληθὲν πρὸς συζήτησιν, ἴδε προτίθημι ΙΙ. 3· ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν Ἀνθ. Π. 7. 80· λύω λέσχας, παροιμ. ἐπὶ διακοπῆς συζητήσεως καὶ ἐνάρξεως σπουδαίας ἐργασίας, Παροιμιογρ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
lieu de réunion et de conversation, particul.
1 sorte de parloir ou de lieu d’asile pour les voyageurs;
2 lieu couvert, sorte de portique ou de galerie pour les habitants d’une ville;
3 entretien, conversation, causerie;
4 réunion, assemblée.
Étymologie: λέγω² et λέγω³.

English (Autenrieth)

inn, tavern, Od. 18.329†.

Greek Monolingual

η (AM λέσχη)
νεοελλ.
1. κέντρο συναθροίσεως, εντευκτήριο ομάδας ατόμων του ίδιου επαγγέλματος, της ίδιας κοινωνικής τάξης ή τών ίδιων ασχολιών ή φρονημάτων, που συνέρχονται για ορισμένους σκοπούς, όπως για συζήτηση, για ψυχαγωγία ή για συνεργασία
2. (α. «φοιτητική λέσχη» β. «ορειβατική λέσχη»)
2. συνεκδ. το σύνολο τών ατόμων που συναθροίζονται σε τέτοιο εντευκτήριο («η λέσχη συνεδριάζει κάθε Πέμπτη»)
αρχ.
1. κρεβάτι, κλίνη
2. τάφος
3. τόπος συναθροίσεως αργοσχόλων ή ζητιάνων («οὐδ' ἐθέλεις εὕδειν χαλκήϊον ἐς δόμον ἐλθὼν ἠέ που ἐς λέσχην», Ομ. Οδ.)
4. κάθε δημόσια στοά ή δίοδος ή ειδικό οικοδόμημα όπου συζητούσαν οι φτωχοί ή αρχόσχολοι
5. (στην Κνίδο) στοά ή αίθουσα γυμναστηρίου όπου συνεδρίαζαν τα μέλη του συμβουλίου
6. (στους Δελφούς) αίθουσα διακοσμημένη με ζωγραφιές του Πολυγνώτου
7. (με κακή σημ.) φλυαρία, κενολογία, μωρολογία, κουβεντολόι ή κουτσομπολιό («στρατὸς γὰρ ἀργός... λέσχας πονηρὰς καὶ κακοστόμους φιλεῑ», Ευρ.)
8. (με καλή σημ.) συζήτηση, συνομιλίακαίτοι γενομένης λέσχης ὃς γένοιτο αὐτῶν ἄριστος», Ηρόδ.)
9. παροιμ. «λύω λέσχας» — λεγόταν σε περιπτώσεις διακοπής ελαφράς συζήτησης και έναρξης σοβαρής εργασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεχ-σκᾱ (πρβλ. λέχομαι, λέχος), με μετάθεση δασύτητας (λεκ-σχᾱ > λέσχη)
μεταρρηματ. παρ. ενός αμάρτυρου λέχ-σκ-εται (πρβλ. βοσκή < βόσκω). Συνδέεται με κελτ. lesc «νωθρός, οκνηρός» και αρχ. άνω γερμ. ρ. lescan «σβήνω». Απαντά σε ανθρωπωνύμια, όπως Λέσσχων, Λεσχεύς.
ΠΑΡ. αρχ. λεσχάζω, λεσχαίνω, λεσχαίος, λεσχάρα, λέσχημα, λεσχήν, λέσχης, λεσχώδης.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. λεσχολογία.(Β' συνθετικό) αδολέσχης
αρχ.
αδόλεσχος, αερολέσχης, έλλεσχος, εννομολέσχης, κυσολέσχης, λογολέσχης, μεταρσιολέσχης, μετεωρολέσχης, μυθολέσχης, πλατυλέσχης, πρόλεσχος, στενολέσχης, συναδολέσχης, χρησμολέσχης.

Greek Monotonic

λέσχη: ἡ, (λέγω Γ)·
I. τόπος στον οποίο συγκεντρώνονταν για να μιλήσουν και να μάθουν νέα, σάλα, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· επίσης, κάθε δημόσια στοά που χρησίμευε στη συνάντηση και συνομιλία των πολιτών μεταξύ τους, βουλευτήριο, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. πολυλογία, κενολογία, κουτσομπολιό, το οποίο γινόταν στις λέσχαις, σε Ευρ.· με θετική σημασία, συνδιάλεξη, συνομιλία, σε Ηρόδ., Σοφ.