γηθέω

From LSJ
Revision as of 11:08, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γηθέω Medium diacritics: γηθέω Low diacritics: γηθέω Capitals: ΓΗΘΕΩ
Transliteration A: gēthéō Transliteration B: gētheō Transliteration C: githeo Beta Code: ghqe/w

English (LSJ)

3sg. γηθεῖ (contr.) Il.14.140, Dor. γᾱθεῖ Theoc.1.54 (but pf. is always used for pres. in Trag., unless γηθούσῃ φρενί be read in A.Ch.772, and impf. ἐπεγήθει (v. infr.) in Id.Pr.157 (lyr.)): impf. ἐγήθεον Il.7.127, 214: fut. γηθήσω 8.378, etc.: aor. ἐγήθησα, Ep. γήθησα Hes.Sc.116, Dor. γάθησα Pi.P.4.122, cf. Limen.7: pf. γέγηθα (in pres. sense, v. supr.), Dor. γέγᾱθα with 3sg. γεγάθει Epich. 109 (imper. γέγᾱθι Hymn.Curet.6), Il.8.559, etc.: plpf. ἐγεγήθειν restored by Elmsl. in A.Pr.157, Ep. γεγήθειν Il.11.683, 13.494, Boeot. 3sg. γεγάθι Corinn.Supp.1.27. A collat. form γήθω, Dor. γάθω, mentioned by Hsch., is found in CIG3632 (Ilium), Orph.H.16.10, al.:—Med., γήθομαι Q.S.14.92, AP6.261 (Crin.), S.E.M.11.107: (v. γαίω):—rejoice, c. acc. rei, τίς ἂν τάδε γηθήσειεν Il.9.77; γ. κατὰ θυμόν 13.416; νῶι γηθήσει προφανέντε will rejoice at our appearing, 8.378: freq. c. part., rejoice in doing... γέγηθας ζῶν S.Ph.1021; πίνων E.Cyc.168: γεγήθει φρένα Il.11.683 (but Ἀχιλλῆος κῆρ γηθεῖ 14.140); θυμῷ γηθήσας Hes.Sc.116; ἃν περὶ ψυχὰν γάθησεν Pi.P.4.122; παλαιαῖσιν ἐν ἀρεταῖς γ. Id.N.3.33; γεγηθέναι ἐπί τινι S.El.1231, Hierocl.in CA 5p.427M.: c. dat., ἄλλος ἄλλῳ γέγαθε Axiop.1.23; τοῖς μεγάλοις ἀεὶ κακοῖς γέγηθ' ὁ κόσμος Sotad.15.4: part. γεγηθώς, like χαίρων, Lat. impune, ἦ καὶ γ. ταῦτ' ἀεὶ λέξειν δοκεῖς; S.OT368; but simply, cheerful, φαιδρὸς καὶ γ. D.18.323.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór., beoc. γᾱθέω Pi.P.4.12, Corinn.1(a).28, Epich.123, Theoc.1.54; tard. γήθω AP 6.261 (Crin.), Q.S.14.92, Pamprepius 3.67, Orph.H.16.10, S.E.M.11.107
• Morfología: [impf. ἐγήθεεν Il.7.127, contr. sin aum. γήθει A.R.1.436; aor. sin aum. γήθησεν Il.6.212, A.R.4.1126, dór. γάθησεν Pi.P.4.122; perf. ind. γέγηθεν Ar.Eq.1317, dór., beoc. γέγαθε Pi.N.3.33, Corinn.2(b).4, γεγάθει Epich.123, cret. imper. γέγᾱθι Hymn.Curet.6; beoc. plusperf. γεγάθι Corinn.1(a).28]
1 alegrarse o en pf. estar alegre
a) abs. γήθησεν ... Διομήδης Il.6.212, τῶ δὲ νόος γεγάθι su espíritu se había colmado de alegría Corinn.l.c., γήθησε δὲ θυμὸς ἑκάστου ἡρώων A.R.4.1126, γηθήσει κραδίη Nonn.Par.Eu.Io.16.22, cf. A.Ch.772, Epich.217.23, Pl.Phdr.251c, Lg.671b, Theoc.9.36, D.P.Au.1.11, Manes 105.15, Hsch.;
b) part. perf. γεγηθώς en uso pred., como adv. alegremente, impunemente, despreocupadamente γεγηθὼς ... λέξειν δοκεῖς S.OT 368, ἔτρεχεν Ar.Th.510, ᾄδει Arist.Pr.921a37, βαῖνε Orph.H.6.10;
c) c. indicación del lugar del sentimiento alegrarse en c. ac. de rel. φρένα Il.8.559, 11.683
c. dat. loc. θυμῷ Il.7.189, Hes.Sc.116, φρενί A.Ch.772, καλῷ γήθουσα προσώπῳ mostrando alegría en su bello rostro Orph.H.16.10
c. giro prep. κατὰ θυμόν Il.13.416, ἐνὶ στήθεσσι Il.13.494, περὶ ψυχάν Pi.P.4.122
c. giro prep. y un part. en dat. Ἀχιλλῆος ... κῆρ γηθεῖ ἐνὶ στήθεσσι ... δερκομένῳ ... el corazón de Aquiles se alegra en su pecho al ver ..., Il.14.140
tb. en v. med., part. γηθόμενος contento, alegre c. ac. de rel. μεγ' ἔνδοθι γηθομένων κῆρ Q.S.l.c., cf. AP l.c., Pamprepius l.c.
2 c. indicación del motivo gozar, alegrarse, alegrarse de, alegrarse con, alegrarse por c. ac. τάδε Il.9.77
c. dat. instrum. οἷς (los tribunales), Ar.Eq.1317, μολπᾷ Hymn.Curet.6, τοῖς ἀγινεῦσιν ἐκ τῶν σε Τεμπέων Call.Fr.194.55, πλοκάμοισι A.R.2.707, κελεύθῳ A.R.3.925, τοῖς μεγάλοις κακοῖς Sotad.15.4, θαλίαις Orph.H.2.6, νυκτερινοῖς ... σχήμασι Aristid.Quint.121.27
c. gen. de origen ἐμῆς γέγαθε ... ἐνοπῆς Corinn.2(b).4
c. giros prep. παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς Pi.N.3.33, κἀπὶ συμφοραῖσί μοι γεγηθός ἕρπει δάκρυον S.El.1231, cf. D.18.323, Hierocl.in CA 5.7, περὶ πλέγματι Theoc.l.c., πρὸς τοὺς ἐπαίνους S.E.l.c.
c. part. pred. del suj. alegrarse al o alegrarse de ἰδών Il.1.330, Od.12.88, cf. Il.7.214, A.R.1.436, εἰρόμενος Il.7.127, ζῶν S.Ph.1021, πίνων E.Cyc.168, γέγηθα ... μᾶλλον ἢ τὸ γῆρας ἐκδὺς ἐκφυγὼν τὴν ἀσπίδα Ar.Pax 335, ἁ δὲ γεγάθει ... ἀκροαζομένα Epich.l.c.
c. part. pred. del complemento en ac. νῶϊ ... γηθήσει προφανέντε se alegrará al vernos a ambas, Il.8.378
c. or. causal alegrarse de que γήθησεν δὲ θεὰ ..., ὅττι Il.17.567, cf. Pl.Phd.85a, γήθησεν ... Ὀδυσσεύς, οὕνεκα ... Od.18.281.
• Etimología: De la raíz *geH2- en grado P y ā rel. gaudeō que presenta otro tratamiento de la laringal, cf. γαίω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. γηθήσω, ao. ἐγήθησα, pf. γέγηθα;
se réjouir ; part. γεγηθώς, au sens de χαίρων, ayant sujet de se réjouir, càd sans avoir rien à craindre, impunément.
Étymologie: pour *γαϜθέω, de la R. ΓαϜ, Γαυ, se réjouir.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γηθέω, Dor. γᾱθέω [~ γαίω perf. γέγηθα, Dor. γέγα̅θα, Dor. imperat. γέγα̅θι, plqperf. (ἐ)γεγήθειν blij zijn, ep. met φρένα, κατὰ θυμόν of θυμῷ in zijn hart; met NcP; οὐδ’ ἄρα τώ γε ἰδὼν γήθησεν hij was zeker niet blij hen beiden te zien Il. 1.330; σὺ μὲν γέγηθας ζῶν jij bent blij dat je leeft Soph. Ph. 1021; met AcP; νῶι … γηθήσει προφανέντε hij zal blij zijn dat wij tweeën verschijnen Il. 8.378; ook met ὅτι- of οὕνεκα- zin dat; perf. ptc. γεγηθώς tot zijn vreugde, blij, lachend (d.w.z. straffeloos):. γεγηθὼς ταῦτ’(α)... λέξειν δοκεῖς; denk je dat straffeloos te kunnen zeggen? Soph. OT 368; γεγηθὸς δάκρυον vreugdetranen Soph. El. 1231.

German (Pape)

fut. γηθήσω, perf. γέγηθα, mit Präsensbedeutung, sich freuen; Hom. oft: Il. 14.140 Ἀχιλλῆος κῆρ γηθεῖ ἐνὶ στήθεσσι, v.l. γήθει; 7.127 Πηλεύς, ὃς μέγ' ἐγήθεεν, vgl. Scholl.; 7.214 τὸν Ἀργεῖοι μὲν ἐγήθεον εἰσορόωντες, v.l. μέγ' ἐγήθεον, Scholl. Didym.; 8.559 γέγηθε φρένα ποιμήν, im Herzen; 11.683 γεγήθει φρένα Νηλεύς, imperfect.; 13.494 αἰνείᾳ θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι γεγήθει; 13.416 ἀλλά ἕ φημι γηθήσειν κατὰ θυμόν; mit Partizip aor., Od. 13.226 τὴν δ' Ὀδυσεὺς γήθησεν ἰδών; Il. 8.278 τὸν δὲ ἰδὼν γήθησεν Ἀγαμέμνων; 7.189 γήθησε δὲ θυμῷ, im Herzen; Od. 7.269 γήθησε δέ μοι φίλον ἦτορ δυσμόρῳ; 12.88 οὐδέ κέ τίς μιν γηθήσειεν ἰδών; das, worüber man sich freut, im accus.: Il. 9.77 τίς ἂν τάδε γηθήσειεν, vgl. Scholl. Aristonic.; 8.377, 378 ἢ νῶι Ἕκτωρ γηθήσει προφανείσα ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρας, Zenodot las γηθήσει προφανείσας ἰδὼν ἐς δοῦπον ἀκόντων, s. Scholl.; mit χαίρω verbunden, Od. 13.250 γήθησεν δὲ Ὀδυσσεὺς χαίρων ᾗ γαίῃ πατρωίῃ; Il. 1.255 ἦ κεν γηθήσαι Πρίαμος Πριάμοιό τε παῖδες, ἄλλοι τε Τρῶες μέγα κεν κεχαροίατο θυμῷ, vgl. Scholl. Herodian.; Od. 15.165 οἱ δὲ ἰδόντες γήθησαν, καὶ πᾶσιν ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη, sie freuten sich über den Anblick. – Folgende: τινί, über etwas, Hes. Sc. 116 μύθῳ γηθήσας, v.l. θυμῷ; γέγηθα ζῶν Soph. Phil. 1021; πίνων Eur. Cycl. 167; γέγαθεν ἐν ἀρεταῖς Pind. N.3.32; ἃν περὶ ψυχὰν γάθησεν P. 4.122; Ar. Pax 335, und öfter im perf., wie Plat., z.B. Phaedr. 251b, und Folgde; ἐπί τινι Dem. 18.323. S. γήθω.

Russian (Dvoretsky)

γηθέω: дор. γᾱθέω радоваться (θυμῷ, κατὰ θυμόν и φρένα Hom.: τι Hom., ἔν τινι Pind., τινι Hes., Arst. и ἐπί τινι Soph., Dem.): ἥδομαι καὶ γέγηθα Arph. я счастлив и рад; γέγηθας ζῶν Soph. ты радуешься жизни; ἦ καὶ γεγηθὼς ταῦτ᾽ ἀεὶ λέξειν δοκεῖς; Soph. уж не думаешь ли ты, что всегда сможешь говорить это с веселым видом, т. е. безнаказанно?

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: rejoice (Il.).
Other forms: Dor. γαθέω, perf. γέγηθα, Dor. γέγαθα, aor. γηθῆσαι, γαθῆσαι; late pres. γήθομαι, γήθω, γάθω
Derivatives: γηθοσύνη (Il.), γηθόσυνος (Il.; cf. Risch 138f.; late γῆθος n. (Epicur.) and γηθαλέος (Androm., ap. Gal.). Also γᾶσσαν ἡδονήν H., if with Baunack Philol. 70, 376 < *γαθ-ι̯αν.
Origin: IE [Indo-European] 9353] *geh₂dʰ-? be glad
Etymology: Because of Lat. gaudeō, gāvīsus sum one reconstructed for γηθέω a form *γαϜ-εθ-έω (s. Schwyzer 703). But the contraction would have to be very early (Kretschmer Glotta 4, 324 and 337 against Jacobsohn KZ 43, 42ff.) and would have influenced the perfect (orig. *γέ-γαϜ-α to γαίω?; cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 429). The same root in γαίω < *γαϜ-ι̯ω, γάνυμαι (s. vv.). The present *gāu-̯edh-eiō would be a remarkable IE formation, and is quite isolated. One now compares Toch. B katk- be glad (< *geh₂dʰ-sk-) and reconstructs for Greek simply *geh₂dʰ- (LIV, Adams Dict. 150). One compared further Lit. džaugiúos be glad, if from *gaudžiúos (Hirt BB 24, 280).

Middle Liddell

γαίω
to rejoice, Hom.; c. acc. rei, τίς ἂν τάδε γηθήσειεν; Il.; c. part., γηθήσει προφανείσα (dual acc.) will rejoice at our appearing, Il.; γέγηθας ζῶν thou rejoicest in living, Soph.; γεγηθέναι ἐπί τινι Soph.: part. γεγηθώς, like χαίρων, Lat. impune, Soph.

English (Autenrieth)

aor. γήθησα, perf. γέγηθα: rejoice, be glad; freq. w. part., γήθησεν ἰδών, etc.; sometimes w. acc., τάδε, Od. 9.77; acc. of part., εἰ νῶι... Ἕκτωρ γηθήσει προφανέντε, Il. 8.378.

Greek Monolingual

γηθέω και γαθέω και γήθω (A) (AM γήθομαι)
χαίρομαι, ευχαριστιέμαι με κάτι ή κάνοντας κάτι
αρχ.
Ι. φρ. «γηθέω φρένα (ή φρενὶ ή θυμὸν ή θυμῶ) «αναγαλλιάζει, χαίρεται η ψυχή μου
II. (η μτχ. παρακμ.) γεγηθώς
1. περιχαρής
2. χωρίς τιμωρία («ἦ καὶ γεγηθὼς ταῡτ' ἀεὶ λέξειν δοκεῖς;» — νομίζεις ότι θα συνεχίσεις να μιλάς έτσι χωρίς να τιμωρηθείς; Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. το λατ. gaudĕōχαίρομαι»), gāvīsus sum οδηγεί στην υπόθεση ότι γηθέω < γᾱF -εθ -έωγαF -αθ -έω), αλλά η συναίρεση του -ᾱFe- πρέπει να έγινε πολύ νωρίς, πράγμα που ισχύει και για τον παρακμ. γέγηθα < γε -γᾱFεθ -α. Η υπόθεση περί αρχικού θέματος παρακμ. γᾱθ -, βάσει του οποίου θα σχηματίστηκε υστερογενώς ο ενεστ. γᾱθέω, γηθέω, αίρεται από την ύπαρξη του λατ. gaudeō. To ρ. συνδέεται πιθ. με τα γαίω (< γᾰF -ιω), γάνυμαι, γαύρος και απαντά σπανίως στην αττική διάλεκτο, γιατί αντικαταστάθηκε από το συνώνυμο χαίρω. Ο παρακμ. γέγηθα έχει σημασία ενεστώτα και είναι συχνός στους τραγικούς, ενώ ο παράλληλος τ. ενεστ. γήθω, που μαρτυρείται μτγν., είναι πιθ. υστερογενής σχηματισμός.
ΣΥΝΘ. αρχ. αμφιγηθέω, επιγηθέω, συγγηθέω.

Greek Monotonic

γηθέω: Δωρ. γᾱθέω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐγήθησα· Επικ. γήθησα, παρακ. γέγηθα· Δωρ. γέγᾱθα (με σημασία ενεστ.), υπερσ. ἐγεγήθειν, Επικ. γεγήθειν (γαίωχαίρω, αγάλλομαι, σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., τίςἂν τάδε γηθήσειεν; σε Ομήρ. Ιλ.· με μτχ. γηθήσει προφανείσα (αιτ. δυϊκ.), θα χαρεί με την εμφάνισή μας, στο ίδ.· γέγηθας ζῶν, χαίρεσαι με το να ζεις, με τη ζωή, σε Σοφ.· γεγηθέναι ἐπί τινι, στον ίδ.· μτχ. γεγηθώς, όπως το χαίρων, Λατ. impune, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

γηθέω: γηθεῖ ἐνὶ (συνηρ.) Ἰλ Ξ. 140 (ἕτεροι: γηθέει ἐν...), Δωρ. γᾱθεῖ, Θεόκρ. 1. 54 (ἀλλ’ ὁ πρκμ. κεῖται ἀείποτε ἀντὶ τοῦ ἐνεστ. παρ’ Ἀττ., ἐκτὸς ἂν διατηρήσωμεν τὴν γραφὴν γηθούση φρενὶ ἐν Αἰσχύλ. Χο 772, καὶ παρατ. ἐπεγήθει (ἴδε κατωτ.) ὁ αὐτ. Πρ. 157)· παρατ. ἐγήθεον Ἰλ. Η. 127, 214· μέλλ. γηθήσω Ἰλ., Ἡσ. · ἀόρ. ἐγήθησα, Ἐπ. γήθησα, Ὅμ., Ἡσ.· πρκμ. γέγηθα, Δωρ. γέγᾱθα (μὲ σημασ. ἐνεστ. ἴδε ἀνωτ.), Ὅμ., Ἀττ.· ὑπερσυντ. ἐγεγήθειν ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἐλμσλ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 157, Ἐπ. γεγήθειν Ἰλ. Λ. 682, Ν. 494, Δωρ. γεγάθειν, Ἐπίχ. 75, Ahr. Ἰσοδύναμος δέ τις τύπος γήθω, Δωρ. γάθω, ἀναφερόμενος ὑπὸ τῶν γραμμ., εὕρηται παρ’ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3632· ἀλλὰ μέσ. γήθομαι παρὰ Κ. Σμ. 14. 92, Ἀνθ. Π. 6. 261, κτλ. (ἴδε ἐν λ. γαίω). Χαίρω, ἀγάλλομαι, Ὅμ.· μ. αἰτ. πράγμ., τίς ἂν τάδε γηθήσειεν Ἰλ. Ι. 77· γ. κατὰ θυμὸν Ν. 416· γηθήσει προφανείσα (δυϊκ.), θὰ χαρῇ ἅμα ἐμφανισθῶμεν, Θ. 378·― συχνάκις μετὰ μετοχ., χαίρω πράττων τι, γέγηθας ζῶν Σοφ. Φ. 1021· πίνων Εὐρ. Κύκλ. 168·― γέγηθε φρένα Ἰλ. Λ. 683, κτλ.· θυμῷ γηθήσας Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 116· ἂν περὶ ψυχὰ γάθησεν Πίνδ. II. 4. 218· ― ὡσαύτως, παλαιαῖσιν ἐν ἀρεταῖς γ. ὁ αὐτ. Ν. 3. 56· καὶ παρ’ Ἀττ., γεγηθέναι ἐπί τινι Σοφ. Ἠλ. 1231, Δημ. 332. 8·― κατὰ μετοχ., γεγηθώς, ὡς τὸ χαίρων, Λατ. impune, ἦ καί γεγ. λέξειν δοκεῖς; Σοφ. Ο. Τ. 368.

Frisk Etymology German

γηθέω: (seit Il.),
{gēthéō}
Forms: dor. γαθέω, Perf. γέγηθα (poet. seit Il.), dor. γέγαθα, Aor. γηθῆσαι, γαθῆσαι (Hom., Pi. usw.), spätes Präs. γήθομαι, γήθω, γάθω
Grammar: v.
Meaning: sich freuen.
Derivative: Wenige Ableitungen: γηθοσύνη (ep. seit Il., Ph.), γηθόσυνος freudig (poet. seit Il.; vgl. Risch 138f., dazu Porzig Satzinhalte 227 mit Versuch, die Wörter bildungsgeschichtlich einzuordnen; s. auch Frisk Eranos 43, 220); spät γῆθος n. (Epikur., Plu. u. a.) und γηθαλέος (Androm., ap. Gal.). Außerdem noch γᾶσσαν· ἡδονήν H., falls mit Baunack Philol. 70, 376 aus *γαθι̯αν.
Etymology: Wegen lat. gaudeō, gāvīsus sum wird γηθέω gewöhnlich auf *γαϝεθέω (evtl. -αθέω) zurückgeführt, das seinerseits als *γαϝεθέω zu zerlegen ist (vgl. Schwyzer 703). Die Kontraktion muß sehr früh gefolgt sein (Kretschmer Glotta 4, 324 und 337 gegen Jacobsohn KZ 43, 42ff.) und auch für das Perfekt (urspr. *γέγαϝα zu γαίω?; vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 429) maßgebend gewesen sein. Dadurch wird Anschluß an γαίω aus *γαϝι̯ω, γαῦρος, γάνυμαι ermöglicht (s. dd.). Das graeco-lat. Präsens *gāu̯edheiō, das als alte idg. Bildung auffallend ist, steht im Ganzen isoliert da; in Betracht kommt immerhin lit. džaugiúos sich freuen, falls aus *gaudžiúos umgestellt (Hirt BB 24, 280).
Page 1,303-304