μέγαρον

From LSJ
Revision as of 16:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέγᾰρον Medium diacritics: μέγαρον Low diacritics: μέγαρον Capitals: ΜΕΓΑΡΟΝ
Transliteration A: mégaron Transliteration B: megaron Transliteration C: megaron Beta Code: me/garon

English (LSJ)

τό, gen. pl.

   A μεγαρέων Sophr.6:    I large room, hall; esp.    1 the chief room in the Homeric palace, μ. πλεῖον δαιτυμόνων Od.17.604, al.    2 women's apartment, 18.198: pl., 17.569, 19.30.    3 bedchamber, 11.374.    II in pl., house, palace, freq. in Hom., ἐνὶ (ἐν) μεγάροισι Il.1.396,418, al.: opp. ἐπ' ἀγροῦ, Od.22.47: later in sg., Pi.O.6.2, P.4.134.    III sanctuary, shrine, freq. in Hdt. (whouses the word in thissense only), 1.47,65, 2.143, 6.134.    2 tomb, Epigr. Gr.453.2 (Batanaea).    IV μέγαρα, τά, pits sacred to Demeter and Persephone, into which young pigs were let down in the Thesmophoria, Paus.9.8.1, Porph.Antr.6, Sch.Luc.DMeretr.1:— also written μάγαρον, Men.1031. (For sense IV cf. Hebr. mĕ`ārāh 'cave'.)

German (Pape)

[Seite 108] τό, 1) Gemach, Saal; in der Od. der große Versammlungs- und Speisesaal der Männer, welcher das Hauptzimmer des Hauses war, aber auch der Arbeitssaal der Mägde, Od. 18, 198. 19, 60. 21, 382; im plur. 2, 94. 19, 30; das Schlafgemach, 11, 374; übh. Zimmer, u. bes. im plur. das ganze Haus, bes. das größere der Fürsten, Schloß, Palast, wie Ath. V, 193 d bemerkt: τῶν ἡρωικῶν οἴκων τοὺς μείζονας Ὅμηρος μέγαρα καλεῖ; so in der Od. überall, ἐν μεγάροις, im Hause, daheim, mit dem Nebenbegriff friedlicher Ruhe im Ggstz des Krieges; auch im Ggstz von ἐπ' ἀγροῦ, Od. 22, 47. So bei Pind. auch im sing., ἦλθον Πελία μέγαρον, P. 4, 134, vgl. 280. – 2) τὰ μέγαρα oder μάγαρα waren in Athen unterirdische Wohnungen, welche man an einem Tage des Thesmophorienfestes der Demeter u. Persephone zu Ehren bau'te, u. in welche die jungen Ferkel, μυστηριακά od. μυσ τικὰ χοιρία, Ar. Ach. 747. 764, hineingelassen wurden; vgl. Paus. 9, 8, 1 u. s. μεγαρίζω, auch Lob. Aglaoph. p. 829. – Im Tempel zu Delphi hieß μέγαρον, auch μάγαρον, der heilige Raum, in welchem die Fragenden die Antwort des Orakels empfingen, Her. 1, 47. 65. Auch bei anderen Tempeln der innerste Raum, das Allerheiligste, was sonst ἄδυτον, ἀνάκτορον heißt, Her. 2, 141. 143. 169. 5, 77, überall im sing. Vgl. aedes.

Greek (Liddell-Scott)

μέγᾰρον: τό· γενικ. πληθ. μεγαρέων (ὡς ἐξ ὀνομαστ. μέγαρος, τό,) Σώφρων 37 Ahr. Ι. μέγα δωμάτιον, «αἴθουσα», ἰδίως, 1) μεγάλη αἴθουσα, ἔνθα οἱ ἄνδρες ἐδείπνουν, ἡ κυρία αἴθουσα τῆς οἰκίας, Ὀδ. Π. 341· μ. πλεῖον δαιτυμόνων Ρ. 604. 2) ὁ γυναικών, ἐν ᾧ διέτριβεν ἡ δέσποινα τοῦ οἴκου μετὰ τῶν θεραπαινῶν αὑτῆς ἐν τῷ ὑπερῴω, ἴδε ἰδίως Ὀδ. Σ. 168· ἐν τῷ πληθ., Β. 93., Τ. 30. 3) κοιτών, θάλαμος ὕπνου, Λ. 374. ΙΙ. οἰκία, ἰδίως μεγάλη, ἀνάκτορον, «παλάτι», συχνάκις παρ’ Ὁμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ὀδ.), ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ὡς τὸ Λατ. aedes καὶ tecta, ἐν τῷ πληθ., ἐπειδὴοἶκος ἀπετελεῖτο ἐκ πολλῶν δωματίων ἢ θαλάμων· ἐν δέ τῷ ἑνικῷ: Πινδ. ΙΙ. 4. 238· - ἐν μεγάροις = οἴκοι, ἐν τῇ οἰκίᾳ, πατρὸς ἐνὶ μεγάροισιν Ἰλ. Α. 396, κτλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐπ’ ἀγροῦ, Ὀδ. Χ. 47. ΙΙΙ. μέγαρον (μάγαρον Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 365), ὁ ἱερὸς θάλαμος τοῦ ἐν Δελφοῖς ναοῦ, ἔνθα ἐλαμβάνοντο οἱ χρησμοί, Ἡρόδ. 1. 47, 65· ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων ναῶν, τὸ ἱερώτατον μέρος, τὸ ἀλλαχοῦ καλούμενον ἄδυτον, ὁ αὐτ. 2. 141, 143, 169, κτλ., πρβλ. Valck. 6. 134· - ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν μόνον ἐπὶ ἱερῶν οἰκοδομῶν καὶ ἀείποτε καθ’ ἑνικόν, ὡς τὸ Λατιν. aedes, ναός. ΙV. μέγαρα, ὡσαύτως μάγαρα, τά, ἦσαν ὑπόγεια σπήλαια ἱερὰ τῆς Δήμητρος καὶ Περσεφόνης (ὅθεν καὶ τὸ ῥῆμα μεγαρίζω ΙΙ), εἰς ἃ κατεβίβαζον χοιρίδια κατά τινα ὡρισμένην ἡμέραν τῶν ἑορτῶν τῶν Θεσμοφορίων - τὰ καλούμενα μυστηριακὰ καὶ μυστικὰ χοιρία (πρβλ. μυστικὸς) παρ’ Ἀριστοφ. Ἀχ. 747, 764, ἴδε Παυσ. 9. 8, 1, πρβλ. Meineke εἰς Μένανδρ. σ. 286, Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 829 κἑξ.· μέγαρον ἀΐδιον, τάφος, μνῆμα, Kaib. Ἑλληνικὰ Ἐπιγράμματα 453, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
grande salle, particul.
I. dans une maison privée;
1 salle de réunion pour hommes;
2 appartement des femmes;
3 chambre à coucher;
4 p. ext. grande maison, palais;
II. dans un temple;
1 partie du temple où se rendaient les oracles, à Delphes;
2 sanctuaire d’un temple en gén.
Étymologie: μέγας -- DELG pê emprunté.

English (Autenrieth)

(μέγας): properly large room.—(1) the men's dining-hall, the chief room of the Homeric house. The roof was supported by columns, the light entered through the doors, the smoke escaped by an opening overhead and through loop-holes (ὀπαῖα) just under the roof. The cut, combined from different ancient representations, is designed to show the back part of the μέγαρον in the house of Odysseus, cf. plate III. for groundplan.—(2) the women's apartment, behind the one just described, see plate III. G. Pl., Od. 19.16.—(3) the housekeeper's apartment in the upper story (ὑπερώιον), Od. 2.94.—(4) a sleeping-apartment, Od. 11.374.—(5) in wider signif., in pl., house, Il. 1.396.

English (Slater)

μέγᾰρον (-ον, -ῳ, -ον; -ων, -οις.)
   a hall, palace χρυσέας ὑποστάσαντες εὐτειχεῖ προθύρῳ θαλάμου κίονας ὡς ὅτε θαητὸν μέγαρον πάξομεν (O. 6.2) τοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν καὶ μέγαρον (O. 13.62) καί ἦλθον Πελία μέγαρον (P. 4.134) ἐπέγνω μὲν Κυράνα καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων (P. 4.280) οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν (N. 1.31)
   b pl. pro s. οἵαν Βρομίου τελετὰν καὶ παρὰ σκᾶπτον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. . αὐτίκα δ' ἐκ μεγάρων Χίρωνα προσήνεπε φωνᾷ (sc. Ἀπόλλων, i. e. from his cave) (P. 9.29)

Greek Monolingual

μέγαρον και μάγαρον, τὸ (Α)
στον πληθ. τὰ μέγαρα και μάγαρα
υπόγεια σπήλαια, ιερά της Δήμητρος και της Περσεφόνης, στα οποία κατέβαζαν νεογέννητα χοιρίδια σε μια ορισμένη ημέρα τών εορτών τών Θεσμοφορίων («καὶ ἐς τὰ μέγαρα καλούμενα ἀφιᾱσιν ὗς τῶν νεογνών», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος μέγαρα συνδέεται πιθ. με εβρ. mә'ārā «κρύπτες»].

Greek Monotonic

μέγᾰρον: τό,
I. 1. μεγάλος χώρος ή δωμάτιο· ιδίως, κεντρική αίθουσα, σε Ομήρ. Οδ.
2. γυναικωνίτης, στον ίδ.
II. στον πληθ., οικία, παλάτι, όπως το Λατ. aedes, επειδή το οίκημα αποτελείται από πολλά δωμάτια, σε Όμηρ.· ἐν μεγάροις, στην οικία, στον ίδ.
III. το δωμάτιο του ναού, όπου δίνονται οι χρησμοί, ιερό, ο τόπος λατρείας, σε Ηρόδ.· με αυτήν την έννοια πάντοτε, όπως το Λατ. aedes, στον ενικ.

Russian (Dvoretsky)

μέγᾰρον: τό
1) (главный) зал (μ. πλεῖον δαιτυμόνων Hom.);
2) тж. pl. женский покой (ἱστὸν ἐνὶ μεγάροισιν ὕφαινεν, sc. Πηνελόπεια Hom.);
3) спальня (εὕδειν ἐν μεγάρῳ Hom.);
4) преимущ. pl. дом, дворец, палаты (γηρασκέμεν ἐν μεγάροισιν Hom.);
5) прорицалище храма (ἐν Δελφοῖσι Her.);
6) тж. pl. святилище, внутренность храма Her.

Frisk Etymological English

2
Grammatical information: n.
Meaning: hall, room, the inner space of a temple, pl. gen. -έων Sophr.; cf. Egli Heteroklisie 17) house, palace (ep. Ion., Il.; on the meaning e.g. Wace Journ of HellStud. 71, 203f.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Undoubtedly technical LW [loanword], perhaps adapted to μέγα; cf. the PN Μέγαρα. Improbable IE etymology by Brugmann IF 13, 147; s. Bq and WP. 1, 590. New attempt by Deroy Rev. belge de phil. 26, 525ff.

Middle Liddell

μέγᾰρον, ου, τό,
I. a large room or chamber, esp. the hall, Od.
2. the women's apartment, Od.
II. in pl. a house, palace, like Lat. aedes, because the house consisted of many rooms, Hom.; ἐν μεγάροις at home, Hom.
III. the oracular chamber in the temple, the sanctuary, shrine, Hdt.; in this sense always, like Lat. aedes, in sg.

Frisk Etymology German

μέγαρον: 2.
{mégaron}
Grammar: n.
Meaning: Halle, Saal, Gemach, der innere Raum eines Tempels, pl. (Gen. -έων Sophr.; vgl. Egli Heteroklisie 17) Haus, Palast (ep. ion. seit Il.; zur Bed. z.B. Wace Journ of HellStud. 71, 203f.).
Etymology : Ohne Zweifel technisches LW, vielleicht an μέγα angepaßt; vgl. den ON Μέγαρα. Unwahrscheinliche idg. Etymologie von Brugmann IF 13, 147 (m. älterer Lit.); s. Bq und WP. 1, 590. Neuer Versuch von Deroy Rev. belge de phil. 26, 525ff.
Page 2,189