ἐπιτελέω

From LSJ
Revision as of 19:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτελέω Medium diacritics: ἐπιτελέω Low diacritics: επιτελέω Capitals: ΕΠΙΤΕΛΕΩ
Transliteration A: epiteléō Transliteration B: epiteleō Transliteration C: epiteleo Beta Code: e)pitele/w

English (LSJ)

fut.

   A -τελῶ SIG229.17 (Erythrae, iv B.C.), Dor.3pl. fut. -τελεσσεῦντι Annuario 4/5.225.27 (Rhodes, ii B.C.), 3pl. pf. -τετελέκαντι SIG1158.3 (Delph., iii B.C.):—complete, finish, accomplish, ἐ. τὰ ἐπιτασσόμενα Hdt.1.115, cf. 51,90 ; τὰς ἐντολάς ib.157 ; τὸν προκείμενον ἄεθλον ib. 126 ; ἀποδείξιας Archyt.4 ; ἐ. ἔργῳ ἃ ἂν γνῶσιν Th.1.70 ; ταῦτα τοῖς ἔργοις ἐ. Isoc.2.38 ; πόλεμον Plb.1.65.2 ; esp. of the fulfilment of oracles, visions, etc., Hdt.1.13 (Pass.), al. ; εὐχήν ib.86 ; ἃ ὑπέσχετο Th.1.138:—Med., τὴν κρίσιν ἐπιτελέσασθαι get it completed, Pl.Phlb. 27c ; καλὴν καὶ σεμνὴν πρᾶξιν -τετελεσμένος Plb.15.22.1:—Pass., ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ that it may be brought to pass, Decr. ap. D.18.29 ; of movements, Hero Aut.19.5 ; [παθήματα] τῇ ἀδελφότητι ἐ. IEp.Pet.5.9.    2 bring to perfection, τὴν γένεσιν Arist.GA741b5, cf. HA539a33:—Pass., Id.GA758b26.    3 Pass. in Logic, of a syllogism, to be made perfect, by reduction to the first figure, Id.APr. 28a5,41b4.    II discharge a religious duty, θυσίας Hdt.2.63, Thphr. ap.Porph.Abst.2.16, Inscr.Prien.108.27 (ii B.C.) ; τὰ νομιζόμενα τοῖς θεοῖς PAmh.2.35.50 (ii B.C.) ; νηστείας καὶ ὁρτάς Hdt.4.186 ; λατρείας Ep.Hebr.9.6(so in Med., εὐωχίαν ἐπετελέσατο Inscr.Prien.113.61 (i B.C.)) : abs., sacrifice, τινί Ael.VH12.61.    2 celebrate, τὴν τοῦ Κυνὸς ἐ. ἐπιτολήν Olymp. in Mete.113.14.    III pay in full, ἀποφορήν Hdt. 2.109 ; πεντακόσια τάλαντα βασιλέϊ τὸν ἐπέτειον φόρον Id.5.49, cf. 82, 84 ; ἐπιμήνια Id.8.41 : metaph. in Med., ἐπιτελεῖσθαι τὰ τοῦ γήρως to have to pay, be subject to, the burdens of old age, X.Mem.4.8.8 ; ἐ. θάνατον have to pay the debt of death, Id.Ap.33:—Pass., ἡ δίκη.. τοῦ φόνου.. ἐκ Μαρδονίου ἐπετελέετο was paid in full by.., Hdt.9.64.    IV impose upon, ἀσεβείας δίκην τινί Pl.Lg.910d.

German (Pape)

[Seite 990] (s. τελέω), vollenden, ausführen, τὰ ἐπιτασσόμενα Her. 1, 51; τὸν προκείμενον ἄεθλον ibd. 126; ὡς ἐπετελέσθη τὸ οἴκημα 2, 121, 1; μαθὼν τὸ χρηστήριον ἐπιτελεύμενον, in Erfüllung gehen, 2, 152; ἐπιτελέσαι ἃ ὐπέσχετο, sein Versprechen erfüllen, Thuc. 1, 138; ἃ ὑπεδέξατο οὐκ ἐπετέλει 2, 95; ἐπετετέλεστο τὸ τεῖχος 7, 2; ἔργῳ 1, 70, wie ἅττ' ἄν σοι λογιζομένῳ φαίνηται βέλτιστα, ταῦτα τοῖς ἔργοις ἐπιτέλει Isocr. 2, 38; ἱκανοὶ ὄντες ἃ ἂν νοήσωσιν ἐπιτελεῖν Plat. Gorg. 491 b; auch im med., κάλλιον τὴν κρίσιν ἐπιτελεσαίμεθα Phil. 27 c; ἐπιτελεσθέντος τοῦ λόγου Isocr. 5, 23; ὅπως ἡ εἰρήνᾷ ἐπιτελεσθῇ, zu Stande komme, Dem. 18, 29; Sp. – Bes. von Opfern, verrichten, darbringen, Her. 1, 167. 2, 37 und oft; εὐχήν 1, 86; ὁρτάς, Feste feiern, u. ä.; Sp., wie D. Hal. 2, 30; χοάς 2, 52; ohne den Zusatz, ἐπετέλουν αὐτῷ, Ael. V. H. 12, 61; γάμον, Hochzeit ausrichten, Ath. XIII, 576 a; ἀποφορήν, φόρον, Tribut abtragen, Her. 2, 109. 5, 49. – Bei Plat. Legg. X extr. οἱ νομοφύλακες τὴν τῆς ἀσεβείας δίκην τούτοις ἐπιτελούντων, Strafe auferlegen u. vollziehen. – Med., τὰ τοῦ γήρως ἐπιτελεῖσθαι, das Alter, die Lasten des Alters über sich nehmen, Xen. Mem. 4, 8, 8; Sp.; τὰς δίκας D. Hal. 10, 42.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτελέω: μέλλ. -έσω, ἐκτελῶ, ἐπιτ. τὰ ἐπιτασσόμενα Ἡρόδ. 1. 175, πρβλ. 51. 90· τὰς ἐντολάς αὐτόθι 157· τὸν προκείμενον ἆθλον αὐτόθι 126· ἐπ. ἔργῳ ὃ ἂν γνῶσιν Θουκ. 1. 70· τοῖς ἔργοις ἐπ. Ἰσοκρ. 22C: ― κυρίως ἐπὶ τῆς ἐκπληρώσεως χρησμῶν, ὀπτασιῶν, κτλ., ἐπ. φήμην, χρηστήριον, ὄψιν Ἡρόδ. 1. 13, κ. ἀλλ.: ἐπὶ εὐχῶν ἢ ὑποσχέσεων, αὐτόθι 86., 2. 63, Θουκ. 1. 138: ― Μέσ., τὴν χρῆσιν ἐπιτελέσασθαι Πλάτ. Φίλ. 276C· ἐπὶ πολέμου καὶ εἰρήνης, ἐπ. πόλεμον Πολύβ. 1. 65, 2: ― Παθ., ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ Ψήφισμα παρὰ Δημ. 235. 4. 2) φέρω εἰς τελειότητα, τὴν γένεσιν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 5, 8, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 1, 7: Παθ., ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 9, 8 κ. ἀλλ.· ἐπὶ συλλογισμοῦ, γίνομαι τέλειος διὰ τῆς ἀναγωγῆς εἰς τὸ πρῶτον σχῆμα, ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 5. 16., 1. 23, 11, κ. ἀλλ. II. τελῶ θρησκευτικὸν καθῆκον, θυσίας Ἡρόδ. 2. 63· νηστείας καὶ ὁρτὰς ὁ αὐτ. 4. 186, πρβλ. 1. 167., 2. 122: ― ἀπολ., προσφέρω θυσίαν, τινι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 61. ΙΙΙ. ἀποτίνω, καταβάλλω, πληρώνω, ἀποφορὴν Ἡρόδ. 2. 109· πεντήκοντα τάλαντα βασιλέϊ τὸν ἐπέτειον φόρον ὁ αὐτ. 5. 49, πρβλ. 5. 82, 84· ἐπιμήνια 8. 41· μεταφ. ἐν τῷ Μέσ., εἰ δὲ βιώσομαι πλείω χρόνον, ἴσως ἀναγκαῖον ἔσται τὰ τοῦ γήρως ἐπιτελεῖσθαι, νὰ πληρώνω τὰ χρέη (οὕτως εἰπεῖν) τοῦ γήρατος, νὰ ὑποστῶ τὰ βάρη αὐτοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 8· οὐδὲ πρὸς τὸν θάνατον ἐμαλακίσατο, ἀλλ’ ἱλαρῶς καὶ προσεδέχετο αὐτὸν καὶ ἐπετελέσατο, καὶ ἐπλήρωσε τὸ πρὸς αὐτὸν χρέος του, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 33: ― Παθ., ἡ δίκη… τοῦ φόνου… ἐκ Μαρδονίου ἐπετελέετο, ἀπετετίνετο ὑπό…, Ἡρόδ 9. 64. IV. ἐπιβάλλω εἴς τινα, δίκας τινί, Λατ. poenas irrogare aliqui, Πλάτ. Νόμοι ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἐπιτελέσω, ao. ἐπετέλεσα, pf. ἐπιτετέλεκα;
1 exécuter, accomplir : τι qch ; ὰ ἐπιτασσόμενα HDT les ordres ; ἐπ. φήμην, χρηστήριον HDT accomplir un oracle;
2 acquitter (une dette, etc.) : ἐπ. ἀποφορήν HDT acquitter une contribution ; θυσίαν PLUT, θυσίας HDT accomplir un sacrifice, des sacrifices ; ἑορτάς HDT célébrer des fêtes ; abs. faire un sacrifice : ἐπ. τινι offrir un sacrifice à un dieu;
Moy. ἐπιτελέομαι-οῦμαι mettre à exécution, accomplir, réaliser : τὸν θάνατον XÉN subir la mort ; τὰ τοῦ γήρως XÉN subir les inconvénients de la vieillesse.
Étymologie: ἐπί, τελέω.

Spanish

cumplir, llevar a cabo, proporcionar, cumplirse

English (Strong)

from ἐπί and τελέω; to fulfill further (or completely), i.e. execute; by implication, to terminate, undergo: accomplish, do, finish, (make) (perfect), perform(X -ance).

English (Thayer)

ἐπιτελῶ; future ἐπιτελέσω; 1st aorist ἐπετελεσα; (present middle and passive ἐπιτελοῦμαι);
1. to bring to an end, accomplish, perfect, execute, complete: substantively, τό ἐπιτελέσαι, τί, R G); τάς λατρείας, to perform religious services, discharge religious rites, θρησκείας, Herodotus 2,37; ὁρτας, 4,186; θυσίαν, θυσίας, 2,63; 4,26; Herodian, 1. 5,4 (2edition, Bekker); λειτουργίας, Philo de som. i. § 37). Middle (in Greek writings to take upon oneself: τά τοῦ γήρως, the burdens of old age, Xenophon, mem. 4,8, 8; θάνατον, Xenophon, Apology 33; with the force of the act.: τί, Polybius 1,40, 16; 2,58, 10) to make an end for oneself, i. e. to leave off (cf. παύω): τῇ σαρκί, so as to give yourselves up to the flesh, stop with, rest in it, are ye perfected in etc., cf. Meyer).
2. to appoint to, impose upon: τίνι παθήματα, in passive τήν δίκην, Plato, legg. 10 at the end).

Greek Monotonic

ἐπιτελέω: μέλ. -έσω,
I. εκτελώ, αποπερατώνω, εκπληρώνω, πληρώνω, σε Ηρόδ., Θουκ.· ιδίως, λέγεται για την εκπλήρωση χρησμών, οραμάτων, ευχών, όρκων ή υποσχέσεων, στον ίδ.
II. εκτελώ θρησκευτικό καθήκον, σε Ηρόδ.
III. αποπληρώνω, καταβάλλω, στον ίδ.· μεταφ., στη Μέσ., ἐπιτελεῖσθαι τὰ τοῦ γήρως, να πληρώνω, να υφίσταμαι τα βάρη των γηρατειών, σε Ξεν.· ἐπ. θάνατον, είμαι υποχρεωμένος να πληρώσω το χρέος του θανάτου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτελέω: реже med.
1) исполнять, выполнять (τὰ ἐπιτασσόμενα Her.; τὰς πράξεις Arst.); pass. исполняться, сбываться (τὸ χρηστήριον ἐπιτελεύμενον Her.) или образовываться, становиться (ἐξ ᾠοῦ ζῷον ἐπιτελεσθέν Arst.);
2) доводить до конца, завершать, оканчивать (τὸν προκείμενον ἄεθλον Her.; ἐπιτελεσθέντος τοῦ λόγου Isocr.);
3) восполнять, довершать (τὰ ἐλλιπῆ Arst.);
4) совершать (θυσίας Her., Arst.);
5) устраивать, справлять (ἀγῶνα, ὁρτάς Her.; γάμον Arst., Plut.);
6) платить, уплачивать (ἀποφορήν Her.);
7) (о наказании, возмездии) назначать, определять: τὴν τῆς ἀσεβείας δίκην ἐ. τινι Plat. карать кого-л. за нечестие; ἡ δίκη τοῦ φόνου τοῖσι Σπαρτιήτῃσι ἐκ Μαρδονίου ἐπετελέετο Her. за убийство (Леонида) спартанцы были отомщены смертью Мардония;
8) med. платиться, т. е. переносить, претерпевать: τὰ τοῦ γήρως ἐ. Xen. терпеть тяготы старости; ἱλαρῶς τὸν θάνατον ἐπετελέσατο Xen. (Сократ) радостно встретил смерть.

Middle Liddell

fut. έσω
I. to complete, finish, accomplish, Hdt., Thuc.: esp. of the fulfilment of oracles, visions, vows or promises, Thuc.
II. to discharge a religious service, Hdt.
III. to pay in full, Hdt.:—metaph. in Mid., ἐπιτελεῖσθαι τὰ τοῦ γήρως to have to pay, be subject to, the burdens of old age, Xen.; ἐπ. θάνατον to have to pay the debt of death, Xen.

Chinese

原文音譯:™pitelšw 誒披-帖累哦
詞類次數:動詞(11)
原文字根:在上-完成 相當於: (קוּם‎ / קָמָי‎ / תְּקֹומֵם‎) (מִתְחָה‎ / תַּחַת‎)
字義溯源:成全,成,造,辦完,辦成,完成,完畢,經歷,應驗,達到,進行,得以成;由(ἐπί)*=在⋯上)與(τελέω)=完畢)組成;其中 (τελέω)出自(τέλος)=結局),而 (τέλος)又出自(τελέω)X*=有目標的計劃)。參讀 (ἀναπληρόω)同義字
出現次數:總共(11);路(1);羅(1);林後(4);加(1);腓(1);來(2);彼前(1)
譯字彙編
1) 造(1) 來8:5;
2) 完成(1) 來9:6;
3) 經歷(1) 彼前5:9;
4) 要以⋯成全(1) 加3:3;
5) 必成全(1) 腓1:6;
6) 辦成(1) 林後8:11;
7) 我辦完了(1) 羅15:28;
8) 得以成(1) 林後7:1;
9) 辦成了(1) 林後8:6;
10) 成(1) 林後8:11;
11) 進行(1) 路13:32