δαιμόνιον

From LSJ
Revision as of 20:35, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)")

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιμόνιον Medium diacritics: δαιμόνιον Low diacritics: δαιμόνιον Capitals: ΔΑΙΜΟΝΙΟΝ
Transliteration A: daimónion Transliteration B: daimonion Transliteration C: daimonion Beta Code: daimo/nion

English (LSJ)

τό,

   A divine Power, Divinity, Hdt.5.87, E.Ba.894 (lyr.), Isoc.1.13, Pl.R.382e, etc.; τὸ δαιμόνιον ἄρ' ἢ θεὸς ἢ θεοῦ ἔργον Arist. Rh.1398a15, cf. 1419a9; οἱ θεοὶ εἴσονται καὶ τὸ δ. D.19.239; φοβεῖσθαι μή τι δ. πράγματ' ἐλαύνῃ some fatality, Id.9.54; τὰ τοῦ δ. the favours of forlune, Pl.Epin.992d.    II inferior divine being, μεταξὺ θεοῦ τε καὶ θνητοῦ Id.Smp.202e; καινὰ δ. εἰσφέρειν X.Mem.1.1.2, Pl. Ap.24c, cf. Vett. Val.67.5, etc.; applied to the 'genius' of Socrates, X.Mem.1.1.2, Pl.Ap.40a, Tht.151a, Euthphr.3b.    2 evil spirit, δ. φαῦλα Chrysipp.Stoic.2.338, cf. LXXDe.32.17, To.3.8, Ev.Matt.7.22, al., PMag.Lond.1.46.120 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 514] τό (neutr. von δαιμόνιος), die Wirkung der Gottheit, die in dem Menschen wohnende Stimme des Göttlichen, Socrates bei Plat., die sich bei ihm bes. abmahnend äußerte, Theaet. 151 a Euth. 3 d; vgl. Xen. Mem. 1, 1, 2. 1, 4, 2; übh. = Gottheit, δαιμόνια ἕτερα καινὰ νομίζω Apol. 24 b; 27 e steht erst δαιμόνια καὶ θεῖα, nachher δαίμονες καὶ θεοί. Nach Plat. Conv. 202 e πᾶν τὸ δαιμόνιον μεταξύ ἐστι θεοῦ τε καὶ θνητοῦ. – Dem. 19, 239 vbdt οἱ θεοὶ εἴσονται καὶ τὸ δ. – Auch übh. = θεός, z. B. Isocr. 1, 13, u. bes. bei Sp. – Im N. T. der böse Geist, z. B. δαιμόνια ἐκβάλλειν Matth. 10, 8; bei Luc. Asin. 24 das Gespenst.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμόνιον: τό, ἡ θεία δύναμις, ἡ θεότης, τό θεῖον, Λατ. numen, Ἡρόδ. 5. 87, Εὐρ., Πλάτ., κτλ.· κατὰ τὸν Ἀριστ., θεὸς ἢ θεοῦ ἔργον Ρητ. 2. 23, 8, πρβλ. 3. 18, 2· φοβεῖσθαι μή τι δ. πράγματ’ ἐλαύνῃ, μοιραία τις ῥοπή, Δημ. 124. 26· τά τοῦ δ., ἡ εὔνοια τῆς τύχης, Πλάτ. Ἐπιν. 992D· ΙΙ. κατώτερόν τι θεῖον ὂν μεταξὺ θεοῦ τε καί θνητοῦ ὁ αὐτ. Συμπ. 202D· καινὰ δαιμόνια εἰσφέρειν Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2, Πλάτ. Ἀπολ. 24Β· οὕτω λέγει ὁ Ἀριστ., ἡ τῶν ἄλλων ζῴων φύσις δαιμονίᾳ, ἀλλ’ οὐ θεία Ὕπν. Μαντ. 2, 1. 2) τὸ ὄνομα δι’ οὗ ὁ Σωκράτης ὥριζε τὸ «ἐν αὐτῷ οἰκοῦν πνεῦμα», ἴδε Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2, Πλάτ. Ἀπολ. 40Α, Θεαιτ. 151Α, Εὐθυδ. 272Ε. 3) δαίμων, πονηρὸν πνεῦμα, Κ. Δ.· πρβλ. δαιμονίζομαι. (Ουχὶ ὑποκορ. τοῦ δαίμων, ἀλλ’ οὐδέτ. τοῦ δαιμόνιος).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 divinité ; puissance divine;
2 démon, càd voix intérieure qui parle à l’homme, le guide et le conseille, p. ex. le démon dont Socrate se disait inspiré.
Étymologie: neutre de δαιμόνιος.

Spanish (DGE)

-ου, τό
I en la esfera de lo divino
1 la divinidad frec. equivale a οἱ θεοί y a θεῖον Hdt.5.87, E.Ph.352, E.Ba.894, Isoc.1.13, Theopomp.Hist.344, Phld.Mus.4.4.7, οἱ θεοὶ δ' εἴσονται καὶ τὸ δ. D.19.239, πολὺς ... τοῦ λόγου ἐς τὸ θεῖον ἀφήκει καὶ τὸ δ. Hp.Morb.Sacr.1.27, cf. 12.2, ἀψευδὲς τὸ δ. τε καὶ τὸ θεῖον Pl.R.382e, τὰ τοῦ δαιμονίου los dones de la divinidad Pl.Epin.992d, περὶ τῆς τοῦ [δ] αιμονίου φύσεως Epicur.Nat.15.34.1, cf. Tat.Orat.19.
2 divinidad individualizada, pero indefinida θεοὺς οὓς ἡ πόλις νομίζει οὐ νομίζοντα, ἕτερα δὲ δαιμόνια καινά Pl.Ap.24c, 26b, cf. X.Mem.1.1.1, Arist.Rh.1419a9, οἷον τί τὸ δ. ἐστι· ἆρα θεὸς ἢ θεοῦ ἔργον; Arist.Rh.1398a15, μή τι δ. τὰ πράγματ' ἐλαύνῃ D.9.54, τᾶς εἰς τὸ δ. εὐσεβείας FD 3.220.14 (III a.C.), ἔχρησεν αὐτῷ τὸ δ. Lyd.Mag.1.31.
3 ser supranatural, genio divino distinto de οἱ θεοί, entre los dioses y los mortales, Pl.Smp.202d
concr. el genio particular socrático τὸ γιγνόμενόν μοι δ. Pl.Tht.151a, cf. Ap.40a, Euthphr.3b, Origenes Cels.6.8, Clem.Al.Strom.1.17.83
espíritu, demon que interviene de determinada manera las acciones del hombre δαιμόνια φαῦλα Chrysipp.Stoic.2.338, εἶτα φαίη δαιμόνιόν τι μηνύειν ... τῶν ἱστορικῶν τούτων ἕκαστον Plu.2.582b, ἀποτροπιασμοὶ ... φαύλων δαιμονίων Origenes Cels.1.31.
4 plu. en religiones monoteístas dioses falsos op. sg. θεός ‘el dios único’ ἔθυσαν δαιμονίοις καὶ οὐ θεῷ LXX De.32.17, cf. Ba.4.7, Ps.105.37.
II 1espíritu en el sent. de aparición οὐδὲ τὰ δαιμόνια δέδοικας; Luc.Asin.24, op. ‘lo corpóreo’ ψηλαφήσατέ με ... ὅτι οὐκ εἰμὶ δ. ἀσώματον Ign.Sm.3.2.
2 espíritu impuro que posee al hombre τοῦ δὲ δαιμονίου πολὺ μᾶλλον ἐπερρωμένου UPZ 144.43 (II a.C.), φεύξεται τὸ δ. PMag.12.282, δαιμόνια ἐξεβάλομεν Eu.Matt.7.22, ἀπόστρεψο[ν] τὸ δ. PMag.5.121, τὸ λαοπλάνον δ. ἐλέγξαι Eus.HE 7.8, Μένανδρον ... ὑπὸ τῶν δαιμονίων ... γενόμενον Iust.Phil.1Apol.26.4, ὑποστησάμενοι τὰς νόσους δαιμόνια εἶναι Plot.2.9.14.
3 como fuerza supranatural del mal espíritu maligno ἀκατάστατον δ. ἐστιν Herm.Mand.2.3, identificado c. αὐθάδεια Herm.Sim.9.22.3, διδασκαλίαι δαιμονίων 1Ep.Ti.4.1, cf. Ep.Barn.16.7, Iren.Lugd.Haer.1.5.4, Gr.Nyss.Eun.3.2.84
más concr. satán, el demonio τὸ πονηρὸν δ. LXX To.3.8, τοῦ δαιμονίου ἡμᾶς νικήσαντος Origenes Io.20.36, δαιμονίου φθισήνορος υἱός Nonn.Par.Eu.Io.17.12.

English (Strong)

neuter of a derivative of δαίμων; a dæmonic being; by extension a deity: devil, god.

English (Thayer)

δαιμονίου, τό (neuter of adjective δαιμόνιος, δαιμόνια, δαιμόνιον, divine, from δαίμων; equivalent to τό θεῖον);
1. the divine Power, deity, divinity; so sometimes in secular authors as Josephus, b. j. 1,2, 8; Aelian v. h. 12,57; in plural καινά δαιμόνια, Xenophon, mem. 1,1, 1f, and once in the N. T. ξενα δαιμόνια, a spirit, a being inferior to God, superior to men (πᾶν τό δαιμόνιον μεταξύ ἐστι Θεοῦ τέ καί θνητοῦ, Plato, symp. 23, p. 202e. (where see Stallbaum)), in both a good sense and a bad; thus Jesus, after his resurrection, said to his disciples οὐκ εἰμί δαιμόνιον ἀσωματον, as Ignatius (ad Smyrn. 3,2 [ET]) records it; πνεῦμα δαιμονίου ἀκαθάρτου (genitive of apposition), πονηρόν, δαιμόνιονπνεῦμα πονηρόν, ibid. evil spirits or the messengers and ministers of the devil (Winer's Grammar, 23 (22)): πνεύματα δαιμονίων ( δαιμον´ων) i. e. of that rank of spirits that are demons (genitive of apposition), ἄρχων τῶν δαιμονίων, the prince of the demons, or the devil: ἐισέρχεσθαι εἰς τινα, to enter into (the body of) one to vex him with diseases (see δαιμονίζομαι): ἐκβληθῆναι and ἐξέρχεσθαι ἐκ τίνος or ἀπό τίνος, when they are forced to come out of one to restore him to health: ἐκβάλλειν δαιμόνια, is used of those who compel demons to come out: ἔχειν δαιμόνιον, to have a demon, be possessed by a demon, is said of those who either suffer from some exceptionally severe disease, ἔχων δαιμόνια); or act and speak as though they were mad, δαιμόνια stands for אֱלִילִים שֵׁדִים προσκυνεῖν τά δαιμόνια καί τά εἴδωλα, θυουσι, he says δαιμονίοις θύουσιν καί οὐ Θεῷ, Sept. of Baudissin, Stud. zur scmit. Religionsgesch. vol. i. (St. ii. 4), p. 110ff). Pernicious errors are disseminated by demons even among Christians, seducing them from the truth, Josephus, also makes mention of δαιμόνια taking possession of men, Antiquities 6,11, 2 f; 6,8, 2; 8,2, 5; but he sees in them, not as the N. T. writers do, bad angels, but the spirits of wicked men deceased, b. j. 7,6, 3.

Greek Monotonic

δαιμόνιον: τό (δαίμων),
I. θεότητα, Λατ. numen, ή θεϊκή πράξη, ενέργεια, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· μοιραίο, αναπόφευκτο, σε Δημ.
II. 1. κατώτερο θεϊκό πλάσμα, δαίμονας, σε Ξεν., Πλάτ.
2. δαίμονας, διαβολικό πνεύμα, διάβολος, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαιμόνιον -ου, τό [δαίμων] naamloze goddelijke instantie die kan ingrijpen in het menselijke bestaan: godheid, goddelijke macht:. τοῦ δαιμονίου παρασκευάζοντος ὅκως … omdat de godheid ervoor wilde zorgen dat … Hdt. 2.120.5. bovenmenselijk wezen (naast goden en heroën) dat mensen beschermt of ze juist kwaad doet: geest, genius, demon:; μή τι δαιμόνιον τὰ πράγματ ’ ἐλαύνῃ (te vrezen) dat een demon de zaken aandrijft Dem. 9.54; spec. van de innerlijke stem van Socrates, die hem waarschuwde wanneer hij iets verkeerds dreigde te doen: het daimonion; christ.: δαιμόνια ἐκβάλλειν demonen uitdrijven NT.

Russian (Dvoretsky)

δαιμόνιον: τό
1) божество (преимущ. низшего порядка): демон, гений, дух (πᾶν τὸ δ. μεταζύ ἐστι θεοῦ τε καὶ θνητοῦ Plat.; τὸ δ. θεὸς ἢ θεοῦ ἔργον Arst.; μή τι δ. τὰ πράγματα ἐλαύνῃ Dem.): τὸ δ. ἑαυτῷ σημαίνειν Xen. (Сократ утверждал), что руководит им (некое) божество;
2) божественное начало, бог (τιμᾶν τὸ δ. ἀεί Isocr.);
3) злой дух, бес (δαιμονίοις θύειν καὶ οὐ θεῷ NT).