ἀμφιέπω

Revision as of 17:32, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

poet. also ἀμφέπω (the only form in Trag.): impf. or aor. ἀμφίεπον and ἄμφεπον, both in Hom. (v. infr.): poet. Verb only in the tenses cited, and once or twice in Med.: (ἕπω:—A go about, be all round, γάστρην τρίποδος πῦρ ἄμφεπε Il.18.348, Od.8.437; πρύμνην πῦρ ἄμφεπε Il.16.124; ἔερσ' ἀμφέπει the dew (of milk and honey, metaph. of song) crowns [the bowl], Pi.N.3.78. 2 beset, press hard, Il.11.483; so perh. in Od.3.118 (v. infr. 11.2). II to be busy about, look after, ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος Il. 24.804, cf. 5.667; ἀμφὶ βοὸς ἕπετον κρέα dressed the meat, 11.776; βοῦς, ιν ἀ., Od.8.61, Il.24.622:—do honour or reverence to, Δάματρα Pi.O.6.95; tend or heal sick, P.3.51; ἀ. σκῆπτρον sway the sceptre, O.1.12, cf. S.El.651; esp.guard, protect, Pi.P.5.68, prob. in E.Med.480, etc.; Βακχεῦ . . ὃς ἀμφέπεις Ἰταλίαν S.Ant.1118; μαντεῖον E.IT1248; simply, frequent, χῶρον Simon.58:—ἀ. κῆδος cherish an alliance, E.Ph.340; ἀ. μόχθον go through toil and trouble, Pi.P.4.268; σύμπειρον ἀγωνία θυμὸν ἀ. foster spirit in contests, N.7.10; ἀ. ὄλβον enjoy happiness, I.4(3).59; ἀ. παννυχίδας Critias 1.8. 2 abs., in part., with good heed, carefully, ἵππους ἀμφιέποντες ζεύγνυσαν Il.19.392; στίχας ἵστατον ἀμφιέποντες ib.2.525; κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες Od.3.118; ὁ ἀμφέπων δαίμων the fortune that attends one, Pi.P.3.108. 3 Med., crowd about, ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτὸν Τρῶες ἕπονθ' Il.11.473 codd.; accompany round about, τινί Q.S.1.47.

German (Pape)

[Seite 138] Hom. ἀμφέπω in den Formen ἄμφεπεν Iliad. 16, 124, ἄμφεπε 18. 348 Od. 8, 437, ἄμφεπον Iliad. 18, 559. 23, 167. 24, 622; von ἀμφιέπω Hom. nur part. praes. ἀμφιέποντες u. praeterit. indic. ἀμφίεπον, wie ἄμφεπον als impft. u. (Homerisch) als aor. gebraucht; – geschäftig etwas umgeben, Iliad. 16, 124 ἃς τὴν μὲν (ναῦν) πρύμνην πῦρ ἄμφεπεν, Iliad. 18, 348 Od. 8, 437 γάστρην μὲν τρίποδος πῦρ ἄμφεπε, θέρμετο δ' ὕδωρ, das Feuer umspielte den Dreifuß; Iliad. 18, 559 βοῦν δ' ἱερεύσαντες μέγαν ἄμφεπον, Od. 8, 61 τοὺς δέρον ἀμφί θ' ἕπον, τετύκοντό τε δαῖτ' ἐρατεινήν, Iliad 11, 776 σφῶι μὲν ἀμφὶ βοὸς ἕπετον κρέα, 24, 622 ἕταροι δ' ἔδερόν τε καὶ ἄμφεπον εὖ κατὰ κόσμον; 24, 804 ἃς οἵγ' ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος; 2, 525 οἱ μὲν Φωκήων στίχας ἵστατον ἀμφιέποντες; 19, 392 ἵππους δ' Αὐτομέδων τε καὶ Ἄλκιμος ἀμφιέποντες ζεύγνυον, geschäftig; 5, 667 τοῖον γὰρ ἔχον πόνον ἀμφιέποντες; Od. 3, 118 εἰνάετες γάρ σφιν κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες; – Iliad. 11. 473 ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτὸν Τρῶες ἕπονθ' ὡς εἴ τε δαφοινοὶ θῶες ὄρεσφιν ἀμφ' ἔλαφον κεραὸν βεβλημένον, homerisch med. statt des act., vgl. 482 ὥς ῥα τότ' ἀμφ' Ὀδυσῆα δαΐφρονα ποικιλομήτην Τρῶες ἕπον πολλοί τε καὶ ἄλκιμοι. – Pind. θεμιστεῖον σκᾶπτον ἀμφέπει, er führt, verwaltet das Scepter des Rechts, Ol. 1, 12; wie μυχὸν μαντήϊον P. 5, 68; Δάματρα, er ehrt die Demeter, Ol. 6, 95; μόχθον, hält aus die Mühsal, P. 4, 268; ὅμαδον, er geht in das Kriegsgetümmel, I. 7, 25; θυμὸν ἀταλόν, er hegt freundliche Gesinnung, N. 7, 91; vgl. σύμπειρον ἀγωνίᾳ θυμόν 7, 10; Eur. χθόνιον μαντεῖον Iph. T 1248; ξένον κῆδος Phoen. 342. So sp. D., πηδἀλια, δαῖτα, Ap. Rh. 1, 562. 2, 761; τιμαῖς ἀμφέπει ἀθανάτων αὐτόν, erweis't ihm göttliche Ehre, Ep. ad. 497 (App. 214); – folgen, τινί, Qu. Sm. 1, 47. – Vgl. περιέπω, welches anch in Prosa vorkommt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιέπω: ποιητ. καὶ ἀμφέπω (ὁ μόνος ἐν χρήσει παρὰ Τραγ. τύπος): παρατ. ἢ ἀόρ. ἀμφίεπον καὶ ἄμφεπον, ἀμφότεροι παρ’ Ὁμήρ. - Ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον ἐν τοῖς ἄρτι μνημονευθεῖσι χρόνοις καὶ ἅπαξ ἢ δὶς έν μέσῃ φωνῇ (πρβλ. ἕπω Α): - περιβάλλω, γάστρην τρίποδος πῦρ ἄμφεπε Ἰλ. Σ. 348, Ὀδ. Θ. 437· πρύμνην πῦρ ἄμφεπε Ἰλ. Π. 124· ἔερσ’ ἀμφέπει, ἡ δρόσος περιβάλλει [τὴν χλόην], Πινδ. Ν. 3. 135. ΙΙ. ὡς τὸ διέπω, = ἐνασχολοῦμαι περί τι, φροντίζω περί τινος, ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος Ἰλ. Ω. 804, πρβλ. Ε. 667· ἀμφὶ βοὸς ἕπετον κρέα, ηὐτρέπιζον, παρεσκεύαζον τὰ κρέατα, Λ. 776· οὕτω, βοῦν, ὄϊν ἀμφ. Ὀδ. Θ. 61, Ἰλ. Ω. 622: - τιμῶ, προσφέρω τιμὴν ἢ σεβασμὸν εἴς τινα, Δήμητρα Πινδ. Ο. 6. 160· περιποιοῦμαι ἢ θεραπεύω τὸν ἀσθενῆ, ὁ αὐτ. Π. 32. 92· ἀμφ. σκῆπτρον, διαχειρίζομαι τὸ σκῆπτρον, κυβερνῶ, ὁ αὐτ. Ο. 1. 18, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 651: ἰδίως, φυλάττω, ὑπερασπίζω, προστατεύω, ὡς τὸ ἀμφιβαίνω, Πινδ. Π. 5. 91, Εὐρ. Μήδ. 480, κτλ.· χῶρον ἀμφ. Σιμων. 26· Βακχεῦ..., ὃς ἀμφέπεις Ἰταλίαν Σοφ. Ἀντ. 1118· μαντεῖον Εὐρ. Ι. Τ. 1248: - ξένον τε κῆδος ἀμφέπειν «ξένην συγγένειαν περιέπειν, ἤγουν θεραπεύειν» (Σχολ.), Λατ. ambire, Εὐρ. Φοίν. 340· ἀμφ. μόχθον, διέρχομαι διὰ κόπου καὶ μόχθου, Πινδ. Π. 4. 477· ἀμφ. θυμόν, ἔχω τὴν ψυχήν μου διατεθειμένην πρός τι, κατά τινα τρόπον, ὁ αὐτ. Ν. 7. 15· ἀμφ. ὄλβον, ἀπολαύω εὐτυχίας, ὁ αὐτ. Ι. 4. 100 (3. 77). 2) ἀπολ. κατὰ μετοχ. (πρβλ. ποιπνύω), ὅτε δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ δι’ ἐπιρρήματος: μετὰ πολλῆς προσοχῆς, προσεκτικῶς, ἐπιμελῶς, ἵππους ἀμφιέποντες ζεύγνυσαν Ἰλ. Τ. 392· στίχας ἵστασαν ἀμφιέποντες Ἰλ. Β. 525· κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες Ὀδ. Γ. 118· ἀμφέπων δαίμων, ἡ τύχη ἥτις παρακολουθεῖ τινα, Πινδ. Π. 3. 192. 3) Μέσ., παρακολουθῶ, συνωθοῦμαι περί τινα, ἀμφὶ δ’ ἄρ’ αὐτὸν Τρῶες ἕπονθ’ Ἰλ. Λ. 473 (ἔνθα ἴδε Spitzn.)· ἀμφ. τινὶ Κόϊντ. Σμ. 1. 47.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. poét. ἀμφίεπον;
c. ἀμφέπω.

English (Autenrieth)

(ἕπω), only part. ἀμφιέπων and ipf.: move round, envelop, γάστρην τρίποδος πῦρ ἄμφεπε, Il. 18.348; of persons, be busy about, in preparing meat, attending to sacrifices, etc., ὥς οἵ γ' ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος, Il. 24.804; freq. the part. in connection with another verb, ἀμφιέποντες, busily.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἀμφέπω

• Morfología: [3.a pers. sg. pres. ind. beoc. ἀμφέπι Corinn.1.3.40; impf. ἀμφίεπον o ἄμφεπον en Hom., ἀμφιέπεσκε A.R.1.562]
I c. valor local rodear
1 c. ac. de cosa envolver del fuego γάστρην μὲν τρίποδος πῦρ ἄμφεπε Il.18.348, Od.8.437, πρύμνην πῦρ ἄμφεπεν Il.16.124
abs. cubrir, coronar una copa κιρναμένα δ' ἔερσ' ἀμφέπει y el rocío producto de la mezcla (de miel y leche) corona la copa, Pi.N.3.78.
2 c. ac. de pers. rodear τοὺς δ' ἄμφεπε θερμὸς ἀυτμὴ Τιτῆνας χθονίους Hes.Th.696
en caso de tmesis apiñarse en torno a ἀμφ' Ὀδυσῆα ... Τρῶες ἕπον Il.11.483, en v. med. mismo sent. ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτὸν Τρῶες ἕπονθ' Il.11.474.
3 c. ac. de lugar frecuentar χῶρον Simon.74.3
habitar ὠραν[ὸ] ν ἀμφέπι Corinn.1.3.40.
II usos deriv. y fig.
1 cuidar: de hombres respecto a hombres ocuparse de, atender, dedicarse a τάφον Ἕκτορος Il.24.804, un enfermo, Pi.P.3.51, σκᾶπτον ocuparse del cetro, gobernar Pi.O.1.12, cf. S.El.651
del hombre hacia el dios rendir culto Δάματρα Pi.O.6.95
del dios hacia el hombre (lugares de culto, etc.) atender, cuidarse de, favorecer, guardar μυχόν τ' ἀμφέπει μαντήϊον Pi.P.5.68, cf. E.IT 1248, ὃς ἀμφέπεις Ἰταλίαν ... ὦ Βακχεῦ S.Ant.1118
abs. τὸν δ' ἀμφέποντ' αἰεὶ φρασὶν δαίμον' ἀσκήσω siempre veneraré en mi mente a la divinidad favorecedora Pi.P.3.108
abs. en part. plu. afanosos o traducido como adv. en su afán τοῖον γὰρ ἔχον πόνον ἀμφιέποντες Il.5.667
en gener. con cuidado, con esmero ἵππους ... ἀμφιέποντες ζεύγνυον Il.19.392, στίχας ἵστασαν ἀμφιέποντες Il.2.525, κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες Od.3.118.
2 como un verb. muy gener. tener ἀμφιέπω ... αἷμα Γιγάντων Nonn.D.45.170, casi auxiliar en perífrasis c. abstr. ἀ. μόχθον = μοχθεῖν Pi.P.4.268, κῆδος ἀ. = κηδεύειν E.Ph.340, ἀ. παννυχίδας = παννυχίζειν Critias B 1.8, ἀ. ὄλβον disfrutar la felicidad Pi.I.3.77, ἀ. θυμόν aumentar el ánimo Pi.N.7.10.
3 en cont. de comida disponer para la comida (ὄϊν) ἔδερόν τε καὶ ἄμφεπον Il.24.622, tmesis ἀμφὶ βοὸς ἕπετον κρέα Il.11.776, cf. Od.8.61
en particular devorar σπλάγχ' ἀμφέποντες Semon.11, δεῖπνα Nonn.D.21.200.
III id., en cont. de hostilidad enfrentarse δυσμενέων στρατόν Nonn.D.22.178.

Greek Monolingual

ἀμφιέπω και ἀμφέπω (Α)
1. περιβάλλω, περικυκλώνω
2. (για τραγούδια) στεφανώνω, επιστέφω
3. πιέζω δυνατά
4. ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω
5. παρασκευάζω, ετοιμάζω
6. απονέμω τιμή ή σεβασμό
7. φρουρώ, φυλάσσω, προφυλάσσω
8. συχνάζω
9. περιποιούμαι, θεραπεύω
10. (απολ. στη μετοχή) ἀμφ(ι)έπων, -ούσα, -ον με μεγάλη φροντίδα, προσεκτικά
11. μέσ. τρέχω κοντά, συνωθούμαι
12. φρ. «ἀμφέπων δαίμων», η τύχη που ακολουθεί κάποιον «ἀμφέπω θυμόν», διαθέτω τον εαυτό μου ευνοϊκά προς κάτι, διάκειμαι ευνοϊκά, ρέπω
«ἀμφέπω κῆδος», τρέφω ενδόμυχα αίσθημα για κάποια συγγένεια, ενδιαφέρομαι γι' αυτήν «ἀμφέπω μόχθον», μοχθώ, ταλαιπωρούμαι
«ἀμφέπω ὄλβον», απολαμβάνω την ευτυχία
«ἀμφέπω σκῆπτρον», κατευθύνω το σκήπτρο, δηλ. κυβερνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + ἕπω].

Greek Monotonic

ἀμφιέπω: ποιητ. επίσης ἀμφ-έπω· ποιητ. παρατ. του αορ. βʹ ἀμφίεπον και ἄμφεπον·
I. περιβάλλω, περικλείω, περικυκλώνω, σε Όμηρ.
II. 1. όπως το διέπω, είμαι απασχολημένος, φροντίζω, στον ίδ.· τιμώ, αποδίδω τιμή ή σεβασμό, σε Πίνδ.
2. περιποιούμαι, στον ίδ.· προσέχω, προστατεύω, προφυλάσσω, σε Σοφ., Ευρ.
3. ἀμφ. κῆδος, Λατ. ambire, στον ίδ.
4. απόλ. σε μτχ., με προσοχή, επιφυλακτικά, σε Όμηρ.
III. στη Μέσ., ακολουθούμαι και συναθροίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιέπω: и ἀμφέπω
1) преследовать (παντοίοισι δόλοισι, sc. τινά Hom.);
2) (об огне) охватывать, окружать (πρύμνην, γάστρην τρίποδος Hom.);
3) неотступно следить, охранять (πάγχρυσον δέρας, μαντεῖον χθόνιον Eur.): ἀ. Ἰταλίαν Soph. быть хранителем Италии (о Вакхе);
4) ухаживать, окружать заботами (τινά Pind.): ἀ. τάφον τινός Hom. хоронить кого-л.; θεμιστεῖον σκᾶπτον ἀ. Pind. вершить правосудие; δόμους σκῆπτρά τ᾽ ἀ. Soph. владеть дворцом и скипетром, т. е. царствовать;
5) приготовлять, разделывать (βοὸς κρέα или βοῦν Hom.);
6) выстраивать, расставлять (στίχας Hom.);
7) снаряжать (ἵππους Hom.);
8) воздавать почести, чтить (Δάματρα Pind.): τιμαῖς ἀθανἀτων ἀ. τινά Anth. воздавать кому-л. божеские почести;
9) предпочитать, искать, добиваться: ξένον κῆδος ἀ. Eur. оказывать (пред)почтение иноземному родству, т. е. искать себе жену-иноземку;
10) испытывать: κάλλιστον ὄλβον ἀ. Pind. наслаждаться величайшим счастьем; ἀ. θυμὸν ἀταλόν τινι Pind. питать почтительное чувство к кому-л.; μόχθον ἀ. Pind. переносить труды.

Middle Liddell

[Forms such as ἀμφίεπον or ἄμφεπον could be interpreted as either imperfect or as second aorist.]
I. to go about, be all round, encompass, Hom.
II. like διέπω, to be busy about, look after, Hom.:—to do honour or reverence to, Pind.
2. to tend, Pind.; to guard, protect, Soph., Eur.
3. ἀμφ. κῆδος to court an alliance, Lat. ambire, Eur.
4. absol. in partic. with good heed, heedfully, carefully, Hom.
III. in Mid. to follow and crowd round, Il.