λέπω Search Google

From LSJ
Revision as of 13:50, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέπω Medium diacritics: λέπω Low diacritics: λέπω Capitals: ΛΕΠΩ
Transliteration A: lépō Transliteration B: lepō Transliteration C: lepo Beta Code: le/pw

English (LSJ)

fut. λέψω (ἀπο-) prob. in E.Cyc.237; Ep. inf. A ἀπο-λεψέμεν Il.21.455: aor. ἔλεψα 1.236, Nic.Fr.82:—Med., Alex.49:—Pass., fut. λᾰπήσομαι (ἐκ-) Hp. (Nat.Puer.29) ap.Erot.: aor. 2 λᾰπῆναι Hsch., (ἐκ-) Ar.Fr.164: pf. λέλεμμαι (ἀπο-) Epich.158, but λέλαμμαι IG22.463.68:—strip off the rind or husks, peel, bark, περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψε φύλλα τε καὶ φλοιόν Il.1.236; κρόμμυον λ. Eup.255; κυάμου κολοκάσιον Nic.l.c.:—Pass., κάλαμος λελαμμένος IGl.c. II metaph., in Com. Poets, give a hiding to, i.e. thrash, Pl.Com.12, Timocl.29, Apollod.Car.5.10 (Pass.); Ἀφροδίτην PBerol. 13426 (Gercke-Norden Einleitung31(9)p.42). 2 eat, Antiph.135; Phot. cites λέπτει (sic) = κατεσθίει from Eup. (Fr.427). III Med., = δέφομαι: hence, indulge in indecent gestures, Alex.49, Mnesim.4.18 (anap.).

German (Pape)

[Seite 32] schälen, abschälen, die Schale, Rinde abstreifen; περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιόν Il. 1, 236; κυάμους Nic. bei Ath. III, 72 b. – Auch = essen, Antiphan. bei Ath. IV, 161 a. Vgl. λέπτω. – Übertr. nach B. A. 61, 5 ἐκδέρειν μαστιγοῦντα, abgerben, abprügeln, wie der Schol. Ar. Ach. 689 τύπτειν erkl.; τῷ ῥοπάλῳ τὰν κεφαλὰν λέπομες Nicarch. 8 (IX, 330); λεπομένους ὁρᾶν αὐτούς ὑφ' αὑτῶν Apollodor. bei Ath. VII, 280 e, wie wir auch sagen: Einem das Fell über die Ohren ziehen.

Greek (Liddell-Scott)

λέπω: μέλλ. λέψω (ἀπο-) Εὐρ., κλ.: ἀόρ. ἔλεψα Ἰλ. (ἴδε ἀπο-, ἐκ-)· ― Μέσ., Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5. ― Παθ.: μέλλ. λᾰπήσομαι (ἐκ-) Ἐρωτιαν.: ἀόριστ. β΄ λᾰπῆναι (ἐκ-) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 211· λέλεμμαι (ἀπο-) Ἐπίχ. 109 Ahr. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξ. λέπος, λεπίς, λέπῡρον, λεπτός, λόπος, λοπίς, λοβός, λῶπος, ὡσαύτως ὀλόπτω παρ’ Ἡσυχ.). Ἀφαιρῶ τὸν φλοιὸν ἢ τὸ κέλυφος, «ξεφλουδίζω», περὶ γὰρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιὸν Ἰλ. Α. 236· κρόμμυον λ. Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 3· κυάμους Νικ. Ἀποσπ. 10. 6· πρβλ. ἐκλέπω. ΙΙ. μεταφορ., παρὰ κωμικοῖς ποιηταῖς, ἐκδέρω, δηλ. δέρω, ξυλοκοπῶ, Πλάτ. Κωμ. «Αἱ ἀφ’ ἱερ.» 5, πρβλ. Meineke εἰς Τιμοκλ. ἐν «Πύκτῃ» 1, Ἀπολλόδωρ. Καρύστ. ἐν «Γραμματειδιοποιῷ» 1. 10· πρβλ. δέρω ΙΙ. 2) τρώγω, Ἀντιφάν. ἐν «Κωρύκῳ» 3· ὁ Φώτ. ὡσαύτως μνημονεύει λέπτει = κατεσθίει ἐκ τοῦ Εὐπόλ. ΙΙΙ. Παθ., = δέφομαι· ἐντεῦθεν, κάμνω ἀπρεπῆ σχήματα, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5, Meineke εἰς Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 18.

French (Bailly abrégé)

f. λέψω, ao. ἔλεψα, pf. inus.
1 peler, écosser, acc.;
2 fig. écorcher.
Étymologie: R. Λεπ, peler.

English (Autenrieth)

aor. ἔλεψεν: peel, strip off; φύλλα, Il. 1.236†.

Greek Monolingual

λέπω (Α)
1. αφαιρώ τον φλοιό ή το κέλυφος, ξελεπίζω, ξεφλουδίζω («κυάμου κολοκάσιον λέπειν», Νίκ.)
2. μαστιγώνω, δέρνω κάποιον ώς το σημείο να υποστεί εκδορές, ξεφλουδίσματα
3. τρώγω, κατατρώγω
4. παθ. λέπομαι
α) ξεφλουδίζομαι («κάλαμος λελαμμένος»
β) αυνανίζομαι
γ) κάνω άσεμνες πράξεις ή χειρονομίες, ασελγαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λεξιλογική οικογένεια του λέπω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα lep- «αποφλοιώνω, γδέρνω, αποχωρίζω»
Ο ενεστ. τ. λέπω δεν έχει ακριβή αντίστοιχα σε άλλες ΙΕ γλώσσες, σε αντίθεση με ορισμένα παράγωγά του όπως: λέπος (το) «φλοιός» (πρβλ. λατ. lepos,-oris «λεπτότητα, φτώχεια»), λοπός «φλοιός, δέρμα» (πρβλ. λιθουαν. lăpas «φύλλο», αλβ. lape «κουρέλι, χαρτί»), λῶπος «μικρή χλαίνη» (πρβλ. λιθουαν. lŏpas «κουρέλι»). Ο παθ. αόριστος β' λαπῆναι και ο παρακμ. λέλαμμαι, οι οποίοι εμφανίζουν τη συνεσταλμένη βαθμίδα lap-, είναι νεώτεροι σχηματισμοί, πιθ. αναλογικά προς τύπους όπως στραφῆναι, ἔστραμμαι (στρέφω).
ΠΑΡ. λέπος, λεπτός, λέπυρο(ν), λεπρός
αρχ.
λοπός, λώπη, λώπος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. απολέπω, εκλέπω, επιλέπω, κατηλέπω, περιλέπω, συνεκλέπω].

Greek Monotonic

λέπω: μέλ. λέψω, αόρ. ἔλεψα — Παθ., απαρ. αορ. βʹ λᾰπῆναι, παρακ. λέλεμμαι·
I. αφαιρώ τον φλοιό ή το κέλυφος, απολεπίζω, ξεφλουδίζω, περὶ γὰρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιόν, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μεταφ., στους Κωμ., βγάζω το δέρμα, δηλ. δέρνω, γδέρνω, ξυλοφορτώνω, ξυλοκοπώ.

Russian (Dvoretsky)

λέπω: (эп. inf. fut. λεψέμεν)
1) снимать оболочку, обдирать (φύλλα τε καὶ φλοιόν Hom.);
2) перен. спускать шкуру, избивать (τῷ ῥοπάλῳ τὰν κεφαλάν Anth.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: peel (off) (Il.)
Other forms: aor. λέψαι, fut. λέψω (Il.), perf. midd. ἀπο-λέλεμμαι (Epich.), aor. pass. ἀπελέπη ἀπελεπίσθη H.; also with ablaut λέλαμμαι (Att. inscr. around 330a), ἐκ-λαπῆναι (Ar. Fr. 164),
Dialectal forms: Myc. repoto \/leptos\/.
Compounds: Sometimes with ἀπο-, ἐκ- (s. above), περι-, ἐπι-.
Derivatives: Many derivv. A. With ε-grade (from the present): 1. λεπτός (cf. στρεπ-τός a.o. in Ammann Μνήμης χάριν 1,17) peeled = unveiled (Υ 497), thin, meager, weak, fine, delicate (Il., often as 1. member. Poet. lengthened λεπτ-αλέος weak, fine (Il.; Chantraine Form. 255), λεπτ-ακινός'id.' (AP; from *λέπταξ ?, Bechtel Lex. s. φυζακινός); further λεπτίον beaker (pap.) from λεπτόν (sc. κεράμιον) thin earthenware (pap.), λεπτάγιον kind of vase? (PHib. 1, 47, 13; IIIa; acc. to the edd. perhaps = λεπτόγειον barren land), λεπτάριον name of a medic. instrument (Herm. 38, 282); λεπτίτιδες κριθαί kind of barley (Gp.; Redard Les noms grecs en -της 113); λεπτότης f. thinness, leanness etc. (IA.), λεπτοσύνη id. (AP); λεπτύνω, -ομαι make thin etc. resp. become (Hp., X., Arist.) with λεπτυσμός, λέπτυνσις (Hp.), -υντικός (Dsc., Gal.). - 2. λεπρός scaly, with eruption, uneven, raw (Hp., Hippon., hell.), f. λεπράς (Theoc., Opp.); λέπρα, ion. -ρη efflorescence, leprosy (Ion., Arist., hell.), both prob. first from an ρ-stem (cf. Schwyzer 481); with λεπρώδης with unevennesses, leprous (Ael., Dsc., medic.), λεπρικός regarding efflorescence (Dsc., pap.); denomin. verbs λεπράω become scaly, efflorescent (Ion.), also λεπρ-ιάω (Dsc.; after the verbs of disease in -ιάω); λεπρόομαι become efflorescent (LXX, pap.) with λέπρωσις = λέπρα (Tz.), λεπρύνομαι besome scaly, uneven (Nic.). - 3. λέπος n. (Alex., Nic., Luc.) with λέπιον (Hp.), usu. λεπίς, -ίδος f. (Ion. hell.) scale, shell, pod, metal plate with dimin. λεπίδιον (Hero), also as plant-name pepperwort (Dsc., Gal., Ath.; as remedy against efflorescence), λεπιδίσκη id. (Imbros IIa); further λεπιδ-ωτός scaly (Hdt., Arist.), with λεπιδόομαι become scaly (Hp.); other denomin.: λεπίζω (: λέπος or λεπίς) remove the scale etc., peel off (hell.) with λέπισμα scale (LXX, Dsc., Gal.); ἐλέπουν οἷον ἐλέπιζον. H. (:λεπόω, -έω); note λέπασμα pod, skin (sch. Nic. Th. 184); rather lengthened from λέπος as from *λεπάζω. - 4. On λεπάς, λέπας s. v. - 5. λέπυρον scale, pod (LXX, Batr.) with λεπυρώδης like scales (Thphr.); λεπύρ-ιον id. (Hp., Arist., Theoc.), -ιώδης like scales, consisting of ... (Arist., Thphr.), λεπυρίζομαι be enveloped by a scale (sch.), λεπυριῶσαι ἐξαχυριῶσαι H.; besides λεπυρός in a scale (Nic.); on the υ-stem beside λέπρ-α, λέπος cf. e. g. αἶσχος. On itself stands λεπύχανον coat (of an onion), fruit-schale (Theopomp. Com., Plu., Dsc.), prob. popular cross with λάχανον, s. Strömberg Wortstudien 52. - B. With ο-grade. 6. λοπός m. scale, rind (τ 233, Hp.) with λόπιμος easy to peel off, (Nic., Gal.), λόπιμα κάστανα ... H.; Arbenz Adj. auf -ιμος 101; dimin. λοπάς f. dish, also name of a crustacean and a plant-disease (com., Thphr., Luc.), with λοπάδ-ιον (com., pap.), -ίσκος (sch.); λοπίς scale, dish etc. (Ar., inscr.) with λοπίδιον (Delos); denomin. λοπάω scale off, let the bark peel off (Thphr.) with λοπητός m. time to be peeled off (Thphr.), λοπίζω be peeled off (Thphr., pap.). -7. On ἔλλοψ s. v. - C. With lengthened grade s. λώπη pod, coat (Od., Theoc., A. R.), λῶπος m. id. (Alc. [?], Hippon., Anacr., Herod.); as 1. member in λωπο-δύ-της m. "who travels in (foreign) clothes", thief of clothes with λωποδυτ-έω etc. (Att.); suffixless form λώψ χλαμύς H.; cf. Schwyzer 515, Chantraine Form. 424. Dimin. λώπιον (Arist., inscr.); denomin. ἀπο-, περι-λωπίζω undress, put off (S., Hyp.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The primary thematic present λέπω, from which all verbal forms were derived (λέλαμμαι, -λαπῆναι innovations after ἔστραμμαι, στραφῆναι etc.), has no direct agreements outside Greek. There are a few nominal formations, which resemble the Greek forms: Lith. lãpas leaf, Alb. lapë rag, leaf, peritoneum (: λοπός), Lith. lõpas rag, piece (: λῶπος; also OE lōf m. band of the forehead??, Holthausen IF 32, 340), with Russ. lápotь shoe of bark (lapotók rag, piece); quite doubtful OE leber, læfer f. rush, cane, metal plate (: λέπρα?; Holthausen IF 48, 255). With λέπος one compared also Lat. s-stem lepōs fine-ness, delicacy, and the Slav. extension in Russ. lépest rag, piece, leaf of a flower. Given the productivity of these formations and the varying meanings we may have parallel creations. - Further, partly very doubtful and debated forms in WP. 2, 429f., Pok. 678, W.-Hofmann s. lepidus, Fraenkel Lit. et. Wb. s. lãpas, lõpas, also lèpti be coddled, Vasmer Russ. et. Wb. s. lépest, lápotь, lópotõk; with rich lit. - We can safely conclude that the verb is not IE: there is hardly a formal agreement, nor does the meaning agree well. So the verb will be Pre-Greek. Note the forms λεπάγιον, λεπακινός, λέπασμα, λέπυρον, λεπύχανον, λέπρα, λώψ, λῶπος etc. The verb may be compared with ὀλόπτω and ὀλούφω, which would also point to a non-IE word.

Middle Liddell


I. to strip off the rind or husks, to peel, bark, περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιόν Il.
II. metaph. in Com. poets, to hide, i. e. thrash.

Frisk Etymology German

λέπω: {lépō}
Forms: Aor. λέψαι, Fut. λέψω (alles seit Il.), Perf. Med. ἀπολέλεμμαι (Epich.), Aor. Pass. ἀπελέπη· ἀπελεπίσθη H.; auch mit Ablaut λέλαμμαι (att. Inschr. um 330a), ἐκλαπῆναι (Ar. Fr. 164),
Grammar: v.
Meaning: schälen, abschälen.
Composita : vereinzelt mit ἀπο-, ἐκ- (s. oben), περι-, ἐπι-,
Derivative: Sehr zahlreiche Ableitungen. A. Mit ε-Stufe (vom Präsens): 1. λεπτός (vgl. στρεπτός u.a. bei Ammann Μνήμης χάριν 1,17) geschält = enthülst (Υ 497), dünn, mager, schwach, zart, fein, feinsinnig (seit Il., myk. re-po-to), oft als Vorderglied. Davon die poet. Erweiterungen λεπταλέος schwach, fein (ep. poet. seit Il.; Chantraine Form. 255), λεπτακινός’ds.’ (AP; von *λέπταξ ?, Bechtel Lex. s. φυζακινός); außerdem λεπτίον Krug (Pap.) von λεπτόν (sc. κεράμιον) dünne Tonware (Pap.), λεπτάγιον Gefäßbezeichnung? (PHib. 1, 47, 13; IIIa; nach den Hgbb. viell. = λεπτόγειον barren land), λεπτάριον Ben. eines mediz. Instruments (Herm. 38, 282); λεπτίτιδες κριθαί Art Gerste (Gp.; Redard Les noms grecs en -της 113); λεπτότης f. Dünnheit, Magerkeit (ion. att.), λεπτοσύνη ib. (AP); λεπτύνω, -ομαι ‘dünn usw. machen bzw. werden’ (Hp., X., Arist. usw.) mit λεπτυσμός, λέπτυνσις (Hp. u. a.), -υντικός (Dsk., Gal. u. a.). — 2. λεπρός schuppig, aussätzig, uneben, rauh (Hp., Hippon., hell.), f. λεπράς (Theok., Opp.); λέπρα, ion. -ρη Aussatz, Lepra (ion., Arist., hell.), beide wohl zunächst von einem ρ-Stamm (vgl. Schwyzer 481). Davon λεπρώδης voll Unebenheiten, lepraartig (Ael., Dsk., Mediz.), λεπρικός den Aussatz betreffend (Dsk., Pap.); denominative Verba λεπράω schuppig, aussätzig werden (ion. usw.), auch λεπριάω (Dsk. u.a.; nach den Krankheitsverba auf -ιάω); λεπρόομαι aussätzig werden (LXX, Pap.) mit λέπρωσις = λέπρα (Tz.), λεπρύνομαι ‘schup- pig, uneben werden’ (Nik.). — 3. λέπος n. (Alex., Nik., Luk. u. a.) mit λέπιον (Hp.), gewöhnlicher λεπίς, -ίδος f. (ion. hell.) Schuppe, Schale, Hülse, Metallplatte mit den Demin. λεπίδιον (Hero), auch als Pflanzenname Pfefferwurz (Dsk., Gal., Ath.; als Heilmittel gegen Aussatz), λεπιδίσκη ib. (Imbros IIa); ferner λεπιδωτός schuppig (Hdt., Arist. u. a.), wozu λεπιδόομαι schuppig werden (Hp. u. a.); andere Denommativa : λεπίζω ( : λέπος oder λεπίς) ‘die Schuppe usw. entfernen, abschälen’ (hell. u. sp.) mit λέπισμα Schale (LXX, Dsk., Gal.); ἐλέπουν· οἷον ἐλέπιζον .. H. (:λεπόω, -έω); zu bemerken noch λέπασμα Hülle, Häutchen (Sch. Nik. Th. 184); eher Erweiterung von λέπος als von *λεπάζω. — 4. Zu λεπάς, λέπας s. bes. — 5. λέπυρον Schale, Hülse (LXX, Batr. u. a.) mit λεπυρώδης schalenähnlich (Thphr.); λεπύριον ib. (Hp., Arist., Theok.), -ιώδης schalenähnlich, aus Schalen bestehend (Arist., Thphr.), λεπυρίζομαι von einer Schale umschlossen sein (Sch.), λεπυριῶσαι· ἐξαχυριῶσαι H.; daneben λεπυρός in einer Schale befindlich (Nik.); zum υ-Stamm neben λέπρα, λέπος vgl. z. B. zu αἶσχος. Für sich steht λεπύχανον Zwiebeldecke, Fruchtschale (Theopomp. Kom., Plu., Dsk. u. a.), wohl volkstümliche Kreuzung mit λάχανον, s. Strömberg Wortstudien 52. — B. Mit ο-Abtönung. 6. λοπός m. Schale, Rinde, Schuppe (τ 233, Hp.) mit λόπιμος leicht abzuschälen, auf λέπω bezogen (Nik., Gal. u. a.), λόπιμα· κάστανα ... H.; Arbenz Adj. auf -ιμος 101; davon die Demin. λοπάς f. Schale, Schüssel, auch N. eines Schaltiers und einer Pflanzenkrankheit (Kom., Thphr., Luk. u.a.), mit λοπάδιον (Kom., Pap.), -ίσκος (Sch.); λοπίς Schuppe, Schüssel (Ar., Inschr. u. a.) mit λοπίδιον (Delos); Denominativa λοπάω sich abschuppen, abrinden (Thphr.) mit λοπητός m. ‘Ab- rindungszeit’ (Thphr.), λοπίζω abrinden (Thphr., Pap.). —7. Zu ἔλλοψ s. bes. — C. Mit Dehnstufe. 8. λώπη Hülle, Mantel, Gewand (Od., Theok., A. R.), λῶπος m. ib. (Alk. [?], Hippon., Anakr., Herod.u.a.); als Vorderglied in der Zusammenbildung λωποδύτης m. "wer in (fremde) Kleider fährt", Kleiderdieb mit λωποδυτέω usw. (att.); suffixlose Form λώψ·χλαμύς H.; vgl. Schwyzer 515, Chantraine Form. 424. Demin. λώπιον (Arist., Inschr.); Denominativum ἀπο-, περιλωπίζω entkleiden, ausziehen (S., Hyp.).
Etymology : Das primäre thematische Präsens λέπω, von dem alle übrigen Verbalformen ausgehen (λέλαμμαι, -λαπῆναι Neubildungen nach ἔστραμμαι, στραφῆναι u. dgl.), hat kein unmittelbares außergriechisches Seitenstück. Dagegen gibt es einige nominale Bildungen, die zu den griechischen formal stimmen: lit. lãpas Blatt, alb. lapë Lappen, Blatt, Bauchfell (: λοπός), lit. lõpas Flick, Lappen (: λῶπος; auch ags. lōf m. Stirnband, Kopfbinde??, Holthausen IF 32, 340), wozu russ. lápotь Bastschuh (lapotók Fetzen, Lappen); ganz fraglich ags. leber, læfer f. Binse, Ried, Metallplatte (: λέπρα?; Holthausen IF 48, 255). Zu λέπος vgl. noch den lat. s-Stamm lepōs Feinheit, Anmut und die slav. Weiterbildung in russ. lépest Lappen, Stück, Blumenblatt. Bei der Produktivität der betreffenden Bildungen und den wechselnden Bedeutungen kann es sich selbstredend um parallele Schöpfungen handeln. — Weitere, z. T. sehr fragliche und umstrittene Formen bei WP. 2, 429f., Pok. 678, W.-Hofmann s. lepidus, Fraenkel Lit. et. Wb. s. lãpas, lõpas, auch lèpti verzärtelt werden, Vasmer Russ. et. Wb. s. lépest, lápotь, lópotõk; daselbst auch reiche Lit.
Page 2,105-107