τηλύγετος

From LSJ
Revision as of 20:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλύγετος Medium diacritics: τηλύγετος Low diacritics: τηλύγετος Capitals: ΤΗΛΥΓΕΤΟΣ
Transliteration A: tēlýgetos Transliteration B: tēlygetos Transliteration C: tilygetos Beta Code: thlu/getos

English (LSJ)

[ῠ], η, ον, old Ep. epith. of children, of uncertain origin and sense; sts. clearly of

   A a darling son, petted child, ἀλλ' οὐκ Ἰδομενῆα φόβος λάβε, τηλύγετον ὥς, Il.13.470; τίσω δέ μιν ἶσον Ὀρέστῃ, ὅς μοι τ. τρέφεται θαλίῃ ἔνι πολλῇ 9.143, cf. 285; so of an only son, ὡς . . πατὴρ ὃν παῖδα φιλήσῃ μοῦνον τηλύγετον ib.482; ὅς οἱ τ. γένετο Od.4.11; ὡς δὲ πατὴρ ὃν παῖδα . . ἀγαπάζῃ . . μοῦνον τηλύγετον 16.19; son of one's old age, τ. οἱ υἱός . . ὀψίγονος τρέφεται h.Cer.164, cf. 283; also λιποῦσα παῖδά τε τηλυγέτην, of Hermione, the only daughter of Helen, Il.3.175; once of two sons, perh. twins, Φαίνοπος υἷε, ἄμφω τηλυγέτω 5.153: so in later Ep., A.R.1.719, Mosch. 4.79; of a wife, ἄλοχον σαόφρονα τηλυγέτην τε JHS19.296 (Galatia): once in Trag., τηλύγετον [χθονὸς] ἀπὸ πατρίδος E.IT829 (lyr.), where it seems to mean τηλοῦ γεγονότα, born far away, far-distant, as it certainly does in Simm.1.1 τηλυγέτων . . Ὑπερβορέων ἀνὰ δῆμον; similarly, τηλυγέτων ἀποικιῶν· τῶν μακρὰν ἀπεχουσῶν, Hsch. (= Com.Adesp.1315). (The best of the ancient interpretations is latest-born, i.e. after whom no more are born (= ὁ τῆς γονῆς τέλος ἔχων, μεθ' ὃν ἕτερος οὐ γίνεται, Sch.TIl.9.482), including only children, these being the best-beloved. The word was prob. thought to be derived from τέλος (τελευ-τή, cf. Orion in Et.Gud.616.37) and γίγνομαι; but this presents difficulties, and the sense petted, well-beloved, may equally well be the primary one.)

German (Pape)

[Seite 1107] bei Sp. auch 2 Endgn, vorzüglich geliebt, vielgeliebt; gew. von Söhnen; Il. von Orest, ὅς μοι τηλύγετος τρέφεται, 9, 143. 285; Φαίνοπος υἷε, ἄμφω τηλυγέτω· ὁ δὲ τείρετο γήραϊ λυγρῷ, υἱὸν δ' οὐ τέκετ' ἄλλον ἐπὶ κτεάτεσσι λιπέσθαι, 5, 153; allgemeiner, ὡςεί τε πατὴρ ὃν παῖδα φιλήσῃ μοῦνον, τηλύγετον, πολλοῖσιν ἐπὶ κτεάτεσσιν, 9, 482; von der Hermione, παῖδά τε τηλυγέτ ην, 3, 175; in der Od. υἱέϊ, ὅς οἱ τηλύγετος γένετο, ἐκ δούλης, 4, 11; ὡς δὲ πατὴρ ὃν παῖδα ἀγαπάζει ἐλθόντ' ἐξ ἀπίης γαίης, μοῦνον, τηλύγετον, 16, 19; H. h. Cer. 164, wo ὀψίγονος dabei steht, 284, u. sp. D., wie Mosch. 4, 79; nur einmal im tadelnden Sinne, ἀλλ' οὐκ Ἰδομενῆα φόβος λάβε, τηλύγετον ὥς, Il. 13, 470. – Die alten Gramm. erklären es vorherrschend = den Eltern im späten Alter geboren, und deshalb besonders geliebt, wie Apoll. L. H. ὁ τηλοῦ τῆς ἡλικίας γεγονὼς τοῖς γονεῦσι, μεθ' ὃν οὐκ ἄν τις γένοιτο· ἐπεὶ οἱ τοιοῦτοι ἀγαπητοὶ γίγνονται; er setzt hinzu ὁ ἐν νεότητι γενόμενος μονογενής, in Beziehung auf die Stelle, wo es tadelnd gemeint ist, οἱ γὰρ τοιοῦτοι ἀσθενεῖς γίγνονται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, wobei er noch anführt, daß Einige es in dieser Vrbdg erklärten καίπερ τηλύγετον αὐτὸν ὄντα, τουτέστιν ἤδη τηλοῦ τῆς ἡλικίας γεγονότα (s. auch Schol. zur Stelle), offenbar falsch. Schol. Il. 3, 175 κυρίως τηλύγετοι καλοῦνται οἱ τηλοῦ τῆς γονῆς ὄντες παῖδες, ὅ ἐστιν οἱ ἐκ γεροντικῆς ἡλικίας σπαρέντες· δοκεῖ γὰρ τὰ μετὰ ἀπόγνωσιν τῆς παιδοποιΐας γεννώμενα μᾶλλον ἀγαπᾶσθαι. Auch wird es auf τέλος zurückgeführt, Schol. Il. 9, 482, ὁ τῆς γονῆς τέλος ἔχων, μεθ' ὃν ἕτερος οὐ γίνεται; vgl. Schol. Il. 16, 470, wo hinzugesetzt ist οἱ τοιοῦτοι γὰρ ὡς ἐπίπαν δειλοί, ὑγρᾷ ἀνατρεφόμενοι διαίτῃ; Schol. Ap. Rh. 1, 99 γηράσαντι αὐτῷ γενόμενος καὶ ταύτῃ προσφιλής. Auch das von Apoll. Dysc. angeführte τῆλυ scheint dafür zu sprechen, wenn es nicht vielleicht gerade dieser Ableitung wegen angenommen ist. – Andere erklären »fern vom Vater od. Vaterlande oder in Abwesenheit des Vaters geboren«, wie τηλέγονος, welche Erklärung auf keine der homerischen Stellen paßt. – Buttm. Lexil. II p. 198 ff., davon ausgehend, daß τῆλε bei Hom. nur von der Entfernung des Ortes gebraucht wird, führt τῆλυ auf τέλος, τελευτή zurück u. erkl. »der am Ende, zuletzt geborene«, wie Orion in E. G. p. 616, 37 schon sagt: ὁ τελευταῖος τῷ πατρὶ γενόμενος; vgl. auch den schon oben angeführten Schol. Il. 9, 482; also etwa für τελεύγετος; ein solcher letztgeborener Sohn pflegt der Gegenstand vorzüglicher Zärtlichkeit der Eltern zu sein und auch wohl verzärtelt zu werden. Auch der alleinstehende Sohn, wie Orest, der nur drei Schwestern hat, und Demophoon H. h. Cer. 164, der nur vier Schwestern und keinen Bruder hat, heißt deshalb τηλύγετος, und eben so die Hermione, die keine Schwester weiter hat. – Döderlein aber, Commentat. de voc. τηλύγετος Erlangen 1825, geht auf θάλλω, τέθηλα zurück u. erkl. θαλερὸς γεγώς od. θαλερὸς κατὰ φύσιν, jugendlichblühend, was auf die übrigen Stellen sehr gut paßt, und auch da, wo die Feigheit eines Solchen getadelt wird, erklärlich ist, der in jugendlicher Blüthe Stehende, aber Verweichlichte, der noch keine Kraft u. deshalb keinen Muth hat. – Aus der bei den Alten geläufigen Erkl. des Wortes entsprang bei sp. D. die rein örtliche, in der Ferne geboren, in der Ferne lebend, übh. entlegen, entfernt; Eur. I. T. 838; Simmias bei Tzetz. Chil. 8, 144; Probl. arithm. 19 (XIV, 126).

Greek (Liddell-Scott)

τηλύγετος: [ῠ], -η, -ον, ἀρχαῖον Ἐπικ. ἐπίθετ. τῶν παίδων, ἀγνώστου ἀρχῆς καὶ σημασίας. Ἔν τισι χωρίοις φαίνεται προφανῶς σημαῖνον τέκνον ἀγαπητόν, πεφιλημένον, «χαϊδεμένον», ἀλλ’ οὐκ Ἰδομενῆα φόβος λάβε, τηλύγετον ὣς Ἰλ. Ν. 470 τίω δέ μιν ἶσον Ὀρέστῃ, ὅς μοι τ. τρέφεται θαλίῃ ἐνὶ πολλῇ Ι. 143, 285· ἡ αὐτὴ δὲ σημασία νοεῖται καὶ ὅταν λέγηται ἐπὶ μονογενοῦς υἱοῦ, ὡς... πατὴρ ὃν παῖδα φιλήσῃ μοῦνον τηλύγετον Ἰλ. Ι. 482· ὅς οἱ τ. γένετο Ὀδ. Δ. 11 κἑξ.· ὡς δὲ πατὴρ ὃν παῖδα... ἀγαπάζει... μοῦνον, τηλύγετον Π. 19· καὶ ἐπὶ τοῦ τέκνου τοῦ κατὰ τὸ γῆράς τινος τεχθέντος (ὀψίγονος), ὡς ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 164, πρβλ. 284· οὕτω καὶ λιπών... παῖδά γε τηλυγέτην, ἐπὶ τῆς Ἑρμιόνης τῆς μονογενοῦς θυγατρὸς τῆς Ἑλένης, Ἰλ. Γ. 175· - ἅπαξ ἐπὶ δύο υἱῶν, ἴσως διδύμων, Φαίνοπος υἷε, ἄμφω τηλυγέτω Ε. 153· - οἱ μεταγεν. Ἐπικ. ἠκολούθησαν τῇ Ὁμηρικῇ χρήσει, Μόσχ. 4. 79, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 719· - παρ’ Εὐριπ. Ι. Τ. 829 (ὅπερ εἶναι τὸ μόνον παράδειγμα τῆς λέξεως παρ’ Ἀττικ.), τηλύγετον χθονὸς ἀπὸ πατρίδος, φαίνεται ὅτι ἔχει τὴν σημασίαν τοῦ τηλοῦ γεγονότα, γεννηθέντα μακρὰν τῆς πατρίδος, μακρὰν ἀπέχοντα, ὡς βεβαίως σημαίνει ἐν τῷ χωρίῳ τοῦ Σιμμί. ἐν ταῖς τοῦ Τζέτζη Χιλιάσι 8. 144, τηλυγέτων... Ὑπερβορέων ἀνὰ δῆμον. (Οἱ παλαιοὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐξελάμβανον τὴν λέξιν ὡς σύνθετον ἐκ τοῦ τῆλυ (= τῆλε) καὶ γενέσθαι, ὅθεν ἢ = τηλέγονος, γεννηθεὶς μακράν, ἢ = ὀψίγονος, ὀψὲ γεννηθείς. Ἀλλ’ ἡ προτέρα ἑρμηνεία δὲν ἁρμόζει εἰς τὰ παρ’ Ὁμήρῳ χωρία· κατὰ δὲ τὴν ἑτέραν τὸ τῆλε ἑρμηνεύεται χρονικῶς, τοῦ ὁποίου παράδειγμα δὲν ὑπάρχει πλὴν ἐν τῇ μεταγεν. λέξει τηλεδανὸς (ἥτις δὲν εἶναι πολὺ βεβαία). Ἐκ τῶν νεοτέρων φιλολόγων ὁ Buttm. (Λεξίλ. ἐν λέξει) ὑποθέτει ὅτι τὰ τῆλε, τηλοῦ ἔχουσι τὴν αὐτὴν ῥίζαν ἣν καὶ τὸ τελευτή, καὶ ἑρμηνεύει τηλύγετος (ἑπόμενος τῷ Ὠρίωνι ἐν τῷ Γουδ. Ἐτυμ. 616. 37), ὁ τελευταῖος τῷ πατρὶ γενόμενος, ὁ τελευταῖον γεννηθεὶς ἢ ἐπὶ τέλους, σχεδὸν ὡς τὸ ὀψίγονος· ὁ Döderlein ἐν λ. τηλύγετος (ἐν Ἐρλάγγῃ 1825) ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΘΑΛ, τηλεθάω, ὅτε θὰ εἶναι = θαλερὸς γεγώς· ἢ ἄλλως (Ὁμ. Γλωσσ. 1. 228 κἑξ.) σχετίζει αὐτὸ πρὸς τὸ ἀταλός· ὁ Κούρτ. ὑποδεικνύει δυνατὴν σχέσιν πρὸς τὴν √ΤΕΡ, τέρην, Σανσκρ. tar-unas).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 né chétif, délicat, particul. né de parents âgés, né le dernier de plusieurs ; tendrement aimé, chérir ; en mauv. part enfant gâté, enfant chétif;
2 né au loin, lointain ; p. ext. éloigné de, gén..
Étymologie: de τῆλυ, γίγνομαι ; au premier sens τηλυ- paraît apparenté à τέρην ; postér. p. suite d’une confusion avec τῆλε, le mot a pris le sens de « au loin ».

English (Autenrieth)

doubtful word, dearly beloved. Neither the ancient nor the modern guesses as to the etymology of this word are worth recording.

Greek Monolingual

και τηλυγέτης, -έτη, -ον, Α
1. (για παιδί) αυτός που γεννήθηκε τελευταίος ή που γεννήθηκε επιτέλους, ο λατρευτός, ο παραχαϊδεμένος (α. «ἀλλ' οὐκ Ἰδομενῆα φόβος λάβε, τηλύγετον ὥς», Ομ. Ιλ.
β. «ὡς πατὴρ ὅν παῑδα φιλήσῃ μοῡνον τηλύγετον», Ομ. Ιλ.
γ. «λιποῡσα παῑδά τε τηλυγέτην», Ομ. Ιλ.
δ. «Φαίνοπος υἷε, ἄμφω τηλυγέτω», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που γεννήθηκε μακριά από την πατρίδα («τηλύγετον... ἀπὸ πατρίδος», Ευρ.)
3. αυτός που βρίσκεται μακριά, απομακρυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίθ., αβέβαιης σημ. και ετυμολ., το οποίο χρησιμοποιείται σε διάφορα χωρία ως χαρακτηρισμός παιδιών και εκφράζει κυρίως αισθήματα αγάπης και στοργής. Τα χωρία αυτά ερμηνεύονται από τους μελετητές με διάφορους τρόπους, με αποτέλεσμα να αποδίδονται στο επίθ. τηλύγετος, εκτός από την κύρια σημ. «πολύ αγαπημένος», και άλλες σημασίες. Κατά την αρχαιότητα, η λ. είχε θεωρηθεί σύνθ. από το επίρρ. τῆλε και το γίγνομαι και ερμηνευόταν είτε ως «μακρινός» (πρβλ. τον τ. του Ησύχ. τηλυγέτων ἀποικιῶν
τῶν μακρὰν ἀπεχουσῶν) είτε με χρονική σημ. «αυτός που γεννήθηκε αργά» (πρβλ. τον τ. του Ησύχ. τηλύγετος
τηλοῦ τῆς ἡλικίας τοῖς γονεῦσι γεγονώς, ἐπὶ γήρᾳ παῖς μονογενής). Αλλά και νεώτεροι μελετητές αποδίδουν στο επίθ. τη σημ. «αυτός που γεννήθηκε στη διάρκεια της απουσίας του πατέρα του» (αναφορικά προς τον Ορέστη), η οποία οδηγεί επίσης στην ίδια ετυμολογική εξήγηση. Κατ' άλλη άποψη, το επίθ. τηλύγετος και στο χωρίο της Ιλιάδας μοῡνον τηλύγετον αλλά και ως προσδιορισμός του Ορέστη πρέπει να ερμηνευθεί «αυτός που γεννήθηκε τελευταίος, το τελευταίο παιδί» και να συνδεθεί με τη λ. τέλος. Η κατάλ. του επιθ. τηλύγετος (πρβλ. ἀτρύγετος, Ταΰγετος) έχει οδηγήσει στην υπόθεση ότι πρόκειται για λ. του γλωσσικού υποστρώματος, ενώ, τέλος, κατ' άλλους, η λ. πρέπει να θεωρηθεί σύνθ. από τον τ. τᾶλις «νέα γυναίκα» και το λατ. vegetus «ευκίνητος, γοργός»].

Greek Monotonic

τηλύγετος: [ῠ], -η, -ον, μοναχοπαίδι, αγαπημένο παιδί, σε Όμηρ.· μια φορά λέγεται για δυο γιούς, πιθ. δίδυμους, σε Ομήρ. Ιλ.· στον Ευρ. τηλύγετος χθονὸς ἀπὸ πατρίδος, σημαίνει γεννημένος μακριά από την πατρίδα, που ζει μακριά από την πατρίδα, όπως αν ήταν σύνθετο από το τῆλυ (= τῆλε), και το γενέσθαι· αλλά η ομηρ. ερμηνεία αντιτίθεται προς αυτήν την ετυμολογία· και η προέλ. παραμένει αμφίβ.

Russian (Dvoretsky)

τηλύγετος: (ῠ)
1) нежно любимый (παῖς Hom., HH);
2) избалованный, изнеженный Hom.;
3) далекий, дальний (χθονὸς ἀπὸ πατρίδος Eur.).

Middle Liddell

τηλύ˘γετος, η, ον
an only child, a darling child, Hom.; once of two sons, perhaps twins, Il.:—in Eur., τηλύγετος χθονὸς ἀπὸ πατρίδος, it means born far away, living away from, as if a compd. of τῆλυ ( = τῆλἐ, γενέσθαι: but the Homeric sense is opposed to this; and the deriv. remains uncertain.

Frisk Etymology German

τηλύγετος: {tēlúgetos}
Meaning: expressivfamiliäres Beiwort von Kindern, unbekannter Bed. (’zart, zärtlich geliebt’ ?) und Herkunft (ep. seit Il.).
Etymology : Von den Alten sowohl mit τέλος Ende als spätgeboren verknüpft (Sch. T I 482) wie mit τῆλε als ferngeboren oder sogar entfernt verbunden (E. IT 829 lyr. [dazu Stinton ClassRev. N.S. 15, 146 A. 1], Simm., H. in τηλυγέτων ἀποικιῶν· τῶν μακρὰν ἀπεχουσῶν; aber τηλύγετος·τηλοῦ τῆς ἡλικίας τοῖς γονεῦσι γεγονώς, ἐπὶ γήρᾳ παῖς μονογενής). Ähnlich z.B. Stanford ClassRev. 51, 168: ‘fern, d.h. in Abwesenheit des Vaters geboren’. Nach anderer Auffassung zu τᾶλις junge Frau (K. Fr. W. Schmidt Glotta 19, 282ff., Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 41 ff.; dazu Leumann Hom. Wörter 214 A. 8). — Zur Bildung vgl. ἀτρύγετος, Ταΰγετος. Ältere Lit. bei Bq.
Page 2,893