περιεργάζομαι
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
English (LSJ)
fut. -εργάσομαι, περίεργος)
A take more pains than enough about a thing, waste one's labour on it, c. part., περιεργάζοντο δοκέοντες πρῶτοι ἀνθρώπων γεγονέναι Hdt.2.15; Σωκράτης π. ζητῶν τά τε ὑπὸ γῆς καὶ οὐράνια Pl.Ap.19b; περιείργασμαι μὲν ἐγὼ περὶ τούτων εἰπὼν περιείργασται δ' ἡ πόλις ἡ πεισθεῖσ' ἐμοί D.18.72 : c. dat. modi, τῷ θυλάκῳ περιερλάσθαι that they had overdone it with their 'sack' (i.e. need not have used the word), Hdt.3.46; π. τοῖς σημείοις overact one's part, Arist.Po.1462a6; π. τῷ οἰκιδίῳ go to a needless expense with his house, Ael.VH4.11; οὐδὲ περιείργασται ἐν αὐτοῖς nor has he lavished useless pains upon... Luc.Herod.6 (but pf. in pass. sense, πλέον οὐδὲν περιείρλασται τῷ Θέωνι Ael.VH2.44). 2 c. acc., π. τι καινόν to be busy about 'some new thing', Ar.Ec.220; αἱ μέλιτται π. τὸ παιδίον Philostr.Im.2.12; meddle, interfere with, τὰ ἀλλότρια Chiloap.Stob. 3.1.172; τῶν κατὰ τὴν Ἰταλίαν οὐδέν Plb.18.51.2 : abs., to be a busybody, D.26.15, 32.28, Men.Epit.358, Lib.Ep.1068.3. 3 bargain, haggle, περὶ τῆς τιμῆς PCair.Zen.393.5 (iii B. C.). 4 in good sense, elaborate, Men.Rh.p.394 S.,al. 5 investigate thoroughly, τὰ λεληθότα Jul.Or.7.217c, cf. Eun.Hist.p.250 D.; seek diligently, π. πόθεν ἡ εἴσοδος Zos.Alch.p.111 B. 6 ταῦτα π. have this effect, of substances, Gal.18(1).484.
German (Pape)
[Seite 574] (s. ἐργάζομαι), Etwas mit Umsicht, Sorgfalt, Mühe thun, bes. Etwas mit Mühe betreiben, das der Mühe nicht werth ist, Nebendinge, unnütze, überhaupt solche Dinge treiben, um die man sich nicht bekümmern sollte, Her. 2, 15; τῷ θυλάκῳ περιειργάσθαι, mit dem Sacke, dem Vorzeigen desselben hätten sie etwas Ueberflüssiges gethan, 3, 46, εἰ μή τι καινὸν περιειργάζετο, Ar. Eccl. 220, Σωκράτης περιεργάζεται ζητῶν τὰ ὑπὸ γῆς, Plat. Apol. 19 b; περιεργαστέον, ich muß noch mehr thun, Antiph. 2 δ 3, auf das vorangehende ἐμὲ δὲ προσῆκεν οὐδὲν ἄλλο ἢ ἀπολογηθῆναι bezüglich; auch sich um fremde Angelegenheiten neugierig kümmern, εἰ δὲ σεσυκοφάντηκας, οὐ περιεργαζόμεθα, Dem. 32, 28, öfter; τὰ κατὰ τὴν Ἰταλίαν, sich in die italischen Angelegenheiten mengen, Pol. 18, 34, 2; Luc. Herod. 6; πλέον οὐδὲν αὐτῷ περιείργασται, pass., Ael. V. H. 2, 44.
Greek (Liddell-Scott)
περιεργάζομαι: μέλλ. -εργάσομαι· ὁ μέλλ. -εργασθήσομαι ἐπὶ παθ. σημασίας, Achmes Ὀνειρ. 231· (περίεργος)· ἀποθ., - ὡς καὶ νῦν, ἐξετάζω τι μετὰ περιττῆς ἐπιμελείας, δαπανῶ μάταιον κόπον δι’ αὐτό, μετὰ μετοχ., περιεργάζοντο δοκέοντες πρῶτοι ἀνθρώπων γεγονέναι Ἡρόδ. 2. 15· Σωκράτης περιεργάζεται ζητῶν τά τε ὑπὸ γῇς καὶ τὰ ἐπουράνια Πλάτ. Ἀπολ. 19Β· περιείργασμαι μὲν ἐγὼ περὶ τούτων εἰπών, περιείργασται δ’ ἡ πόλις πεισθεῖσα ἐμοὶ Δημ. 248· 25· - μετὰ δοτ. τρόπου, τῷ θυλάκῳ περιειργάσθαι, μάτην μετεχειρίσθησαν τὸν «θύλακον» (δηλ. δὲν ἦτο ἀνάγκη νὰ εἴπωσι τὴν λέξιν), Ἡρόδ. 3. 46· π. τοῖς σημείοις, ἐνεργῶ πέραν τοῦ μέρους μου, Ἀριστ. Ποιητ. 26, 6· π. τῷ οἰκιδίῳ, μάταια δαπανῶ εἰς τὴν οἰκίαν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 11· οὕτω πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασ., οὐδὲ περιείργασται ἐν αὐτοῖς, οὐδὲ ὑπάρχει τι περιττὸν ἐν αὐτοῖς, Λουκ. Ἡρόδ. 6, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 44· - μετ’ αἰτ., π. τι καινόν, ἀσχολοῦμαι περὶ νέον τι πρᾶγμα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 200. 2) εἶμαι ἄνθρωπος περίεργος, ἀσχολοῦμαι εἰς ἄλλων ἀνθρώπων ὑποθέσεις, πολυπραγμονῶ, Δημ. 805, 4, πρβλ. 890. 5· π. τὰ κατὰ τὴν Ἰταλίαν, ἀναμιγνύομαι εἰς τὰ πράγματα τῆς Ἰταλίας, Πολύβ. 18, 34, 2. - Κατὰ Φώτ.: «περιεργάζεσθαι· πολυπραγμονεῖν».
French (Bailly abrégé)
travailler avec trop de soin, prendre un soin superflu τινι, ἔν τινι, τι en qch.
Étymologie: περί, ἐργάζομαι.
English (Strong)
from περί and ἐργάζομαι; to work all around, i.e. bustle about (meddle): be a busybody.
English (Thayer)
(see περί, III:2); to bustle about uselessly, to busy oneself about trifling, needless, useless matters, (Herodotus 3,46; Plato, Apology, p. 19b.; others): used apparently of a person officiously inquisitive about others' affairs (A. V. to be a busybody), Demosthenes, p. 150,24 (cf. p. 805,4etc.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και περιεργάζω Μ περίεργος
ερευνώ, εξετάζω προσεκτικά (α. «περιεργάζομαι το κόσμημα» β. «κάλλη γυναικῶν περιεργαζομένῃ», Ιωάνν. Χρυσ.)
μσν.
ενεργ. περιεργάζω
αναζητώ προσεκτικά
μσν.-αρχ.
1. κοπιάζω υπερβολικά, καταγίνομαι σε κάτι με πολύ κόπο («Σωκράτην περιεργάζεται ζητῶν τά τε ὑπὸ γῆς καὶ τὰ ἐπουράνια», Πλάτ.)
2. ενδιαφέρομαι πάρα πολύ για κάτι («αἱ μέλιτται περιεργάζονται τὸ παιδίον», Φιλόστρ.)
3. εξετάζω από περιέργεια, επεμβαίνω στις υποθέσεις τών άλλων («ἐπὶ δὲ τῶν περιεργαζομένων τι καὶ κοινῇ πάντα ἐνοχλούντων», Δημοσθ.)
4. ασχολούμαι με κάτι, ασκώ (α. «μὴ μαντεῑα περιεργάζεσθαι», Ευσ. β. «Φρυγῶν, τῶν πρώτων περιεργαζομένων ὀρνίθων πτῆσιν», Γρηγ. Ναζ.)
αρχ.
1. καταβάλλω μάταιες προσπάθειες («περιεργάζομαι τῷ οἰκιδίῳ» — μάταια δαπανώ για το σπίτι, Αιλ.)
2. διαπραγματεύομαι την τιμή («περιεργάζομαι περί τῆς τιμῆς», πάπ.)
3. (για ουσίες) φέρνω αποτέλεσμα.
Greek Monotonic
περιεργάζομαι: μέλ. -εργάσομαι, παρακ. -είργασμαι· αποθ.·
I. κοπιάζω περισσότερο απ' όσο πρέπει σχετικά με κάτι, δαπανώ κόπο γι' αυτό, με μτχ., Σωκράτης περιεργάζεται ζητῶν, σε Πλάτ.· περιείργασμαι περὶ τούτων εἰπών, σε Δημ.· με δοτ. τρόπου, τῷ θυλάκῳ περιειργάσθαι, σε Ηρόδ.· παρακ. με Παθ. σημασία, οὐδὲ περιείργασται, δεν υπάρχει τίποτα περιττό, σε Λουκ.
II. είμαι περίεργος, ανακατεύομαι σε υποθέσεις άλλων, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
περιεργάζομαι:
1) попусту усердствовать, делать (что-л.) зря (μηδὲν ἐργάζεσθαι, ἀλλὰ π. NT): περιεργάζοντο δοκέοντες Her. они напрасно думают, (будто); καινόν τι π. Arph. (зря) хлопотать о новшествах; Σωκράτης περιεργάζεται ζητῶν τά τε ὑπὸ γῆς καὶ τὰ ἐπουράνια Plat. (обвинители говорят, что) Сократ занимается бессмысленными исследованиями того, что (творится) и под землей, и в небесах; π. τοῖς σημείοις Arst. (об актерах) делать излишние движения, т. е. переигрывать;
2) заниматься чужими делами: τὰ κατὰ τὴν Ἰταλίαν π. Polyb. вмешиваться в дела Италии.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-εργάζομαι druk bezig zijn met, met acc.:; τι καινόν... περιηργάζετο hij was met iets nieuws bezig Aristoph. Eccl. 220; abs. bemoeizuchtig zijn:. ἂν δέ τις λάβῃ με περιεργασάμενον als iemand mij op bemoeizucht betrapt Men. Epitr. 575. overdreven bezig zijn met, overdrijven in, te ver gaan in, met dat.:; π. τοῖς σημείοις overdreven bezig zijn met gebaren Aristot. Poët. 1462a6; met ptc.. Σωκράτης... περιεργάζεται ζητῶν τά τε ὑπὸ γῆς καὶ οὐράνια Socrates gaat te ver met zijn onderzoek naar de dingen onder de aarde en aan de\n hemel Plat. Ap. 19b.
Middle Liddell
fut. -εργάσομαι perf. -είργασμαι
Dep.:
I. to take more pains than enough about a thing, to waste one's labour on it, with a part., Σωκράτης περιεργάζεται ζητῶν Plat.; περιείργασμαι περὶ τούτων εἰπών Dem.:—c. dat. modi, τῷ θυλάκῳ περιειργάσθαι that they had overdone it with their "sack" (i. e. need not have used the word), Hdt.:—perf. in pass. sense, οὐδὲ περιείργασται nor is there any superfluity, Luc.
II. to be a busybody, meddle with other folk's affairs, Dem.
Chinese
原文音譯:perierg£zomai 胚里-誒而瓜索買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:周圍-工作
字義溯源:到處活動,專管閒事,好管閒事,匆忙行動,無意義的舉動;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(ἐργάζομαι)=去行)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=刺),而 (ἐργάζομαι)出自(ἔργον)=行為), (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)。參讀 (ἐργάζομαι)同義字
出現次數:總共(1);帖後(1)
譯字彙編:
1) 好管閒事(1) 帖後3:11