συγκεράννυμι

From LSJ
Revision as of 11:09, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκεράννῡμι Medium diacritics: συγκεράννυμι Low diacritics: συγκεράννυμι Capitals: ΣΥΓΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: synkeránnymi Transliteration B: synkerannymi Transliteration C: sygkerannymi Beta Code: sugkera/nnumi

English (LSJ)

or συγκερ-νύω, poet. συγκεράω Nic.Al.321:—Pass., fut.

   A συγκρᾱθήσομαι E.Ion 406: aor. 1 συνεκράθην [ᾱ], Ion. -εκρήθην Hp.Vict.1.32; also -εκεράσθην Pl.Lg.889c: pf. συγκέκρᾱμαι (v. infr.): —mix, blend with, πολλὰ [ἑνί] or εἰς ἕν, Id.Cra.424d, Ti.68d; λύπῃ τὴν ἡδονὴν σ. temper pleasure by a mixture of pain, Id.Phlb.50a; τὸ πικρὸν μέλιτι AP12.154 (Mel.).    2 mix together, commingle, πολλά Pl.Cra.424e; τὸν πέμπτον [κύαθον] AP12.168 (Posidipp.); μέλος συγκεράσας τις ἐγχέοι Anacreont.20.4; ἐξ ἀμφοτέρων σ. make a mixture of both, Pl.R.397c.    3 attemper, compose, ὁ θεὸς -κέρασε τὸ σῶμα 1 Ep.Cor.12.24.    II more freq. in Pass., to be mixed or blended with, coalesce, τινι Pl.Ti.68c; πρὸς ἄλληλα Id.R.618d.    2 to be commingled, blended, τὰ παλαιὰ συγκεκρ. ἄλγη the old commingled woes, A.Ch.744: c. dat., Call.Aet.3.1.75; παίδων ὅπως νῷν σπέρμα σ. E. l.c.; ὁμοῦ τό τε φαῦλον καὶ τὸ μέσον καὶ τὸ πάνυ ἀκριβῶς . . ξυγκραθέν Th.6.18; τῇ τῶν ἐναντίων κράσει σ. Pl.Lg.889c; ἔκ τινων Id.Ti.37a; ἀπό τινων Id.Phd.59a; παιδεία εὐκαίρως συγκεκραμένη D.61.43; συγκέκραται αὐτῶν ἡ φύσις, of the dog and fox, X.Cyn.3.1.    3 of friendships, to be formed by close union, φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν Hdt.4.152:—Med., πρός τινα φιλίην συγκεράσασθαι form a close friendship with any one, Id.7.151, cf. D.H.6.7; so τὸ ἔχθος τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκρημένον (cj. Reiske for συγκεκυρημένον) Hdt.9.37.    4 of persons, to be closely attached to, be close friends with, τοῖς ἡλικιώταις X.Cyr.1.4.1.    b to become closely acquainted with, become deeply involved in, συγκέκραμαι δύᾳ S.Ant.1311 (lyr.); πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι Ar.Pl.853; πενία δὲ συγκραθεῖσα δυσσεβεῖ τρόπῳ S.Fr.944; οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένη deeply affected by... Id.Aj.895; for Tr.662 (lyr.), v. πάγχριστος.    5 of a wife, ἀξίοις γάμοις -κερασθεῖσα IG5(2).268.32 (Mantinea, i B.C.), cf. Plu.2.768b.    III Med., mix with or for oneself, εἰς μίαν πάντα ἰδέαν Pl.Ti.35a, cf. 69d; σ. αἰσθήσεις νῷ Id.Lg.961e.

German (Pape)

[Seite 967] u. συγκεραννύω (s. κεράννυμι) zusammenmischen, verbinden, vereinigen, λύπῃ τὴν ἡδονήν, Plat. Phil. 50 a, u. öfter; Ggstz διακρίνειν, Partm. 129 e; ὥς μοι τὰ μὲν παλαιὰ συγκεκραμένα ἄλγη δύσοιστα, Aesch. Ch. 733, wie Soph. δειλαίᾳ συγκέκραμαι δύᾳ, Ant. 1295, u. Τέκμησσαν οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένην, Ai. 879; vgl. Trach. 659 u. οὕτω πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι, Ar. Plut. 853, mit einem Geschicke, Unglücke, unzertrennlich verbunden sein; συγκεράσασθαι φιλίαν, Freundschaft schließen, πρός τινα, mit Einem, Her. 7, 151; vgl. Pors. Eur. Med. 138; auch pass., φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν, Her. 4, 152; ξυγκραθέν, Thuc. 6, 18; ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο ὥστε οἰκείως διακεῖσθαι, Xen. Cyr. 1, 4, 1; Plat. hat neben συνεκεράσθη, Legg. X, 889 c Phil. 46 c, ὅταν συγκραθῇ, Tim. 68 c, u. συγκραθεῖσα, 37 a; adj. verb. συγκρατέον, Phil. 62 b.

Greek (Liddell-Scott)

συγκεράννῡμι: ἢ -ύω, ποιητ. συγκεράω, Νικ. Ἀλεξιφ. 321· μέλλ. -κεράσω [ᾰ]· πρκμ. -κέκρᾱκα. ― Παθ., μέλλ. συγκρᾱθήσομαι Εὐρ. Ἴων 406· ἀόρ. α΄ συνεκράθην [ᾱ], Ἰων. -εκρήθην· ὡσαύτως -εκεράσθην Πλάτ. Νόμ. 889C. πρκμ. συγκέκρᾱμαι. Ἀναμιγνύω μετά τινος, συγκιρνῶ, πολλὰ ἑνὶ ἢ εἰς ἓν ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 424D, Τιμ. 68D· λύπῃ τὴν ἡδονὴν ξ., συγκιρνῶ, μετριάζω τὴν ἡδονὴν ἀναμιγνύων αὐτὴν μετὰ λύπης, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 50A· τὸ πικρὸν μέλιτι Ἀνθ. Π. 12. 154. 2) ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, πολλὰ Πλάτ. Κρατ. 424E· τὸν πέμπτον [κύαθον] Ἀνθ. Π. 12. 168· μέλος συγκεράσας τις ἐγχέοι Ἀνακρεόντ. 20· ἐξ ἀμφοτέρων ξ., κάμνω μῖγμα ἐξ ἀμφοτέρων, Πλάτ. Πολ. 397C. 3) συγκιρνῶ, συνθέτω, συναποτελῶ, τὸ σῶμα Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιβ΄, 24. ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ παθ., συναναμίγνυμαι, συμμιγνύομαι, συναυξάνομαι, συνενοῦμαι, τινι ἢ πρός τι Πλάτ. Τίμ. 68E, Φίληβ. 46A. 2) συμμίγνυμαι, τὰ παλαιὰ συγκεκρ. ἄλγη, τὰ συνηνωμένα παλαιὰ ἄλγη, Αἰσχύλ. Χο. 744· παίδων ὅπως νῷν σπέρμα Εὐρ. Ἴων ἔνθ’ ἀνωτ.· ὁμοῦ τό τε φαῦλον καὶ τὸ μέσον καὶ τὸ πάνυ ἀκριβῶς... ξυγκραθὲν Θουκ. 6. 18· τῇ τῶν ἐναντίων κράσει ξ. Πλάτ. Νόμ. 889C· ἔκ τινων ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 37A· ἀπό τινων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 59A· παιδεία εὐκαίρως συγκεκραμένη Δημ. 1414. 7· συγκέκραται αὐτῶν ἡ φύσις, ἐπὶ τοῦ κυνὸς καὶ τῆς ἀλώπεκος, Ξεν. Κυν. 3, 1. 3) ἐπὶ φιλίας, σχηματίζομαι ἐκ τῆς στενῆς ἑνότητος καὶ σχέσεως, φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν Ἡρόδ. 4. 152, ἔνθα ἴδε Wess· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συγκεράσασθαι φιλίαν, ἀποτελῶ στενὴν φιλίαν, πρός τινα, μετά τινος, Ἡρόδ. 7. 151· πρβλ. Διον. Ἁλ. 6. 7, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ 138. 4) ἐπὶ προσώπων, ποιῶ στενὴν φιλίαν μετά τινος, γίνομαι στενὸς φίλος τινός, τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 1. β) ἔρχομαι εἰς στενὴν συνάφειαν μέ τι, συγκέκραμαι δύᾳ Σοφ. Ἀντ. 1311· πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι Ἀριστοφ. Πλ. 853· οὕτω, πενία δὲ συγκραθεῖσα δυσσεβεῖ τρόπῳ Σοφ. Ἀποσπ. 681· οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένη, βαρέως πάσχουσα ἐκ…, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 895· περὶ τοῦ χωρίου τοῦ ἐν Τρ. 662, ἴδε ἐν λ. πάγχριστος. 5) ἐπὶ φωνηέντων, συγχωνεύομαι, συνενοῦμαι εἰς ἕν, πάσχω συναλοιφήν, κρᾶσιν, Δράκων. ΙΙΙ. Μέσ., ἀναμιγνύω, συγκιρνῶ δι’ ἐμαυτόν, πάντα εἰς μίαν ἰδέαν Πλάτ. Τίμ. 35A, πρβλ. 69D· σ. αἰσθήσεις νῷ ὁ αὐτ. Νόμ. 961A.

French (Bailly abrégé)

f. συγκεράσω, att. συγκερῶ, etc.
Pass. f. συγκραθήσομαι, ao. συνεκράσθην ou συνεκεράσθην, pf. συγκέκραμαι;
mêler avec, mélanger ; fig. Pass. être formé par un échange de bon vouloir en parl. d’amitié;
Moy. συγκεράννυμαι (ao. συνεκερασάμην);
I. tr. mêler pour soi : φιλίαν πρός τινα HDT contracter amitié avec qqn;
II. intr. :
1 se lier avec, τινι;
2 se familiariser ; au pf. être familiarisé avec, τινι.
Étymologie: σύν, κεράννυμι.

English (Strong)

from σύν and κεράννυμι; to commingle, i.e. (figuratively) to combine or assimilate: mix with, temper together.

English (Thayer)

(T WH συνκεραννυμι (cf. σύν, II. at the end)): 1st aorist συνεκέρασα; perfect passive participle συγκεκραμένος and in L T Tr WH συγκεκερασμενος (see κεράννυμι, at the beginning); from (Aeschylus, Sophocles), Herodotus down; to mix together, commingle; to unite: συνεκκερασεν τό σῶμα, caused the several parts to combine into an organic structure, which is the body (A. V. tempered the body together), τί τίνι, to unite one thing to another: οὐκ ὠφέλησεν ... μή συγκεκραμένος (so R G T WH marginal reading, but L Tr WH text συγκεκραμένους) ... ἀκούσασιν, 'the word heard did not profit them, because it had not united itself by faith to (cf. Winer s Grammar, § 31,10; Buttmann, § 133,13) them that heard,' i. e. because the hearers had not by their faith let it find its way into their minds and made it their own; (or, according to the text of L Tr WH (R. V.), 'because they had not been united by faith with them that heard'), Hebrews 4:2.

Greek Monolingual

Α
βλ. συγκεραννύω.

Greek Monotonic

συγκεράννῡμι: ή -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ], παρακ. -κέκρᾰκα — Παθ., μέλ. -κραθήσομαι, αόρ. αʹ -εκράθην [ᾱ], Ιων. -εκρήθην· παρακ. -κέκρᾱμαι·
I. 1. αναμειγνύω μαζί με, ανακατεύω μαζί, συνταιριάζω με, κάνω χαρμάνι από, διαλύω με το ανακάτεμα, τί τινι, σε Πλάτ.
2. αναμειγνύω, ανακατεύω, ανακατώνω πολλά, στον ίδ.· ἐξ ἀμφοτέρων ξυγκεράννυμι, κάνω ένα μείγμα από δύο υλικά, στο ίδ.
3. αναμειγνύω, συνθέτω, συνάπτω, σε Καινή Διαθήκη
II. 1. Παθ., είμαι αναμεμειγμένος, ανακατεμένος μαζί με, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
2. λέγεται για φιλίες, φιλικές σχέσεις, σχηματίζομαι μέσω στενής σύνδεσης, σχέσης, σε Ηρόδ. — Μέσ., συγκεράσασθαι φιλίαν, συνάπτω στενή φιλική σχέση, στον ίδ.
3. λέγεται για πρόσωπα, είμαι στενά συνδεδεμένος με, τινι, σε Ξεν.· εμπλέκομαι, σχετίζομαι με τη δυστυχία, σε Σοφ. κ.λπ.· οἴκτῳ συγκεκραμένη, αυτή που πάσχει σοβαρά από..., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συγκεράννῡμι: (fut. συγκεράσω, pf. συγκέκρᾱκα; pass.: fut. συγκρᾱθήσομαι, aor. 1 συνεκράθην с ᾱ - ион. συνεκρήθην, тж. συνεκεράσθην, pf. συγκέκρᾱμαι)
1) подмешивать, примешивать (τὴν ἡδονὴν λύπῃ Plat.; τὸ πικρὸν μέλιτι Anth.);
2) смешивать (τὰ πολλὰ εἰς ἕν Plat.; χυμὸς συγκραθείς Arst.; κρᾶσις ἀπὸ τῆς ἡδονῆς συγκεκραμένη καὶ τῆς λυπης Plat.): ἐξ ἀμφοτέρων ξ. Plat. делать смесь из обоих элементов; τὰ συγκεκραμένα ἄλγη Aesch. смесь (различных) бедствий;
3) смешивать в надлежащем соотношении, т. е. строить соразмерно (τὸ σῶμα NT);
4) (о взаимоотношениях) тж. med. устанавливать, заключать (Κυρηναίοισι ἐς Σαμίους φιλίαι συνεκρήθησαν Her.): τὴν πρός τινα φιλίαν συγκεράσασθαι Her. завязать дружбу с кем-л.; τοῖς ἡλικιώταις συγκεράννυσθαι Xen. входить в сношения со сверстниками; συγκρατεὶς δι᾽ ἔρωτος πρός τινα Plut. влюбленный в кого-л.; οἴκτῳ συγκεκραμένος Soph. погруженный в скорбь; συγκεράσασθαι δύᾳ Soph. быть постигнутым бедой; συγκεκραμένος τῇ πίστει τοῖς ἀκούσασιν NT внушивший слушателям веру (в свои слова).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κεράννυμι en συγκεραννύω, Att. ook ξυγκεράννυμι door elkaar mengen, vermengen; met acc. en dat., met πρός + acc. met iets:; λύπῃ τὴν ἡδονὴν σ. het genot vermengen met pijn Plat. Phlb. 50a; ook med.;; σ. εἰς μίαν ἰδέαν vermengen tot één vorm Plat. Tim. 35a; perf. med.-pass. συγκέκραμαι uitbr. door en door verbonden zijn met, met dat.: συγκέκραμαι δύᾳ ik ben door en door verbonden met leed Soph. Ant. 1311. tot één geheel vormen, samenstellen:; ὁ θεὸς συνεκέρασεν τὸ σῶμα God heeft het lichaam samengesteld NT 1 Cor. 12.24; pass..; πάντα ὁπόσα τῇ τῶν ἐναντίων κράσει … συνεκεράσθη alles wat tot een geheel is gevormd door de vermenging van tegengestelden Plat. Lg. 889c; met ἐκ + gen., met ἀπό + gen. uit iets; med. overdr. van vriendschappen en vijandschappen:; τὴν πρὸς Ξέρξην φιλίην συνεκεράσαντο de vriendschap die ze met Xerxes hadden gesloten Hdt. 7.151; ook pass.. φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν hechte vriendschappen werden gesloten Hdt. 4.153.1.

Middle Liddell

or -ύω fut. -κεράσω perf. -κέκρᾱκα Pass., fut. -κρᾱθήσομαι aor1 -εκράθην ionic -εκρήθην perf. -κεκρᾱμαι
I. to mix up with, commingle or blend with, temper by mixing with, τί τινι Plat.
2. to mix together, commingle, πολλά Plat.; ἐξ ἀμφοτέρων ξ. to make a mixture of both, Plat.
3. to attemper, compose, NTest.
II. Pass. to be commingled, blended together, Aesch., Eur., etc.
2. of friendships, to be formed by close union, Hdt.:—Mid., συγκεράσασθαι φιλίαν to form a close friendship, Hdt.
3. of persons, to be closely attached to, τινι Xen.: to become involved in misfortune, Soph., etc.; οἴκτῳ συγκεκραμένη deeply affected by . . , Soph.

Chinese

原文音譯:sugker£nnumi 尋格-咳嵐匿米
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-混合(持) 相當於: (עֲרַב‎)
字義溯源:摻合,調和,相調和,配搭;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(κεράννυμι)*=混合)組成
出現次數:總共(2);林前(1);來(1)
譯字彙編
1) 相調和(1) 來4:2;
2) 配搭(1) 林前12:24