σέβομαι
Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut
English (LSJ)
mostly used in pres.: impf. in Hdt.7.197: fut.
A σεβήσομαι POxy.1381.202 (ii A.D.): aor. ἐσέφθην S.Fr.164, Pl.Phdr.254b, Porph.Plot.12:—feel awe or fear before God,feel shame, οὔ νυ σέβεσθε; Il.4.242, cf. Ar.Nu.293; τιμῶν καὶ σεβόμενος Pl.Lg.729c; σεφθεῖσα awe-stricken, Id.Phdr. l.c.: rarely c. inf., dread or fear to do a thing, σ. προσιδέσθαι... ἀντία φάσθαι A.Pers.694 (lyr.); μιαίνειν τὸ θεῖον Pl.Ti.69d; σέβεται καὶ φοβεῖται . . τό τι κινεῖν τῶν καθεστώτων Id.Lg. 798b: so c. acc. rei, to fear to do it, Antipho 2.4.12: c. part., σ. προσορῶν Pl.Phdr.250e. 2 after Hom., c. acc. pers., revere, worship, Κρονίδαν Pi.P.6.25; θεούς A.Supp.921, etc.; πάντων ἀνάκτων κοινοβωμίαν ib.223; Λατώ Ar.Th.123; Λυκοῦργον σέβεσθαι worship him as a hero, Hdt.1.66, cf. 7.197; προσορῶν ὡς θεὸν σ. τινά Pl.Phdr.251a; do homage to Zeus, A.Pr.937: generally, pay honour or respect to . ., θνατοὺς ἄγαν σ. ib.543 (lyr.); τὸ φίλον S.OC187 (lyr.), cf. Ph.1163 (lyr.), etc.; σ. τινὰ τύχης μάκαρος E.IT648. b esp. of Jewish proselytes, σεβομένη τὸν θεόν Act.Ap.16.14, cf.J.AJ14.7.2; σεβόμενοι προσήλυτοι, Ἕλληνες, Act.Ap.13.43, 17.4; σεβόμεναι γυναῖκες ib.13.50. 3 of things, τὰ βυβλία σεβόμενοι μεγάλως Hdt.3.128; ὄργια Ar.Th.949; ὦ Πιερία, σέβεταί σ' Εὔιος E.Ba.566 (lyr.); τὸ σῶφρον αἰδούμενος ἅμα καὶ σ. Pl.Lg.837c. II Act. σέβω is post-Hom., used only in pres. and impf., worship, honour, mostly of the gods, σ. Δήμητρος πανήγυριν Archil.120; πατρὸς Ὀλυμπίοιοτιμάν Pi.O.14.12; θεούς A.Th.596; Νύμφας Id.Eu.22; Ἅιδην S.Ant.777; τἀν Ἅιδου ib.780; θεῶν θέσμια Id.Aj. 713(lyr.), etc.; rare in Prose, νομίζεται θεοὺς σέβειν X.Mem.4.4.19, cf. Ar.Nu.600; but also of parents, S.OC1377, cf. Ant.511; of kings, Id.Aj.667, etc.; of suppliants, A.Eu.151 (lyr.); λέγω κατ' ἄνδρα, μὴ θεόν, σέβειν ἐμέ Id.Ag.925; αἰχμὴν . . μᾶλλον θεοῦ σ. Id.Th.530; σ. ὀνείρων φάσματα Id.Ag.274; τὰς ἐμὰς ἀρχὰς σ. S.Ant.744 (εὖ σέβουσι is dub. cj. for εὐσεβοῦσι in A.Ag.338, cf. E.Ph.1320, Tr.85); σέβειν ἐν τιμῇ c. acc., A.Pers.166, Pl.Lg.647a: c. inf., ὑβρίζειν ἐν κακοῖσιν οὐ σέβω, i.e. τὸ ὑβρίζειν, I do not respect, approve it, A.Ag.1612; τὸ μὴ ἀδικεῖν σέβοντες Id.Eu.749: rarely of a god, Ποσειδῶν . . τὰς ἐμὰς ἀρὰς σέβων E.Hipp.896:—σέβομαι as Pass., to be reverenced, ἡ δ' οἴκοι [πόλις] πλέον δίκῃ σέβοιτ' ἄν S.OC760; τὸ σεβόμενον reverence, Plu. 2.1101d. 2 less freq. abs., to worship, to be religious, τὸν σέβοντ' εὐεργετεῖν A.Eu.725, cf. 897; οὐ γὰρ σέβεις S.Ant.745; κρίνοντες ἐν ὁμοίῳ καὶ σέβειν καὶ μή Th.2.53; but in all these places an object shd. perh. be supplied from the context. (σέβομαι prob. orig. 'I shrink from . .', of which σοβέω is the causal; perh. cogn. with Skt. tyajati 'desert, let go'.)
German (Pape)
[Seite 867] dep. pass., von dem außer praes. und imperf. der aor. ἐσέφθην Soph. tr. 175 u. Plat. (s. unten) vorkommt, bei Hesych. auch σέψασθαι u. bei D. L. 7, 120 σεβήσεσθαι; – a) sich scheuen, vor Göttern und Menschen, wenn man etwas Schlechtes zu thun in Begriff ist und sich durch das Gefühl des Unrechts daran hindern läßt, sich schämen; οὔ νυ σέβεσθε; Il. 4, 242; c. int., σέβομαι μὲν προσιδέσθαι, σέβομαι δ' ἀντία λέξαι, Aesch. Pers. 680; καὶ φοβεῖται, Plat. Legg. VII, 798 b; τιμῶν τις καὶ σεβόμενος, V, 729 c; u. c. inf., σεβόμενοι μιαίνειν τὸ θεῖον, Tim. 69 d. – b) die Götter mit frommer Scheu verehren, anbeten; Κρονίδαν σέβεσθαι, Pind. P. 6, 25; Tragg.: τοὺς θεοὺς οὐδὲν σέβῃ, Aesch. Suppl. 899; übh. ehren, σέβῃ θνητοὺς ἄγαν, Prom. 542; σέβου, προσεύχου, θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί, 939; Soph. O. C. 187 Phil. 1148; Eur. I. T. 648 Bacch. 566 Or. 347 Suppl. 1233; Ar. Th. 123; τὰ βιβλία, Her. 3, 128; ὡς θεὸν σέβεται, Plat. Phaedr. 251 a; auch aor. σεφθεῖσα, 254 d;; τινὰ ὡς πατέρα, Xen. Cyr. 8, 8, 1.
Greek (Liddell-Scott)
σέβομαι: ἀποθετ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ.· ἀόρ. ἐσεφθην Σοφ. Ἀποσπ. 175, Πλάτ. Φαῖδρ. 254Β, Πορφ. ἐν Βίῳ Πλωτίν. σ. 63, πρβλ. Buttm. Ausf. Gr. 2, 386· μέλλ. σεβήσομαι Διογ. Λ. 7. 129. (Ἐκ τῆς √ΣΕΒ παράγονται ὡσαύτως τὰ σέβας, σεβάζομαι, εὐσεβής, δυσσεβής, συμνός, σεπτος· πρβλ. Σανσκρ. sêv (venerari) ἴσως ὡσαύτως Λατιν. sev-erus, se-rius (ὅ ἐστι sev-rius)). Αἰσθάνομαι φόβον καὶ συστολὴν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μάλιστα ἐν ᾧ μέλλω νὰ πράξω τι ἀπρεπές, αἰσχύνομαι, αἰσθάνομαι θρησκευτικὸν φόβον, εὐλαβοῦμαι, οὔ νυ σέβεσθε; Ἰλ. Δ. 242, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 293· τιμῶν καὶ σεβόμενος Πλάτ. Νόμ. 729C· σ. καὶ φοβεῖσθαι αὐτόθι 798C· σεφθεῖσα, φοβηθεῖσα, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - σπανίως μετ’ ἀπαρ., φοβοῦμαι, εὐλαβοῦμαι νὰ πράξω τι, διστάζω, δὲν τολμῶ, σ. προσιδέσθαι..., ἀντία φάσθαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 694· μιαίνειν τὸ θεῖον Πλάτ. Τίμ. 69D· σέβεται καὶ φοβεῖται.. τό τι κινεῖν τῶν καθεστώτων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798Β· οὕτω μετ’ αἰτ. πράγματ., φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Ἀντιφῶν 120. 28· ὡσαύτως μετὰ μετοχῆς, σ. προσορῶν Πλάτ. Φαῖδρ. 250Ε. 2) μεθ’ Ὅμ., μετ’ αἰτ. προσ., τιμῶ δι’ εὐλαβείας καὶ φόβου εὐσεβοῦς, εὐλαβοῦμαι, προσκυνῶ, λατρεύω, Λατιν. veneror, Κρονίδαν Πινδ. Π. 6. 25· θεοὺς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 921, κτλ.· πάντων ἀνάκτων κοινοβωμίαν αὐτόθι 223· Λατὼ Ἀριστοφ. Θεσμ. 123· Λυκοῦργον σέβεσθαι, τιμᾶν ὡς ἥρωα, Ἡρόδ. 1. 66, πρβλ. 7. 197· ὡς θεὸν σ. τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 251Α· - ἀκολούθως, ἀπονέμω τιμὴν εἰς βασιλεῖς, κτλ., Αἰσχύλ. Πρ. 937· -καθόλου, ἀπονέμω τιμὴν ἢ σεβασμὸν πρὸς ἀνθρώπους, θνατοὺς ἄγαν σ. αὐτόθι 543· φίλον Σοφ. Ο. Κ. 187· ξένον Φιλ. 1163, κτλ.· σ. τινα τύχης μάκαρος Εὐρ. Ι. Τ. 647. 3) ἐπὶ πραγμάτων, τά βιβλία σεβόμενοι μεγάλως Ἡρόδ. 3. 128· ὄργια Ἀριστοφ. Θεσμ. 948· ὦ Πιερία, σέβεταί σ’ Εὔιος Εὐρ. Βάκχ. 566· σ. τῷ σῶφρον Πλάτ. Νόμ. 837C. ΙΙ. ὁ ἐνεργ. τύπος σέβω ἀνήκει εἰς τοὺς μεθ’ Ὅμηρ. καὶ κεῖται μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἀκριβῶς ὡς τὸ σέβομαι 2, μετ’ αἰτ., λατρεύω, τιμῶ, εὐλαβοῦμαι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν θεῶν, σ. Δήμητρος πανήγυριν Ἀρχίλ. 107· πατρὸς Ὀλυμπίου τιμὰν Πινδ. Ο. 14. 17· θεοὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 596· Νύμφας ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 22· Ἅιδην Σοφ. Ἀντ. 777· τὰν Ἅιδου αὐτόθι 780· θεῶν θέσμια ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 713, κτλ.· εἶναι δὲ σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, νομίζεται θεοὺς σέβειν Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 19, πρβλ. Ἀριστοφ. Νέφ. 600, ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ τῶν γονέων, Σοφ. Ο. Κ. 1377, πρβλ. Ἀντ. 511· ἐπὶ βασιλέων, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 667, κτλ.· ἐπὶ ἱκετῶν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 151· λέγω κατ’ ἄνδρα, μὴ θεόν, σέβειν ἐμὲ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 925· αἰχμὴν ... μᾶλλον θεοῦ σ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 529· σ. ὀνείρων φάσματα ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 274· εὖ σέβειν τινὰ ἀντὶ εὐσεβεῖν εἴς τινα, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1340, Seidl. εἰς Ευρ. Τρῳ. 85 (πρβλ. εὐσεβέω)· σέβειν τι ἢ τινὰ ἐν τιμῇ Αἰσχύλ. Πέρσ. 166, Πλάτ. Νόμ. 647Α· - μετ’ ἀπαρ., ὑβρίζειν ἐν κακοῖσιν οὐ σέβω, ὅ ἐστι τὸ ὑβρίζειν, δὲν σέβομαι, δὲν παραδέχομαι, δὲν ἐπιδοκιμάζω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1612· τὸ μὴ ἀδικεῖν σέβοντες ὁ αυτ. ἐν Εὐμ. 749· - σπανίως ἐπὶ θεοῦ, Ποσειδῶν... τὰς ἐμὰς ἀρὰς σέβων Εὐρ. Ἱππ. 896· -ἀκολούθως, σέβομαι ὡς παθ., μὲ σέβονται, ἡ δ’ οἴκοι [[[πόλις]]] πλέον δίκῃ σέβοιτ’ ἂν Σοφ. Ο. Κ. 760· τὸ σεβόμενον = σέβας, Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 205. 2) ἔτι σπανιώτερον ἀπολ., λατρεύω, εἶμαι εὐλαβής, θρῆσκος, τὸν σέβοντ’ εὐεργετεῖν Αἰσχύλ. Εὐμ. 725, πρβλ. 897· οὐ γὰρ σέβεις Σοφ. Ἀντ. 745· κρίνειν.. ἐν ὁμοῖῳ καὶ σέβειν καὶ μὴ Θουκ. 2. 53.
English (Autenrieth)
σέβεσθε: feel awe, scruple, be ashamed, Il. 4.242†.
Spanish
English (Strong)
middle voice of an apparently primary verb; to revere, i.e. adore: devout, religious, worship.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ενεργ. τ. σέβω Α
1. αισθάνομαι και εκδηλώνω σεβασμό προς κάποιον ή προς κάτι (α. «σέβομαι τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας ιστορία» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», Σοφ.)
2. τιμώ με ευλάβεια («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ)
νεοελλ.
τηρώ, υπακούω (α. «δεν σεβάστηκαν τους όρους της συμφωνίας» β. «σέβομαι τους νόμους»)
αρχ.
1. ενεργ. σέβω
α) (ιδίως σχετικά με θεούς) λατρεύω, προσκυνώ («δεινὸς ὅς θεοὺς σέβει», Αισχύλ.)
β) απόλ. είμαι θρήσκος, ευσεβής («τὸν σέβοντ' εὐεργετεῑν», Αισχύλ.)
2. μέσ. α) (σχετικά με βασιλιά) απονέμω τιμή, τιμώ («σέβου,... θῶπτε τὸν κρατοῡντ' ἀεί», Αισχύλ.)
β) αισθάνομαι φόβο και συστολή ενώπιον του Θεού, ιδίως όταν πρόκειται να πράξω κάτι το απρεπές («ἰδοῡσα δὲ ἔδεισέ τε καὶ σεφθεῑσα ἀνέπεσεν ὑπτία», Πλάτ)
γ) (με απρμφ.) διστάζω, δεν τολμώ να πράξω κάτι («σέβεται καὶ φοβεῑται... το τι κινεῑν τῶν καθεστώτων», Πλάτ.)
3. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σεβόμενον
το σέβας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σέβομαι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα tyegw- «φεύγω τρομαγμένος, στρέφομαι προς τα πίσω έντρομος, απομακρύνομαι, εγκαταλείπω» (το φώνημα ty- στην Ελληνική έδωσε σ-, ενώ ο χειλοϋπερωικός φθόγγος αποδόθηκε με χειλικό σύμφωνο β- πριν από φωνήεν -ο-) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. tyajati «αποχωρίζομαι, εγκαταλείπω». Στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας σοβ- ανάγεται ο επιτατικός-επαναληπτικός τ. σοβῶ, -έω (πρβλ. φέβομαι: φοβῶ, -έω) που ανταποκρίνεται περισσότερο στη σημ. της ρίζας: «κινούμαι ορμητικά, ταράζομαι» (βλ. λ. σοβώ, σοβαρός). Στο ρ. σέβομαι, τέλος, θα πρέπει να αποδοθεί μια αρχική σημ. «απομακρύνομαι με δέος από κάτι», από όπου οι κατ’ εξοχήν σημ. του ρήματος: «αισθάνομαι φόβο και συστολή μπροστά σε κάτι σπουδαίο, όπως είναι ο Θεός, διστάζω, δεν τολμώ να πράξω κάτι απρεπές» και εν συνεχεία, σχετικά με θεούς, «λατρεύω, προσκυνώ» και, γενικά, «αισθάνομαι σεβασμό, τιμώ με ευλάβεια», από όπου και η νεοελλ. σημ. του ρ. «υπακούω» (πρβλ. σέβας, σεπτός, σεμνός)].
Greek Monotonic
σέβομαι: κατά κανόνα στον ενεστ.· αόρ. αʹ ἐσέφθην· αποθ.,
1. αισθάνομαι θρησκευτικό δέος, αισθάνομαι ντροπή, αισχύνη, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· σεφθεῖσα, κατειλημμένη από ιερό δέος, φόβο, σε Πλάτ.· με απαρ., τρέμω από φόβο ή αισθάνομαι φόβο, διστάζω από συστολή να κάνω κάτι, σε Αισχύλ., Πλάτ.
2. με αιτ. προσ., τιμώ με θρησκευτικό δέος, λατρεύω, Λατ. veneror, σε Πίνδ., Ηρόδ. κ.λπ.· επομένως, ευλαβούμαι, αποδίδω τιμές ή σεβασμό προς, σε Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
σέβομαι: med. к σέβω.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to shy from smth., to feel ashamed, posthom. to be in awe, to honour, esp. as regards the gods (Δ 242).
Other forms: also σέβω (Pi., trag., rarely in prose; cf. Schw.-Debrunner 234), nonpres. forms quite rare: aor. pass. σεφθῆναι (S. Fr. 164, Pl. Phdr. 254b), fut. σεβήσομαι (pap. IIp).
Compounds: Rarely with προσ-, ἀντι-.
Derivatives: A. σέβας n. (only nom. a. acc.; pl. σέβη A. Supp. 755) (sacred) awe, amazement, worship, object of awe, of worship (ep. poet. Il.); after γέρας? (cf. Chantraine Form. 422; s. also on σεμνός); as 2. member, after the εσ-stems, -σεβής (Schwyzer 514; aslo relation to σέβομαι is possible), s.g. εὑ-σεβής God-fearing, pious (Thgn., Pi. etc.) with εὑσέβ-εια, -έω, -ημα; after this and after ἀσέβημα the simplex σέβημα n. worship (Orph.). From σέβας: 1. the aorist σεβάσσατο (Il.), to which σεβάζομαι, σεβασθῆναι (late) = σέβομαι. From this a. σεβάσεις pl. deferences (Epicur.); b. -σμα n. object of worship, shrine (D. H., NT etc.); c. -σμός m. worship (hell. a. late) with -σμιος, -σμιότης; d. -στός venerable, reverend, elevated, = Lat. Augustus (D. H., Str. etc.; also to σέβας) with -στιος, -στικός, -στεύω, -στεῖον. 2. σεβίζομαι, -ίζω = σέβο-μαι (Pi., trag. a.o.; can also be enlargement of σέβομαι) with -ισμα n. (sch.). -- B. Verbal adj. σεπτός venerable (A. Pr. 812, late prose), mostly comp., ἄ-, περί-, θεό-σεπτος a.o. (trag. a.o.); σεπτ-ικός, -εύω H. C. nom. ag. θεο-σέπτωρ m. worshiper of gods (E. Hipp. 1364 [anap.]; Fraenkel Nom. ag. 2, 28). D. σέβερος εὑσεβής, δίκαιος H. -- On σεμνός and σοβέω s. v.
Origin: IE [Indo-European] [1086] *ti̯egʷ- have respcct for smb.
Etymology: Phonetically possible, but at least at first sight semant. not very convincing is the connection with Skt. tyajati desert, leave alone, abandon (Brugmann IF 25, 301 ff., WP. 1, 746, Pok. 1086). The causative σοβέω (s. v.) points for σέβομαι to an orig. meaning run away, flee v. t.; from this (schameful) redress for sth., yield? Doubts by Mayrhofer s.v. (w. lit.); agreement by v. Erffa Αἰδώς (Phil. Supp. 30: 2) 27 f. The equation of σεπτός with tyaktá-, of θεο-σέπτωρ with tyaktar-, to which also the s-stems σέβας: tyajas- (Porzig Satzinhalte 301), is without impostance for the etymology, as it could be monolingual innovations. Acc. to v. Windekens Orbis 14, 117 here also Toch. AB yäk- negligent, careless, be c.; doubtable.
Middle Liddell
mostly in pres.]
Dep.
1. to feel awe or fear before God, to feel religious awe, feel shame, Il., Ar.; σεφθεῖσα awe-stricken, Plat.: c. inf. to dread or fear to do a thing, Aesch., Plat.
2. c. acc. pers. to honour with pious awe, to worship, Lat. veneror, Pind., Hdt., etc.:—then, to do homage to, pay honour or respect to, Trag.