νέκταρ
English (LSJ)
ᾰρος, τό, A nectar, the specific nourishment of the gods; ἀμβροσία (q.v.) and ν. are differentiated in early Ep. as food and drink, Od. 5.93, h.Cer.49, h.Ap.10, cf. Pl.Phdr.247e: but conversely, ν. ἔδμεναι Alcm.100, cf. Anaxandr.57; κέρασσε δὲ ν. ἐρυθρόν Od.l.c.; Ἥβη ν. ἐῳνοχόει Il.4.3; νέκταρος ἀπορρώξ, of choice wine, Od.9.359; ν. ἀμβροσίην τε στάξον Il.19.347, cf. 38, Pi.P.9.63. 2 later, of wine, Call.Fr.115, Nic.Al.44, Eudem.Med. ap. Gal.14.185. b called σαρράν and χαλβάνη, 1 Enoch31.1. II metaph., ν. μελισσᾶν, i.e. honey, E.Ba.143 (lyr.); αἰθερίου πτηναὶ νέκταρος ἐργάτιδες AP9.404 (Antiphil.), cf. 6.239 (Apollonid.); also, of perfumed unguent, ib.6.275 (Noss.); of an ode, ν. χυτόν, Μοισᾶν δόσιν Pi.O.7.7, cf. Parth.2.76, AP4.1.36 (Mel.); ν. ἐναρμόνιον ib.7.29 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 238] αρος, τό, der Trank der Götter, wie Ambrosia ihre Speise ist; Od. 5, 93; τῇ δὲ παρ' ἀμβροσίην δμωαὶ καὶ νέκταρ ἔθηκαν, 199; Ἥβη νέκταρ ἐῳνοχόει, Il. 4, 3; den edlen Wein nennt Polyphem ἀμβροσίης καὶ νέκταρος ἀποῤῥώξ, Od. 9, 359; Il. 19, 38 dient Nektar mit Ambrosia, um den Leichnam des Patroklos vor Fäulniß zu bewahren; auch bei Hes. u. Pind. der Trank der Götter, Ol. 1, 62 P. 9, 65; χυτόν, Ol. 7, 7, von der Dichtkunst; μελισσᾶν νέκταρ, Honig, Eur. Bacch. 144; μεθυσθεὶς τοῦ νέκταρος, Plat. Conv. 203 b; Folgde; νέκταρ καὶ ἀμβροσία τὸ δεῖπνον, Luc. Sacrif. 9; Plut.; Diosc. 24 (VII, 31) sagt auch προχοαὶ νέκταρος ἀμβροσίου; Antiphil. 29 (IX, 404) nennt den Honig νέκταρ αἰθέριον. Bei Nossis 5 (VI, 275), ἁδύ τι νέκταρος ὄζει, vom κεκρύφαλος gesagt, ist eine wohlriechende Salbe gemeint. – Die Alten leiteten es von νή u. κήρ od. κταω ab, so daß es wie ἀμβροσία auf die Unsterblichkeit der Götter hindeuten sollte.
Greek (Liddell-Scott)
νέκτᾰρ: -ᾰρος, τό, τὸ ποτὸν τῶν θεῶν, ὡς ἡ ἀμβροσία ἦτο ἡ τροφὴ αὐτῶν. Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ.· ἐνῷ ὁ Ἀλκμὰν θεωρεῖ τὸ νέκταρ ὡς τροφὴν αὐτῶν, τὸ νέκταρ ἔδμεναι· οὕτω, τὸ ν. ἐσθίω Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 7, καὶ αὐτόθι Meineke· ἴδε ἐν λέξ. ἀμβροσία. - Τὸ παρ’ Ὁμήρ. νέκταρ εἶναι ἐρυθρόν, Ἰλ. Τ. 38, κ. ἀλλ.· καὶ προσφέρεται ὡς οἶνος ὑπὸ τῆς Ἥβης, μετὰ δέ σφισι πότνια Ἥβη νέκταρ ἐῳνοχόει Δ. 3· συγκιρνᾶται δέ, ὡς ὁ οἶνος, μεθ’ ὕδατος, κέρασσε δὲ νέκταρ ἐρυθρὸν Ὀδ. Ε. 93· ὁ δὲ ἐκλεκτὸς οἶνος καλεῖται: νέκταρος ἀπορρώξ, Ι. 359· ἐντεῦθεν καὶ ἡ φράσις: μεθυσθῆναι τοῦ νέκταρος Πλάτ. Συμπ. 203Β· καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς τὸ νέκταρ κεῖται ἁπλῶς ἀντὶ τοῦ οἶνος, Νικ. Ἀλεξιφ. 44, Καλλ. ἐν Ἀνθ. Π. 13. 9.
Ἦτο ἀπηγορευμένη ἡ χρῆσις αὐτοῦ εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὡς παρέχοντος ἀθανασίαν· ἡ Θέτις λούει τὸ σῶμα τοῦ Πατρόκλου διὰ τοῦ νέκταρος ὅπως προφυλάξῃ αὐτὸ ἀπὸ σήψεως, Ἰλ. Τ. 38· - Περὶ δὲ τῆς ἀποδιδομένης εἰς αὐτὸ εὐωδίας ἴδε νεκτάρεος. ΙΙ. μεταφορ., νέκταρ μελισσᾶν, δηλ. μέλι, Εὐρ. Βάκχ. 144· πτηναὶ νέκταρος ἐργάτιδες Ἀνθ. Π. 9. 404, πρβλ. 6. 239· ὡσαύτως ἐπὶ ἀρωματικοῦ μύρου, αὐτόθι 6. 275 - ὁ Πίνδ. καλεῖ τὴν ἑαυτοῦ ᾨδὴν νέκταρ χυτόν, Μοισᾶν δόσιν, Ο. 7. 12, πρβλ. Ἀνθ. Π. 4. 1, 36.
French (Bailly abrégé)
αρος (τό) :
nectar, boisson des dieux.
Étymologie: DELG pas d’étym. établie.
English (Autenrieth)
αρος: nectar, the drink of the gods, as ambrosia is their food, Il. 1.598, Il. 4.3, applied as a preservative against decay, Il. 19.38. Why the lexicons say that νέκταρ means wine when the Cyclops speak of a ‘sample of nectar and ambrosia,’ we do not know, Od. 9.359.
English (Slater)
νέκτᾰρ
1 nectar ἀθανατους ὅτι κλέψαις ἁλίκεσσι συμπόταις νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν (sc. Τάνταλος) (O. 1.62) “νέκταρ ἐν χείλεσσι καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι” (P. 9.63) met. of song, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν, Μοισᾶν δόσιν, ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων (O. 7.7) μὴ νῦν νέκτα[ρ ]νας ἐμᾶς διψῶντ' α[ Παρθ. 2. 76. v. test. ad fr. 194,4—6.
Greek Monolingual
το (ΑΜ νέκταρ, -αρος)
1. το ποτό τών θεών της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας («ὁ τοῑς ἄλλοισι θεοῑς ἐνδέξια πᾱσιν οἰνοχόει γλυκὺ νέκταρ», Ομ. Ιλ.)
2. γλυκό κρασί εξαιρετικής ποιότητας
νεοελλ.
1. ο ζαχαρούχος χυμός τών ανθέων τον οποίο συλλέγουν διάφορα έντομα, ιδίως οι μέλισσες, και πουλιά
2. μτφ. ευοσμία, ευωδία, άρωμα
3. μτφ. ευτυχία, ευημερία
νεοελλ.-μσν.
1. μτφ. ευγευστότητα, γευστικότητα, νοστιμιά
2. μτφ. γλυκύτητα
αρχ.
1. οίνος, κρασί
2. το ποτὸ τών θεών («τὸ νέκταρ ἔδμεναι αὐτούς», Αλκμ.)
3. το μέλι («ῥεῑ δὲ μελισσᾱν νέκταρι», Ευρ.)
4. ο κεκρύφαλος, είδος αρωματικού μύρου
5. μτφ. χαρακτηρισμός ωδής («καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτὸν Μοισᾱν δόσιν», Πίνδ.)
6. μτφ. το ανώτατο όριο, το ζενίθ («τῆς ἡδονῆς τὸ νέκταρ ὀψὲ γοῡν φύγε», Ανών.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκό ουδέτερο ουσ. σε -αρ αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για θρησκευτικό και ποιητικό όρο που δήλωνε το ποτό τών αθανάτων, όπως η αμβροσία δήλωνε την τροφή τών αθανάτων. Θεωρείται συνθ. λ. με α' συνθετικό τη ρίζα nek- τών νέκες, νέκυς (βλ. λ. νεκρός) και β' συνθετικό το θέμα που εμφανίζεται στο αρχ. ινδ. tarati «διαβαίνω, διασχίζω». Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. νέκταρ μπορεί να αναλυθεί σε νε-κταρ- από το στερητ. μόριο νε- (βλ. λ. νε-) και β' συνθ. -κταρ- που συνδέεται με τη γλώσσα «κτέρες
νεκροί» (πρβλ. κτέρας, κτερίσματος). Άλλοι συνδέουν τη λ. με τα: τοχαρ. Α' nkat και τοχαρ. Β' ňakte «θεός» ή θεωρούν τη λ. δάνεια είτε από τη Μικρά Ασία είτε από τα Σημιτικά, όπου μάλιστα θα σήμαινε «άρωμα».
ΠΑΡ. νεκτάριο(ν)
αρχ.
νεκτάρεος, νεκταρίτης, νεκταριώδης
μσν.
νεκταρώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. νεκταροειδής, νεκταροσταγής
μσν.
νεκταρόβλυτος, νεκταρόβρυτος, νεκταρόχυμος.
Greek Monotonic
νέκτᾰρ: -ᾰρος, τό,
I. νέκταρ, το ποτό των θεών, όπως η αμβροσία ήταν το φαγητό τους, σε Όμηρ. κ.λπ.· προσφερόταν όπως το κρασί από την Ήβη και αναμειγνυόταν με νερό, στον ίδ.
II. μεταφ., νέκταρ μελισσᾶν, δηλ. μέλι, σε Ευρ.· χρησιμ. για να δηλώσει το αρωματικό μύρο, σε Ανθ.· ο Πίνδ. καλεί την ωδή του νέκταρ χυτόν.
Russian (Dvoretsky)
νέκταρ: ᾰρος τό нектар, напиток богов (ἀμβροσιη καὶ ν. Hom.; μεθυσθεὶς τοῦ νέκταρος Plat.): μελισσᾶν ν. Eur. пчелиный нектар, т. е. мед.
Frisk Etymological English
-αρος
Grammatical information: n.
Meaning: nectar, drink of the gods (Il.).
Compounds: As 1. member a.o. in νεκταρο-σταγής dripping nectar (com.).
Derivatives: νεκτάρ-εος of nectar, smelling as nectar (Il.), -ώδης nectar-like (Gp.); νεκτάριον n. plantname = ἑλένιον (Dsc.), also name of a medicine and several eye-salves (Gal.), with νεκταρίτης (οἶνος) wine spiced with νεκτάριον (Dsc., Plin., Redard 98).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)
Etymology: As opposed to the comparable ἀμβροσία (s. βροτός) without certain etymology. Often considered as compoound of νεκ- in νέκ-ες (cf. νέκ-υς, νεκ-ρός) and a verb get over, overcome, which is found a.o. in Skt. tárati and as zero grade final member in ap-túr passing the waters, viśva-túr overcoming everything etc. (cf. τέρμα). Thus (after Grimm a.o.) esp. Thieme Studien 5ff. with extensive argumentation and criticism of other views: νέκταρ prop. as expression of the IE poetic language "das über die [Todes -]Vernichtung Hinwegrettende". Doubts in Leumann Gnomon 25, 190 f.; agreeing Schmitt KZ 77, 88 who refers to Skt. mr̥tyúmáti tr̥ overcome death (odanéna through rice-milk AV 4, 35). -- To be rejected Güntert Kalypso 161 ff. (agreeing Heubeck Würzb. Jb. 4, 218 A.): νέ-κταρ prop. "Nichttotsein" (to κτέρες νεκροί H.; but s. on κτέρας), not better Grošelj Razprave II 46 f.: to Lith. nė̃koti stir, knead. New hypothesis by v. Windekens Rev.. belge de phil. 21, 146 ff.: to Toch. A ñkät, B ñakte god; thus Kretschmer WienAkAnz. 84, 13ff., but as Anatolian LW [loanword]. - Fur. 320 compares νικὰριον, an eye-salve. If this is correct, the word is clearly Pre-Greek; he also points to the Pre-Greek words in -αρ (134 n. 75). He holds that the existing interpretations are too Indo-Iranian in character, not so much Greek.
Middle Liddell
νέκτᾰρ, ᾰρος, εος, τό,
I. nectar, the drink of the gods, as ambrosia was their food, Hom., etc.; poured like wine by Hebe, and mixed with water, Hom.
II. metaph., νέκταρ μελισσᾶν, i. e. honey, Eur.: of perfumed unguent, Anth.:—Pind. calls his Ode ν. χυτόν.
Frisk Etymology German
νέκταρ: -αρος
{néktar}
Grammar: n.
Meaning: der Nektar, Göttertrank (ep. poet. seit Il.),
Composita : als Vorderglied u.a. in νεκταροσταγής nektartriefend (Kom.).
Derivative: Ableitungen: νεκτάρεος aus Nektar, wie Nektar duftend (ep. poet. seit IL), -ώδης nektarähnlich (Gp.); νεκτάριον n. Pflanzenname = ἑλένιον (Dsk.), auch Bez. einer Arznei und verschiedener Augensalben (Gal.), mit νεκταρίτης (οἶνος) [[Wein mit νεκτάριον gewürzt]] (Dsk., Plin., Redard 98).
Etymology : Im Gegensatz zum sinnverwandten ἀμβροσία (s. βροτός) ohne sichere Etymologie. Oft als Kompositum von νεκ- in νέκες (vgl. νέκυς, νεκρός) und einem Verb hinübergelangen, überwinden betrachtet, das u.a. in aind. tárati und als schwachstuflges Hinterglied in ap-túr die Wasser überquerend, viśva-túr alles überwindend usw. vorliegt (vgl. τέρμα). So (nach Grimm u.a.) besonders Thieme Studien 5ff. mit ausführlicher Begründung und Kritik anderer Ansichten : νέκταρ eig. als Ausdruck der idg. Dichtersprache "das über die [Todes -]Vernichtung Hinwegrettende". Bedenken bei Leumann Gnomon 25, 190 f.; zustimmend Schmitt KZ 77, 88 mit Verweis auf aind. mr̥tyúmáti tr̥̄ den Tod überwinden (odanéna durch Reisbrei AV 4, 35). — Abzulehnen Güntert Kalypso 161 ff. (zustimmend Heubeck Würzb. Jb. 4, 218 A.): νέκταρ eig. "Nichttotsein" (zu κτέρες· νεκροί H.; aber s. zu κτέρας), nicht besser Grošelj Razprave II 46 f. : zu lit. nė̃koti anrühren, kneten. Neue Hypothese hei v. Windekens Rev.. belge de phil. 21, 146 ff. : zu toch. A ñkät, B ñakte Gott; ebenso Kretschmer WienAkAnz. 84, 13ff., aber als kleinas. LW.
Page 2,300-301